Ένα από τα τραγικότερα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, είναι αναμφίβολα η δολοφονία (ή εκτέλεση εν ψυχρώ), του Ίωνα Δραγούμη, του ιστορικού θεωρητικού της εθνικής ιδεολογίας, μαζί με τον Περικλή Γιαννόπουλο, στις 31 Ιουλίου 1920.
Ακόμα και σήμερα, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, υπάρχουν πολλά «σκοτεινά» σημεία σε αυτήν την ιστορία. Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε, όσο αυτό είναι εφικτό, σκοτεινές πτυχές της δολοφονίας του Ίωνα Δραγούμη.
Η Συνθήκη των Σεβρών (28/7/1920)
Στις 28 Ιουλίου 1920 (10 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο), υπογράφτηκε στις Σέβρες (γαλ. Sevres), η γνωστή ως «Συνθήκη των Σεβρών», ανάμεσα στους αντιπροσώπους των Συμμάχων της Αντάντ και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία ουσιαστικά οδήγησε στην κατάλυση του οθωμανικού κράτους.
Παράλληλα, με τη Συνθήκη αυτή, γινόταν πραγματικότητα ένα όνειρο δεκαετιών για τον ελληνισμό καθώς η Ελλάδα γινόταν η χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Επρόκειτο για μία σπουδαία επιτυχία του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά κύριο λόγο. Δυστυχώς, ακόμα και μετά από αυτή τη μεγάλη διπλωματική επιτυχία, δεν υπήρξε σύμπνοια μεταξύ των Ελλήνων.
Ο διχασμός έχει ριζώσει για τα καλά στο λαό εκείνη την εποχή. Και δεν άργησε να εκδηλωθεί έμπρακτα με ολέθριες συνέπειες και οδυνηρά αποτελέσματα…
Η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου
Λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, συγκεκριμένα στις 30 Ιουλίου 1920, έγινε απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στον σιδηροδρομικό σταθμό «Gare de Lyon» στο Παρίσι. Η απόπειρα πραγματοποιήθηκε από δύο απότακτους, από τη βενιζελική κυβέρνηση, αξιωματικούς. Τον Υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη, από το Αιτωλικό και τον Υπολοχαγό Γεώργιο Κυριάκη από την Κόρινθο. Αν και οι δύο θεωρούνταν δεινοί σκοπευτές και πυροβόλησαν τον Βενιζέλο δέκα φορές, απλά τον τραυμάτισαν επιπόλαια στο αριστερό του χέρι (όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που παραθέτουμε).
Όπως γράφει ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, στο έργο του «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», «…αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ως αιτία της απόπειρας την απώλεια της Βορείου Ηπείρου».
Οι δύο δράστες, καταδικάστηκαν σε ειρκτή 5 ετών, στις 14 Φεβρουαρίου 1921. Όπως αναφέρει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος: «Έχει γραφτεί ότι αργότερα ο μεν Τσερέπης ανέλαβε διαχειριστής της περιουσίας του πρίγκιπα Χριστόφορου, ο δε Κυριάκης διορίστηκε νομάρχης επί κυβερνήσεως Παν. Τσαλδάρη. Βλέπε Στ. Χαρατσής, τ.Α’ σελ. 76. Δυστυχώς, αυτό δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί”.
Οι αντιδράσεις στην Αθήνα
Στην Αθήνα η είδηση έφτασε παραποιημένη. Δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι ο Βενιζέλος είχε δολοφονηθεί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι οπαδοί των Φιλελευθέρων, οι (φιλο)βενιζελικοί δηλαδή, να εξοργιστούν.
Ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει χαρακτηριστικά:
«Η πρωτεύουσα έζησεν ώρας αληθούς κολάσεως».
Οργισμένοι οπαδοί της κυβέρνησης κατέβηκαν στους δρόμους, επιτέθηκαν σε γραφεία αντιπολιτευομένων εφημερίδων («Αθηναϊκή», «Αστραπή», «Εσπερινή», «Η Καθημερινή», «Νέα Ημέρα», «Πολιτεία», «Ριζοσπάστης», «Σκριπ», η γαλλόφωνη «Opinion» κ.ά.), τυπογραφεία, τα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ενώ λεηλάτησαν τα σπίτια των ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης Δ. Ράλλη, Σ. Σκουλούδη και Ν. Στράτου.
