Τις περισσότερες φορές, τα γεγονότα που αναλύουμε είναι τα άκρως στρατιωτικά ή αυτά που έχουν να κάνουν με την ημέρας του «ΟΧΙ» αυτή καθεαυτή. Όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και το παρασκήνιο, αλλά και η προϊστορία που οδήγησε σε αυτόν τον πόλεμο.
Έναν πόλεμο που δεν είχε στρατηγική σημασία για τον Άξονα, αλλά ήταν κυρίως ένα εγωιστικό καπρίτσιο το Μπενίτο Μουσολίνι και των… «αυλικών» του.
Πρόκειται για τους σχεδιασμούς και τις προετοιμασίες της ιταλικής πλευράς για την κήρυξη πολέμου και την εισβολή στη χώρα μας. Στο αυριανό μας άρθρο, θα αναφερθούμε εκτενώς στα γεγονότα του πολέμου, με έμφαση, κυρίως, σε όσα δεν είναι ευρέως γνωστά.
Ο Μουσολίνι στην εξουσία
Ο Μπενίτο Μουσολίνι, έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός στις 31 Οκτωβρίου 1922. Αρχικά ακολούθησε μια σχετικά συναινετική πολιτική, ιδιαίτερα όμως μετά την αποτυχημένη δολοφονική επίθεση εναντίον του στις 31 Οκτωβρίου 1926, βρήκε την ευκαιρία να καταργήσει όλες τις ελευθερίες.
Η εξωτερική του πολιτική, κυρίως μετά το 1930, ήταν αλλοπρόσαλλη. Υπέγραψε αρχικά την ιταλογιουγκοσλαβική συμφωνία με την οποία η Ριέκα (ιταλ. Φιούμε), προσαρτήθηκε στην Ιταλία (1924), φιλικό Σύμφωνα με τη Μεγάλη Βρετανία και προσχώρηση στη Συνθήκη του Λοκάρνο (Οκτώβριος 1925). Ωστόσο, όπως αναφέραμε, αργότερα ακολούθησε καθαρά ιμπεριαλιστική πολιτική, με στόχο την παρουσία της Ιταλίας στη Μεσόγειο και τις βαλκανικές περιοχές του Δούναβη. Στις 7 Ιουνίου 1933, υπέγραψε τετραμερές σύμφωνο αναθεώρησης των συμφωνιών με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ τον Μάρτιο του 1934 υπέγραψε το Αυστροουγγρικό Σύμφωνο προστασίας της ανεξαρτησίας της Αυστρίας από τον Χίτλερ. Τον Απρίλιο του 1935, υπέγραψε τις αποφάσεις της Διάσκεψης του Στρέσα υπέρ της ανεξαρτησίας της Αυστρίας και κατά του επανεξοπλισμού της ναζιστικής Γερμανίας. Στις 2 Οκτωβρίου 1935, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αιθιοπίας (τότε Αβησσυνίας), που έληξε με ιταλική νίκη τον Μάιο του 1936. Στη συνέχεια, υπέγραψε σύμφωνο συμμαχίας με τον Χίτλερ (Άξονας Ρώμης – Βερολίνου), το οποίο προέβλεπε στρατιωτική συνεργασία για υποστήριξη του δικτάτορα Φράνκο στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Τον Απρίλιο του 1939 κατέλαβε την Αλβανία και στη συνέχεια (22 Μαΐου 1939), υπέγραψε το “Χαλύβδινο Σύμφωνο” συνεργασίας με τη Γερμανία.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία δεν μπήκε από την αρχή, αλλά μόνο μετά τις επιτυχίες της Γερμανίας.
Αφού απέτυχε το σχέδιο για εξαπόλυση “παράλληλου πολέμου” στην Αφρική, ο Μουσολίνι στράφηκε προς την Ευρώπη, με πρώτο στόχο την Ελλάδα…
Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα – Οι σχεδιασμοί των Ιταλών
Η στάση του Ντούτσε απέναντι στη χώρα μας ήταν αλλόκοτη. Είναι γνωστά τα όσα ακολούθησαν τη δολοφονία Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα τον Αύγουστο του 1923, με τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας. Ωστόσο το 1928, υπογράφηκε ανάμεσα στις δύο χώρες μια πολυδιαφημισμένη συνθήκη για μεσογειακή συνεργασία.
Όταν όμως τον Σεπτέμβριο του 1939, η συμφωνία αυτή έπρεπε να ανανεωθεί, ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να το κάνει.
