Τον 6ο αι. μ.Χ. περίπου, ο Παρθενώνας μετατρέπεται σε εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία του Θεού Σοφία. Αργότερα βρίσκουμε την εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την επιλεγόμενη Αθηνιώτισσα. Το 1458 έρχεται στην Αθήνα και θαυμάζει τα μνημεία της Ακροπόλεως ο Μωάμεθ ο V ο κατακτητής. Τότε ο Παρθενών μετατρέπεται σε τζαμί και υψώνεται ο μιναρές.
Οι Τούρκοι καλύπτουν με επίχρισμα το εσωτερικό του τζαμιού ώστε να κρύψουν τις χριστιανικές τοιχογραφίες. Η αρχαία στέγη είχε καταστραφεί τον 3ο αι. μ.Χ. με εμπρησμό και μαζί της σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό του σηκού. Κατά τη μεγάλη επισκευή που ακολούθησε, επειδή τα οικονομικά μέσα ήταν πλέον στενά, η νέα στέγη του ναού, ξύλινη με πήλινες κεραμίδες, περιορίστηκε μόνο στην έκταση του σηκού, ενώ τα πτερά έμειναν για πάντα αστέγαστα.
Το Ερέχθειο επί Τουρκοκρατίας χρησιμοποιείται ως κατοικία του Αγά και του χαρεμιού του. και τα Προπύλαια χρησιμοποιούνται ως κατοικία του δισδάρη, δηλαδή του φρούραρχου της Ακροπόλεως. Μέσα στην Ακρόπολη υπάρχουν πολλά σπίτια κτισμένα επάνω στα μνημεία και με υλικό που είχε πέσει από τα μνημεία.
Οι Τούρκοι της Αθήνας, καθώς γνωρίζουν ότι ο οχυρωμένος βράχος της Ακροπόλεως αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο για την κατάκτηση της Στερεάς Ελλάδας και επειδή βεβαίως οι κινήσεις των Αθηναίων δεν τους έχουν καθόλου διαφύγει, κάνουν τις ανάλογες προετοιμασίες.
Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το φοβερό πυροβολικό των Βενετών, το οποίο ήταν εξαιρετικά ισχυρό και είχε επιφέρει καταστροφές και ερημώσεις στα φρούρια της Πελοποννήσου.
Λόγω των μικρών αποστάσεων των βολών –οι αποστάσεις βολής, ανάλογα με τα είδη των πυροβόλων, κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 700 μ.– ο κίνδυνος του κανονιοβολισμού για την Ακρόπολη ήταν προφανής από τη δυτική πλευρά, δηλαδή από τον λόφο των Μουσών και από την Πνύκα, τοποθεσίες στις οποίες οι Βενετοί μπορούσαν να εγκαταστήσουν τα πυροβόλα τους.
Οι Τούρκοι σπεύδουν να εκτελέσουν νέα οχυρωματικά έργα για να ενισχύσουν τη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως, όπου βρίσκεται και η μόνη ευάλωτη είσοδος.
Επισκευάζουν τα τείχη, χτίζουν έναν πύργο δυτικά του ναού της Αθηνάς Νίκης και ενισχύουν τον προμαχώνα μεταξύ του ναού και του Μνημείου του Αγρίππα για να τοποθετήσουν μια δεύτερη συστοιχία από κανόνια.
Επειδή χρειάζονται πρόχειρο οικοδομικό υλικό, κατεδαφίζουν τον ναό της Αθηνάς Νίκης και χρησιμοποιούν τα αρχιτεκτονικά του μέλη μαζί με πέτρες και χώματα για το χτίσιμο του προμαχώνα. Στις ανασκαφές που έγιναν μετά την Απελευθέρωση αποκαλύφθηκαν στο σύνολό τους τα μέλη του ναού και επέτρεψαν την αναστήλωσή του το 1838. Φυσικά, στα μέλη του δεν υπάρχουν χτυπήματα από βλήματα.
Η εκστρατεία κατά των Αθηνών ξεκινάει στις 19 Σεπτεμβρίου. Ο Μοροζίνι, για να εξαπατήσει τους Τούρκους και να τους καταλάβει απροετοίμαστους, στέλνει τμήμα του βενετικού στόλου υπό τον ναύαρχο Βενιέρ προς την Εύβοια.
Οι Τούρκοι πράγματι καθησυχάζουν ότι προς το παρόν ο κίνδυνος αποσοβήθηκε. Την ίδια μέρα ο υπόλοιπος στόλος μεταφέρει ολόκληρο τον βενετικό στρατό –σύμφωνα με τον γραμματέα του Μοροζίνι Λοκατέλλι 9.880 άτομα και 871 άλογα, πυροβόλα, βόμβες, πολεμοφόδια και άφθονο υλικό πολιορκίας– στον Πειραιά.Η Άκερχελμ στο ημερολόγιό της αναφέρει ότι λόγω μεγάλης ανεμοθύελλας η γαλέρα στην οποία επέβαινε συνοδεύοντας την κόμισσα Καίνιξμαρκ αναγκάστηκε να μπει στο λιμάνι του Πειραιά, αφού φυσικά κατέβασε τη βενετική σημαία και ανέβασε την αγγλική.