Επίσης, συνελήφθησαν 13 από τα 16 ηγετικά στελέχη της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» και ο εκδότης της «Εσπερινής» Π. Γιάνναρης. Πολλοί από τους συλληφθέντες, κρατήθηκαν σε πλήρη απομόνωση στις φυλακές Συγγρού για 25 ημέρες.
Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης που εκτελούσε χρέη πρωθυπουργού (ίσως ο σπουδαιότερος ρήτορας που «πέρασε» από την ελληνική Βουλή, όπως έχουμε ξαναγράψει), δεν θεώρησε σκόπιμο να κηρύξει την πρωτεύουσα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι μόνο ένα τμήμα της 5ης Μεραρχίας βρισκόταν στην πόλη. Βέβαια, παρέλειψε να αναφέρει ότι την 5η Μεραρχία αποτελούσαν Κρητικοί, λιγότερο ή περισσότερο φανατικοί οπαδοί του Ε. Βενιζέλου, οι οποίοι ήταν πολύ πιθανό αντί να τιθασεύσουν το μανιασμένο πλήθος να συμπράξουν μαζί του σε πράξεις αντεκδίκησης.
Ο Ίωνας Δραγούμης
Ήταν γιος του Στέφανου Δραγούμη. Πρωτοστάτησε στον μακεδονικό αγώνα, ενώ σημαντική εθνική δράση ανέπτυξε στη συνέχεια στην πρεσβεία της χώρας μας στην Κωνσταντινούπολη.
Αργότερα, τοποθετήθηκε σε διάφορες πρεσβείες στην Ευρώπη. Το 1915, παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα και εκλέχθηκε βουλευτής Φλωρίνης ως ανεξάρτητος. Υποστηρικτής της πολιτικής Βενιζέλου αρχικά, στη συνέχεια εξέφρασε αντιβενιζελικές απόψεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξοριστεί για δύο χρόνια στην Κορσική, μετά την επιτυχία του βενιζελικού κινήματος της Εθνικής Άμυνας και την άνοδο του Ε. Βενιζέλου στην εξουσία. Είχε επίσης αξιόλογη συγγραφική δραστηριότητα. Χρησιμοποιούσε μάλιστα το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ίδας. Είναι γνωστός ο έρωτας του με την Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, όταν υπηρετούσε ως υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια (1905).
Η Δέλτα όμως, δεν θέλησε να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και να εγκαταλείψει τον σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική σχέση των δύο, τελείωσε το 1908, όταν ο Δραγούμης συνδέθηκε ερωτικά με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η μοιραία Παρασκευή 31 Ιουλίου 1920
Το πρωί της Παρασκευής 31 Ιουλίου 1920, ο Ίων Δραγούμης, είχε πάει στο θέατρο όπου έπαιζε η Μαρίκα Κοτοπούλη, για να παρακολουθήσει τις πρόβες για το έργο που θα ανέβαζε. Όταν μαθεύτηκε η είδηση της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Βενιζέλου (αρχικά όπως αναφέραμε υπήρχε η εντύπωση ότι ο Κρητικός πολιτικός ήταν νεκρός), η Κοτοπούλη προέβλεψε σωστά ότι οι βενιζελικοί θα εκδικηθούν. Καθώς ήταν και η ίδια γνωστή αντιβενιζελική, έκλεισε το θέατρο της, φοβούμενη αντίποινα και καταστροφές.
Ωστόσο, το ίδιο κιόλας απόγευμα το θέατρο της Κοτοπούλη λεηλατήθηκε. Ο Ι. Δραγούμης, έσπευσε να δηλώσει ότι καταδίκαζε την απόπειρα, όποιοι και αν ήταν οι εμπνευστές της.
Στη συνέχεια, γύρισε σπίτι του συνοδευόμενος από την Κοτοπούλη. Μαθαίνοντας όμως τις μεγάλες ταραχές που γίνονταν στην Αθήνα, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλείς στο σπίτι της οδού Ξενίας στην Αθήνα και ότι θα ήταν καλύτερα να πάνε στο σπίτι του στην Κηφισιά. Καθώς όμως η Κοτοπούλη ήταν ανεπιθύμητη στο σπίτι του Στέφανου Δραγούμη, πήγαν στο σπίτι της αδελφής του Ίωνα, που βρισκόταν δίπλα.
