Η θερινή ώρα (Day Time Saving ή Summer Time στα αγγλικά) είναι ένα μέτρο που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά τον 20ο αιώνα για την καλύτερη αξιοποίηση του ηλιακού φωτός κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και τη συνακόλουθη εξοικονόμηση ενέργειας. Μετά την πετρελαϊκή κρίση των αρχών της δεκαετίας του ‘70 απόκτησε παγκόσμιο χαρακτήρα και εφαρμόστηκε και στη χώρα μας. Το μέτρο συνίσταται στην τοποθέτηση των ρολογιών κατά μία ώρα μπροστά συνήθως κατά το διάστημα ανάμεσα στην τελευταία Κυριακή του Μαρτίου και την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου.
Η πρακτική αυτή προτάθηκε για πρώτη φορά από τον πολυπράγμονα Βενιαμίν Φραγκλίνο (1705-1790), έναν από τους Ιδρυτές – Πατέρες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το 1784, όταν υπηρετούσε ως πρεσβευτής στο Παρίσι, έβλεπε τους Παριζιάνους να ξυπνούν νωρίς για να κάνουν οικονομία στα κεριά και να αξιοποιούν καλύτερα το φως της ημέρας. Η ιδέα τού άρεσε και την πρότεινε στους συμπατριώτες του σε μία επιστολή του. Ήταν άλλωστε συμβατή με το δόγμα του «Το να κοιμάσαι νωρίς και να ξυπνά νωρίς, σε κάνει υγιή, πλούσιο και σοφό».
Η καθιέρωση της θερινής ώρας οφείλεται εν πολλοίς στις προσπάθειες του Νεοζηλανδού εντομολόγου Τζορτζ Βέρνον Χάντσον (1867-1946) και του άγγλου οικοδομικού επιχειρηματία Γουίλιαμ Γουίλετ (1856-1915). Το 1908 η πρόταση του Γουίλετ απορρίφθηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά το 1916, μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υιοθετήθηκε από τις εμπόλεμες Γερμανία και Αυστροουγγαρία για να εξοικονομήσουν καύσιμα.
Στην Ελλάδα, η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά δοκιμαστικά το 1932, στο διάστημα από 6 Ιουλίου έως 1η Σεπτεμβρίου, κατά το οποίο τα ρολόγια τέθηκαν μία ώρα μπροστά. Εγκαταλείφθηκε, όμως, στη συνέχεια, για να επανέλθει το 1952 (1 Ιουλίου – 2 Νοεμβρίου), αλλά να εγκαταλειφθεί εκ νέου, επειδή δεν πρόσφερε τα αναμενόμενα στην εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με έκθεση της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς (νυν ΔΕΗ). Η θερινή ώρα ήρθε για να μείνει στις 13 Απριλίου 1975, εν μέσω της Α’ Πετρελαϊκής Κρίσης, και από τότε εφαρμόζεται συνεχώς μέχρι σήμερα.