Ο Βασίλης Τσιρώνης ή αλλιώς «Γιατρός Τσιρώνης», δεν είναι μια απλή περίπτωση ανθρώπου. Σε όλη του την ζωή αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για να τηρήσει τον όρκο του. Δεν ήταν κομμουνιστής.
Όμως έπεφτε πάντα θύμα ενός κράτους που τον είχε βάλει στο μάτι και ανακάλυπτε συνέχεια παραβάσεις μόνο και μόνο για τον ελέγχει. Ίσως τον φοβόταν, γιατί η αγωνιστικότητα του μπορούσε να ξεπεράσει τα σύνορα και τα όρια του κράτους. Και ο Τσιρώνης τα ξεπέρασε και τα δυο.
Γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1929 στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Στα 18 του και αφού τελείωσε το σχολείο, μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρά την επιθυμία της οικογένειάς του να μπει στην σχολή Ευέλπιδων και να κάνει στρατιωτική καριέρα. Αλλά μάλλον αυτό δεν του πήγαινε…
Το 1958, διορίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό σταυρό ως γιατρός των εξόριστων αριστερών του Αη – Στράτη. Το κράτος είχε εκδώσει απαγορευτικές διαταγές, όμως ο Τσιρώνης πιστός στον όρκο του, τους βοήθησε, αντιδρώντας να μπλέξει την πολιτική με το λειτούργημα της Ιατρικής. Κατηγόρησε μάλιστα την δεξιά τότε κυβέρνηση πως ήταν υπεύθυνη για «ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης», ενώ διέρρευσε στον ξένο Τύπο στοιχεία που αποδείκνυαν τους ισχυρισμούς του. Από τότε άρχισε το ανεξάντλητο κυνηγητό του…
Η κυβέρνηση των κατηγόρησε σαν όργανο της κομμουνιστικής ηγεσίας, που δεν έκανε την δουλειά του σύμφωνα με την ιατρική. Δεν ήταν όμως κομμουνιστής και έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τον κατηγορούσαν. Έκανε την δουλειά του. Ο Τσίρώνης παύθηκε από τα καθήκοντά του και έκανε μήνυση την οποία και κέρδισε. Όμως το κράτος δεν την υλοποίησε. Τον Αύγουστο του 1960 επισκέφτηκε τον υπουργό Προνοίας για να μάθει γιατί καθυστερεί η αποκατάστασή του.
Όχι μόνο δεν βρήκε το δίκιο του, αλλά ο υπουργός του έκανε μήνυση για εξύβριση λέγοντας πως τον είπε ανέντιμο. Ο Τσιρώνης παραδέχτηκε πως είπε στον υπουργό πως ήταν «ανέντιμη» η τακτική συκοφάντησης του.
Πέρασε το κατώφλι της φυλακής, όπου έμεινε για δυο χρόνια. Όταν βγήκε, το κράτος του ζήτησε λεφτά για τα δίδακτρα της φοίτησής του στην στρατιωτική σχολή. Το χρέος έφτανε τις 66.472 δραχμές, ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την εποχή. Ο Τσιρώνης δεν μπορούσε να το πληρώσει. Και η αστυνομία τον συνέλαβε για ακόμα μια φορά.
Τον Δεκέμβριο του 1962, ίδρυσε το «Κόμμα των Αδέσμευτων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Εθνικό Αστικό Κόμμα». Έγινε γνωστός στο πανελλήνιο με την απεργία των 50 ημερών που έκανε από τα τέλη Απριλίου του 1964 μέχρι τις 15 Ιουνίου. Το αίτημα του αναφέρθηκε πως ήταν ο επαναπατρισμός των Αριστερών πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του «ανατολικού μπλοκ». Ωστόσο το πιο πιθανό ήταν πως το αίτημά του αφορούσε την αποκατάσταση του στον ιατρικό κλάδο. Πράγμα για το οποίο δεν δικαιώθηκε.
Στις 16 Αυγούστου του 1969, κατά την διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσιρώνης μπήκε μαζί με την οικογένειά του σε ένα αεροπλάνο 28 ατόμων, που έκανε το δρομολόγιο Αθήνα – Αγρίνιο – Ιωάννινα. Όμως είχε ήδη αποφασίσει να το πάει αλλού. Πήρε τον έλεγχο του αεροπλάνου με αεροπειρατεία και το οδήγησε στην Αλβανία, ενώ από εκεί έφυγε για την Σουηδία.
Επέστρεψε μετά την πτώση της δικτατορίας. Ήταν πολέμιος του Καραμανλή, τον οποίον εξύβριζε σε κάθε ευκαιρία, ενώ λένε πως είχε πυροβολήσει με καραμπίνα και μία αφίσα του στην οδό Αθηνάς. Ίδρυσε το «Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο» και αφού κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν λευκό, διεκδίκησε τα 251.000 λευκά ψηφοδέλτια των εκλογών. Βέβαια, στις εκλογές του 1977, τα λευκά δεν ξεπέρασαν τις 64.000, σύμφωνα με την Βικιπαίδεια. H ιστορία με τα λευκά ψηφοδέλτια ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την προσπάθεια της αστυνομίας να τον συλλάβει έξω από το σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο.
Η συνέχεια ήταν τραγική. Τον Νοέμβριο του 1977, ελεύθεροι σκοπευτές και δυνάμεις της αστυνομίας απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του για να τον συλλάβουν. Έτσι άρχισε μία πολύμηνη πολιορκία. Δυο μήνες μετά, ο Τσιρώνης ανακήρυξε το διαμέρισμά του «ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος». Κάθε μέρα έβγαινε στο μπαλκόνι με τηλεβόα και διάβαζε «πολεμικά ανακοινωθέντα» κατά του κράτους. Δεν έλειψαν οι φορές που οι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβόλησαν τα μεγάφωνά του.
Τέσσερις μέρες μετά από ένα άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» που τελείωνε με το ερώτημα και το συμπέρασμα: «Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους», οι αστυνομικοί έκαναν έφοδο στο σπίτι του στις 4 το πρωί. 28 κομάντος, πάνοπλοι, μαζί με τον υπουργό Δημοσία Τάξης και τον διευθυντή της Αστυνομίας, εισέβαλαν στο διαμέρισμά του. Ο Τσιρώνης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, έπεσε νεκρός. Η γυναίκα του, που βρισκόταν στο διαμέρισμα φώναζε πως τον σκότωσαν. Η εκδοχή της αστυνομίας από την άλλη ήταν πως αυτοκτόνησε. Στην κηδεία του πάνω από 1.000 άτομα, που προέρχονταν από τον χώρο της Άκρας Αριστεράς, διαδήλωσαν κατά της κρατικής βίας και των δημοσιογράφων.
Η θέση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αφήνει πολλές ερμηνείες ανοιχτές: «με τις αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν (ο Τσιρώνης) συνεχής απειλή και διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση του Τσιρώνη».
Ο «Γιατρός Τσιρώνης» έφυγε κυνηγημένος από αυτόν τον κόσμο, σε ηλικία 49 ετών. Η ζωή του ήταν μια διαρκής πάλη. Μια πάλη πολιτική. Που σίγουρα δεν θα ήταν αυτή που φανταζόταν και ήθελε, όταν ήταν φοιτητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.