Το 1914, δημοσιεύτηκε στις γαλλικές εφημερίδες η εξής αγγελία: «Χήρος με δύο παιδιά, 43 χρονών, με ικανοποιητικό εισόδημα, σοβαρός και με γνωριμίες στην καλή κοινωνία, επιθυμεί να γνωρίσει χήρα με προοπτικές για γάμο».
Οι χήρες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, λόγω του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και ο Λαντρό δεν δυσκολεύτηκε να βρει θύματα. Η πρώτη γνωριμία του ήταν η 39χρονη Μαντάμ Κουσέ, η οποία τον επισκέφτηκε τη βίλα του στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1915. Μαζί της ήρθε κι ο 16χρονος γιος της, Αντρέ. Δεν τους ξαναείδε κανείς.
Η ιστορία επαναλήφτηκε άλλες 9 φορές μέχρι το 1919. Μία μεσήλικη χήρα έπεφτε στην παγίδα του Λαντρό, τον επισκεπτόταν στη βίλα του, του παραχωρούσε όλη της την περιουσία για να την επενδύσει και αμέσως μετά, εξαφανιζόταν. Έδρασε ανενόχλητος για 4 χρόνια, επειδή ήξερε πολύ καλά πώς να καλύψει τα ίχνη του.
Έδινε διαφορετικό όνομα σε κάθε γυναίκα και μετά την εξαφάνισή της, διατηρούσε σταθερή αλληλογραφία με την οικογένειά της. Απαντούσε στα γράμματα των συγγενών και τους ενημέρωνε για την πορεία του γάμου τους, έστελνε ευχές και υποσχόταν μελλοντικές επισκέψεις.
Χρησιμοποιούσε τόσα διαφορετικά ονόματα και αλληλογραφούσε με τόσες γυναίκες, που αναγκαζόταν να καταγράφει τα στοιχεία τους σε τετράδια για να μην τα μπερδεύει. Οι λεπτομερείς σημειώσεις του ήταν το στοιχείο που τον οδήγησε στην γκιλοτίνα.
Η περίεργη συγγενής
Το 1919, πέθανε ο γιος της χήρας Μπουϊσόν, η οποία ήταν μία από τα θύματα του Λαντρό. Η αδελφή της αποφάσισε να της μεταφέρει το τραγικό νέο από κοντά. Την αναζήτησε στην περιοχή Gambais του Παρισίου, στο σπίτι του κυρίου Ζιλιέ. Μόνο που στην περιοχή δεν υπήρχε κανένας κύριος με το όνομα Ζιλιέ.
Όσο και αν έψαξε δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Όμως μια μέρα έτυχε να δει τον Λαντρό έξω από ένα μαγαζί. Τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία που είχε στείλει στην αδερφή της. Τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι της ερωμένης του κι εκεί έμαθε την πραγματική του ταυτότητα. Αμέσως ενημέρωσε την αστυνομία, η οποία επισκέφτηκε τη βίλα του και έκαναν έρευνες.
Οι αστυνομικοί ήταν πεπεισμένοι για την ενοχή του Λαντρό, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν κανένα στοιχείο για να τον συνδέσουν με τις εξαφανίσεις. Χρειάστηκε να γίνει εξονυχιστική έρευνα, για να βρεθεί το τετράδιο που σημείωνε τα ονόματα των θυμάτων του.
Τον συνέλαβαν, αλλά έπρεπε να βρουν και τα πτώματα για να δέσουν νομικά την απόφαση. Για δύο χρόνια, ο Λαντρό περίμενε ατάραχος, όσο οι αρχές έψαχναν κάποια απόδειξη των εγκλημάτων του. Τελικά εντόπισαν ανθρώπινα κόκαλα ανάμεσα στις στάχτες, μέσα στον τεράστιο φούρνο που είχε τοποθετήσει στην κουζίνα του. Ο Λαντρό τις έκαιγε πιστεύοντας ότι δεν αφήνει κανένα ίχνος των εγκλημάτων του.
Το δικαστήριο χρειάστηκε μόλις 2 ώρες για να αποφασίσει την ενοχή του. Καταδικάστηκε σε θάνατο, χωρίς να έχει ομολογήσει. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν για τη σχέση του με τις γυναίκες, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο: «Είμαι κύριος και δεν μιλάω για αυτά τα πράγματα. Δεν μπορώ να αποκαλύψω τη φύση της σχέσης μου με την Μαντάμ, χωρίς την άδειά της».
Η μακάβρια διαθήκη
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1922, οι φύλακες και ο δικηγόρος του μπήκαν στο κελί του Λαντρό για να τον συνοδεύσουν στο χώρο της εκτέλεσης. Πριν φύγουν έδωσε στο δικηγόρο του μία ζωγραφιά, που απεικόνιζε την κουζίνα με τον φούρνο που έλεγαν ότι έκαιγε τα πτώματα.
Πάνω στη ζωγραφιά, είχε γράψει: «Δεν είναι ο τοίχος αυτός που πίσω του έχει γίνει κάτι, αλλά πράγματι ο φούρνος μέσα στον οποίο έχει καεί κάτι». Ήταν η μοναδική φορά που ο Λαντρό, που είχε τέσσερα παιδιά από το γάμο με μια ξαδέλφη του, παραδέχτηκε τα εγκλήματά του.