Το νέο έτος 2019 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη μαρτυρική Αμισό και με συγκεκριμένο σχέδιο και ενέργειες συνέχισε -ή, μάλλον, αποτελείωσε- το «έργο» που είχε αρχίσει η εγκληματική τριάδα των Νεοτούρκων Ταλαάτ, Τζεμάλ και Ενβέρ το 1914, που ήταν η εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ επικέντρωσε τις προσπάθειές του στον Πόντο, γιατί εκεί είχε αναπτυχθεί ένοπλη αντίσταση, το ποντιακό αντάρτικο, που έγινε κυρίως από φυγόστρατους, από τη μια, ως ασπίδα στα θανατηφόρα «τάγματα εργασίας», όπου εξολοθρευόταν με πρόγραμμα ο ανδρικός πληθυσμός, και, από την άλλη, για να προστατέψει τον τοπικό πληθυσμό από την οργανωμένη από το «βαθύ κράτος» δράση των συμμοριών εναντίον των ελληνικών χωριών
Ο Κεμάλ επικέντρωσε στον Πόντο γιατί θεωρούσε ότι η κατάσταση στον Πόντο ήταν δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά τις επιχειρήσεις του κεμαλικού στρατού εναντίον του Ελληνικού Στρατού στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Το έγκλημα που τελέστηκε εναντίον όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, ήταν η πρώτη γενοκτονία της ανθρωπότητας στη σύγχρονη Ιστορία και, άσχετα με τις δικαιολογίες που επικαλέστηκαν τότε και συνεχίζουν να επικαλούνται μέχρι σήμερα οι Τούρκοι, ήταν σχεδιασμένο με διαβολικό τρόπο και λεπτομέρειες από το Κίνημα των Νεοτούρκων και την τριανδρία Ταλαάτ, Τζεμάλ και Ενβέρ.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του εγκλήματος, αρκεί να αναλογιστεί το εξής: Η ηγεσία των Νεοτούρκων αποφάσισε να βγάλει από τις φυλακές βαρυποινίτες, με τους οποίους συγκρότησε τις ομάδες των παραστρατιωτικών της Τεσκιλάτι-ι-Μαχσούσα, που ανέλαβαν το έργο της εξόντωσης των χριστιανών με επιθέσεις σε πόλεις και χωριά. Μάλιστα, ο αρμόδιος εισαγγελέας εξέτασε τον φάκελο κάθε εγκληματία και τελικά αποφυλάκισε μόνο εκείνους που είχαν διαπράξει τέτοια εγκλήματα που «ταίριαζαν» στη νέα τους αποστολή.
Το δόγμα πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν η απόφαση και το σχέδιο για τη Γενοκτονία των χριστιανών της Ανατολίας ήταν το εξής:
Με δεδομένη και επερχόμενη τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα έπρεπε να εκκαθαριστεί η Ανατολία από τους χριστιανικούς πληθυσμούς, που αποτελούσαν το ένα τρίτο του συνόλου, και στη θέση τους να μεταφερθούν μουσουλμάνοι από τα Βαλκάνια, ούτως ώστε να ιδρυθεί η «νέα Τουρκία», η οποία θα στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες: ένα κράτος, ένα έθνος, μία γλώσσα, μία θρησκεία.
Ετσι, άρχισαν να εφαρμόζουν το σχέδιο από τα Χριστούγεννα του 1913 εναντίον των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, για να επεκταθεί σταδιακά εναντίον όλων των Ελλήνων της Ανατολίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Οι Αρμένιοι, αμέσως μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη φυγή της ηγεσίας των Νεοτούρκων από την Κωνσταντινούπολη στο εξωτερικό, παρότι δεν είχαν δικό τους κράτος, κατέστρωσαν ένα σχέδιο, μια στρατηγική για τη δικαίωσή τους.
Η στρατηγική είναι γνωστή ως «Η Στρατηγική των Τεσσάρων Τ», από τέσσερις τουρκικές λέξεις: Tanitim – Tanima – Tazminat – Toprak, που σημαίνει «Ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης – Αναγνώριση της γενοκτονίας από ξένα κράτη – Διεκδίκηση αποζημιώσεων από το τουρκικό κράτος – Διεκδίκηση των πατροπαράδοτων αρμενικών εδαφών από την Τουρκία».
Μάλιστα, προτού αρχίσουν να εφαρμόζουν αυτήν τη στρατηγική, επεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν το «Σχέδιο Νέμεσις» τα πρώτα χρόνια μετά την τέλεση των εγκλημάτων, με βάση το οποίο «απέδωσαν δικαιοσύνη», εκτελώντας την εγκληματική τριάδα Ταλαάτ, Τζεμάλ και Ενβέρ και άλλους 22 υψηλόβαθμους αξιωματούχους των Νεοτούρκων, που είχαν κεντρικό ρόλο στη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Αυτή ήταν και παραμένει σε γενικές γραμμές η στρατηγική των Αρμενίων για τη δικαίωση, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν χωρίστηκαν σε Αρμενίους του Πόντου, της Γαλατίας, της Κιλικίας και της Παφλαγονίας, για να τιμά καθένας ξεχωριστά τους νεκρούς του σε άλλες ημερομηνίες και να επιδιώκει ξεχωριστά την αναγνώριση από τις ξένες χώρες.
Και μετρώντας τις επιτυχίες τους μέχρι σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι και λίγες, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν διέθεταν δικό τους κράτος και από το 1991 που απέκτησαν αυτό δεν είναι και τόσο ισχυρό πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά. Πάντως, παρ’ όλα αυτά, το κράτος της Αρμενίας είναι στην υπηρεσία εκείνων που μάχονται μέρα και νύχτα για τη δικαίωση των θυμάτων της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων.
Αν, από την άλλη πλευρά, αναζητήσει κανείς ένα σχέδιο, μια στρατηγική από πλευράς των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους, το μόνο που θα μπορέσει να διακρίνει είναι τη στρατηγική της υπονόμευσης από το ελληνικό κράτος και τις αθηναϊκές ελίτ αυτής της μείζονος εθνικής σημασίας υπόθεσης.
Ενώ οι Αρμένιοι την επομένη της κατάρρευσης των Νεοτούρκων έθεσαν σε εφαρμογή το «Σχέδιο Νέμεσις», το ελληνικό κράτος, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ακολούθησε στην ουσία το δόγμα τού «σφάξε με, πασά μου, ν’ αγιάσω», χαρίζοντας στους Τούρκους τις περιουσίες των γενοκτονηθέντων και ανταλλαγέντων Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της λοιπής Μικράς Ασίας και υπογράφοντας «συμφωνίες ελληνοτουρκικής φιλίας» που εμπεριείχαν το πνεύμα του προαναφερθέντος δόγματος.
Με τον τρόπο αυτόν δώσαμε ξεκάθαρα το μήνυμα στην Άγκυρα ότι μπορεί να συνεχίσει την πολιτική της γενοκτονίας εναντίον των Ελλήνων και ότι αυτό θα γίνει χωρίς κόστος, δεδομένης της στάσης της Αθήνας.
Γι’ αυτό, επειδή η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική αναγνώρισης και δικαίωσης των θυμάτων της Γενοκτονίας ούτε αποτροπής νέων ανάλογων εγκλημάτων, τα Χριστούγεννα του 1942, μόλις 12 χρόνια μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (1930), ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης έφαγε πισώπλατη μαχαιριά με το Βαρλίκ Βεργκισί, με το οποίο οι Τούρκοι άρπαξαν τις περιουσίες των Ελλήνων, ενώ η Ελλάδα ήταν υπό τριπλή κατοχή, γερμανική, ιταλική, βουλγαρική.
Επειδή η Ελλάδα συνέχισε να δίνει μηνύματα ότι στην πολιτική της απέναντι στην Τουρκία εφαρμόζει το δόγμα «σφάξε με, πασά μου, ν’ αγιάσω», ακολούθησαν τα Σεπτεμβριανά του 1955, οι απελάσεις των Ελλήνων της Πόλης, το 1964, η εισβολή στην Κύπρο…