Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν δεν ήταν απλώς ένας κορυφαίος επιστήμονας κλεισμένος στη «φούσκα» των νόμων την φυσικής. Ήταν ένας άνθρωπος που έπαιρνε ανοιχτά θέση και μιλούσε εναντίον του ρατσισμού, του εθνικισμού και των πυρηνικών όπλων.
Χρησιμοποίησε τη φήμη του για να θέσει πλήθος κοινωνικών ζητημάτων που αφορούσαν την εποχή του. Και γι’ αυτό μπήκε στο μάτι του Έντγκαρ Χούβερ, του διευθυντή του FBI.
Το FBI δεν «φακέλωνε» απλώς τον Άλμπερτ Αϊνστάιν. Είχε ολόκληρο αρχείο για εκείνον: 1.400 σελίδων.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν ήδη ένας παγκοσμίου φήμης φυσικός, όταν το FBI ξεκίνησε να δημιουργεί τον μυστικό φάκελο, τον Δεκέμβρη του 1932. Ο ίδιος και η σύζυγός του Έλσα, είχαν μόλις μετακομίσει στις ΗΠΑ από την πατρίδα τους τη Γερμανία και ο Αϊνστάιν ήταν ήδη πολύ δραστήριος στα κοινωνικά ζητήματα της εποχής του, με δημόσιες δηλώσεις κατά του ρατσισμού και του εθνικισμού.
Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του Αϊνστάιν στις 18 Απριλίου του 1955, ο φάκελός του στο FBI μετρούσε 1.427 σελίδες. Ο Χούβερ ήταν βαθιά καχύποπτος με τον ακτιβισμό του Αϊνστάιν. Τον θεωρούσε «πιθανόν κομμουνιστή» και σίγουρα «ακραίο ριζοσπάστη». Εξάλλου ο Χούβερ, λίγο πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ είχε ηγηθεί μιας «σταυροφορίας» για να εμποδίσει τον Αϊνστάιν και τη γυναίκα του να διαφύγουν από την Γερμανία για τις ΗΠΑ.
Η στάση του Αϊνστάιν θεωρούνταν προκλητική κατά τα εφηβικά του χρόνια στη Γερμανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον διώξουν από το γυμνάσιο στην ηλικία των 15 ετών. Μετά από αυτό, εκείνος παραιτήθηκε της γερμανικής του ιθαγένειας, σε ηλικία 17 ετών. Δεν ήθελε να έχει πια καμία σχέση με τα αυταρχικά σχολεία της Γερμανίας και τον ανεξέλεγκτο μιλιταρισμό, τον οποίο απεχθανόταν.
Αντ’ αυτού παρακολούθησε μαθήματα στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης στην Ελβετία, έγινε Ελβετός πολίτης και αφού αποφοίτησε πήγε να εργαστεί στο ελβετικό γραφείο ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη, όπου δημιούργησε το επαναστατικό έργο του: τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντική θεωρία το 1905. (Υπενθυμίζεται ότι το 2016 ανακαλύφθηκαν τα βαρυτικά κύματα, ένα φαινόμενο που ο Αϊνστάιν είχε προβλέψει πριν από 100 χρόνια!)
Ο Αϊνστάιν δεν επέστρεψε στη Γερμανία παρά τον Απρίλιο του 1914, όταν τα επιτεύγματά του τον οδήγησαν σε ένα ραντεβού με το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Εκεί συνέχισε να αναπτύσσει τις ιδέες του αναφορικά με τη σχετικότητα και τη βαρύτητα, θεωρία που επιβεβαιώθηκε θεαματικά το 1919 από τις παρατηρήσεις της ηλιακής έκλειψης. Οι θεωρίες του Αϊνστάιν διαμόρφωσαν την κατανόησή μας για το σύμπαν μέχρι σήμερα.
