Ένα από τα σκάνδαλα της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989), που είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή ενός κυβερνητικού στελέχους, του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Νικολάου Αθανασόπουλου, στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, και την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης για εγκλήματα περί τα υπομνήματα.
Όλα ξεκίνησαν στις 8 Μαΐου 1986, όταν το φορτηγό πλοίο «Αλφονσίνα» κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης φορτωμένο με 9.000 τόνους αραβοσίτου (καλαμποκιού), προερχόμενο από το Κόπερ της Γιουγκοσλαβίας. Το πλοίο παρέμεινε στη ράδα του λιμανιού και εφοδιάστηκε, όπως αποδείχθηκε αργότερα με πλαστά έγγραφα, που έδειχναν ότι το καλαμπόκι είχε φορτωθεί στην Καβάλα και άρα ήταν ελληνικής προέλευσης και όχι γιουγκοσλαβικής, όπως ήταν στην πραγματικότητα.
Οι εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή, με την ενέργεια αυτή, βαφτίζοντας το καλαμπόκι ελληνικό, θα απέφευγαν την πληρωμή της αντισταθμιστικής εισφοράς, ύψους 182 εκατομμυρίων δραχμών και επιπροσθέτως θα επωφελούντο από την υψηλή τιμή της πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων. Άμεσα ζημιωμένη, όπως είναι προφανές, θα ήταν η τότε ΕΟΚ (σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση).
Δικαιούχος του φορτίου ήταν η ελληνική κρατική εταιρεία ITCO, της οποίας επικεφαλής ήταν το στέλεχος του Κινήματος Σούλης Αποστολόπουλος. Η «Διεθνής Εταιρεία Διεθνούς Εμπορίου ITCO A.E», όπως ήταν η εμπορική της επωνυμία, ήταν μία από τις κρατικές εμπορικές εταιρείες που είχαν ιδρυθεί επί ΠΑΣΟΚ (ΠΡΟΜΕΤ, ΑΓΡΕΞ κ.ά.), με σκοπό να ασκούν παρεμβατικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά, αλλά γρήγορα ξέφυγαν του σκοπού τους και εξελίχθηκαν σε εκτροφεία σκανδάλων. Η περί ου ο λόγος ITCO λίγες ημέρες αργότερα πούλησε το επίμαχο φορτίο του καλαμποκιού στην ελβετική εταιρεία Granomar, συμφερόντων του Θεόδωρου (Ντόρη για τους φίλους του) Μαργέλλου, ενός επιχειρηματία με διασυνδέσεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η τελευταία με τη σειρά της το μεταπώλησε ως ελληνικό σε βελγική εταιρεία.
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στις Βρυξέλλες, προφανώς ύστερα από καταγγελία, και στις 17 Αυγούστου κλιμάκιο της ΕΟΚ κατέφθασε στην Ελλάδα για να ελέγξει το βάσιμο της συναλλαγής. Οι ελληνικές αρχές διαβεβαίωσαν τους κοινοτικούς ελεγκτές ότι το καλαμπόκι ήταν ελληνικό, αλλά παράλληλα φρόντισαν να πλαστογραφήσουν μία σειρά από έγγραφα για να τους παραπλανήσουν. Όλες οι ενέργειες ήταν εν γνώσει του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Νίκου Αθανασόπουλου (γ. 1923), ενός πολιτικού από το πολυάριθμο «αρκαδικό λόμπι» του ΠΑΣΟΚ, προερχόμενου από τον εισαγγελικό κλάδο. Στην ιστορία θα μείνει για την ατάκα, που του αποδίδεται, «όταν εμείς οι Έλληνες χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς οι βάρβαροι τρώγατε βελανίδια», που απηύθυνε σε Βέλγο αξιωματούχο της τότε ΕΟΚ.
Τον Οκτώβριο του 1986 το θέμα έφτασε στη Βουλή με επερώτηση που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία δια του βουλευτού Γεωργίου Παναγιωτόπουλου. Απαντώντας ο τότε υφυπουργός Εμπορίου Χρήστος Φωτίου, διαβεβαίωσε τον επερωτώντα βουλευτή ότι μετά από έλεγχο που πραγματοποίησε, δεν προέκυψε κάποια εγκληματική πράξη και πρόσθεσε ότι τα όσα καταγγέλλονται είναι συκοφαντίες. Τον αποστόμωσε, μάλιστα, με τη χαρακτηριστική φράση «Τι είναι αυτά που μας λέτε κύριε Παναγιωτόπουλε; Εμείς είμαστε Κίνημα, δεν είμαστε κόμμα, αυτά που μας λέτε για λαθρεμπόρια και για νοθείες είναι του παρελθόντος».
Τον Νοέμβριο του 1986, η ελληνική Δικαιοσύνη επιλαμβάνεται της υπόθεσης, ύστερα από μήνυση αλλοδαπής εταιρείας. Η Κομισιόν από την πλευρά της πιέζει τη χώρα μας να της δώσει εξηγήσεις για το διαφαινόμενο σκάνδαλο. Η ελληνική κυβέρνηση δια στόματος του Υπουργού Εξωτερικών και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, αρνείται και τότε η Κομισιόν προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον της Ελλάδας. Η χώρα μας δεν παρέστη στη διαδικασία και στις 9 Μαΐου 1989 δικάσθηκε ερήμην και καταδικάστηκε. Η ζημιά για το ελληνικό κράτος ανήλθε σε 600.000.000 δραχμές.