Στο μεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών Πολίτη, ζητούσε από τη Βρετανία να μεσολαβήσει στην Ελβετία, όπου βρισκόταν εξόριστος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, για να του επιβληθούν μέτρα απομόνωσης (isolation) και αστυνομικής επιτήρησης (supervision), αν και παραδεχόταν ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για την εμπλοκή του στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου.
Ο Ίωνας Δραγούμης, έμεινε για λίγο στην Κηφισιά, όμως έκανε το μοιραίο λάθος. Αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, για να γράψει ένα κείμενο για το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις», του οποίου υπήρξε συνεκδότης και συνδιευθυντής, στο οποίο θα καταδίκαζε ρητά την απόπειρα (πλέον είχε μαθευτεί ότι ο Βενιζέλος είχε μόνο τραυματιστεί). Παρά τις αντιρρήσεις και τις εκκλήσεις της Κοτοπούλη και της αδελφής του Ναταλίας Μελά, δεν άλλαξε άποψη. Και μάλιστα ακολούθησε το ίδιο δρομολόγιο, παρά το ότι ήδη είχε περάσει μία φορά από ένα μπλόκο ανδρών του Τάγματος Ασφαλείας του Γύπαρη, το πρωί καθώς «ανέβαινε» για την Κηφισιά.
Ο Παύλος Γύπαρης και οι παραστρατιωτικοί
Ποιος ήταν όμως ο Παύλος Γύπαρης; Δεν ήταν απλά ένας φανατικός οπαδός του Ελευθερίου Βενιζέλου και της παράταξής του, αλλά και ένας γενναίος εθνικός αγωνιστής.
Γεννήθηκε το 1882 στην Ασή Γωνιά Χανίων. Πήρε μέρος στον μακεδονικό αγώνα από το 1903, με τη δική του ένοπλη ομάδα. Συμμετείχε μάλιστα στην περίφημη ενέδρα στο Σκλήθρο της Φλώρινας, όπου οι Κρητικοί μακεδονομάχοι εξόντωσαν τους περισσότερους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Μάλιστα στη Μακεδονία ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον Ίωνα Δραγούμη.
Το 1911, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Σάμου και το 1914 επικεφαλής αντάρτικου σώματος πολέμησε στη Βόρεια Ήπειρο. Το 1915, επικεφαλής 850 Κρητών εθελοντών, πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο και στα Δαρδανέλια. Το 1916, συντάχθηκε με το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Το 1917, όταν ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός όλης της Ελλάδας με έδρα την Αθήνα, ο Γύπαρης που είχε στο μεταξύ μονιμοποιηθεί στο Στρατό με τον βαθμό του Λοχαγού, ανέλαβε επικεφαλής του Τάγματος πού ήταν επιφορτισμένο με την ασφάλεια της πρωτεύουσας αλλά και του ίδιου του Βενιζέλου προσωπικά. Ο Γύπαρης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον Κρητικό πολιτικό.
Ο Γύπαρης, ήταν επικεφαλής των λεγόμενων «Γυπαραίων».
Επρόκειτο για φιλοβενιζελικούς παραστρατιωτικούς.
Άλλοι αναφέρουν ότι ήταν 1.000 άτομα, ενώ ορισμένοι ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 4.000. Επρόκειτο σχεδόν αποκλειστικά για νεαρούς Κρητικούς, αγροτικής καταγωγής που είχαν τυφλή πίστη και αφοσίωση στον Βενιζέλο. Αμείβονταν με 150-180 δραχμές τον μήνα, όταν την ίδια εποχή ο Λοχαγός του Ελληνικού Στρατού είχε μισθό 600 δραχμές. Ορισμένοι από τους «Γυπαραίους» συμπλήρωναν το εισόδημά τους «πουλώντας προστασία» σε νυχτερινά κέντρα.
