Το αρχαίο σταυροειδές σύμβολο, το γαμμάδιον, που ο Σλήμαν ανακάλυψε στην Τροία, ήταν διαδεδομένη στον ινδοευρωπαϊκό χώρο ήδη από την αρχαιότητα.
Το πέρασμα του χρόνου ωστόσο, δεν κατάφερε να την απαλλάξει από την αρνητική -εφιαλτική, επί της ουσίας- συμβολικότητα που του έδωσαν οι Γερμανοί ναζί.
Πώς όμως, οικειοποιήθηκαν το ελληνικό σύμβολο; Η ιστορία αρχίζει πολύ πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (1822 – 1890) ταξίδεψε στην Ιθάκη το 1868, στη σκέψη του κυριαρχούσε μία και μόνη σκέψη: Η ανακάλυψη της Τροίας. Ο Σλήμαν ήταν πεπεισμένος ότι η ομηρική «Ιλιάδα» δεν είναι παρά ένας χάρτης που θα του αποκάλυπτε τη θέση αρχαίων πόλεων.
Κάπως έτσι άρχισε τις ανασκαφές για το παλάτι του Οδυσσέα. Στην Ιθάκη έφερε στην επιφάνεια περί τις 20 τεφροδόχους, ένα θυσιαστικό εγχειρίδιο, ένα πήλινο ειδώλιο αρχαίας θεάς και άλλα μικρότερης σημασίας ευρήματα, αλλά όχι το ανάκτορο του Οδυσσέα. Και πάντα προς αναζήτηση της Τροίας, έφυγε για την Τουρκία.
Τα επόμενα χρόνια, ο Γερμανός επιχειρηματίας, ο οποίος έκανε την περιουσία του εμπορευόμενος πρώτες ύλες για την παραγωγή πυρομαχικών, «συμβουλευόταν» τον Όμηρο για τα πάντα, από τα τοπικά έθιμα μέχρι τη θεραπεία ασθενειών.
Συνεχίζοντας τις ανασκαφές που είχε ξεκινήσει ο Βρετανός αρχαιολόγος Frank Calvert στον λόφο Χισαρλίκ στη σημερινή βορειοδυτική Τουρκία, ο 49χρονος τότε Σλήμαν βρήκε μεταξύ άλλων, αυτό που νόμιζε ότι ήταν ο «Θησαυρός του Πριάμου», τον οποίο έστειλε αμέσως στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα τα ευρήματα ήταν προγενέστερα του πολιτισμού της Τροίας κατά 1250 χρόνια.
Όμως, κατά τις ανασκαφές ο Σλήμαν βρήκε και κάτι άλλο: Τη σβάστικα. Το σύμβολο που έμελε να διαμορφώσει τη νεότερη παγκόσμια ιστορία. Για την ακρίβεια, βρήκε τουλάχιστον 1.800 παραλλαγές του ίδιου συμβόλου.
Το αρχαίο σταυροειδές σύμβολο που ο Σλήμαν ανακάλυψε στην Τροία, ήταν διαδεδομένο στον Ινδοευρωπαϊκό χώρο ήδη από την αρχαιότητα.Όπως γράφει το smithsonianmag.com, καθώς τα κατορθώματα του γίνονταν διάσημα, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις αποκτούσαν και μια άλλη, επιπλέον διάσταση: Έγιναν αφήγημα εθνικής ταυτότητας, που σταδιακά συνδέθηκε με το κύμα εθνικισμού που κατακυρίευσε τη Γερμανία.
«Τα ευρήματα που αποκάλυψε ο Σλήμαν στην Τροία αποκτούν για εμάς διπλό ενδιαφέρον», έγραφε ο Βρετανός γλωσσολόγος Archibald Sayce το 1896. «Μας πηγαίνουν πίσω στη φυλή των Αρίων, στο τέλος της Εποχής του Λίθου».
Αρχικά, ο όρος «Aryan» χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να οριοθετήσει την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα, όχι ως φυλετική ταξινόμηση. Οι μελετητές της γλωσσολογίας που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα, παρατήρησαν ομοιότητες μεταξύ της γερμανικής, της ρωμαϊκής και των σανσκριτικών.
Το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ευγονική και τη «φυλετική υγιεινή» ωστόσο, οδήγησε στη διαστροφή του λόγου, άρα και του όρου «Aryan», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από ένα σημείο και μετά για να περιγράψει τη διαδρομή μιας υποτίθεται αρχαίας, κυρίαρχης, καθαρής φυλετικά ταυτότητας απευθείας μέχρι τη σύγχρονη Γερμανία.
Όπως έγραφε η Washington Post σε ένα δημοσίευμα για την άνοδο του ναζισμού αρκετά χρόνια πριν από την έναρξη του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, «[Aryanism]… επρόκειτο για μια διαμάχη μελετητών πάνω στην ύπαρξη μιας αγνής και αμόλυντης Αρίας φυλής σε κάποιο στάδιο της ιστορίας».