Το ναζιστικό κόμμα σύντομα κατήγγειλε τη θεωρία της σχετικότητας ως «εβραϊκή διαστροφή» – πρόκειται για την χρήση των «ψευδών ειδήσεων» κατά το 1920 με μοναδικό σκοπό την δημιουργία προκαταλήψεων και σπίλωσης των ανθρώπων – και ο Αϊνστάιν άρχισε να δέχεται τόσες πολλές ανώνυμες απειλές κατά της ζωής του που απέφευγε ακόμη και να περπατά μόνος.
Οι απειλές δεν τον πτόησαν. Αντ’ αυτού, χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη την τεράστια φήμη του για να μιλήσει εναντίον κάθε είδους αδικίας στον κόσμο. «Η σιωπή, ως πρόσωπο του κακού, θα με έκανε να αισθάνομαι ένοχος και συνένοχος» είπε κάποτε.
Κατήγγειλε τον ακραίο εθνικισμό. «Η ιλαρά της ανθρωπότητας», τον χαρακτήρισε το 1929. Αμφισβήτησε τον καπιταλισμό. «Θεωρώ τις ταξικές διαφορές αντίθετες προς την δικαιοσύνη και, σε τελευταία ανάλυση, βασίζονται στη βία», έγραψε το 1931. «Αφήστε τον κάθε άνθρωπο να είναι σεβαστός σαν άτομο και μην ειδωλοποιείτε κανέναν».
Χτυπούσε τον ρατσισμό. Το 1937, όταν η Αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια Μάριαν Άντερσον εκδιώχθηκε από ξενοδοχείο στο Πρίνσετον, όπου ζούσε ο Αϊνστάιν, εκείνος και η γυναίκα του την κάλεσαν να μείνει στο σπίτι τους. Μάλιστα έτσι ξεκίνησε μια δυνατή φιλία που κράτησε σε όλη τους τη ζωή. Ήταν επίσης φίλος με τον Αφροαμερικανό τραγουδιστή Πολ Ρόμπσον που διωκόταν ως κομμουνιστής. Σε μια ομιλία του το 1946 στο Πανεπιστήμιο Ελευθερίας στην Πενσυλβάνια, ο Αϊνστάιν δήλωσε ότι οι διακρίσεις είναι «μια ασθένεια των λευκών ανθρώπων».
Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, ο Αϊνστάιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο αγνός πασιφισμός δεν ήταν πλέον ρεαλιστικός. Τον Αύγουστο του 1939, φοβούμενος ότι οι Γερμανοί φυσικοί ήδη προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την πρόσφατη ανακάλυψη του φαινομένου της πυρηνικής σχάσης, ο Αϊνστάιν έστειλε μια επιστολή προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούζβελτ προειδοποιώντας ότι «το ουράνιο μπορεί να μετατραπεί σε μια νέα και σημαντική πηγή ενέργειας στο άμεσο μέλλον – αυτή είναι, μια βόμβα».
Η απάντηση του Ρούσβελτ ήταν το Σχέδιο Μανχάταν: ένα κατεπείγον πρόγραμμα για την ανάπτυξη της ατομικής βόμβας πριν από τον Χίτλερ. Ο Αϊνστάιν δεν έπαιξε κανένα περαιτέρω ρόλο σε αυτό. Αλλά την άνοιξη του 1945 είχε γράψει μια άλλη επιστολή ζητώντας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ να συναντηθεί με τους επιστήμονες του Σχεδίου Μανχάταν, που ανησυχούσαν για την βιασύνη να ολοκληρωθεί και να χρησιμοποιηθεί η βόμβα, παρότι η Γερμανία ήταν κοντά στην ήττα και είχε παραιτηθεί από τις έρευνες για το ουράνιο.
Ο Ρούσβελτ πέθανε στις 12 Απριλίου πριν προλάβει να διαβάσει την επιστολή, κι όταν ο Αϊνστάιν έμαθε τον Αύγουστο ότι η ατομική βόμβα έπεσε στη Χιροσίμα το μόνο που μπόρεσε να ψιθυρίσει ήταν «Θεέ μου».