Η σύλληψη του Ίωνα Δραγούμη
Γύρω στις 3 το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1920, ο Ίωνας Δραγούμης οδηγώντας στην ανοιχτή Ford του, είχε φτάσει στην περιοχή Θων, στην αρχή της σημερινής Λεωφόρου Κηφισίας, στους Αμπελόκηπους. Εκεί υπήρχε «μπλόκο» των «Γυπαραίων» που τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν.
Εκεί κοντά βρισκόταν άλλωστε και το «στρατηγείο» τους.
Καθώς οδηγούσαν τον Δραγούμη σ’ αυτό, ορισμένοι από τους παραστρατιωτικούς αλλά και από το οργισμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, κλότσησαν και έφτυσαν τον Δραγούμη. Τότε φαίνεται ότι τραυματίστηκε («έφερε κατάγματα» κατά τον ιατροδικαστή) και έσπασε το μονόκλ του (ειδικός φακός για διόρθωση της όρασης που φοριέται στο ένα μάτι).
Στη συνέχεια, οδηγήθηκε ενώπιον του Γύπαρη. Πλέον ήταν ασφαλής, καθώς κανείς ότι δεν θα τολμούσε να πειράξει τον Δραγούμη μπροστά στον Γύπαρη. Οι δύο άνδρες, γνωστοί από το μακεδονικό αγώνα όπως αναφέραμε, είχαν μία σύντομη συνομιλία χωρίς να ειπωθεί μεταξύ τους κάτι σημαντικό.
Από δω και πέρα, τα πράγματα περιπλέκονται. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εκδοχές για το τι έγινε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Γιάννη Μάζη, στην έπαυλη Θων έφτασαν δύο επισκέπτες. Ο πρώτος ήταν ο Πλωτάρχης Πέτρος Βούλγαρης, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείο Ναυτικών. Γνωστός βενιζελικός και άψογος στρατιωτικός. Μάλιστα το 1944 έγινε αρχηγός του Στόλου και το 1945, για έξι μήνες, πρωθυπουργός. Ο Βούλγαρης, ζήτησε από τον Γύπαρη να προστατεύσει τον Δραγούμη από τον αγριεμένο όχλο και να τον παραδώσει στον στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Πραγματικά, ο Γύπαρης αφού έκανε 1-2 τηλεφωνήματα, συμφώνησε.
Επειδή μάλιστα η απόσταση από την έπαυλη Θων ως το Φρουραρχείο ήταν μικρή, η μεταφορά του θα γινόταν με τα πόδια.
Το δεύτερο πρόσωπο, σύμφωνα με τον Γιάννη Μάζη, που έφτασε στην έπαυλη Θων, ήταν ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Ο Δρ. Ι. Παπαφλωράτος, αναφέρει ότι η «φυσική παρουσία» του Μπενάκη αμφισβητείται.
Αν δεχτούμε ότι ο Μπενάκης πήγε όντως στην έπαυλη Θων, τι ήταν αυτό που τον οδήγησε εκεί; Ήταν γνωστός βενιζελικός, ενίοτε και χρηματοδότης των Φιλελευθέρων και δεν κινδύνευε από κανέναν. Παράλληλα, δεν θεωρούσε τον Γύπαρη πρόσωπο με το οποίο μπορεί να έχει κοινωνικές ή άλλες σχέσεις.
Ο Γιάννης Μάζης γράφει ότι κατά μία εκδοχή, ο Μπενάκης πήγε στον Γύπαρη για να μάθει από «πρώτο χέρι» τι συνέβαινε στην Αθήνα. Μία
άλλη εκδοχή, είναι ότι καθώς πήγαινε από το σπίτι του (το σημερινό Μουσείο Μπενάκη) προς την Κηφισιά, είδε να συλλαμβάνουν το Δραγούμη και πήγε να δει τι συμβαίνει. Ο Μπενάκης είχε προσωπικό μίσος για τον Δραγούμη, λόγω της σχέσης του κατά το παρελθόν με την κόρη του Πηνελόπη Δέλτα, η οποία μερικά χρόνια αργότερα, έγραφε ότι ο πατέρας της πήγε να ζητήσει από τον Γύπαρη να προστατεύσει τον Δραγούμη. Κάτι τέτοιο όμως δεν επιβεβαιώθηκε ούτε από τον ίδιο τον Γύπαρη.