Τον 19ο αιώνα ο Γάλλος αριστοκράτης Arthur de Gobineau -και άλλοι- συνέδεσαν τους μυθικούς Άριους με τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν οι ανώτεροι απόγονοι των πρώιμων ανθρώπων, προορισμένοι τώρα να οδηγήσουν τον κόσμο στην πρόοδο μέσω της κατάκτησης των γειτόνων τους.
Ξαφνικά, τα αρχαιολογικά ευρήματα του Σλήμαν στην Τουρκία, απέκτησαν ένα βαθύτερο, ιδεολογικό περιεχόμενο.
Για τους εθνικιστές, το «καθαρό σύμβολο των Αρίων» που αποκαλύφθηκε από τον Σλήμαν δεν ήταν πια ένα αρχαιολογικό μυστήριο, αλλά ένα τεκμήριο της ανωτερότητας τους.
Οι γερμανικές εθνικιστικές ομάδες όπως το Reichshammerbund (μια αντισημιτική ομάδα του 1912) και οι Βαυαροί Freikorps (παραστρατιωτικοί που ήθελαν να ανατρέψουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης) χρησιμοποίησαν τη σβάστικα ως σύμβολο της «πρόσφατα ανακαλυφθείσας» ταυτότητάς τους ως κυρίαρχη φυλή. Λίγη σημασία είχε ότι παραδοσιακά σήμαινε καλή τύχη ή ότι βρισκόταν παντού, από μνημεία αφιερωμένα στην ελληνική θεά Άρτεμη μέχρι παραστάσεις του Βράχμα και του Βούδα και σε τοποθεσίες ιθαγενών Αμερικανών ή, ότι ουδείς ήταν στην πραγματικότητα βέβαιος για την προέλευσή του.
«Όταν ο Σλήμαν ανακάλυψε μοτίβα που έμοιαζαν με σβάστικα σε θραύσματα κεραμικής στην Τροία, θεωρήθηκε απόδειξη φυλετικής συνέχειας, μία απόδειξη ότι οι κάτοικοι του τόπου εκείνου ήταν ανέκαθεν Άριοι», γράφει ο ανθρωπολόγος Gwendolyn Leick. «Η σύνδεση σβάστικας και ινδοευρωπαϊκής προέλευσης ήταν αδύνατο να απορριφθεί. Επέτρεψε την προβολή εθνικιστικών μηνυμάτων και συσχετισμών σε ένα παγκόσμιο σύμβολο, το οποίο ως εκ τούτου χρησίμευσε ως το διακριτικό όριο μεταξύ της μη-αρίας ή μάλλον της μη γερμανικής και της γερμανικής ταυτότητας».
Καθώς η σβάστικα συνυφαινόταν όλο και περισσότερο με τον γερμανικό εθνικισμό, η επιρροή του Αδόλφου Χίτλερ μεγάλωνε, οπότε και υιοθέτησε τον αγκυλωτό σταυρό ως σύμβολο του ναζιστικού κόμματος το 1920.
«Τον προσέλκυσε επειδή χρησιμοποιούνταν ήδη από άλλες εθνικιστικές ομάδες» λέει ο Steven Heller, συγγραφέας των βιβλίων «Τhe Swastika: Symbol Beyond Redemption?» και «Iron Fists: Branding the 20th-Century Totalitarian State». «Νομίζω επίσης, ότι κατάλαβε ενστικτωδώς ότι έπρεπε να υπάρχει ένα σύμβολο τόσο ισχυρό όσο το σφυρί και το δρεπάνι, που ήταν ο μεγάλος εχθρός του».
Για να εδραιώσει περαιτέρω τη σβάστικα ως σύμβολο της ναζιστικής εξουσίας, ο Γκέμπελες, (υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ) εξέδωσε διάταγμα στις 19 Μαΐου 1933 με το οποίο απαγόρευσε τη μη εξουσιοδοτημένη εμπορική χρήση του αγκυλωτού σταυρού.
Η σβάστικα συνδέθηκε επίσης με την προπαγανδιστική ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Triumph of the Will», γράφει ο ιστορικός Malcolm Quinn.
«Όταν ο Χίτλερ απουσιάζει… τη θέση του παίρνει η σβάστικα, η οποία, όπως και η εικόνα του Φύρερ, συμβολίζει το σημείο μετάβασης στη νέα προσωπική και εθνική ταυτότητα». Η συνέχεια είναι γνωστή – η σβάστικα μπήκε παντού, πάνω σε στολές, σημαίες και βέβαια, κυριάρχησε στις ναζιστικές συγκεντρώσεις και παρελάσεις.