Ευτυχώς για τις κυρίες, ο Άγγλος πρόξενος βρισκόταν στον Πειραιά και μιλώντας αγγλικά τους είπε ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν φορολογία στους Βενετούς, στα γερμανικά όμως τις πληροφόρησε ότι στο φρούριο της Ακροπόλεως βρίσκονταν μόνο τετρακόσιοι άνδρες και συνεπώς η άλωσή του δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Οι κυρίες επέμειναν να κατέβουν στην ξηρά, πήγαν να δουν τον περίφημο Λέοντα του Πειραιά, μάλιστα και τον μέτρησαν. Το επόμενο πρωί φύσηξε ευνοϊκός άνεμος και έφυγαν με χρήσιμες πληροφορίες για τον Μοροζίνι.
Το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι ξυπνώντας βλέπουν αγκυροβολημένο στον Πειραιά ολόκληρο τον ενετικό στόλο. Ακόμη και ο Βενιέρ έχει καταφθάσει από την Εύβοια. Φόβος και τρόμος τους κυριεύει.
Προσπαθούν με μεγάλη βιασύνη να μαζέψουν ό,τι πολύτιμο έχουν και να ανέβουν στην Ακρόπολη. Μέχρι το μεσημέρι έχουν όλοι κλεισθεί μέσα στο Κάστρο. Στην Αθήνα υπάρχουν πια μόνον Έλληνες.
Σύμφωνα με τον Λοκατέλλι, επιτροπή από προκρίτους επισκέπτεται τον Μοροζίνι και δίνει υπόσχεση υποταγής, βοήθειας, τοπογραφικές και στρατηγικές πληροφορίες.
Οι Αθηναίοι συντάσσονται με τους Βενετούς διότι, αν έμεναν ουδέτεροι, όποιος και να κέρδιζε αυτοί θα υφίσταντο τις συνέπειες και οι βόμβες του Μοροζίνι θα κατέστρεφαν την πόλη. Αποφασίζουν λοιπόν να ταχθούν υπέρ των Βενετών ανοιχτά και να μείνουν στην πόλη, φροντίζουν πάντως παράλληλα να κρύψουν ό,τι πολύτιμο έχουν από φόβο και προς τους Τούρκους και προς τους Βενετούς.
Οι Βενετοί ξεκινούν με σώμα 150 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Ραουγκράφ φον ντερ Πφαλτς και καταλαμβάνουν την Αθήνα για να προστατεύσουν τους Αθηναίους από τους Τούρκους. Στέλνουν μήνυμα στους Τούρκους ζητώντας την παράδοση του Φρουρίου με αντάλλαγμα την ανενόχλητη αναχώρηση των Τούρκων μαζί με όλα τους τα κινητά αγαθά.
Ο Αγάς του Κάστρου Αλής αρνείται να παραδοθεί. Έχει πυρομαχικά και περιμένει τον Σερασκέρη με ενισχύσεις. Η κύρια δύναμη των στρατευμάτων υπό τον Καίνιξμαρκ –με οδηγούς Αθηναίους– βαδίζει μέσα από τον ελαιώνα της Αττικής και, χωρίς να μπει στην Αθήνα, καταλαμβάνει τα κυριότερα στρατηγικά σημεία από τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η Ακρόπολη, κυρίως τους λόφους και τα υψώματα δυτικά του Κάστρου.
Ταυτόχρονα, μηχανικοί της στρατιάς από βόρεια προσπαθούν να ανοίξουν υπόγειες στοές ώστε με εκρηκτικές ύλες να προκαλέσουν την ανατίναξη του Φρουρίου. Οι Τούρκοι τους πυροβολούν συνεχώς και τους αποδεκατίζουν.
Οι Βενετοί καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι το σπήλαιο της Αγραύλου, όπου η σκληρότητα της πέτρας του βράχου τους αναγκάζει να σταματήσουν.
Το βράδυ 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου ο Καίνιξμαρκ, σύμφωνα με περιγραφές, τοποθετεί τα πυροβόλα του στον λόφο των Μουσών κανονιοστοιχία από δεκαπέντε τηλεβόλα, στην Πνύκα εννέα και στον λόφο του Αρείου Πάγου πέντε τεράστιους όλμους.
Οι Τούρκοι πυροβολούν ασταμάτητα κατά των Βενετών προσπαθώντας να τους εμποδίσουν να στήσουν τα πυροβόλα τους.
Το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα πυροβολεία των Βενετών βρίσκονται στην οριστική τους θέση και αρχίζουν να βάλλουν συστηματικά εναντίον της Ακροπόλεως. Επικεφαλής του πυροβολικού βρίσκεται ο Αντόνιο Μουτόνι, Κόμης Σαν Φελίτσε, τον οποίο οι περισσότερες μαρτυρίες κατηγορούν ως εντελώς ανίκανο.
Αρκετά ειρωνικές περιγραφές συνεργατών του μας λένε ότι «συχνά τα βλήματα περνούσανε πάνω από το Φρούριο και πέφτανε από την άλλη μεριά με αποτέλεσμα να φονεύσουν τους πολιορκούντες και όχι τους πολιορκημένους».
Μην βλέποντας αποτελέσματα, οι Βενετοί στήνουν νέο πυροβολείο στην ανατολική πλευρά του Φρουρίου, στέλνουν συνεργάτη στον Μουτόνι που ονομάζεται Λέανδρος, επιστατεί δε προσωπικά ο Καίνιξμαρκ.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τον κόμη Λεόν ντε Λαμπόρντ, μια βόμβα πέφτει σε μια μικρή αποθήκη πυρίτιδας στα Προπύλαια, η πυρίτιδα αναφλέγεται και ένα τμήμα τους καταρρέει. Οι Βενετοί συνεχίζουν να πυροβολούν το Κάστρο με αμείωτη ένταση.
Οι πληροφορίες της εποχής σχετικά με το «τυχαίο» της ανατίναξης του Παρθενώνα συγκρούονται. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η βολή ήταν τυχαία, άλλες όμως ότι ήταν κατευθυνόμενη.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γερμανού αξιωματικού Σομπιεβόλσκυ, στις 22 Σεπτεμβρίου, κάποιος που είχε διαφύγει από το Κάστρο πληροφόρησε τους Βενετούς ότι όλα τα πυρομαχικά είχαν μεταφερθεί μέσα στον ονομαζόμενο «Ναό της Αθηνάς» και ότι εκεί είχαν εγκατασταθεί όλοι οι ανώτεροι Τούρκοι πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί ποτέ δεν θα έβλαπταν τον ναό.
Μετά την πληροφορία αυτή, οι περισσότεροι όλμοι κατευθύνουν τα πυρά τους προς τον ναό, χωρίς όμως επιτυχία καθώς ο ναός ήταν από μάρμαρο -δηλαδή το κτήριο ήταν καλά προστατευμένο.
Τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου που ήταν πανσέληνος, μια βόμβα –ορισμένοι υποστηρίζουν ότι την έριξε ένας υπολοχαγός από το Λούνεμπουργκ– κατάφερε να διαπεράσει από κάποιο άνοιγμα τη στέγη και να αναφλέξει τη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο εσωτερικό του ναού.
Η έκρηξη που ακολούθησε άνοιξε τον ναό στα δύο, καταστρέφοντας το τελειότερο κτίσμα της κλασικής τέχνης.
Οι Βενετοί, σύμφωνα με τις πηγές, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Άλλοι φώναζαν «Ζήτω η Δημοκρατία», άλλοι «Ζήτω ο Καίνιξμαρκ».
Από την έκρηξη ανατράπηκαν σχεδόν στο σύνολό τους οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα από τα ανάγλυφα της ζωφόρου.
Από τη στέγη φαίνεται ότι δεν έμεινε απολύτως τίποτε στη θέση του. Κατέπεσαν έξι κίονες της νότιας πλευράς, οκτώ της βόρειας και ό,τι απέμεινε από την ανατολική πρόσταση εκτός από ένα κίονα.
Οι κίονες συμπαρέσυραν στην πτώση τους τα τεράστια μάρμαρα των επιστυλίων, τα τρίγλυφα και τις μετόπες.
Ολόκληρο το κτίσμα υπέστη φοβερό κλονισμό. Η έκρηξη και η ανατίναξη προκάλεσαν απερίγραπτο πανικό. Φωτογραφία του Walter Hege,το 1930 με την Καρυάτιδα να «ατενίζει» το μνημείο στον λόφο του Φιλοπάππου. Τριακόσιοι Τούρκοι φονεύθηκαν από τα μάρμαρα που εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια, καθώς μάλιστα δεν υπήρχε αρκετό νερό η φωτιά απλωνόταν όλο και περισσότερο.
Όλη τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου και όλη την επομένη ημέρα η Ακρόπολη καιγόταν. Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι δεν αποφάσιζαν να παραδοθούν ενώ κινδύνευαν να καούν όλοι, επειδή είχαν λάβει την είδηση ότι πλησιάζει ο Σερασκέρης με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Πράγματι, νωρίς το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου φάνηκαν τα στρατεύματα του Σερασκέρη. Ο Καίνιξμαρκ όμως τους περίμενε και εστράφη αμέσως εναντίον τους με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του ιππικού του.