Λίγο αργότερα, ο Γύπαρης μίλησε με κάποιον στο τηλέφωνο. Ποιος ήταν ο συνομιλητής του; Δεν θα μαθευτεί ποτέ. Στη συνέχεια, έδωσε εντολή σε 18 άνδρες του να οδηγήσουν τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο.
Ενώ ο Δραγούμης με το απόσπασμα που τον συνόδευε είχαν φτάσει περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο Hilton, ξαφνικά σταμάτησαν.
Η εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη
Εκείνο το καλοκαιρινό απομεσήμερο, με την έντονη ζέστη, οι δρόμοι της Αθήνας που είχε τότε 425.000 κατοίκους περίπου, ήταν σχεδόν έρημοι. Στο σημείο που σταμάτησαν ο Δραγούμης με το απόσπασμα των «Γυπαραίων», υπήρχαν μόνο μάντρες που πουλούσαν υλικά οικοδομών, ένα-δύο υπαίθρια καφέ-μπιραρίες και οι στρατώνες του Πυροβολικού, τα λεγόμενα «Παραπήγματα». Οι αυτόπτες μάρτυρες ήταν ελάχιστοι.
Ένας εργάτης, μία γυναίκα που πουλούσε γκαζόζες και μερικοί ακόμα, που δεν είχαν καμία ιδιαίτερη διάθεση να καταθέσουν όσα είδαν. Η μοίρα έπαιξε όμως ένα περίεργο παιχνίδι. Αυτόπτης μάρτυρας ήταν και ο Ίγκορ Λεμπέντιεφ, Συνταγματάρχης του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού που υπηρετούσε στη ρωσική διπλωματική αποστολή στην Αθήνα, αν και η χώρα μας δεν είχε ακόμα αναγνωρίσει το σοβιετικό καθεστώς. Ας δούμε την λεπτομερή και, κατά πάσα πιθανότητα ακριβή και αμερόληπτη μαρτυρία του, όπως υπάρχει στη «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1826-1974», του Γεωργίου Ρούσσου:
«Την 31ην Ιουλίου, ημέραν καθ’ ην εγνώσθη η κατά του Βενιζέλου απόπειρα, υπήρξα, τυχαίως μάρτυς την ακολούθων. Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ’ ομάδος εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων την άφιξιν του τραμ πάρα την γωνίαν της Λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ι. Παπαδιαμαντοπούλου πλησίον του υπ. αριθμ. 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων. Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία ένα πολίτη καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντα μετά πολλής αξιοπρέπειας.
Δεξιόθεν και αριστερόθεν εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων ηκολούθει εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον τυφέκια. Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπ. αριθμ. 905 στύλον, μετέβαλε κατεύθυνσιν προς τα αριστερά και εσταμάτησε παρά το πεζοδρόμιον, αφήσαν τον αιχμάλωτον πολίτη επί του πεζοδρομίου, εις απόστασιν τεσσάρων περίπου βημάτων. Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγήν, χωρίς να είπη τι. Εν αυτοκίνητον επλησίασεν. Οι στρατιώται επέβησαν αυτού και ανεχώρησαν. Αργότερα διέβην και πάλιν εκ του αυτού σημείου. Δεν υπήρχεν όμως πλέον ίχνος του δράματος, το οποίο είχε προ ολίγου διαδραματισθή εκεί.
Είχε γραφτεί, ότι κάποιος πολίτης φώναξε προς τα μέλη του αποσπάσματος «Τι τον κρατάτε; Σκοτώστε τον!». Αυτό βέβαια δεν μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόφαση για την εκτέλεση του Δραγούμη. Μία άλλη εκδοχή, «θέλει» έναν Λοχία να έρχεται τρέχοντας από την έπαυλη Θων και να ψιθυρίζει κάτι στο αφτί του επικεφαλής του αποσπάσματος που συνόδευε τον Δραγούμη, Λοχία Κίτσου. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι ο άγνωστος Λοχίας είπε «Εδώ, εδώ», δείχνοντας κάποιο, συμφωνημένο υποτίθεται, σημείο.
