Ρώσος χωρικός και μυστικιστής, με μεγάλη επιρροή στο παλάτι του τσάρου Νικολάου Β’ και της τσαρίνας Αλεξάνδρας, σε μια εποχή που το τσαρικό καθεστώς έπνεε τα λοίσθια. Υπήρξε έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα· άγιος και προφήτης για τους οπαδούς του, η ενσάρκωση του Αντίχριστου για τους πολυάριθμους εχθρούς του.
Ο Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς Ρασπούτιν γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1869 στο Ποκρόφσκογιε της Δυτικής Σιβηρίας και βαπτίστηκε την επομένη, εορτή του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, παίρνοντας το όνομα Γρηγόριος (Γκριγκόρι στα ρωσικά). Λίγα είναι γνωστά για τα νεανικά του χρόνια. Έμεινε σχεδόν αγράμματος και η ζωή του φαίνεται να άλλαξε, όταν ένας γείτονάς του τον έπιασε να κλέβει στα χωράφια του και τον έκανε μαύρο στο ξύλο.
Στράφηκε στη θρησκεία και σε ηλικία 18 ετών τα βήματά του τον έφεραν στο μοναστήρι του Βερχοτούριε, όπου μυήθηκε στη διδασκαλία των Χλίστι («Μαστιγουμένων»), οι οποίοι διοργάνωναν ζωντανές αναπαραστάσεις της Σταύρωσης με παραληρηματικές τελετές αχαλίνωτης σεξουαλικής δραστηριότητας που τις αποκαλούσαν «εορτές αγαλλίασης». Υπερβαίνοντας τις διδασκαλίες της αίρεσης αυτής, ο Ρασπούτιν διατύπωσε δικό του δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στην κατάσταση της «θείας αταραξίας» και κατά συνέπεια, να βρεθεί πιο κοντά στο Θεό.
Λίγο προτού γίνει μοναχός εγκατέλειψε το μοναστήρι κι επέστρεψε στο χωριό του.
Νυμφεύθηκε σε ηλικία 19 ετών την Προσκόβια Ντουμπόβινα (1866-1930), με την οποία απέκτησε επτά παιδιά, τα περισσότερα από τα οποία πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Παρότι «νοικορεύτηκε», δεν έμεινε στον τόπο του. Τα επόμενα χρόνια περιπλανήθηκε από το Άγιο Όρος έως τα Ιεροσόλυμα και την ίδια περίοδο αυτοανακηρύχθηκε «στάρετς» (Γέροντας στη ρώσικη θρησκευτική ορολογία), ένας άνθρωπος, δηλαδή, του Θεού, που έχει το χάρισμα να θεραπεύει τους αρρώστους και να προλέγει το μέλλον.
Οι περιπλανήσεις του τον έφεραν τελικά πίσω στη Ρωσία και στην Αγία Πετρούπολη (1903). Βρόμικος και ατημέλητος, με τα σπινθηροβόλα μάτια του και τις υποτιθέμενες υπερφυσικές ικανότητές του, ο Ρασπούτιν έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους αυλικούς κύκλους της πρωτεύουσας, οι οποίοι εντρυφούσαν εκείνη την εποχή στο μυστικισμό και τον αποκρυφισμό.
Το 1905 τον παρουσίασαν στην τσαρική οικογένεια και το 1908 κλήθηκε να προσφέρει τις «ιατρικές» υπηρεσίες του στον αιμοφιλικό διάδοχο του θρόνου Αλέξιο. Ο Ρασπούτιν κατόρθωσε να απαλύνει τον πόνο του αγοριού, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των γονέων του. Με το περιστατικό αυτό άρχισε μία δεκαετία κυριαρχίας του Ρασπούτιν στις υποθέσεις της τσαρικής οικογένειας και του ρωσικού κράτους.