Ο Σερασκέρης τρομοκρατήθηκε, υποχώρησε χωρίς να ρίξει ούτε μια βολή και οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είδαν να σβήνει και η τελευταία τους ελπίδα. Αποφασίζουν να παραδοθούν και υψώνουν λευκή σημαία στον πύργο των Προπυλαίων στις 28 Σεπτεμβρίου. Πέντε προύχοντες Τούρκοι κατεβαίνουν εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευθούν τους όρους της παράδοσης. Δίνεται διαταγή να παύσει το πυρ και οι αντιπρόσωποι οδηγούνται στο στρατόπεδο του Πειραιά. Συγκαλείται πολεμικό συμβούλιο.
Ο Μοροζίνι επιμένει στην άνευ όρων παράδοση της Ακροπόλεως και των πολιορκημένων Οι Τούρκοι πληρεξούσιοι ζητούν ρητή εγγύηση της ζωής τους και διευκόλυνση της αναχώρησής τους. Ο Καίνιξμαρκ τάσσεται υπέρ της άποψης των Τούρκων και στις 29 Σεπτεμβρίου συντάσσεται συνθήκη που αρχίζει με τα λόγια «εξ ευσπλαχνίας». Οι Τούρκοι λαμβάνουν εγγύηση ζωής και ελεύθερης αναχώρησης με δικαίωμα μεταφοράς όσων αποσκευών θα μπορούσαν να μεταφέρουν στους ώμους τους, εξαιρουμένων φυσικά των όπλων και των πυρομαχικών.
Οι Τούρκοι παραδίδονται το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου και η βενετική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη μπροστά από τα Προπύλαια. Βρίσκονται σε τραγική κατάσταση.
Οι τριακόσιοι νεκροί παραμένουν πάντοτε άταφοι, οι τραυματίες δεν έχουν ούτε γιατρούς ούτε φάρμακα, και οι υπόλοιποι, ζώντας τόσες μέρες στριμωγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο ανάμεσα στα ερείπια και στα πτώματα, βρίσκονται σε κατάσταση άθλια.
Μερικοί διακινδυνεύουν επαφές με τους ξένους φρουρούς και με τους Έλληνες για να τους πουλήσουν τα πολύτιμα προσωπικά τους είδη που δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους.
Στις 4 Οκτωβρίου έχουν βρεθεί και συμφωνηθεί τα πλοία που θα μεταφέρουν τους Τούρκους μακριά από την Αθήνα. Η πορεία με τους ασθενείς και τραυματίες από την Αθήνα στον Πειραιά κράτησε ώρες ενώ στον δρόμο διάφοροι μισθοφόροι τους επετίθεντο για να τους κλέψουν και να βιάσουν τις γυναίκες.
Ο Μοροζίνι και ο Καίνιξμαρκ είχαν συμφωνήσει στη συνθήκη να φροντίσουν ώστε οι Τούρκοι να αναχωρήσουν «ανενόχλητοι» και δεν συγχωρούνται για τα ανεπαρκή μέτρα που έλαβαν. Στις αναφορές του προς τη Βενετία ο Μοροζίνι σημειώνει: «υπέστησαν εύλογον επίθεσιν».
Μόλις οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την Ακρόπολη, οι Βενετοί ανεβαίνουν και την καταλαμβάνουν. Φρούραρχος διορίζεται ο Κόμης Πομπέι.
Πρώτες τους φροντίδες είναι το θάψιμο των πτωμάτων που ήταν άταφα από δέκα περίπου ημέρες και η καταγραφή του εγκαταλειμμένου πολεμικού υλικού.
Παράλληλα πρόχειρα συνεργεία προσπαθούν να τακτοποιήσουν τα άφθονα μάρμαρα που έχουν σκορπιστεί παντού από την ανατίναξη και να ανοίξουν διόδους ανάμεσα στα ερείπια των καμένων σπιτιών.
Ο Μοροζίνι, συνοδευόμενος από τον Καίνιξμαρκ και περιστοιχισμένος από τους ανώτερους αξιωματικούς, εισέρχεται θριαμβευτικά στην Αθήνα.
Στις πύλες της πόλης τον περιμένουν ο επίσκοπος και οι πρόκριτοι Έλληνες που τους υποδέχονται σαν νικητές και κηρύσσουν την πίστη τους προς τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου.
Ο Μοροζίνι επικυρώνει τα κοινοτικά προνόμια των Αθηναίων, επιτρέπει την αυτοδιοίκηση και αναγνωρίζει τα δικαιώματα του αρχιεπισκόπου και του ορθόδοξου κλήρου.