Στο πλαίσιο της “φιλικής προπαγάνδας” προς τη χώρα μας ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Μπάρι που λειτουργούσε ως διεθνής βραχίονας του δικτύου Ente Italiano Audizioni Radiofoniche (Ιταλικός Οργανισμός Ραδιοφωνικής Ακρόασης), είχε εντάξει στο πρόγραμμά του από το 1937 εκπομπές στα ελληνικά, στις οποίες υποστήριζε ανοιχτά το καθεστώς Μεταξά. Σε πολλούς τότε δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο πόλεμος ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία ήταν απίθανος.
Ωστόσο, μια σειρά από γεγονότα ήταν αυτά που έκαναν τον Μουσολίνι να αποφασίσει την επίθεση στην Ελλάδα.
Η κατάληψη της Αιθιοπίας που έγινε με σχετική άνεση και τη διεθνή κοινότητα να παίζει τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου (1936). Η αναίμακτη, δια περιπάτου ιταλική εισβολή και κατοχή της Αλβανίας (7/4/1939). Είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με τους Αλβανούς να παραδίδονται αμαχητί στους Ιταλούς, με τον όρο την επέκταση των συνόρων της Αλβανίας σε Τσαμουριά και Κόσοβο…
Όπως γράφει ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου στο βιβλίο του “Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον”, εκδόσεις Cosmos Greek – American, Printing Company, Ουάσινγκτον 1944:
“Εις τον λόγον του εις τα Τίρανα, περί τα μέσα Απριλίου (του 1940), ο κόμης Τσιάνο (υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας και γαμπρός του Μουσολίνι), δηλώνει εις τους Αλβανούς, ότι η Ιταλία ανέλαβε την ειρήνευσιν της Αλβανίας και την εκπλήρωσιν των εθνικών της βλέψεων…”
Και συνεχίζει παρακάτω ο Α. Σακελλαρίου:
“…Την 14ην, πάλιν, Ιουνίου, ο Ιταλός υπουργός Παιδείας Bottai δηλώνει από του εξώστου του δημαρχείου της Κορυτσάς ότι η Αλβανία θα επεξέτεινεν εντός δύο η τριών ετών τα σύνορά της. Και την 25ην του ιδίου μηνός, ο στρατάρχης Badoglio διαβεβαιώνει αλβανικήν αντιπροσωπείαν, ότι η Ιταλία θα αφοσιώνετο εις την ευημερίαν και την οργάνωσιν της Αλβανίας, ως και εις την επέκτασιν των συνόρων της, ταυτοχρόνως δε αντιπρόσωπος του βασιλέως – αυτοκράτορος (Βιτόριο – Εμανουέλε) εις αλβανικήν συγκέντρωσιν ομιλεί απεριφράστως πλέον περί σχηματισμού μεγαλυτέρας Αλβανίας”.
Και ο ίδιος όμως ο Μουσολίνι σε ομιλία του σε συγκέντρωση της φασιστικής νεολαίας (10 Ιουνίου 1941), είπε τα εξής:
“Η Ελλάδα αποτελεί μέρος του μεσογειακού χώρου της Ιταλίας. Η Βουλγαρία θα προσαρτήσει τη Μακεδονία, ήτις είναι εξεχόντως βουλγαρική, καθώς και τη Δυτική Θράκη, ήτις αποτελεί διάδρομον στενόν και ανόητον, ο οποίος ημπόδιζε την Βουλγαρίαν να εξέλθει εις το Αιγαίον”
Από τον Φεβρουάριο του 1940, η κυβέρνηση Μεταξά είχε ενημερωθεί για τα έργα των Ιταλών στην Αλβανία, που ήταν φανερό ότι γίνονταν προπαρασκευαστικά για τον πόλεμο που προετοίμαζαν οι Ιταλοί σε βάρος της χώρας μας. Στις 15/2/1940, το υποπροξενείο μας στο Αργυρόκαστρο ενημερώνει το ΓΕΣ, για την κατασκευή δρόμου μήκους 3 χιλιομέτρων και πλάτους 5 μέτρων. Ο υποπρόξενος Κ. Χειμαριός, τονίζει πως δόθηκε εντολή στα συνεργεία να επισπευστεί η αποπεράτωση τριών οδικών αξόνων που κατευθύνονται προς την Ελλάδα και ότι ανατέθηκε σε εργολάβο η κατασκευή τριών γεφυρών με πλάτος από 5 – 17 μέτρα.
