Διαβάστε την ιστορία του Δημήτρη Καμπέρου, από τον οποίο προέκυψε και η λέξη «τρελοκαμπέρω».
Τρελοκαμπέρω, η γυναίκα η ζωηρή και άμυαλη· τρελοπαντιέρα. Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής περιλαμβάνει το συγκεκριμένο λήμμα, αναλύοντας μάλιστα ότι η τουρκική λέξη kamber σημαίνει τον αχώριστο σύντροφο.
Πόσοι, όμως, γνωρίζουν ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια λέξη που οφείλεται στον Δημήτρη (Μίμη) Καμπέρο, τον πρώτο Έλληνα στρατιωτικό αεροπόρο, που σε αντίθεση με τον πρότερο βίο του πέθανε αθόρυβα στο σπίτι του στις 2 Φεβρουαρίου 1942, καταμεσής της Κατοχής;
Γεννήθηκε το 1883 στην Ύδρα σε οικογένεια αγωνιστών του 1821, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά.
Μπήκε πρώτος στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε το 1905 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Όταν το 1911 η κυβέρνηση Βενιζέλου υπέγραψε συμφωνία με τη Γαλλία για τον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος, μεταξύ άλλων αγοράστηκαν και διπλάνα τύπου Ανρί Φαρμάν έναντι 123.000 φράγκων. Στην πρόσκληση του υπουργείου Στρατιωτικών για τη δημιουργία αεροπορικής υπηρεσίας στους κόλπους του ελληνικού Στρατού ο Μίμης Καμπέρος ήταν από τους πρώτους που δήλωσε παρών.
Έτσι μαζί με τον Μιχαήλ Μουτούση και τον Χρήστο Αδαμίδη εστάλησαν στη Γαλλία για εκπαίδευση – αυτή ήταν η πρώτη εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή στην αεροπορική Σχολή Φαρμάν, στο Ετάμπ, 45 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Σε αυτούς τους τρεις θα προστεθεί και ο Παναγιώτης Νοταράς, και η συγκεκριμένη τετράδα θα θέσει τις βάσεις για την ιστορία της Πολεμικής Αεροπορίας στη χώρα μας.
Πίσω στην Αθήνα ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος στις 8 Φεβρουαρίου 1912 κατέπληξε τους Αθηναίους πετώντας με το ιδιωτικό του μονοπλάνο για ένα τέταρτο πάνω από το Θησείο και το Ρουφ. Αλλά στις 14 Μαΐου της ίδιας χρονιάς ο Μίμης Καμπέρος ήταν αυτός που απογειώθηκε από το Παλαιό Φάληρο για την πτήση που κράτησε μέχρι το Καπανδρίτι. Το αεροπλάνο του συνετρίβη, εκείνος επέζησε από θαύμα αλλά δεν πτοήθηκε και την επομένη άρχισε και πάλι τις πτήσεις. Έκτοτε οι αεροπορικές επιδείξεις του στην Αττική και τα δεξιοτεχνικά ακροβατικά (για τα δεδομένα της εποχής) άρχισαν να προσελκύουν πλήθος κόσμου ο οποίος παρακολουθούσε έναντι ενός… δίφραγκου.
Για μία από αυτές της πτήσεις οι Πειραιώτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Τρελοκαμπέρος», το οποίο και έμεινε μιας και συνήθιζε να περνά σχεδόν ξυστά από τις στέγες των σπιτιών, και συχνά πάνω από το δικό του, στον Πειραιά. «Αισθανόμουν ότι εκτός από τη δική μου προσωπική τέρψη, μάγευα και τα πλήθη. Ο αθηναϊκός λαός έσπευσε σαν ορμητικός χείμαρρος να καταλήξει στο αεροδρόμιο του Φαλήρου όπως το ποτάμι ρίχνει τα νερά του στο Δέλτα», έγραφε.
Την εποχή εκείνη, όπως ήταν φυσικό, ο Μίμης Καμπέρας ήταν για τους Αθηναίους το αγαπημένο θέμα συζήτησης, όχι μόνο για τις εντυπωσιακές αεροπορικές του επιδόσεις αλλά και γιατί ήταν «ένας αληθινός κύριος με τις δεσποινίδες», με γαλλική ευγένεια, όπως λέει η Αντιγόνη Καμπέρου στο βιβλίο της Δημήτριος Καμπέρος. Ο «Τρελοκαμπέρος». Η ζωή του πρώτου Έλληνα στρατιωτικού αεροπόρου.