Ψάλλεται ευχαριστήριος δοξολογία σε ένα από «τα μεγαλύτερα τζαμιά» που μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Αργότερα, τα περισσότερα από τα εγκαταλειμμένα τζαμιά μεταβάλλονται σε ορθόδοξες εκκλησίες, ένα από αυτά αφιερώνεται στην καθολική λατρεία και ένα άλλο στη διαμαρτυρόμενη.
Μετά τη δοξολογία, ο Μοροζίνι με τη συνοδεία του ανεβαίνει στην Ακρόπολη. Η θέα των ερειπωμένων μνημείων φαίνεται ότι προκάλεσε ειλικρινή λύπη στους κατακτητές.
Γράφει η Άκερχελμ: «Πόσο στεναχωρήθηκε η εξοχότητά του -–εννοεί τον Καίνιξμαρκ– που αναγκάσθηκε να καταστρέψει τον ωραίο ναό που για 3.000 χρόνια βρισκόταν χτισμένος εκεί και λέγεται ναός της Αθηνάς! Μάταια όμως! Οι βόμβες έκαναν τη δουλειά τους έτσι που ποτέ πια σ’ αυτόν τον κόσμο ο ναός αυτός δεν θα μπορέσει να ξανακτισθεί!…»
Οι νικητές αποφασίζουν να διαχειμάσουν στην Αθήνα. Οι ξένοι μισθοφόροι στρατοπεδεύουν μέσα στην Αθήνα, κατά έθνη. Ο Βενετός μηχανικός Βερνέντα, κατόπιν εντολής του Μοροζίνι, συντάσσει τοπογραφικά σχέδια και αναπαραστάσεις της Αθήνας και της Ακροπόλεως.
Μια σειρά από τα σχέδια αυτά καθώς και άλλα με την απεικόνιση του βομβαρδισμού και της εκρήξεως έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για την Αθήνα και τους κατοίκους της κατά το διάστημα της συμβίωσης με τόσους ξένους λαούς.
Ξέρουμε πάντως από τις πηγές ότι οι Αθηναίοι τους δέχθηκαν καλά και τους περιποιήθηκαν. Το πρόβλημα της διαφορετικής γλώσσας, φυσικά, δυσκόλευε πολύ την επικοινωνία. Ο Γερμανός μισθοφόρος Ούρλιχ Φρήντριχ Χόμπεργκ γράφει: «Η Αθήνα είναι μια πολιτεία μεγάλη και πολυάνθρωπη.
Δεν αλλάζω το κρασί της Αττικής με την καλύτερη μπύρα. Εδώ βρήκα σταφύλια πελώρια σαν εκείνα που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη. Δύο άνδρες δύσκολα μπορούν να σηκώσουν ένα τσαμπί».
Η Άκερχελμ γράφει στον αδελφό της: «Η πόλη είναι καλύτερη από όλες τις άλλες. Υπάρχουν πολύ όμορφα σπίτια, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων. Έχουν ρούχα από φίνο ύφασμα, θαυμάσια κεντήματα. Πήγαμε να δούμε έναν καπουτσίνο που κατοικεί στο Λυχνάρι του Δημοσθένους και μας κέρασε κρασί, ψωμί, μήλα, σύκα και ρόδια. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω όλες τις αρχαιότητες που βρίσκονται εδώ! Θα ΄θελα να ’ξερα αδελφέ μου τι σκέπτεσαι που βρισκόμαστε σ’ αυτή την πόλη, την Αθήνα, την πηγή του πολιτισμού για όλες τις άλλες ακόμα και για τη Ρώμη!».
Οι μισθοφόροι
Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις Βενετών και μισθοφόρων καθημερινά χειροτερεύουν. Ο μεν Μοροζίνι στις εκθέσεις του κατηγορεί τους ξένους μισθοφόρους ότι διαρκώς τον εκβιάζουν με νέες απαιτήσεις πληρωμών που συνεχώς αυξάνουν, οι δε μισθοφόροι σε όλες τις περιγραφές που έχουν διασωθεί κατηγορούν τους Βενετούς για κακοπιστία και φιλαργυρία. Χαρακτηριστικά γράφει ο Χόμπεργκ: «Η Δημοκρατία μας ξεγελάει και μας συμπεριφέρεται μ’ έναν τρόπο απαίσιο.
Τα είκοσι οκτώ δουκάτα που θα είχαν αξία είκοσι τριών τάλιρων γερμανικών μας τα αλλάζουν για δεκαπέντε διότι μας αναγκάζουν να παίρνουμε για τρία και μισό τάλιρα μισό φλορίνι που στη Βενετία το αλλάζουν για δύο τάλιρα».