Ο Μουσολίνι απευθύνθηκε και στον βασιλιά της Βουλγαρίας Βόρι Γ’ για ταυτόχρονη επίθεση εναντίον της χώρας μας. Ο Βούλγαρος μονάρχης όμως, απέρριψε την πρόταση.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία, δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επεκτατικές κινήσεις του Μουσολίνι σε βάρος της Ελλάδας. Ο στρατάρχης Παπάγος, σε αυστηρά απόρρητη προσωπική αναφορά του στον Μεταξά, αναφέρεται σε επίσκεψη του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα (13/1/1940) και τονίζει τα εξής:
“Είναι εξουσιοδοτημένος (ο στρατιωτικός ακόλουθος) να με διαβεβαιώσει ότι η επέκτασις του πολέμου εις την Βαλκανικήν, πρωτοβουλία της Γερμανίας αποκλείεται τελείως. Δεν έχει αυτή κανέναν λόγον να στερηθεί των πηγών εφοδιασμού ας (τις οποίες) προσφέρει αυτή η Βαλκανική και συνεπώς αποβλέπει εις το να διατηρηθεί η ησυχία εν αυτή”
Αλλά και ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα. Έρμπαχ, επισήμαινε ότι “στην Ελλάδα κυριαρχεί πραγματική θέληση αντίστασης σε κάθε ιταλική επέμβαση και τούτο βρίσκει ισχυρό στήριγμα στο γενικό λαϊκό αίσθημα εναντίον της Ιταλίας”.
Στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, που βρισκόταν σχεδόν κάτω από γερμανική κατοχή. Και πάλι όμως ο Μουσολίνι, σε ομιλία του προς τους Ιταλούς τόνιζε:
“Η Ιταλία δεν σκοπεύει να παρασύρει εις την σύρραξιν άλλους λαούς συνορεύονται μετ’ αυτής από ξηράς ή από θαλάσσης. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάς, η Τουρκία και η Αίγυπτος ας λάβουν υπό σημείωσιν τους λόγους μου τούτους”.
Στην τελική ευθεία…
Βέβαια ο Μουσολίνι δεν τήρησε σε καμία περίπτωση αυτά που έλεγε. Οι άνθρωποι που ήταν κοντά του σημείωναν ότι “έτεινε πάντα να συμφωνεί με το άτομο στο οποίο είχε μιλήσει τελευταίο” (D. Mack Smith, Mussolini: A Biography, Random House, New York, 1983).
Από το καλοκαίρι του 1940, είχε αποφασίσει να δοκιμάσει τις αντοχές της Ελλάδας σε θάλασσα και αέρα, με κορυφαία βέβαια ενέργεια, τη βύθιση του εύδρομου πλοίου “Έλλη”, στις 15 Αυγούστου στο λιμάνι της Τήνου.
Θερμό υποστηρικτή στα σχέδια του για επίθεση εναντίον της Ελλάδας, βρήκε ο Ντούτσε στο πρόσωπο του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, στον οποίο ανέθεσε τη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, τον Μάιο του 1940. Το αρχικό στάδιο, μια “επίθεση περιορισμένου εύρους”, προετοιμάστηκε από τον Κάρλο Τζελόζο, προκάτοχο του Πράσκα στην Αλβανία, ο οποίος στη συνέχεια μετατέθηκε σε ένα ανώτατο επιτελικό γραφείο στη Ρώμη.
Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ιταλική προέλαση στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία ως το Μεσολόγγι. Το ιταλικό ναυτικό θα εξασφάλιζε την κατάληψη των νησιών του Ιονίου. Ο Τζελόζο πίστευε ότι 11 ιταλικές μεραρχίες ήταν αρκετές για τον σκοπό αυτό. Μια ακόμα θα παρέμενε στην Κέρκυρα και άλλες τρεις θα κινούνταν προς την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανή γιουγκοσλαβική επέμβαση.
Έτσι γεννήθηκε το Esigenza G (Ενδεχόμενο G), γνωστό και ως Emergenzo G (Έκτακτη Ανάγκη G). Το G σήμαινε Grecia (Ελλάδα) ή ήταν το αρχικό γράμμα του επωνύμου του Τζελόζο.
Την ίδια περίοδο , ο υπουργός Εξωτερικών (και γαμπρός του Μουσολίνι) Τσιάνο, προετοίμαζε ένα παράλληλο σχέδιο. Αυτό είχε να κάνει με την Τσαμουριά και τους Τσάμηδες. Στόχευε λοιπόν ο Τσιάνο στην ανεξαρτητοποίηση της Τσαμουριάς υπό ιταλική κηδεμονία.
Όταν ο Μουσολίνι παρουσίασε στον Βισκόντι Πράσκα το Esigenza G και το σχέδιο του Τσιάνο, εκείνος, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Τσιάνο, αντέδρασε με ενθουσιασμό. «Υπό την προϋπόθεση να κάνουμε γρήγορα όμως», όπως είπε. Παράλληλα, ζήτησε επιπλέον δύο μεραρχίες πεζικού, τέσσερις μοίρες πυροβολικού, τρία τάγματα αλπινιστών, τέσσερα τάγματα μελανοχιτώνων και 10.000 τυφέκια για τους Αλβανούς βοηθητικούς.
Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια άποψη με τον Πράσκα. Ο αρχηγός του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, όταν είδε τα σχέδια που είχαν ετοιμάσει οι υφιστάμενοί του, αδυνατούσε να πιστέψει ότι ο Μουσολίνι τα είχε αποδεχθεί. “Είναι παλαβός. Τώρα θέλει και την Ελλάδα”, είπε για τον Ντούτσε! Υπάρχει η άποψη ότι ο Μπαντόλιο δεν αντέδρασε σθεναρά στα σχέδια αυτά γιατί είχε κυριευθεί από κατάθλιψη, η οποία του δημιουργούσε παθητική στάση και έλλειψη ενδιαφέροντος. Έτσι, είχε ανατεθεί στον υπαρχηγό του Μπαντόλιο, στρατηγό Μάριο Ροάτα, να κάνει αυτός πολλή από τη δουλειά του Επιτελείου. Οι Ιταλοί στρατηγοί πάντως, φαίνεται ότι δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους.
Κορυφή του παγόβουνου βέβαια ήταν η έλλειψη αποφασιστικότητα και η αβεβαιότητα του ίδιου του Μουσολίνι. Έτσι, ενώ αρχικά η επίθεση εναντίον της χώρας μας είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει την 1η Σεπτεμβρίου, αργότερα μετατέθηκε για την 1η Οκτωβρίου και στη συνέχεια για τις 20 Οκτωβρίου.
Ο Ροάτα, πίστευε επίσης ότι υπήρχε ηττοπάθεια μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών. Θεωρούσε τον επικεφαλής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων Αλέξανδρο Παπάγο, ικανότατο αξιωματικό αλλά αντιδημοφιλή.
Όταν ένας από τους επιτελείς του Παπάγου, ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Πλατής, εξέφρασε την άποψη ότι η ελληνική πλευρά “γέρνει” υπερβολικά προς τη βρετανική πλευρά και θα έπρεπε να είναι πιο συγκαταβατική με τις δυνάμεις του Άξονα, ο Παπάγος τον απέλυσε και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμόν. Το γεγονός αυτό που μεταφέρθηκε από τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γκράτσι, στη Ρώμη, δημιούργησε την ψευδαίσθηση στους Ιταλούς ότι υπάρχει στις τάξεις των Ελλήνων αξιωματικών πέμπτη φάλαγγα, κάτι εντελώς ανυπόστατο.
Ο κορυφαίος Ιταλός στρατιωτικός ιστορικός εκείνης της εποχής, ο Μάριο Τσέρβι, αδυνατεί να εξηγήσει την τραγική αυτή πλάνη. Κι αν ο Μπαντόλιο ήταν μετριοπαθής και επιφυλακτικός, ο επικεφαλής των ιταλικών αρχών κατοχής στην Αλβανία Φρανσέσκο Γιακομόνι, φαίνεται ότι ήταν από αυτούς που τροφοδοτούσαν με αυταπάτες τους υπόλοιπους.
Πάντως στα μέσα Οκτωβρίου 1940, τα πράγματα φαίνεται ότι είχαν πάρει τον δρόμο τους. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιόακιμ φον Ρίμπερντροπ συμβούλευε με άκομψο τρόπο τον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο ότι η Αθήνα θα έπρεπε για το καλό της να υποκύψει στην ιταλική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Παράλληλα, το Βερολίνο ματαίωσε το γερμανικό σχέδιο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία καθώς ο Γιουγκοσλάβος αντιβασιλέας πρίγκιπας Παύλος ήταν φιλογερμανός και δεν ήταν διατεθειμένος να εμπλέξει τη χώρα του σε μία σύρραξη.
