Ο Δεκέμβριος του 1803, ήταν ένας μήνας που σημαδεύτηκε από την εγκατάλειψη του Σουλίου από τους γενναίους κατοίκους του, μετά τη συνθήκη με τον Αλή πασά και τη φυγή των περισσότερων προς την Πάργα.
Δυο ηρωικές πράξεις όμως, το ολοκαύτωμα στο Κούγκι, από τον καλόγερο Σαμουήλ, με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς τις επόμενες ημέρες και η θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο με τον περίφημο χορό τους, συγκλόνισαν την παγκόσμια κοινή γνώμη και έδωσαν άλλη διάσταση στις έννοιες ηρωισμός, γενναιότητα και αυτοθυσία.
Με τη θυσία και τον χορό των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Θα αναφέρουμε και τις απόψεις Ελλήνων ιστορικών, που αμφισβητούν ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως γνωρίζαμε (ή νομίζαμε…) μέχρι σήμερα.
Η εγκατάλειψη του Σουλίου
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803, οι Σουλιώτες υπογράφουν με τον γιο του Αλή πασά Βελή και κάποιους στρατηγούς του, τη συνθήκη εκπατρισμού τους, λαμβάνοντας έγγραφες υποσχέσεις ότι είναι ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου θέλουν, ενώ παράλληλα αποφυλακίζονται όσοι Σουλιώτες βρίσκονται στα μπουντρούμια του Αλή πασά στα Γιάννενα.
Ο καλόγερος Σαμουήλ που μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες έμειναν για να παραδώσουν το Κούγκι (οχυρό πύργο στο Σούλι) στους άνδρες του Αλή πασά, έβαλε φωτιά στη μπαρουταποθήκη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν μαζί με αυτόν και τους συντρόφους του και πολλοί Τουρκαλβανοί.
Ένα σώμα από 800 Σουλιώτες πρόσφυγες, με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, τον Κουτσονίκα και τον Φωτομάρα, φτάνουν στο όρος Ζάλογγο, μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και μετά από οχτάωρη κοπιαστική πορεία. Εκεί, βρίσκουν καταφύγιο στην ιερά Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ.
Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με προθυμία και αγάπη.
Ανοίγουν το ναό και τα κελιά και προσφέρουν στέγη και τροφή στους καταπονημένους Σουλιώτες.
Δεν προλαβαίνουν όμως να ηρεμήσουν, γιατί ο Αλή πασάς, αθετώντας τη συμφωνία που είχε κάνει, στέλνει στρατό εναντίον τους.
Από τον Ωρωπό της Πρέβεζας, ξεκινούν για το Ζάλογγο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που χωρίζονται σε δύο τμήματα. Το ένα, από χίλιους Τουρκαλβανούς, υπό την ηγεσία του Μπεκίρ Τζογαδούρου, προχωρά και καταλαμβάνει όλα τα σημεία ΒΑ του Ζαλόγγου απ’ όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι Σουλιώτες, ενώ το άλλο, από χίλιους άνδρες επίσης, με επικεφαλής τον Βελή, γιο του Αλή πασά, κατευθύνεται στο χωριό Καμαρίνα που βρίσκεται κάτω από το Ζάλογγο και είναι έτοιμο να επέμβει.
Οι Τουρκαλβανοί, καλούν τους Σουλιώτες να παραδώσουν τα όπλα και να μεταβούν στα Γιάννενα, όπου ο ίδιος ο Αλή θα ορίσει τον νέο τόπο διαμονής τους. Οι Σουλιώτες γνωρίζοντας τι τους περιμένει, αρνούνται κατηγορηματικά και αποφασίζουν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος.
Μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών, δόθηκαν σκληρές μάχες. 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, έσπασαν τον κλοιό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Μια άλλη ομάδα, υπό τον Ν. Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Μπεκίρ Τζογαδούρου, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός (βλάμης) του Κουτσονίκα. Μερικές γυναίκες, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και κατ’ άλλες 22, και λίγοι άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι. Προτίμησαν από την ατιμία και τη σκλαβιά, τον έντιμο θάνατο μαζί με τα παιδιά τους.
Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους στο βάραθρο κάτω από το Ζάλογγο, οι Σουλιώτισσες σχημάτισαν χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο βάραθρο.
