Πριν λίγες ημέρες, κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο Σταύρου Γ. Ντάγιου, με τίτλο « ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ – ΕΝΒΕΡ ΧΟΝΤΖΑ. Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του Κ.Κ.Ε με την Αλβανία 1943-1974», το οποίο έχει ενδιαφέρον λεπτομέρειες σχετικά με τη συνεργασία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με την αλβανική κυβέρνηση, με σκοπό την επιστροφή των σφαγέων και συνεργατών των Γερμανών στην ελληνική γη.
Οι Τσάμηδες καταδικάστηκαν από το σύνολο της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και την Ευρώπη ως δωσίλογοι και συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών.Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, ψηφίστηκε ειδική ποινική νομοθεσία για την τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους.
Τον Μάιο του 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων τεκμηρίωσε εκατοντάδες δολοφονίες Ελλήνων, απαγωγές και εξαφανίσεις προσώπων, βιασμούς γυναικών, χιλιάδες πυρπολήσεις κατοικιών και λεηλασίες χωριών, ύστερα από έρευνα των Υπηρεσιών Ασφαλείας της περιοχής και υποβολή μηνύσεων από ιδιώτες.
Μετά την απώθηση των Γερμανών από την Ήπειρο, τον Οκτώβριο του 1944, 15.000 – 17.000 μουσουλμάνοι Τσάμηδες (σύμφωνα με επίσημη καταγραφή της UNRRA) αναγκάστηκαν να καταφύγουν μαζί με τους Γερμανούς στην Αλβανία, λόγο της στενής τους συνεργασίας τους και υπό το φόβο διώξεων λόγο των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει.
Οι Τσάμηδες δεν ήταν καθόλου αρεστοί στην Αλβανία. Περιφέρονταν σαν νομάδες και διατύπωναν αξιώσεις, δεν υπήρχαν όμως ευήκοα ώτα… Έτσι άρχισαν να αποτελούν μια νέα, περιφρονημένη και εξαρτημένη κοινωνική τάξη.
Οι Αλβανοί προσπάθησαν να επιλύσουν το θέμα των Τσάμηδων με συμφωνίες μεταξύ του ΚΚ Αλβανίας και του ΕΑΜ, παρακάμπτοντας το επίσημο ελληνικό κράτος. Στη μυστική συνάντηση της 27ης – 28ης Δεκεμβρίου 1944 μεταξύ της Κομματικής Επιτροπής Αργυροκάστρου και της Πανηπειρωτικής Επιτροπής του ΕΑΜ, οι Άρης Βελουχιώτης και Στέφανος Σαράφης, συζήτησαν για την έκρυθμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα με τα Δεκεμβριανά, ενώ οι Αλβανοί συζήτησαν το ενδεχόμενο επαναπατρισμού των Τσάμηδων.
Ο Βελουχιώτης είπε στους Αλβανούς ότι κάτι τέτοιο εκείνη τη στιγμή ήταν ανέφικτο, αλλά στο άμεσο μέλλον και αφού το ΕΑΜ θα είχε υπό τον έλεγχο του όλη την περιοχή της Ηπείρου, το ζήτημα των Τσάμηδων θα τακτοποιούνταν οριστικά ( Αrkivi Quendori Shtetit, στο εξής ΑQSH, της Αλβανίας, F.14, V.1945, Επιστολή της Κομματικής Επιτροπής Αργυροκάστρου προς την ΚΕ του ΚΚ Αλβανίας, Αργυρόκαστρο 9/1/1945).
Άλλωστε η θέση του ΕΑΜ, όπως τη διατύπωσε η Πανηπειρωτική Επιτροπή του σε εγκύκλιο προς τις οργανώσεις της στις 8 Φεβρουαρίου 1945, ήταν η ανεμπόδιστη επιστροφή των Τσάμηδων στην Ελλάδα.
Πραγματικά, τον Μάρτιο του 1945, επιχειρήθηκε η επιστροφή των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, με την αδράνεια, αν όχι ενθάρρυνση ( «συγκαταβατική απάθεια» γράφει εύστοχα ο Σταύρος Ντάγιος), του ΕΑΜ της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθούν αιματηρές συμπλοκές με τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής και να υπάρξουν μερικές δεκάδες θύματα στους Φιλιάτες.
Μετά τα δραματικά γεγονότα στους Φιλιάτες, αν και γνώριζαν ότι οι προσπάθειές τους δεν θα τελεσφορούσαν, οι Αλβανοί άρχισαν να κατηγορούν την Ελλάδα για γενοκτονία και εθνοκάθαρση των Τσάμηδων. Ουσιαστικά, αυτό αποτελούσε το αλβανικό «αντίβαρο» στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Έτσι, στις 19 Μαρτίου 1945, η αλβανική κυβέρνηση κάλεσε τους εκπροσώπους των Συμμάχων στα Τίρανα και εξέφρασε την έντονη διαμαρτυρία της για τα «ειδεχθή εγκλήματα των ελληνικών αρχών εις βάρος των Τσάμηδων, ζητώντας την παρέμβασή τους για τη συνολική διευθέτηση του ζητήματος»
Η Στάση του ΚΚΕ
Κ.Κ.Ε. και Τσάμηδες
Το Κ.Κ.Ε, διαχώρισε την πολιτική του θέση από τη συνολική στάση των υπόλοιπων κομμάτων της χώρας. Θεωρούσε τους Τσάμηδες θύματα των «ειδεχθών ανοσιουργημάτων του Στρατηγού Ζέρβα και της ελληνικής αντίδρασης και καταδίκαζε τις ωμότητες εις βάρος τους» ( Συνέντευξη Νίκου Ζαχαριάδη σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, Ριζοσπάστης 2 Ιουνίου 1945). Την ίδια στιγμή, δεν έκανε σχεδόν καμία αναφορά στην εγκληματική τους δράση και τη συνεργασία τους με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.