Οι Ιταλοί επικεντρώθηκαν αποκλειστικά πλέον, στην επίθεση στην Ελλάδα. Υπήρξαν και νέες παλινωδίες , τελικά όμως αποφασίστηκε να γίνει το καθοριστικό πολεμικό συμβούλιο στο Παλάτσο Βενέτσια, στις 11.00 π.μ. της 15ης Οκτωβρίου 1940. Σ’ αυτό συμμετείχαν εκτός από τον Μουσολίνι, οι Τσιάνο, Γιακομόνι, Βισκόντι Πράσκα, Μπαντόλιο και Ροάτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κλήθηκαν ο αρχηγός του ιταλικού ναυτικού, ναύαρχος Καβανιάρι και ο αρχηγός της ιταλικής αεροπορίας, πτέραρχος Πρίκολο!
Ο Μουσολίνι εξοργισμένος από την ανάπτυξη γερμανικών δυνάμεων της Λουτβάφε στη Ρουμανία, για προστασία των πετρελαιοπηγών του Πλοέστι, χωρίς να λάβει ενημέρωση από τον Χίτλερ και επηρεασμένος από τους θιασώτες της εισβολής στην Ελλάδα, είχε αποφασίσει οριστικά αυτή τη φορά, την κήρυξη πολέμου στη χώρα μας.
Ο Μπαντόλιο και ο Ροάτα που δεν ήθελαν κάτι τέτοιο, υποχρεώθηκαν να σιωπήσουν από φόβο.
Το γενικό σχέδιο προέβλεπε εισβολή στην Ήπειρο για διασφάλιση της ανεξαρτησίας της “Τσαμουριάς” και στη συνέχεια ολοκληρωτική επίθεση. Ο Τσιάνο υποσχέθηκε να σκηνοθετήσει ένα μεθοριακό επεισόδιο στις 24 Οκτωβρίου, το οποίο θα έδινε την αφορμή για την εισβολή ενώ ο Βισκόντι Πράσκα διαβεβαίωνε ότι σε λίγες μέρες 5-6 ιταλικές μεραρχίες θα έφταναν στην Αθήνα και άλλες ιταλικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη. Ο Μπαντόλιο προσπάθησε να μιλήσει και να πει ότι οι εννιά μεραρχίες που βρίσκονταν ήδη στην Αλβανία δεν ήταν αρκετές. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και η σύσκεψη έληξε.
Στις 16 Οκτωβρίου 1940 ο Μπαντόλιο είπε στον Γιακομόνι εμφανώς προβληματισμένος: «Οι Έλληνες είναι καλοί μαχητές. Το έδειξαν στο τελευταίο τους πόλεμο (1920-22) με την Τουρκία. Ηττήθηκαν μεν, αλλά πολέμησαν γενναία».
Ο Μπαντόλιο σκέφτηκε να παραιτηθεί, μεταπείστηκε όμως από τον υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Ουμπάλντο Σοντού. Εξίσου άσχημα αισθανόταν, όπως αναφέραμε και ο αρχηγός της αεροπορίας Πρίκολο.
Ο στρατηγός Κουιρίνο Αρμελίνι ανέλαβε να τον καθησυχάσει, λέγοντας του ότι επειδή οι Έλληνες δεν θα αντιστέκονταν, πιθανότατα δεν θα χρειαζόταν η επέμβαση της αεροπορίας. Κι ο ίδιος ο Αρμελίνι, δεν πίστευε αυτά που έλεγε…
Ακόμα κι ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίτορ-Εμανουέλε, ενημερώθηκε για τη σύσκεψη στις 20 Οκτωβρίου!
Το σχέδιο του Βισκόντι Πράσκα, προέβλεπε τα εξής:
Τοποθέτησε την 49η μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» στην ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο. Έτσι, προστατευόταν και η μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια», η οποία θα καταλάμβανε τα Γιάννενα και το Μέτσοβο. Οι εγκλωβισμένοι Έλληνες, θα σφυροκοπούνταν στη συνέχεια από την 23η μεραρχία Πεζικού «Φεράρα» που θα υποστηριζόταν από την 131η τεθωρακισμένη μεραρχία «Κένταυρος». Η 19η μεραρχία Πεζικού «Βενέτσια», θα άνοιγε δρόμο ως το Καλπάκι, για να μπορέσει η μεραρχία «Κένταυρος» να φτάσει ως την Άρτα. Η 51η μεραρχία Πεζικού «Σιένα» και άλλες μικρότερες μονάδες, θα καταλάμβαναν την Ηγουμενίτσα, ενώ η 29η μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε», θα βρισκόταν σε εφεδρεία για να φρουρεί την «Τσαμουριά».