Φαίνεται ότι ο Μοροζίνι τους έδινε υποτιμημένα νομίσματα της Βενετίας υπολογίζοντάς τα ως υγιή, μειώνοντας έτσι τη μισθοδοσία τους. Η διαφορά της θρησκείας μεταξύ των καθολικών Βενετών και των διαμαρτυρομένων Γερμανών, καθώς και η διαφορά της γλώσσας που έκανε δύσκολη την επικοινωνία τους εμπόδιζε ακόμη περισσότερο τη μεταξύ τους επαφή.
Οι διαφωνίες και οι εχθρότητες μεταξύ Βενετών και μισθοφόρων ήταν φυσικό να ξεσπούν σε βάρος των Αθηναίων. Οι μισθοφόροι δεν εκτελούσαν όπως έπρεπε τα χρέη φύλαξης των Αθηναίων από τις επιδρομές των Τούρκων και πολλοί κάτοικοι της Αττικής αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα κτήματά τους και να έρθουν και αυτοί στην Αθήνα.
Στην Αθήνα πάλι, λόγω συγκέντρωσης του πληθυσμού της Αττικής και του στρατού, τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, οι μισθοφόροι άρχισαν διαρπαγές και λεηλασίες, επιπλέον εξαπλώθηκε λοιμός. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι συγκεντρώνουν δυνάμεις στη Θήβα.
Το πολεμικό συμβούλιο και η πρόταση καταστροφής της πόλης
Στις 31 Δεκεμβρίου 1687 ο Μοροζίνι συγκαλεί στον Πειραιά πολεμικό συμβούλιο όπου εκθέτει την κρισιμότητα της κατάστασης.
Αποδεικνύει ότι για να οχυρωθεί σωστά η Αθήνα απαιτούνται πολλά έτη εργασίας και περίπου 3.000 εργάτες και αποκλειομένου αυτού προτείνει την εγκατάλειψη των Αθηνών, τον εκπατρισμό των Αθηναίων για να αποφευχθεί η σφαγή τους από τους Τούρκους και τέλος την καταστροφή εκ θεμελίων με εκρηκτικές ύλες της πόλης και της Ακροπόλεως ώστε να μην μπορούν να οχυρωθούν ξανά οι Τούρκοι. Τρεις ημέρες αργότερα συνέρχεται ξανά το πολεμικό συμβούλιο, καθώς νεώτερες εκθέσεις παρουσιάζουν την κατάσταση εξαιρετικά κρίσιμη. Αποφασίζεται οριστικά η μετανάστευση των Αθηναίων, σε άλλες υπό τους Βενετούς περιφέρειες.
Ο Μοροζίνι καλεί τους προκρίτους και τους ανακοινώνει τις αποφάσεις του συμβουλίου. Στην αναφορά του προς τη Βενετία την 6.1.1688 γράφει: «Άκουσαν περίλυποι την αναγγελίαν των αποφασισθέντων μέτρων. Προσπάθησα να τους παρηγορήσω, υποσχόμενος ότι θα τους δοθεί κάθε ενίσχυση και κάθε συνδρομή στη νέα τους εγκατάσταση».
Οι Αθηναίοι προσφέρουν χρήματα, προτείνουν να σχηματίσουν στρατιωτικά σώματα τα οποία να αναλάβουν την άμυνα εναντίον των Τούρκων και την οικονομική συντήρηση των σωμάτων για έναν χρόνο, αλλά ο Μοροζίνι αρνείται.
Στις 12 Φεβρουαρίου, το πολεμικό συμβούλιο παίρνει ομόφωνα την οριστική απόφαση άμεσης εγκατάλειψης των Αθηνών. Εξετάζεται η πρόταση καταστροφής της πόλης. Ευτυχώς ούτε μέσα υπήρχαν ούτε χρόνος. Για να καταστραφούν εκ θεμελίων τα τείχη της Ακροπόλεως και τα μνημεία χρειάζονταν χιλιάδες εργατών και εργασία μεγάλης διάρκειας.
Κανείς από τους παρόντες δεν σκέφθηκε άλλο λόγο για την αποφυγή της καταστροφής των μνημείων εκτός από την έλλειψη εργατών, εργαλείων και χρόνου.