Ταπεινός και άγιος χωρικός μπροστά στην τσαρική οικογένεια, ο Ρασπούτιν δεν άργησε να θυμηθεί τις παλιές του συνήθειες στη ζωή του έξω από την Αυλή. Κηρύσσοντας ότι η σωματική επαφή μαζί του είχε εξαγνιστικά και θεραπευτικά αποτελέσματα, συγκέντρωσε γύρω του διάφορες ερωμένες και προσπάθησε να αποπλανήσει πολύ περισσότερες. Αναφορές σχετικά με τη διαγωγή του άρχισαν να καταφθάνουν στον τσάρο Νικόλαο, ο οποίος όμως αδυνατούσε να τις πιστέψει. Ως το 1911 η συμπεριφορά του Ρασπούτιν είχε πάρει διαστάσεις σκανδάλου.
Ύστερα από σχετική έκθεση του πρωθυπουργού Πιοτρ Στολίπιν, ο Νικόλαος εξόρισε τον ευνοούμενό του, αλλά κάτω από τις πιέσεις της τσαρίνας Αλεξάνδρας αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του λίγους μήνες αργότερα. Καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να δυσαρεστήσει τη σύζυγό του ή να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του γιου του, ο Νικόλαος αποφάσισε να αγνοήσει στο εξής όλες τις εναντίον του κατηγορίες.
Η δύναμη του Ρασπούτιν μέσα στην Αυλή έφτασε στο απόγειό της μετά το 1915, την ώρα που ο ρωσικός στρατός βρισκόταν σε δυσχερή θέση στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Σεπτέμβριο ο Νικόλαος Β’ ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση του ρωσικού στρατού και ανάθεσε τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων της Ρωσίας στην Αλεξάνδρα. Ως προσωπικός σύμβουλος της τσαρίνας κατά το διάστημα αυτό, ο Ρασπούτιν ασκούσε επιρροή που ξεκινούσε από τον διορισμό των εκκλησιαστικών αξιωματούχων κι έφθανε ως την επιλογή των υπουργών της κυβέρνησης, ενώ δεν παρέλειπε να παρεμβαίνει κατά καιρούς στα στρατιωτικά θέματα.
Το 1916, αφού είχαν προηγηθεί αρκετές αποτυχημένες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του Ρασπούτιν, μία ομάδα ευγενών, στην οποία συμμετείχαν ο πρίγκιπας Φέλιξ Γιουσούποφ (σύζυγος της ανιψιός του τσάρου), ο Βλάντιμιρ Πουρίσκεβιτς (μέλος της Δούμας) και ο Μέγας Δούκας Ντμίτρι Πάβλοβιτς (εξάδελφος του τσάρου) οργάνωσαν συνωμοσία, με σκοπό την εξόντωση του Ρασπούτιν και την αποφυγή νέων σκανδάλων που θα έπλητταν τη μοναρχία.
Τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Δεκεμβρίου 1916, ο Γιουσούποφ προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του, με δόλωμα την όμορφη σύζυγό του Ιρίνα, η οποία έχοντας διαφωνήσει με το σχέδιο του συζύγου της βρισκόταν στη βίλα τους στην Κριμαία. Ο οικοδεσπότης τού πρόσφερε τσάι και κέικ, που ήταν δηλητηριασμένα. Βλέποντας ότι το δηλητήριο δεν ενεργούσε, τον πυροβόλησε. Ο Ρασπούτιν σωριάστηκε προς στιγμήν, αλλά μπόρεσε να συρθεί ως την αυλή, όπου ο Πουρίσκεβιτς τον πυροβόλησε για δεύτερη φορά. Στη συνέχεια, οι συνωμότες τον έδεσαν και τον έριξαν στον παγωμένο Νέβα, όπου και πέθανε από πνιγμό.
Η δολοφονία Ρασπούτιν δεν εμπόδισε το φυλλορρόημα του τσαρικού καθεστώτος. Λίγες εβδομάδες αργότερα σαρώθηκε από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση και οριστικά λίγους μήνες αργότερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση.