Παρά το γεγονός ότι οι εχθροπραξίες και οι μάχες στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διήρκησαν για περίπου ένα μήνα, εντούτοις στο θέατρο επιχειρήσεων της Θεσσαλίας, οι ελληνικές δυνάμεις σημείωσαν μόνο μια φορά επιτυχία στο πεδίο της μάχης χάρη στην εμβληματική φιγούρα του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη.
Η Μάχη του Βελεστίνου, έμεινε γνωστή για τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία που επέδειξαν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις με την πλάτη στον τοίχο απέναντι σε έναν υπέρτερο αριθμητικά εχθρό.
Τι είχε προηγηθεί όμως ;
Μετά την κατάρρευση του μετώπου των συνόρων και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού προς τα Φάρσαλα, η εν λόγω ταξιαρχία στις 14 Απριλίου διατάχθηκε να εγκατασταθεί αμυντικά στα στενά του Βελεστίνου, ασφαλίζοντας (καλύπτοντας) το ανατολικό πλευρό του κύριου όγκου των ελληνικών δυνάμεων της Στρατιάς Θεσσαλίας και διατηρώντας ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνιών με τον Βόλο.
Από την ημέρα εκείνη έπαψε να ανήκει στην οργανική της μεραρχία (ΙΙ Μεραρχία) και μετετράπη σε ανεξάρτητο σχηματισμό, υπαγόμενη απευθείας στο Αρχηγείο.
Τα στενά του Βελεστίνου σχηματίζονται από τις δυτικές καταπτώσεις του όρους Πήλιο (ύψωμα Οβρηάς Γάλα) και το όρος Χαλκοδόνιο (Κυνός Κεφαλαί – Καρά Νταγ). Από αυτά διερχόταν η κύρια αμαξιτή οδός από Λάρισα, η οποία εντός των στενών διακλαδιζόταν σε δύο κατευθύνσεις προς Βόλο (ανατολικά) και Αλμυρό (νότια).
Επίσης δια των στενών διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Φάρσαλα – Λάρισα, η οποία από το Βελεστίνο αποκτούσε διακλάδωση προς Βόλο.
Ο Ετέμ πασάς, αρχιστράτηγος της Τουρκικής Στρατιάς, ενώ προέλαυνε προς τα Φάρσαλα, ουσιαστικά ακολουθώντας και όχι καταδιώκοντας τον Ελληνικό Στρατό, αποφάσισε να καταλάβει τον Βόλο με μέρος των δυνάμεών του, όταν πληροφορήθηκε από κατοίκους της πόλης για τις εκεί ελληνικές δυνάμεις
Ο Τουρκικός Στρατός της περιόδου είχε οργανωθεί και εκπαιδευτεί από Γερμανούς αξιωματικούς, αρκετοί από τους οποίους διατηρήθηκαν ως επιχειρησιακοί σύμβουλοι σε διάφορα κλιμάκια διοίκησης.
Οι ελληνικές δυνάμεις ήταν κατά πολύ λιγότερες. Επιπλέον υστερούσαν σε κάθε είδους εξοπλισμό όσο και σε εκπαίδευση. Η Τουρκική Στρατιά διέθετε τις 1η έως 6η Μεραρχίες Πεζικού, Μεραρχία Ιππικού και Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Πεζικού. Η ελληνική Στρατιά Θεσσαλίας διέθετε τις Ι και ΙΙ Μεραρχίες Πεζικού.
Η 3η Ταξιαρχία, με διοικητή τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνου Σμολένσκη και δύναμη περίπου 7.000 άνδρες, διέθετε το οργανικό της 7ο Σύνταγμα Πεζικού, το 8ο Σύνταγμα Πεζικού (της 4ης Ταξιαρχίας) τριών ταγμάτων το καθένα και την 1η Πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού (του 2ου Συντάγματος Πυροβολικού).
Επιπλέον της διατέθηκαν υπό διοίκηση το VI Τάγμα Ευζώνων (της ΙΙ Μεραρχίας), η 2η Πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού (του 2ου Συντάγματος Πυροβολικού), ο 3ος Λόχος Μηχανικού (του ΙΙ Τάγματος Μηχανικού), η 2η Ιλη Ιππικού (του 2ου Συντάγματος Ιππικού) και η 4η Πυροβολαρχία Πεδινού Πυροβολικού (του 2ου Συντάγματος Πυροβολικού).
Έτσι με βάση την 3η Ταξιαρχία συγκροτήθηκε ένας νέος μεγαλύτερος και ισχυρότερος σχηματισμός, ο οποίος αργότερα με την προσθήκη ενός ανεξάρτητου τάγματος πεζικού και τριών πεζοπόρων ιλών ιππικού αποτέλεσε τη «Μικτή Ταξιαρχία».
