Μια ιστορία που συγκλόνισε μεταπολεμικά την Ζάκυνθο. Ένας δοσίλογος, ένας φαρμακοποιός που ζητούσε εκδίκηση, ένας ακρωτηριασμός μέσα στο νοσοκομείο και δυο αυτιά που διατηρήθηκαν μέσα σε μια γυάλα.
Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς (οι Ιταλοί είχαν φύγει νωρίτερα), μια ανθρώπινη σκιά γλιστρά ξημερώματα στους ήσυχους θαλάμους του νοσοκομείου της Ζακύνθου. Μέσα στη ησυχία της νύχτας, η σκιά μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο νοσηλείας που έχει ένα κρεβάτι, πάνω στο οποίο κοιμάται κάποιος. Ο επισκέπτης βγάζει από την τσέπη του ένα μακρύ ξυράφι με λαβή, απ’ αυτά που χρησιμοποιούσαν τότε οι μπαρμπέρηδες, ακινητοποιεί τον αιφνιδιασμένο άρρωστο και με δύο αριστοτεχνικές κινήσεις του κόβει και τα δυο αυτιά από τη ρίζα.
Τα απάνθρωπα ουρλιαχτά του τραυματία θα έπρεπε κανονικά να ξεσηκώσουν ολόκληρο το νοσοκομείο. Κι όμως ούτε νοσοκόμα, ούτε γιατρός, ούτε νοσηλευόμενος εμφανίστηκε. Ο δράστης, γεμάτος αίματα από τις αρτηρίες του πληγωμένου που πιτσιλούσαν ζεστό αίμα, πήρε τα δύο κομμένα αυτιά, τα έβαλε στην τσέπη του μαζί με το ξυράφι και αποχώρησε ήρεμα από το νοσοκομείο χωρίς να τον ενοχλήσει κανένας.
Το θύμα ονομαζόταν Φραγκίσκος ή Κέκος Μερκάτης και ήταν ένας πλούσιος αριστοκράτης δικηγόρος της Ζακύνθου, διακεκριμένο μέλος της υψηλής κοινωνίας του νησιού. Όταν υπέστη τον ακρωτηριασμό ήταν ήδη εξήντα πέντε χρονών. Το επόμενο πρωί ολόκληρη η Ζάκυνθος συζητούσε τη φρικτή πράξη, καθώς ο Μερκάτης ήταν πασίγνωστος στην τοπική κοινωνία. Τα σοκάκια και οι πλατείες βούιζαν από εικασίες και δήθεν πληροφορίες για τον δράστη, όμως κανένας τελικά δεν ήξερε το παραμικρό. Η χωροφυλακή στάθηκε αδύνατο να βγάλει άκρη, καθώς ουδείς στον τόπο της εγκληματικής ενέργειας είχε δει το παραμικρό.
Ο ακρωτηριασμός αυτός δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, αλλά δυο δεκαετίες αργότερα, όταν πια ο Μερκάτης είχε πεθάνει και το έγκλημα είχε παραγραφεί, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι κάποιος φαρμακοποιός ονόματι Μακρής είχε κρυμμένη στο σπίτι του μια γυάλα με αντισηπτικό υγρό μέσα στην οποία διατηρούσε τα δυο κομμένα αυτιά. Όπως αποκαλύφθηκε, ο φαρμακοποιός είχε πληρώσει κάποιον Μικέλη Λογοθέτη που είχε το παρατσούκλι «Μύγα» για να κόψει τα αυτιά του Μερκάτη.
Ο Μερκάτης πέθανε σε βαθιά γηρατειά στην Κηφισιά. Κυκλοφορούσε πάντα με ένα καπέλο με πλευρικό ύφασμα που κατέβαινε ως κάτω, για να κρύβει τα επουλωμένα τραύματα του και τις τρύπες που έχασκαν στα δύο πλάγια του κεφαλιού του. Στη Ζάκυνθο δεν ξαναπήγε ποτέ, αν και είχε ζήσει εκεί ανελλιπώς ως τα εξήντα πέντε χρόνια του. Δεν ξαναπήγε ότι γιατί ντρεπόταν για την αναπηρία του, αλλά γιατί φοβόταν μήπως του κόψουν και τη μύτη ή του βγάλουν τα μάτια. Διότι ο Κέκος Μερκάτης ήταν ο υπ’ αριθμόν ένας δοσίλογος της Ζακύνθου τον καιρό της κατοχής.
Φασίστας ως το κόκκαλο, ντυμένος μελανοχίτωνας μαζί με τους Ιταλούς του Μουσολίνι, είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος του νησιού. Αυτός είχε παραδώσει στα κατοχικά στρατεύματα όσους Άγγλους κρύβονταν στο νησί, ενώ είχε φτιάξει έναν κατάλογο με τους πιο διακεκριμένους πολίτες της Ζακύνθου για να τους συλλάβουν οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί συνέλαβαν εκατόν πενήντα έναν από τους επιφανέστερους αυτούς πολίτες, φόρτωσαν τους μισούς σ’ ένα καράβι και τους έστειλαν όμηρους στην Ιταλία. Το πλοίο έπεσε πάνω σ’ ένα Αγγλικό υποβρύχιο και τορπιλίστηκε. Σχεδόν όλοι τους πνίγηκαν. Στο ίδιο πλοίο βρισκόταν και ο ήρωας του Αλβανικού μετώπου συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης που χάθηκε στα νερά της Αδριατικής.
Μόλις έφυγαν οι Ιταλοί, ο Μερκάτης καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο δοσίλογων Ζακύνθου. Κι όμως, παριστάνοντας τον άρρωστο (με πιστοποιητικά γιατρών που βεβαίωναν ότι ήταν σε κωματώδη κατάσταση) μπήκε στο νοσοκομείο και έμεινε εκεί μέχρι που υψηλά ιστάμενοι του έδωσαν χάρη, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες του εμφυλίου, παρουσιάζοντας τον ως θύμα κομμουνιστικής συνωμοσίας. Θα την είχε βγάλει καθαρή, αν μέσα στο νοσοκομείο όπου παρίστανε τον άρρωστο, δεν τον σημάδευαν για πάντα κόβοντας του σύριζα τα αυτιά. Ο φαρμακοποιός Μακρής που σχεδίασε τον ακρωτηριασμό ήταν αδελφός του Ευάγγελου Μακρή που είχε χαθεί στην Αδριατική.