Οι ετοιμασίες για την αναχώρηση και
Στις 4 Δεκεμβρίου, η Γερουσία έχει στείλει το εξής ψήφισμα στον Μοροζίνι: «Ελάβαμε το σχεδιάγραμμα της πόλης των Αθηνών και του φρουρίου αυτής το οποίο εξεπόνησε ο Κόμης ντε Σαν Φελίτσε και μετ’ ευχαριστήσεως παρατηρήσαμε τα υπάρχοντα εκεί αρχαία περίφημα μνημεία. Εξουσιοδοτούμεν την Υμετέραν Σύνεσιν να αφαιρέσει και να αποστείλει εις ημάς ενταύθα εκείνο που θα έκρινε πιο σπουδαίο και πιο καλλιτεχνικό δυνάμενο να επαυξήσει την αίγλην της Κυριάρχου, το οποίο θα χρησιμεύσει επίσης ως νέο αιώνιο μνημείο της Ημετέρας Διακεκριμένης Αρετής». Εψήφισαν 162 υπέρ, 2 κατά και 1 απέσχε της ψηφοφορίας. Ο Μοροζίνι επιλέγει τα καλύτερα διατηρημένα αγάλματα του δυτικού αετώματος και προσπαθεί να τα αποσπάσει. Γράφει στην αναφορά του στις 19 Μαρτίου: «Κατεβλήθη προσπάθεια να αφαιρεθεί το μέγα αέτωμα αλλά κατέπεσεν από το πελώριο εκείνο ύψος και είναι θαύμα πως δεν έπαθε κάτι κάποιος εργάτης.
Η αιτία είναι ότι το οικοδόμημα είναι καμωμένο χωρίς κονίαμα και οι διάφοροι λίθοι είναι συνηρμοσμένοι ο ένας με τον άλλο με αξιοθαύμαστη τέχνη. Άλλωστε από την έκρηξη της εν αυτώ πυριτιδαποθήκης το οικοδόμημα υπέστη σοβαρότατον κλονισμόν.
Η αδυναμία του να εγκαταστήσουμε ικριώματα, μεταφέροντας από τις γαλέρες τα ψηλά κατάρτια και άλλα αναγκαία μηχανήματα μας αναγκάζει να εγκαταλείψωμεν κάθε περαιτέρω απόπειραν.
Διακόπτεται συνεπώς κάθε προσπάθεια περί αφαιρέσεως άλλων ανάγλυφων κοσμημάτων. Άλλωστε ελλείπουν από τα οικοδομήματα τα πλέον αξιοθαύμαστα κομμάτια και όλα τα υπολειφθέντα είναι κατώτερα και παρουσιάζουν ελλείψεις οφειλομένας εις την πολυκαιρίαν».
Και συμπλήρωσε: «Αποφάσισα να παραλάβω μία λέαινα ωραιοτάτης τέχνης, αν και της λείπει το κεφάλι, το οποίο όμως μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί με το μάρμαρο που θα σας στείλω μαζί με τη λέαινα και που είναι καθ’ όλα όμοιο».
Συνολικά ο Μοροζίνι πήρε όσα λιοντάρια βρήκε: Ένα από την Ακρόπολη, ένα από την περιοχή του Θησείου και βέβαια τον γνωστό Λέοντα του Πειραιά εξαιτίας του οποίου το λιμάνι του Πειραιά είχε ονομασθεί Πόρτο Λεόνε.
Οι λέοντες αυτοί μεταφέρθηκαν στη Βενετία και από τότε κοσμούν ως τρόπαια των νικητών τον ναύσταθμο της Δημοκρατίας.
Οι αξιωματικοί του Μοροζίνι, Βενετοί και ξένοι, πήραν μαζί τους όσα κομμάτια μεταφέρονταν εύκολα. Τεμάχια από τον Παρθενώνα ή άλλα μνημεία των Αθηνών που βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία της Ευρώπης, χωρίς να ξέρει κανείς πώς, είναι πιθανόν να μεταφέρθηκαν την εποχή αυτή από στρατιώτες της στρατιάς του Μοροζίνι.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του γραμματέως του Μοροζίνι Σαν Γκάλλο, ο οποίος πήρε μαζί του το κεφάλι του γυναικείου αγάλματος που έπεσε από το δυτικό αέτωμα κατά την αποτυχημένη απόπειρα των Βενετών και κατατεμαχίστηκε.
Μετά πολλές περιπέτειες, ο Γερμανός αρχαιολόγος Βέμπερ που είχε μελετήσει τα παρθενώνια γλυπτά από τα εκμαγεία του Έλγιν, το αγόρασε από έναν Βενετό μαρμαρά τη στιγμή που αυτός ετοιμαζότανε να το σπάσει, όπως μας περιγράφει ο Λαμπόρντ, ο οποίος αργότερα το αγόρασε από τον Βέμπερ και το έβγαλε κρυφά από την Ιταλία.
Σήμερα η «κεφαλή Λαμπόρντ» βρίσκεται στο Λούβρο. Ένας άλλος Βενετός αξιωματικός πήρε τμήμα της ζωφόρου όπου διακρίνονται δύο ιππείς της πομπής και το κεφάλι ενός αλόγου. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη.
Ένας Δανός αξιωματικός ονόματι Χάρτμαντ πήρε δύο κεφαλές από μία από τις νότιες μετόπες. Σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης.