Καμπέρος: Όταν έκανα τα διάφορα επικίνδυνά μου όλοι πάγωναν από το φόβο και δεν ήταν διατεθειμένοι να με ακολουθήσουν. Εγώ, όμως, το διασκέδαζα γιατί έκανα τσαλίμια στον Χάρο και του ξέφευγα! Το ήξερα πολύ καλά αυτό, αλλά οι άλλοι δεν το πολυχώνευαν.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων έκανε αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από εχθρικές περιοχές και έριχνε αυτοσχέδιες βόμβες. «Τους πρώτους μήνες του πολέμου ήμουν αεικίνητος. Μια στη Λάρισα, για να επιβλέπω τη συγκρότηση του Λόχου, μια στην Αθήνα, για να επιβλέπω την κατασκευή αεροπορικών βομβών που θα τις χρησιμοποιούσαμε ρίχνοντάς τις από ψηλά. Ήταν κάτι σαν χειροβομβίδες του μισού κιλού η κάθε μία, τις οποίες τις κατασκευάζαμε, για να τις ρίξουμε στον εχθρό κατόπιν κατοπτεύσεως. Δοχεία βενζίνης, που με την κρούση τους στο έδαφος θα αναφλέγονταν και θα δημιουργούσαν απώλειες στον εχθρό. […] Με μια δαγκωνιά η περόνη απελευθερωνόταν και η χειροβομβίδα έφευγε για το σύντομο της ταξίδι και όταν θα έσκαγε θα κατέστρεφε κάτι ή κάποιον. […] Ξαφνικά ανακάλυψα, ότι πίσω από κάποιες φυλλωσιές είχαν κρύψει τα μυδράλια και από αυτά έριχναν και σκότωναν τους δικούς μας. Πέταξα από πάνω τους και με τις τέσσερις χειροβομβίδες που έριξα, ήταν αρκετές για να τα διαλύσω», περιέγραφε.
Μετά τον πόλεμο έπαιξε ρόλο-κλειδί στην ίδρυση και τη δημιουργία της σημερινής Σχολής Ικάρων· το ακαδημαϊκό έτος 1932-33 υπηρέτησε ως υποδιοικητής προτού αποστρατευτεί το 1934 με το βαθμό του επισμηναγού.
Μάλιστα όταν τον Ιούλιο του 1941 η γερμανική περίπολος πήγε να τον συλλάβει απαίτησε να εμφανιστεί στο σπίτι του ένας αξιωματικός του ιδίου βαθμού. Πράγματι, την επομένη παρουσιάστηκε ένας επισμηναγός της Λουφτβάφε. Τότε ο Έλληνας αεροπόρος παρέδωσε τα όπλα του και οδηγήθηκε για ανάκριση σχετικά με τη φημολογούμενη αντιστασιακή δράση Ελλήνων αξιωματικών της Αεροπορίας. Αν και αρνήθηκε να συνεργαστεί, οι Γερμανοί του επέτρεψαν να φύγει.
Παρά την επιτυχία του στις γυναίκες ο Μίμης Καμπέρος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Είχε αδυναμία στα ζώα, στα λουλούδια και στο… ποτό. «Πάντα προμηθευόμουν τα “υγρά μου καύσιμα”, ποτέ δεν ξέμενα! Αλλά ήμουν αγύριστο κεφάλι, αρβανίτικο! Όταν έπινα, έπινα. Ήταν σοβαρή υπόθεση! Και μάλιστα τις περισσότερες φορές το ποτό συνοδευόταν από εναέρια αναμέτρηση. Παραβγαίναμε με ακροβατικά μέχρι που ένας από τους δυο μας (σ.σ. τον Πελοπίδα Φράγκου) δεν τα καταφέρει», έλεγε.
Μετά την αποστράτευσή του ίδρυσε την αερολέσχη στο Παλαιό Φάληρο και ανέλαβε το ρόλο του εκπαιδευτή. Μέχρι το θάνατό του στο σπίτι του από διαρροή γκαζιού (το είχε ανάψει για να ζεστάνει γάλα και αποκοιμήθηκε), είχε την πικρία ότι η προσφορά του δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε από το ελληνικό κράτος. Λίγο καιρό πριν από το τέλος έγραφε: «Πλησιάζω τα εξήντα. Γέρασα. Έκανα τόσα πολλά και τίποτε δεν έκανα. Δεν παντρεύτηκα. Δεν έκανα ένα παιδί. Πολλοί είπαν ότι παντρεύτηκα την Ελλάδα και της γέννησα πλήθος νίκες. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως η κρυφή μου ερωμένη ήταν η Αεροπορία»;