Ο Βισκόντι Πράσκα, είπε στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου, ότι θα ήταν ένας «passeggiata», (περίπατος) και ότι σε δύο μέρες οι Ιταλοί θα έφταναν στην Αθήνα!
Το σχέδιο δεν ήταν άσχημο αν και υπεραισιόδοξο. Δεν είχαν υπολογίσει όμως οι Ιταλοί τη σθεναρή ελληνική αντίσταση , τον ελλιπή εφοδιασμό των δυνάμεών τους και τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες.
Με την αεροπορία και το ναυτικό εκτός πλάνων, οι Ιταλοί στηρίχτηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε χερσαίες δυνάμεις. Στις 25 Οκτωβρίου 1940, έγινε και το, κακοσκηνοθετημένο μάλλον, επεισόδιο από τον Τσιάνο. Αρχικά, ένα ιταλικό αεροπλάνο χωρίς διακριτικά, έριξε φυλλάδια στο αλβανικό έδαφος, με τα οποία καλούνταν Έλληνες και Αλβανοί να ξεσηκωθούν εναντίον των Ιταλών και να ταχθούν με το μέρος των Βρετανών: Με μυστικές εντολές του Γιακομόνι, εξερράγησαν βόμβες σε κτίρια των ιταλικών αρχών στους Αγίους Σαράντα (που λεγόταν πλέον Πόρτο Έντα από το όνομα της κόρης του Μουσολίνι!). Παράλληλα, το κρατικά ελεγχόμενο πρακτορείο ειδήσεων «Στέφανι», ανέφερε ότι μια «συμμορία Ελλήνων» είχε συλληφθεί την ώρα που επιχειρούσε να επιτεθεί σε ελληνικές θέσεις κοντά στην Κορυτσά.
Έξι δράστες, κατά το «Στέφανι», είχαν συλληφθεί ενώ δύο Αλβανοί συνεργάτες τους είχαν σκοτωθεί και άλλοι τρεις είχαν τραυματιστεί. Προφανώς , κάποιοι Αλβανοί υποχρεώθηκαν να ντυθούν με ελληνικές στολές και σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν για να γίνει πιστευτή η ιστορία. Η Αθήνα αντέδρασε άμεσα και έντονα, αρνούμενη κάθε ανάμειξη και ζήτησε να συγκροτηθεί ελληνοϊταλική επιτροπή για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Οι Ιταλοί όμως δεν δέχτηκαν κάτι τέτοιο. Η απόφαση για επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ήταν πλέον αμετάκλητη.
Ο Τσιάνο, στο ημερολόγιό του, με ημερομηνία 17/10/1940 γράφει: «Ήρθε να με δει ο στρατηγός Μπαντόλιο και μου μίλησε με μεγάλη σοβαρότητα για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Οι τρεις Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων παμψηφεί εναντιώνονται…»
Ο Γιάννης Λάμψας, στο βιβλίο του «Πολιτικά Αινίγματα ’40-’41» (εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, 1991) γράφει:
«Ο Τσιάνο αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι τον Ιανουάριο του 1941, ο Μουσολίνι είχε πει: Αν κάποιος στο πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου είχε προβλέψει αυτό που συνέβη κατόπιν στην πραγματικότητα, θα είχα διατάξει τον τουφεκισμό του».
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1939, σε μία από τις πολλές φορές που δεν επιθυμούσε πόλεμο με την Ελλάδα, ο Μουσολίνι είχε πει:
«Η Ελλάδα είναι ένα κόκαλο χωρίς κρέας και δεν αξίζει τον κόπο να χάνουμε έστω και έναν από τους γρεναδιέρους μας της Σαρδηνίας»
Το τι ακριβώς είναι η Ελλάδα και το τι έχασαν οι Ιταλοί, το ξέρουμε πολύ καλά σήμερα, ενώ στην πολιτική του διαθήκη ο Αδόλφος Χίτλερ θα παραδεχθεί πως το μεγαλύτερο λάθος του ήταν η συμμαχία με την Ιταλία.