Η δολοφόνοι του Δραγούμη, δεν αρκέστηκαν στους δεκατρείς πυροβολισμούς που του έριξαν, αλλά τον λόγχισαν τουλάχιστον πέντε φορές με ξιφολόγχη.
Έφερε επίσης κάταγμα δεξιού μηρού που είχε προκληθεί από υποκόπανο όπλου. Στον τόπο της δολοφονίας έφτασε ο πατέρας του Ίωνα, Στέφανος Δραγούμης, για την αναγνώριση του γιου του. Η κηδεία του Ίωνα Δραγούμη, έγινε νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας.
Οι εξελίξεις μετά τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη
Η εν ψυχρώ εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη, συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Όχι μόνο οι αντιβενιζελικοί αλλά και πολύ σώφρονες βενιζελικοί κατέκριναν έντονα τη δολοφονία. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στεναχωρήθηκε πολύ και ήταν έξαλλος με τους υπευθύνους της αποτρόπαιας πράξης. Δήλωσε μάλιστα ότι οι ένοχοι της δολοφονίας «θα τυφεκιστούν οιοιδήποτε κι αν είναι ούτοι». Λέγεται μάλιστα, ότι απάντησε καταφατικά σε ερώτηση της Πηνελόπης Δέλτα, αν υπεύθυνος της δολοφονίας ήταν ο Γύπαρης, θα είχε κι αυτός την ίδια τύχη. Έστειλε μάλιστα συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον Στέφανο Δραγούμη. Όπως γράφει ο Γιάννης Μάζης, μάλλον άγνωστο είναι το τηλεγράφημα που έλαβε η Μαρίκα Κοτοπούλη: «Παραλήπτης: Μαρίκα Κοτοπούλη, καλλιτέχνις».
Το περιεχόμενο ήταν λιτό: «Σας εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια». «Β». Θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι αποστολέας του τηλεγραφήματος ήταν ο ίδιος ο Βενιζέλος.
Οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, καθώς είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές, κυκλοφόρησαν στις 11 Αυγούστου. Αρχικά κράτησαν χαμηλούς τόνους, σύντομα όμως ο Ίων Δραγούμης έγινε μάρτυρας και σύμβολο της «βενιζελικής τυραννίας».
Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, παρουσίασαν ορισμένες έωλες θεωρίες, όπως π.χ. ότι ο Δραγούμης πυροβόλησε εναντίον των φρουρών του, οι οποίοι αμυνόμενοι, τον σκότωσαν! Κάτι τέτοιο βέβαια, ήταν παντελώς ανυπόστατο.
Η βενιζελική κυβέρνηση, καθυστερημένα αντικατέστησε τον ανεπαρκή στρατιωτικό διοικητή Αθηνών με τον ικανότατο Στρατηγό Ευθύμιο Τσιμικάλη, ο οποίος σχεδόν αμέσως κατάφερε να αποκαταστήσει την τάξη στην πόλη.
Ποιος έδωσε την εντολή για την εκτέλεση του Ι. Δραγούμη
Αρχικά, η κυβέρνηση ξεκίνησε ενδελεχείς ανακρίσεις για να βρεθεί ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, σταδιακά όμως, καθώς φωτιζόταν όλο και περισσότερο ο ρόλος που έπαιξαν το μοιραίο απομεσήμερο της 31ης Ιουλίου, επιφανείς παράγοντες της βενιζελικής παράταξης, ο αρχικός ζήλος υποχώρησε… Στα τέλη Αυγούστου 1920, ο εισαγγελέας που έχει αναλάβει την υπόθεση, αποφάσισε να περιοριστούν οι έρευνες στους άντρες του αποσπάσματος που ήταν υπεύθυνο για τη δολοφονία.
Πάντως, μετά την ήττα του Ε. Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η αντιβενιζελική, κυβερνητική πλέον, παράταξη, άνοιξε και πάλι τον σχετικό φάκελο, χωρίς όμως να προκύψει τελικά, κανένα, αποτέλεσμα.
Οι περισσότεροι από τους άντρες του αποσπάσματος, επέστρεψαν στην Κρήτη όπου «περιφέρονται ελεύθεροι και διασκεδάζουν”, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.
Ένας μόνο από αυτούς, έφυγε από την Ελλάδα.