Στις 6 Ιουνίου 1946, ο Ριζοσπάστης στη σελ. 4, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο « Η αλβανική κυβέρνηση υπέβαλε υπόμνημα για τις διώξεις των Αλβανών στην Ελλάδα, στο οποίο περιέχονται και δηλώσεις του Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κατήγγειλε τους διωγμούς των Αλβανών της Τσαμουριάς, που άρχισαν το 1913 και κορυφώθηκαν από τον Ιούνιο του 1944 ως τον Μάρτιο του 1945, οπότε «Έλληνες αντιδραστικοί, κινούμενοι από ταπεινά ή σοβινιστικά αισθήματα, πυρπόλησαν δεκάδες χωριά και ξεκλήρισαν χιλιάδες Αλβανούς». Στο υπόμνημα τονιζόταν, ότι ως αποτέλεσμα αυτού του άγριου διωγμού 28.000 (!) Τσάμηδες κατέφυγαν στην Αλβανία, όπου δεκάδες απ’ αυτούς πέθαναν από κακουχίες.
Πρόκειται για τερατολόγημα, αφού οι Τσάμηδες σε όλες τις απογραφές μόλις που ξεπερνούσαν τις 20.000. Το 1938, από τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, αναφέρεται ότι στη Θεσπρωτία ζούσαν 17.311 Αλβανοί μουσουλμάνοι. Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων της απογραφής του 1940 δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά, κατά μία εκδοχή, οι Τσάμηδες ήταν 16.661 (Δ. Αρχιμανδρίτης, «Τσάμηδες, Οδύνη και Δάκρυα της Θεσπρωτίας».
Στο φύλλο της 28ης Ιουνίου 1946, στη σελ. 1, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει το εξής άρθρο: « Οι σφαγές και οι λεηλασίες του Ζέρβα στη Θεσπρωτία: Ένα ιστορικό έγγραφο». Το ΚΚΕ, μέσω του κειμένου αυτού, καταδίκαζε «τις ωμότητες και τα εγκλήματα του Ζέρβα στην Ήπειρο, μέσω επιστολής του Συνταγματάρχη (ΠΖ) Νικολάου Κατηφόρη, ο οποίος είχε διενεργήσει επιτόπια έρευνα στη Θεσπρωτία.
Οι Τσάμηδες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα εφεδρειών. Ο Μάρκος Βαφειάδης ζήτησε από τους Αλβανούς τη στρατολόγηση 3.000 – 4.000 Τσάμηδων. Όμως ο Χότζα απέρριψε το αίτημα ως επικίνδυνο.
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του ΚΚΕ/ΔΣΕ, έδειχνε διχασμένη για το αν έπρεπε να υπάρχει εθελούσια κατάταξη των Τσάμηδων ή επιβολή καταναγκαστικών μέτρων. Στις αρχές του 1949, στάλθηκε στην Αλβανία ο Βασίλης Σακελλαρίδης με αποστολή την στρατολόγηση των Τσάμηδων. Στις 19 Μαρτίου, η εφημερίδα Zeri I Popullit έκανε έκκληση στους Τσάμηδες να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ενταχθούν στον ΔΣΕ.
Στις 25 Μαρτίου 1949, το ΚΚ Αλβανίας εξέτασε αποκλειστικά την υπόθεση στρατολόγησης των Τσάμηδων. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σέχου συνιστούσε σε όλους τους Τσάμηδες ηλικίας από 20 έως 45 ετών να στρατευθούν για την «απελευθέρωση της πατρίδας τους», ενώ παράλληλα ξεκίνησε ανηλεής αγώνας κατά των ανυπότακτων Τσάμηδων.
Τα αποτελέσματα της στρατολόγησης ήταν πενιχρά. Μερικές εκατοντάδες μόνο Τσάμηδων (από 130-500 άτομα) στρατολογήθηκαν. Παράλληλα, οι Τσάμηδες στην Αλβανία οργάνωσαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη βίαιη στρατολόγησή τους. Πολλοί συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή περιορίστηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Άλλοι, υπέβαλλαν αίτηση για την απόκτηση της αλβανικής ιθαγένειας παρότι είχαν αμυδρές ελπίδες για επαναπατρισμό. Οι άκομψοι χειρισμοί της αλβανικής κυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα αρκετοί Τσάμηδες να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα. Ελάχιστοι όμως έφτασαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν και εξοντώθηκαν ή έμειναν για δεκαετίες στις αλβανικές φυλακές. Αλλά και όσοι Τσάμηδες εντάχθηκαν στον ΔΣΕ, δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο στις μάχες.
Ούτε όμως και η ηγεσία του ΔΣΕ τους εμπιστευόταν. Μαζί με τους απαχθέντες, αμάχους και άλλους Έλληνες δραπέτες στην Αλβανία, συγκροτούσαν την 105η Ταξιαρχία που συστάθηκε στο 1ο Τάγμα. Στην Ταξιαρχία, το 15-20% ήταν σλαβόφωνοι και οι υπόλοιποι Τσάμηδες και απαχθέντες άμαχοι από Ήπειρο και Μακεδονία. Επρόκειτο για μονάδα μειωμένης εμπιστοσύνης, η σύνθεση της οποίας ήταν δηλωτική.