Ο χορός συνοδευόταν, σύμφωνα με την παράδοση, από το θρυλικό τραγούδι:
«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή, κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή…».
Και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός όμως, στην «Ωδή στον Βύρωνα», υμνεί τις Σουλιώτισσες:
«Τες εμάζωξεν στο μέρος
του Ζαλόγγου το ακρινό
της ελευθερίας ο έρως
και τις έμπνευσε χορό…».
Από τις Σουλιώτισσες και τα παιδιά που έπεσαν στο βάραθρο, πιθανότατα επέζησαν κάποιες με τραύματα, καθώς συγκρατήθηκαν κατά την πτώση τους από δέντρα ή έπεσαν πάνω σε πτώματα.
Αναφέρεται ότι τα τραυματισμένα παιδιά, μεταφέρθηκαν έπειτα στην Καμαρίνα όπου και τα περιποιήθηκαν.
Ανάμεσα στα παιδιά αυτά, ήταν η επτάχρονη Λάμπρω, που όταν ενηλικιώθηκε, πήγε στο μοναστήρι του Ζαλόγγου κι έγινε καλόγρια και η πεντάχρονη Κατερίνα, που παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Καρρά.
Ο Κ. Καρράς, η Αγγελική Σαφάκα, αδελφή του Μάρκου Μπότσαρη, ο Λέων Μπότσαρης και η γραπτή αυτοβιογραφία του Θεόδωρου Παπαθωμά, γραμματέα του τελωνείου στο Φανάρι την εποχή των γεγονότων, ήταν οι «πηγές» του σπουδαίου Ηπειρώτη λόγιου Ιωάννη Λαμπρίδη, ο οποίος κάνοντας και «επιτόπιες έρευνες» στην Καμαρίνα, την οποία επισκέφτηκε πολλές φορές, αφού χρειάστηκε να περπατήσει 11 ώρες από τα Γιάννενα, γράφει στα «Ηπειρωτικά Μελετήματα» (1890).
«Εκ δε των άλλων 56 μεν γυναίκες και 13 άνδρες, ων (των οποίων) τα ονόματα η παράδοσις δυστυχώς δεν διέσωσεν, εν χοροίς όντως και άσμασι τη 11 π.μ. κατεκρημνίσθησαν. Πολλαί δ’ εκ των αθανάτων τούτων γυναικών μητέρες ούσαι, πριν ή το ολέθριον τούτο πήδημα πηδήσωιν, εξεσφενδόνισαν πρώτον τα τέκνα των. Οι δε λοιποί ξιφήρεις υπό τον Κίτσιον Βότσαρην περί λύχνων αφάς (την ώρα που αρχίζει να σκοτεινιάζει) διέσχισαν τας τάξεις του εχθρού και διήλασαν αυτάς».
Ο Φρανσουά Πουκεβίλ, στον 5ο τόμο του «Ταξιδιού στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε το 1821 στο Παρίσι, έγραφε:
«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές, σαν να ήταν πέτρες, έπειτα ψάλλοντας τον επιθανάτιο ύμνο τους και κρατώντας η μια το χέρι της άλλης ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφησαν ορισμένες να συναντήσουν τον θάνατο όπως θα το εύχονταν».
Ο Χριστόφορος Περραιβός γράφει:
«Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτη την κινδυνώδη περίστασιν εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν κ’ απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν δια ν’ αποθάνουν πάρεξ να παραδοθούν δια σκλάβαις εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας χείρας τα άκακα και τρυφερά αυτών βρέφη, τα έρριπταν κάτω από τον κρημνόν. Έπειτα, αι μητέρες πιάνονταν μία με την άλλην τα χέρια τους, άρχισαν και εχόρευαν. Χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν».
Κάποιες διαφοροποιήσεις στην αφήγηση του Περραιβού, σε νεότερη (1857) έκδοση του βιβλίου αυτού έδωσαν την αφορμή σε ορισμένους ιστορικούς να αμφισβητήσουν όπως θα δούμε στη συνέχεια, τον χορό του Ζαλόγγου.