Πάντως η εσπευσμένη αφενός αναχώρηση, οι αρρώστιες και η αδυναμία μεταφοράς πολλών πραγμάτων καθώς και το απροσδιόριστο μέλλον της εκστρατείας ήταν οι λόγοι που δεν έγινε συστηματική λεηλασία.Αλλά ο δρόμος της διαρπαγής είχε ήδη ανοίξει.
Ο Παρθενών πριν καταστραφεί ήταν τέμενος μουσουλμανικής λατρείας. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την απόσπαση και του παραμικρού λίθου από κτήριο θρησκευτικής σημασίας.
Μόνον διότι συνετρίβη από τις βόμβες του Μοροζίνι και εγκαταλείφθηκε ως άχρηστο ερείπιο μπόρεσε αργότερα ο Έλγιν να πάρει άδεια να αποσπάσει ορισμένα τεμάχια και, κάνοντας κατάχρηση του φιρμανιού, να προβεί στην τέλεια λεηλασία του ερειπωμένου Παρθενώνα.
Τα γεγονότα του 1678 είναι η αρχική αιτία όλων των μετέπειτα καταστροφών και μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι αν δεν συνέβαινε η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της στρατιάς του Μοροζίνι ο Παρθενώνας θα έφθανε μέχρι σήμερα σχεδόν ακέραιος.
Οι Αθηναίοι φεύγουν
Στα μέσα Μαρτίου του 1688, οι Αθηναίοι με μεγάλη απελπισία και πολλούς θρήνους επιβιβάζονται στα βενετικά πλοία και εγκαταλείπουν την Αθήνα, παίρνοντας μαζί τους όσα κινητά μπορούν να μεταφέρουν. Άλλοι εγκαθίστανται στη Σαλαμίνα, άλλοι στην Αίγινα, άλλοι στην Πελοπόννησο και άλλοι στα Επτάνησα. Στις 4 Απριλίου ολοκληρώνεται η εκκένωση της Αθήνας.
Το υλικό του πολέμου φορτώνεται στα πλοία, η στρατιά επιβιβάζεται και δίνεται το σύνθημα του απόπλου. Στις 8 Απριλίου ο Μοροζίνι εγκαταλείπει μια έρημη πόλη. Μετά από καταπληκτικούς θριάμβους τριών χρόνων, για πρώτη φορά εγκαταλείπει ένα κατακτημένο φρούριο. Έχει μόλις πεθάνει ο δόγης Μάρκο Ιουστινιάνι.
Στις 8 Ιουλίου στην Αίγινα, ο Μοροζίνι παίρνει την είδηση της εκλογής του στο ανώτατο αξίωμα της Δημοκρατίας. Γίνεται η ενθρόνιση στην Αίγινα και ως δόγης πλέον ξεκινά για τη Χαλκίδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1688, κατά την πολιορκία της Χαλκίδας πεθαίνει ο Καίνιξμαρκ. Στο τέλος του χρόνου αρρωσταίνει ο Μοροζίνι και αναγκάζεται να επιστρέψει στη Βενετία.
Πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρόνων, ξεκινάει για τρίτη και τελευταία φορά πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Αρρωσταίνει στην Κάρυστο και μεταφέρεται στο Ναύπλιο, όπου πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1694.
Η σορός του ενταφιάζεται με μεγάλες τιμές στη Βενετία. Από στρατιωτικής πλευράς η εκστρατεία κατά των Αθηνών ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, θα μείνει όμως για πάντα στην Ιστορία γιατί προκάλεσε την καταστροφή του μεγαλύτερου αριστουργήματος της κλασικής εποχής.
Οι Βενετοί, βέβαια, είδαν τα πράγματα σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής τους. Προσπάθησαν με φουρνέλα να καταστρέψουν την Ακρόπολη, χάρηκαν ιδιαίτερα όταν ανατινάχθηκε ο Παρθενών και ο στόχος επιτεύχθηκε, ο μόνος λόγος δε που δεν κατέστρεψαν τα μνημεία πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα ήταν η έλλειψη χρόνου, εργατών και εργαλείων. Ο Μοροζίνι ήταν ένας ικανότατος στρατηγός.
Από την αρχή ήταν εναντίον της εκστρατείας και τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν όλα ορθά. Εφόσον όμως αποφασίστηκε η επίθεση, η Ακρόπολη ήταν γι’ αυτόν ένα οποιοδήποτε κάστρο και ο Παρθενών μια οποιαδήποτε πυριτιδαποθήκη που έπρεπε πάση θυσία να καταληφθεί με τα όπλα.
Όπως έγραψε ο Τζέημς Μόρτον Πάτον το 1940, επρόκειτο για μία από τις πρώτες και οπωσδήποτε τις χειρότερες περιπτώσεις όπου η «στρατηγική αναγκαιότητα» έστρεψε σύγχρονα όπλα εναντίον ενός απαράμιλλου έργου τέχνης.