Στον Ιερό Βράχο ανέβαιναν με τα αφιερώματά τους στη Θεοτόκο προσκυνητές από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μέχρι και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος είχε προσφέρει στην Παναγία ένα χρυσό αγριοπερίστερο. Η εκκλησία δεν αντλούσε ασφαλώς την αίγλη της από τα αυτοκρατορικά δώρα, αλλά από τη μακρινή ανάμνηση του περικαλλούς αρχαίου ναού της Αθηνάς.
Πότε ακριβώς άλλαξε χρήση ο Παρθενώνας, δεν είναι γνωστό. Ξέρουμε όμως πως είχε ιερό και αγία τράπεζα, βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες, άμβωνα και κωδωνοστάσιο που εξείχε μάλιστα από την ξύλινη στέγη της βασιλικής, η οποία στρογγυλοκαθόταν στον σηκό του κλασικού ναού της Παρθένου Αθηνάς.
Πληρέστερη εικόνα
Η έναρξη της αναστήλωσης του Παρθενώνα το 1975 είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη μελέτη της ιστορίας του μνημείου και γι’ αυτή την περίοδο, ελάχιστα γνωστή όπως είναι η μεσαιωνική.
«Από παρατηρήσεις του Μανώλη Κορρέ στα δάπεδα, στην ανωδομή και τα κατακείμενα αρχιτεκτονικά μέλη έχουμε μια πληρέστερη εικόνα του μεσαιωνικού ναού», μας είπε ο ομ. καθηγητής του ΕΜΠ Χαράλαμπος Μπούρας, ο οποίος έγραψε μια εξαιρετική μονογραφία για τη «Βυζαντινή Αθήνα 10ος – 12ος αι.» (εκδ. Μουσείο Μπενάκη).
Η πρώτη διαπίστωση ήταν εντυπωσιακή. Στον βυζαντινό «Παρθενώνα» είχαν ανοιχτεί στον νάρθηκα, δηλαδή στον πρώτο χώρο για τον εισερχόμενο στον ναό, στα δυτικά, τρεις τάφοι και άλλος ένας στο βόρειο πτερό στην πώρινη υποδομή της πλακόστρωσης, που αφαιρέθηκε. Για το ιερό και την κόγχη του, που ήταν στην ακριβώς απέναντι, την ανατολική, πλευρά (είναι αυτή που βλέπει στο παλιό μουσείο της Ακρόπολης) είχαν ενσωματωθεί δύο από τους κίονες της εσωτερικής πρόστασης. «Εξωτερικά η κόγχη ήταν ημιεξαγωνική με δίλοβα μεγάλα παράθυρα στις τρεις πλευρές τους και δύο μικρές υδατοδεξαμενές εκατέρωθεν», σύμφωνα με τον κ. Μπούρα.
Η κόγχη του ιερού ξεπερνούσε σε ύψος τον θριγκό του ναού, γι’ αυτό γκρεμίστηκε τότε και το μεσαίο τμήμα του αετώματος.
Εσωτερικά πιθανολογείται πως έγιναν δύο κλίμακες ανόδου στα υπερώα. Επίσης έκλεισε η γιγαντιαία αρχαία θύρα πλάτους 5 μέτρων και ύψους 10 μ. της δυτικής πλευράς, στον οπισθόναο, και άνοιξε μια πολύ μικρότερη πόρτα. Μέρος της αρχαίας θύρας καλύφθηκε εσωτερικά από έναν τετράγωνο πύργο (υπάρχει και σήμερα μέσα στον ναό) που φέρει εντός μια ελικοειδή σκάλα από τούβλα. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του πύργου προέρχονταν από το μνημείο του Φιλοπάππου, από τα Προπύλαια και άλλα μνημεία.