Η μετακίνηση των περισσοτέρων μονάδων της ελληνικής ταξιαρχίας πραγματοποιήθηκε σιδηροδρομικώς και τμηματικά (15 Απριλίου). Ταυτόχρονα ο Ετέμ πασάς προώθησε προς τον Βόλο τη Μεραρχία Ιππικού (υποστράτηγος Σουλεϊμάν πασάς), με τα 13ο και 14ο Συντάγματα Ιππικού, 3 ίλες του 6ου Συντάγματος Ανακτορικής Φρουράς, μια έφιππη πυροβολαρχία και το 3ο Σύνταγμα της 5ης Μεραρχίας Πεζικού.
Μία τουρκική ίλη ιππικού, κινούμενη ως εμπροσθοφυλακή και οι ελληνικές προφυλακές μάχης ενεπλάκησαν στις 17.30 της ίδιας ημέρας, για μισή περίπου ώρα μόνο, καθώς οι Τούρκοι, υπερεκτιμώντας τη δύναμη των Ελλήνων, συμπτύχθηκαν βορειότερα.
Παρόλα αυτά, στα ελληνικά τμήματα διαδόθηκε η φήμη ότι ο εχθρός είχε καταλάβει τα υψώματα βορείως του Βελεστίνου, απειλώντας με κύκλωση τις ελληνικές δυνάμεις.
Τη νύχτα 15/16 η διάδοση αυτή προκάλεσε σύγχυση και οδήγησε σε πανικό. Μεμονωμένοι άνδρες αλλά και ολόκληρα τμήματα εγκατέλειψαν τις θέσεις τους προσπαθώντας να γλυτώσουν από τον εχθρό. Το ίδιο βράδυ ολοκληρώθηκε η μετακίνηση των δυνάμεων της ελληνικής ταξιαρχίας.
Την επόμενη ημέρα ο συνταγματάρχης Σμολένσκη ασχολήθηκε με την ανασυγκρότηση της ταξιαρχίας του, ανακαλώντας τα τμήματα που είχαν εγκαταλείψει την τοποθεσία, ενώ παράλληλα προσπάθησε να λάβει μέτρα πειθαρχίας και με κάθε τρόπο να ανυψώσει το ηθικό των ανδρών του.
Το πρωί της 16 Απριλίου αφίχθησαν στην περιοχή ακόμα ένα σύνταγμα πεζικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία της τουρκικής 5ης Μεραρχίας, ενώ η διοίκηση του συνόλου των τουρκικών δυνάμεων ανατέθηκε στον υποστράτηγο Ναΐμ πασά.
Η τουρκική επίθεση, με την υποστήριξη ισχυρών πυρών πυροβολικού, εκδηλώθηκε στις 05.00 της 18 Απριλίου. Οι προσπάθειες των Τούρκων δεν επέφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά συνεχίστηκαν αδιάκοπα καθόλη τη διάρκεια της ημέρας.
Τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα κατόρθωσαν να τους αντιμετωπίσουν σθεναρά και να αναχαιτίσουν κάθε τουρκική προσπάθεια, με αναδιάταξη των δυνάμεών τους όπου απαιτείτο και αντεπιθέσεις.
Στις 18.00 τα πυρά είχαν σταματήσει εντελώς σε όλο το μέτωπο, πλην ελάχιστων μεμονωμένων περιπτώσεων και το σύνολο των τουρκικών μονάδων συμπτύχθηκε στις αρχικές τους θέσεις εξορμήσεως.
Κατά την πρώτη αυτή μάχη του Βελεστίνου οι απώλειες των Τούρκων ανήλθαν σε 138 νεκρούς και 254 τραυματίες. Οι ελληνικές δυνάμεις απώλεσαν 28 και 142 άνδρες αντίστοιχα.
Ωστόσο η ένδοξη νίκη του Σμολένσκη προκάλεσε την αντίδραση των Ανακτόρων αφού ο Διάδοχος Κωνσταντίνος «φάνηκε» κατώτερος των περιστάσεων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα οι «βασιλικοί» να του ασκήσουν σφοδρή κριτική, ενώ άλλοι όπως ο Μαζαράκης ή ο Πάγκαλος τον εκθείασαν.
Με την αποτελεσματική του άμυνα στο Βελεστίνο ο Σμολένσκης προάχθηκε σε υποστράτηγο, καθιστάμενος ίνδαλμα του ελληνικού λαού, ο οποίος και τον τίμησε κατ΄ επανάληψη εκλέγοντάς τον Βουλευτή Αττικοβοιωτίας.
Μετά το τέλος του Πολέμου, επί Κυβερνήσεως Ζαΐμη (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1897) χρημάτισε Υπουργός των Στρατιωτικών καθώς επίσης και επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη το 1903. Τέλος, κατά την επανάσταση του 1909, δια νόμου της Βουλής προήχθη σε αντιστράτηγο.