Το 1805, ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι γράφει:
«Τριάντα εννέα γυναίκες έπεσαν από τα βράχια με τα παιδιά τους, ορισμένα από τα οποία θήλαζαν ακόμα» ενώ το 1813, ο Χόλαντ σημειώνει:
«Αναφέρεται ως πραγματικό γεγονός ότι μια ομάδα Σουλιώτισσες συγκεντρώθηκαν πάνω από ένα βάραθρο, κοντά στο σημερινό σεράι και έριξαν μέσα στη χαράδρα τα παιδιά τους για να μη γίνουν σκλάβοι του εχθρού τους.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», αναφέρει:
«… και τότε αι μεν γυναίκες αφού προετίμησαν να σφενδονήσωσιν εις την άβυσσον τα τέκνα ίνα μη ίδωσιν αυτά περιπίπτοντα εις χείρας την πολεμίων έπειτα απεφάσισαν να παρακολουθήσωσι(ακολουθήσουν) τα φίλτατα εκείνα όντα, ουχί εν κλαυθμοίς και οδυρμοίς αλλά εν χοροίς και άσμασι…».
Ο Π. Αραβαντινός στην «Ιστορία του Αλή Πασά» γράφει:
«Εισβαλόντων δε των Αλβανών εις την μονήν του Ζαλόγγου αι μεν εν αυτή γυναίκες και τα παιδία ηχμαλωτίσθησαν αι δε επί των βράχων καταφυγούσαι, βλέπουσαι τον απειλούντα αυτάς κίνδυνον εκ της προσεγγίσεως του εχθρού, προείλοντο της ατιμίας και της δουλείας τον θάνατον και συγκρατούμεναι εκ των χειρών εν χορώ έπεσον η μία μετά την άλλην εις το χαίνον υπό τους πόδας αυτών βάραθρον αφού κατεκρήμνισαν πρώτον εν αυτώ τα ίδια τέκνα, όσα έφερον εν ταις αγκάλαις».
Ο Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», γράφει:
«Εικοσιπέντε άνδρες σκοτωθήκανε αμυνόμενοι και 6 άνδρες και 22 γυναίκες πηδήσανε σ’ ένα γκρεμνό πίσω από το χωριό για να μην πέσουν στα χέρια των απανθρώπων διωκτών τους. Οι Αλβανοί στρατιώτες γυρίζοντας στα Γιάννενα, διηγηθήκανε ότι είδαν αρκετές νεαρές γυναίκες να ρίχνουνε τα παιδιά τους από το βράχο και να πηδάνε κατόπιν. Από κάτω βρεθήκανε και πτώματα τεσσάρων παιδιών».
Τέλος ο Φοριέλ γράφει για τις γυναίκες του Ζαλόγγου ότι «ήσαν, ως επί το πλείστον, μητέρες και μάλιστα νέες με νήπια στην αγκαλιά τους ή με μικρά παιδιά που κρατούσαν από τα χέρια».
Κάθε μια φιλούσε το δικό της για στερνή φορά, το έριχνε ή το έσπρωχνε στον γκρεμό, γυρίζοντας αλλού το βλέμμα της».
Και έπειτα «…αρχίζουν έναν κυκλικόν χορόν, όσον πλησιέστερον εις το άκρον του κρημνού δύνανται, η πρώτη αυτών, η οποία με τον πρώτον γύρον φθάνει πλησίον εις το άκρον, ορμά προς τα εμπρός και κυλιέται από βράχον εις βράχον μέχρι του πυθμένος του φοβερού βαράθρου».
Οι αντίθετες απόψεις ιστορικών
Παραθέσαμε μια σειρά από αναφορές για το όσα τραγικά και ηρωικά έγιναν στο Ζάλογγο. Έχουν διατυπωθεί όμως και κάποιες αμφισβητήσεις, κυρίως για τον χορό του Ζαλόγγου.
Ο ιστοριοδίφης Περικλής Ζερλέντης, έγραψε το 1889:
«Έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικώδους βαράθρου, είτα (κατόπιν) δε δια της σπάθης μαχόμενοι, έρριψαν αυτούς (προφανώς εννοεί και τους άνδρες που βρίσκονται στο Ζάλογγο) και ούτοι επί των ασπαιρόντων (ασπαίρω=σπαρταρώ) πτωμάτων των φιλτάτων αυτών».
Η ιστορικός Βάσω Ψιμούλη, στο βιβλίο της «Σούλι και Σουλιώτες» (1998), έχει περισσότερες αμφιβολίες.