Τι ήταν όμως αυτός ο πύργος που εξείχε και από τη στέγη του ναού; Χρησίμευε για κατόπτευση γύρω από τον βράχο; Ηταν κωδωνοστάσιο ή απλώς μια σκάλα για τα υπερώα; «Ολα συγκλίνουν ότι ήταν κωδωνοστάσιο, χρήση που δεν ήταν ασυνήθιστη στους μεγάλους μεσοβυζαντινούς ναούς», επισημαίνει ο κ. Μπούρας. Ο πύργος χρονολογείται προ του 1204, κάτι που έχει τεκμηριωθεί με βάση τις τοιχογραφίες που πρόλαβαν και είδαν ο Ξηγγόπουλος και ο Σωτηρίου στα κομμάτια του τοίχου της βόρειας πλευράς πριν τις εξαφανίσει η γυψοποίηση της επιφανείας των μαρμάρων.
«Υπήρχε φυσικά και άμβωνας που στηριζόταν σε δύο κιονίσκους και η αγία τράπεζα ήταν τετρακιόνιο κιβώριο και ίσως σε αυτό να αναφέρονται οι περιηγητές Spon και Wheler όταν σημειώνουν τέσσερις κορινθιακού ρυθμού κίονες από πορφυρίτη».
«Δυστυχώς, όλος ο μαρμάρινος εξοπλισμός του Παρθενώνα της περιόδου αυτής (τέμπλο, θυρώματα, θρόνοι, σύνθρονο, κιονίσκοι παραθύρων) έχει καταστραφεί ή τουλάχιστον δεν αναγνωρίστηκε μεταξύ των πολυάριθμων μεσοβυζαντινών μελών που βρέθηκαν στην Ακρόπολη (τα περισσότερα σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο)».
Υπάρχουν και γραπτές πηγές για τη μετατροπή του Παρθενώνα σε ναό. Σε δύο κείμενα γνωστών μητροπολιτών αναφέρονται εργασίες που έγιναν κατά τον 12ο αιώνα. Στον επικήδειο για τον Νικόλαο Αγιοθεοδωρίτη (1166-75) ο ανιψιός του αναφέρει ότι «…εμεγάλυνε την μητρόπολιν των Αθηνών … ανεγείρας οίκους κάλλος και μέγεθος έχοντες…» «και πολλώ χρυσίω έδειξε μαρμαίροντα…» τον Παρθενώνα.
Το δεύτερο κείμενο είναι ένα ποίημα του Μιχαήλ Χωνιάτη στο οποίο, απευθυνόμενος στη Θεοτόκο, λέει «..εκάλλυνά σου τον ναόν … έπιπλα τιμήεντα και σκεύη φέρω».
Ο Χωνιάτης πρόσφερε έπιπλα και λειτουργικά σκεύη. Του αποδίδουν επίσης την τοιχογράφηση του ναού, τα λείψανα της οποίας μπορεί να χρονολογηθούν στον προχωρημένο 12ο αι. Οσο για το ψηφιδωτό της Παναγίας, που πιστεύεται ότι κοσμούσε την κόγχη του ιερού, ασφαλώς ανήκε στην ίδια περίοδο. Αν πράγματι ήταν αυτό που είδαν στον θόλο του ιερού οι περιηγητές του 17ου αιώνα Spon και Wheler πριν από την έκκρηξη του ναού από τα στρατεύματα του Μοροζίνι (1687).
Αλλα δύο εκκλησάκια
Αλλα δύο τουλάχιστον βυζαντινά εκκλησάκια υπήρχαν πάνω στην Ακρόπολη. Στα Προπύλαια. Αν πιστέψουμε τον Κυριάκο Πιττάκη, ο οποίος εντόπισε κάποια ίχνη τοιχογραφιών στην κεντρική αίθουσα των Προπυλαίων, εκεί ήταν μια εκκλησία των Ταξιαρχών. Άλλοι, όπως ο Γ. Σωτηρίου, πίστευαν πως η εκκλησία των Ταξιαρχών βρισκόταν στην Πινακοθήκη, δηλαδή στο κτήριο που βλέπουμε στα αριστερά των Προπυλαίων. Ο Ιω. Τραυλός την τοποθετούσε στη νότια πτέρυγα δηλαδή εμπρός από τον ναό της Αθηνάς Νίκης. Ωστόσο στην εσοχή μεταξύ Πινακοθήκης και κεντρικού κτηρίου των Προπυλαίων ήταν ένα παρεκκλήσι, πιθανόν του Αγίου Βαρθολομαίου. Γι’ αυτό υπάρχουν και λεπτομερή σχέδια.