«Αλάσκα» στη γλώσσα των Εσκιμώων σημαίνει η «γη που δεν είναι νησί». Μεγαλύτερη και πιο γνωστή πόλη είναι το Άνκορεϊτζ (275.043 κάτοικοι), ενώ την Αλάσκα κατοικούν συνολικά 626.932 άνθρωποι.
Οι Ρώσοι ήταν αυτοί που κατέλησαν την Αλάσκα, στα μέσα του 18ου αιώνα, επωφελούμενοι της γειτνίασής της με τη Σιβηρία, από την οποία χωρίζεται με τον Βερίγγειο Πορθμό. Ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με το εμπόριο της γούνας, παραμερίζοντας τους ιθαγενείς εσκιμώους Ινουίτ.
Ο οξύς ανταγωνισμός με τους Γάλλους και Άγγλους εμπόρους μείωσε βαθμιαία το ενδιαφέρον τους για την περιοχή. Μετά την ήττα των Ρώσων στον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1856, ο τσάρος έψαχνε τρόπους για να την ξεφορτωθεί και να αποκομίσει έσοδα. Προφανώς, ο φυσικός πλούτος της περιοχής ήταν άγνωστος στον Αλέξανδρο Β’ και την κυβέρνησή του.
Η αμερικανική κυβέρνηση δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, παρότι η χώρα επούλωνε τις πληγές της από τον αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο. Πρόλαβε Ισπανούς και Καναδούς και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους αγόρασε την Αλάσκα αντί 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων, στις 30 Μαρτίου 1867.
Η είδηση της εξαγοράς προκάλεσε την αντίδραση του αμερικανικού τύπου, αλλά και μελών του Κογκρέσου. Οι εφημερίδες επιτέθηκαν με δριμύτητα στον υπουργό Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σιούαρντ, που πρωτοστάτησε στη συμφωνία. Θεώρησαν παρανοϊκό να ξοδευτούν τόσα πολλά χρήματα για ένα έρημο και απόμακρο μέρος, μονίμως χιονισμένο. Η συμφωνία αγοράς επικυρώθηκε τελικά από το Κογκρέσο στις 9 Απριλίου 1867 και στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου η Αυτοκρατορική Ρωσία μεταβίβασε την κυριαρχία της Αλάσκας στις ΗΠΑ.
Ο χρόνος δικαίωσε πλήρως τον Σιούαρντ. Η Αλάσκα αποδείχθηκε ευλογημένη γη, με απίστευτο φυσικό πλούτο: χρυσό, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ξυλεία και αλιεία.