Στις 2 Ιουλίου 1989 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Τζανετάκη με τη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού για να οδηγήσει τη χώρα στην «Κάθαρση» από τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 7 Ιουλίου, 144 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσαν πρόταση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής κατά του τέως αναπληρωτή Οικονομικών Νίκου Αθανασόπουλου για τη ζημιά που προκάλεσε στο ελληνικό δημόσιο η υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Η πρόταση υπερψηφίστηκε στις 12 Ιουλίου με ψήφους 170 (ΝΔ και Συνασπισμός), 1 κατά και 1 λευκό. Το ΠΑΣΟΚ απείχε της ψηφοφορίας, αλλά συμμετείχε στις διαδικασίες της προανακριτικής επιτροπής, που συγκροτήθηκε ύστερα από 15 ημέρες.
Στις 23 Αυγούστου 1989 η ολομέλεια της Βουλής συζήτησε το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής και αποφάσισε με ψήφους 170 (ΝΔ και Συνασπισμός) έναντι 118 (ΠΑΣΟΚ) την παραπομπή του Νίκου Αθανασόπουλου ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου (Υπουργοδικείο), με τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, πλαστογραφίας και συνέργειας σε πλαστογραφία. Επίσης, αποφάσισε τη συνεκδίκαση της υπόθεσης για τους συμμετόχους μη πολιτικούς. Στην απολογία του ενώπιον της Βουλής, ο Νίκος Αθανασόπουλος ομολόγησε ότι αποφάσισε τη συγκάλυψη του σκανδάλου, μαζί με άλλους συναδέλφους του, τους οποίους δεν κατονόμασε, για λόγους εθνικού συμφέροντος. Σε παρέμβασή του, ο πρώην υπουργός Άκης Τσοχατζόπουλος υπογράμμισε ότι η όλη υπόθεση του καλαμποκιού «βγήκε στον αέρα» από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών εταιρειών, που έχουν συμφέροντα στη διακίνησή του. Στις 11 Ιανουαρίου 1990 προφυλακίστηκε ο πρώην πρόεδρος της ITCO Σούλης Αποστολόπουλος και ακολούθησε στις 19 Φεβρουαρίου 1990 ο Νίκος Αθανασόπουλος.
Η δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου και μετέπειτα υπηρεσιακού πρωθυπουργού Ιωάννη Γρίβα άρχισε το πρωί της 28ης Μαΐου 1990. Στο εδώλιο του κατηγορούμενου κάθησαν οι:
-Νίκος Αθανασόπουλος, τέως υπουργός Οικονομικών.
-Σούλης Αποστολόπουλος, τέως πρόεδρος της ITCO.
-Δημοσθένης Δελχανίδης, πρώην διευθυντής πωλήσεων της ITCO.
-Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος, πρώην διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.
-Γεώργιος Ράλλης, πρώην διευθυντής του Τελωνείου Καβάλας.
-Ευστράτιος Γιαννάκος, πρώην προϊστάμενος του Τελωνείου Θεσσαλονίκης.
-Σάββας Κοσμίδης, πρώην διευθυντής του Τελωνείου Καβάλας.
Το Δημόσιο παρέστη ως πολιτική αγωγή για το ποσό των 286.206.640 δραχμών, όση ήταν η βλάβη που υπέστη. Την κατηγορία εκ μέρους της Βουλής υποστήριξαν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Αναστάσιος Καραμάριος και Κώστας Σαψάλης και ο βουλευτής του Συνασπισμού (προερχόμενος από το ΚΚΕ) Αντώνης Σκυλλάκος.
Μετά από ακροαματική διαδικασία δυόμισι μηνών και 54 συνεδριάσεις, το Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 11 Αυγούστου 1990. Στους έξι από τους επτά κατηγορουμένους (ο Δημοσθένης Δελχανίδης αθωώθηκε παμψηφεί) επέβαλε τις κάτωθι ποινές:
-Νίκο Αθανασόπουλο, φυλάκιση 3 ετών και 6 μηνών.
-Σούλη Αποστολόπουλο, φυλάκιση 3 ετών και 8 μηνών.
-Θεόδωρο Αναγνωστόπουλο, φυλάκιση 16 μηνών με τριετή αναστολή.
-Γεώργιο Ράλλη, φυλάκιση 12 μηνών με τριετή αναστολή.
-Ευστράτιο Γιαννάκο, φυλάκιση 14 μηνών με τριετή αναστολή.
-Σάββα Κοσμίδη, φυλάκιση 10 μηνών με τριετή αναστολή.
Από νωρίς το πρωί έξω από το Μέγαρο του Αρείου Πάγου, όπου διεξαγόταν η δίκη, είχε συγκεντρωθεί πλήθος οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Μόλις τους ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του δικαστηρίου, εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους κραυγάζοντες «Αίσχος, Αίσχος!», ενώ στη συνέχεια τραγούδησαν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» κι έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Παρά την καταδίκη του, ο 67χρονος τότε Αθανασόπουλος επέστρεψε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο. Για τον μέσο οπαδό του ΠΑΣΟΚ ήταν ένας ήρωας, που τον εκδικήθηκε η Δεξιά. Άλλωστε και ο ίδιος ο Αθανασόπουλος είχε τονίσει παλαιότερα ότι ο λόγος της παραπομπής του ήταν το μεγάλο μίσος που έτρεφε εναντίον του η Δεξιά και προσωπικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επειδή ως εισαγγελικός είχε πρωταγωνιστήσει στο ξήλωμα του παρακράτους μετά τη δολοφονία Λαμπράκη.
Τον Σεπτέμβριο του 1990, αν και εξέτιε την ποινή φυλάκισής του, εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ στο 2ο Συνέδριο του κινήματος. Στις εκλογές του 1993, με τις οποίες επανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β’ Αθηνών με 116.474 σταυρούς. Στις 17 Ιανουαρίου του 1994, η Βουλή με πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ του απένειμε χάρη, ρίχνοντας την αυλαία στο σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού.