Μια ενδιαφέρουσα αφήγηση ενός εκ των Τούρκων εισβολέων το 1974 στην Κύπρο, παραθέτει ο Ανδρέας Παράσχου στην «Καθημερινή της Κύπρου». Ο Μεχμέτ Μερτζάν ήταν μέλος μιας αεραποβατικής ομάδας τουρκικού λόχου (Λόχος Υποστήριξης Τάγματος).
Ας δούμε τα κυριότερα σημεία της αφήγησης:
«Τα ελικόπτερά μας ξεκίνησαν από το Τασουντζού της Μερσίνας. Ήταν περίπου 30 ελικόπτερα και το καθένα μετέφερε μικρές ομάδες των 5-6 ατόμων. Φτάσαμε γύρω στις τρεις το απόγευμα στο Μπογάζι, μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας.
Η ζέστη ήταν αφόρητη, ο αέρας ζεστός και η σκόνη μάς δυσκόλευε στην αναπνοή. Σκέφτηκα για μια στιγμή «πού μας έφεραν και γιατί;». Φυσικά καταλάβαινα ότι επρόκειτο για πόλεμο.
Καταλάβαινα ακόμα ότι ο πόλεμος είναι άσχημο πράγμα. Δεν μπορούσα τότε να το αναλύσω πολιτικά ή φιλοσοφικά, αλλά ήμουν 20 χρονών είχα γυναίκα και δύο μικρά παιδιά κι αυτό μου ήταν μάλλον αρκετό για να καταλαβαίνω πόσο σκληρό πράγμα ήταν ο πόλεμος. Μια ζωή όταν χαθεί δεν έρχεται πίσω…
Αποβιβαστήκαμε και κατεβάσαμε από το ελικόπτερο τα πυρομαχικά και τους όλμους που κουβαλούσαμε, καθώς η ομάδα μου ήταν στοιχείο όλμων. Πριν κατορθώσουμε να προσανατολιστούμε και να συνταχθούμε δεχθήκαμε πυρά όλμων και ένας από την ομάδα μου τραυματίσθηκε στο πλευρό. Το αίμα και οι οιμωγές του μας προκάλεσαν το πρώτο σοκ. Δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε.
Συζητήσαμε για μερικά λεπτά και αποφασίσαμε ότι προείχε η ζωή του συναδέλφου μας. Έπρεπε να βρούμε άμεσα βοήθεια. Αφήσαμε τους όλμους και τα πυρομαχικά, πήραμε τον προσωπικό μας οπλισμό μόνο, οι τρεις σηκώσαμε στα χέρια τον τραυματία και ο τέταρτος μπήκε μπροστά με το όπλο και φτάσαμε μέχρι το δρόμο. Από μακριά είδαμε να έρχεται ένα στρατιωτικό τζιπ.
Κρυφτήκαμε στο χαντάκι και μόλις πλησίασε το τζιπ αρκετά, βγήκαμε και οι τέσσερεις προτάσσοντας τα όπλα και ανακόπτοντας το όχημα. Ο οδηγός φρενάρισε απότομα και μαζί με τον συνοδηγό σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Δεν ξέραμε αν ήταν Έλληνες ή Τούρκοι.
Πλησιάσαμε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο και τους ρωτήσαμε πού πάνε. Το σοκ από τον τραυματισμό του φίλου μας δεν είχε περάσει και ήμασταν εκνευρισμένοι. Προς μεγάλη μας ανακούφιση μάς απάντησαν στην τουρκική. Ήσαν Τούρκοι.
Φορτώσαμε τον τραυματία στο τζιπ και μας μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Δικώμου. Αφήσαμε τον τραυματία εκεί και δεν ξέραμε πλέον πού να πάμε και τι να κάνουμε.
Είχαμε ήδη αποκοπεί από το υπόλοιπο τμήμα και δεν είχαμε μέσο για να επικοινωνήσουμε ούτε και γνωρίζαμε πλέον το σημείο συγκέντρωσης ώστε να επιστρέψουμε. Παρακάτω είδα έναν αξιωματικό.
Πλησίασα και του εξήγησα την κατάσταση. Τον ρώτησα τι έπρεπε να κάνουμε.
Μας είπε να πάμε σε ένα χώρο κοντά στο Δίκωμο, όπου ήταν και άλλοι στρατιώτες. Ξεκινήσαμε με τα πόδια προς την κατεύθυνση που μας υπέδειξε και τους συναντήσαμε γύρω στις εννέα το βράδυ. Ο διοικητής σε εκείνη τη μονάδα ήταν κάποιος Σουμπάι Μπαΐκαρα.
Όταν τον ρώτησα τι πρέπει να κάνουμε, μου απάντησε: «Εσύ θα φροντίζεις για το φαγητό και τις προμήθειες». Με έχρισε δηλαδή σιτιστή. Μόνο που εφόδια δεν υπήρχαν, πώς θα σιτίζαμε κι άλλους. Θα έπρεπε με λίγα λόγια να βρούμε φαγητό να φάνε οι στρατιώτες».
Eίδαμε ελληνικά τανκς. Τους χαιρετίσαμε τάχατες ενθουσιασμένοι και μας χαιρέτισαν κι εκείνοι. Πάτησα το γκάζι και το φορτηγό έπιασε όση ταχύτητα ήταν δυνατό. Αναπνεύσαμε με ανακούφιση
Κάνει παύση, χαμογελά λες και αυτοσαρκάζεται, και μας αφηγείται πως για μια ολόκληρη μέρα κατασκόπευαν ένα σχεδόν άδειο χωριό πριν να το «καταλάβουν». «Την επόμενη μέρα στις 21 Ιουλίου μαζί με άλλους δύο ξεκινήσαμε και κινηθήκαμε προς το χωριό, το Δίκωμο.
Κάτσαμε στο παρατηρητήριο έξω από το χωριό και προσπαθούσαμε με τα κιάλια να καταλάβουμε αν υπήρχαν οπλισμένοι κάτοικοι κι αν υπήρχε κίνδυνος για να μπούμε στο χωριό. Η ζέστη αφόρητη και η πείνα είχε αρχίσει να βαρά κατακούτελα.
Από όλα όσα είχαμε παρατηρήσει αντιληφθήκαμε ότι στο χωριό είχαν μείνει μόνο γέροι. Είχε ήδη νυχτώσει κι αποφασίσαμε να κοιμηθούμε γιατί ήμασταν κατάκοποι και τα ξημερώματα θα μπαίναμε στο χωριό. Έτσι κι έγινε. Τα χαράματα μπήκαμε στο χωριό…
Παντού υπήρχαν σπασμένα τζάμια και σημάδια μάλλον αεροπορικών πολυβολισμών. Σε μια στιγμή προσέξαμε κάποια περίεργη κίνηση. Πλησιάσαμε – παίρνοντας προφυλάξεις – ένα αυτοκίνητο με δύο άτομα.
Μόλις εμφανιστήκαμε μπροστά τους σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Μας μίλησαν τούρκικα και ήταν φορτωμένοι χρυσαφικά. Ήσαν Τούρκοι, τσιγγάνοι όπως μας είπαν. και είχαν έρθει «να πάρουν τα χρυσαφικά τους για να τα πουλήσουν για να ζήσουν τις δύσκολες μέρες.
Φυσικά και αντιληφθήκαμε ότι δεν ήταν δικά τους τα χρυσαφικά που μάζεψαν, ωστόσο εκείνη την ώρα άλλες ήταν οι προτεραιότητές μας.
Κυρίως έπρεπε να βρούμε ένα μεταφορικό μέσο και κάτι για να φάμε.
Συνεχίσαμε να περπατούμε στο εγκαταλελειμμένο χωριό. Συναντήσαμε μερικά ηλικιωμένα άτομα πέραν των 70 χρονών. Τους μιλούσαμε και μας απαντούσαν ελληνικά. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχαν παρά μόνο μερικοί γέροντες, οι άλλοι είχαν όλοι φύγει.
Σε λίγο είδαμε μπροστά μας ένα φορτηγό αυτοκίνητο φορτωμένο με σάκους τσιμέντο. Οι δύο ξεφόρτωσαν το τσιμέντο κι εγώ αφού έσπασα το τζάμι, ένωσα τα σύρματα και ξεκίνησα το όχημα. Μπήκαμε μέσα και λίγο πιο κάτω είδαμε ένα μπακάλικο.
Κατεβήκαμε και προσπαθήσαμε να παραβιάσουμε την πόρτα. Δυσκολευτήκαμε και γι’ αυτό τη σπρώξαμε με το φορτηγό και άνοιξε. Πήραμε μπισκότα, αναψυκτικά και τσιγάρα. Αφού χορτάσαμε την πείνα μας, φορτώσαμε και ό,τι μπορούσαμε και ξεκινήσαμε για να βρούμε τη μονάδα μας.
Φτάσαμε σε μια περιοχή στον Πενταδάκτυλο όπου κάνουν σκυρόδεμα. Εκεί βρήκαμε γύρω στους 25 δικούς μας μαζί με ένα επιλοχία. Έπρεπε όμως να φύγουμε γιατί ξαφνικά βρεθήκαμε εν μέσω πυκνών πυρών και κινδυνεύαμε άμεσα.
Έπρεπε να κινηθούμε αστραπιαία και ανάμεσα από τις γραμμές και κυρίως χωρίς να αντιληφθούν οι Έλληνες ποιοι ήμασταν. Βγάλαμε όλοι τα στρατιωτικά πουκάμισα και μείναμε άλλοι γυμνοί κι άλλοι με τις φανέλες. Μπήκαν όλοι στο φορτηγό «μου» με τους ελληνικούς αριθμούς εγγραφής.
Κι αυτό μάλλον μας έσωσε. Οδηγούσα πολύ προσεκτικά και με μέτρια ταχύτητα. Είχα φουσκώσει στον ιδρώτα από την ένταση και την αγωνία.
Σε μικρή απόσταση είδαμε ελληνικά τανκς. Τους χαιρετίσαμε τάχατες ενθουσιασμένοι και μας χαιρέτισαν κι εκείνοι. Μόλις περάσαμε τα τανκς, πάτησα με όση δύναμη μού είχε απομείνει το γκάζι και το φορτηγό έπιασε όση ταχύτητα ήταν δυνατό.
Αναπνεύσαμε με ανακούφιση. Είχαμε αποδράσει στην κυριολεξία από του Χάρου τα δόντια. Όλη εκείνη την ώρα της αγωνίας σκεφτόμουνα τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου…
Οδήγησα το φορτηγό εκεί που ήξερα καλύτερα. Σε λίγο φτάσαμε στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Δικώμου. Εκεί εξουθενωμένοι κοιμηθήκαμε
«Την επομένη, 22 Ιουλίου, πήραμε διαταγή να πάμε στο Συγχαρί που ήταν ήδη υπό τον έλεγχο του τουρκικού Στρατού. Εκεί υπήρχαν άλλοι περίπου 150 δικοί μας στρατιώτες. Εκεί βρέθηκα για πρώτη φορά στις τρεις μέρες σε μια πρωτόγνωρη για μένα σκηνή.
Είχαν οι δικοί μας πάρει τέσσερις Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους και με τη βοήθεια κάποιου διερμηνέα, προφανώς Τουρκοκύπριου και κάποιων άλλων, τους ανέκριναν.
Όταν τέλειωσαν με την ανάκριση του πρώτου τον πήραν λίγο πιο πέρα, μπροστά από ένα μεγάλο χαντάκι και τον εκτέλεσαν.
Το ίδιο συνέβη και με τον δεύτερο. Ο τρίτος την ώρα που τον οδηγούσαν στην εκτέλεση επιχείρησε να αποδράσει.
Πήρε φόρα και πήδηξε από την άλλη πλευρά του χαντακιού που ήταν 3-4 μέτρα και τα κατάφερε. Μόλις όμως έπεσε στην άλλη πλευρά ένας από τους εκτελεστές τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Εκτέλεσαν και τον τέταρτο….
Πρώτη φορά έβλεπα ένα τέτοιο πράγμα.
Στρατοπεδεύσαμε λίγο πιο έξω από το Συγχαρί. Αφού τακτοποιηθήκαμε, μας μίλησε ο διοικητής και μας είπε ότι το σχέδιο ήταν να καταλάβουμε τον Πενταδάκτυλο. Τα πράγματα ήταν ακόμα δύσκολα. Περιμέναμε να φτάσει ο βαρύς οπλισμός.
Υπήρξε, αν θυμάμαι καλά, μια ανακωχή ή μια τέλος πάντων ανάπαυλα 3-4 ημερών και τότε ήταν που έφτασαν και τα δικά μας τα τανκς και τα άλλα βαρέα οχήματα.
Εγώ έλαβα διαταγή να βρω φαγητό για να φάνε οι στρατιώτες. Πήρα τότε σειρά τα χωριά και διέταζα τον κόσμο να σφάζει ζώα και να τα μαγειρεύει. Δεν έφτανε μόνο να βρίσκουμε φαγητό. Κάποιοι έπρεπε να μαγειρεύουν και έπρεπε ταυτόχρονα εκείνοι που μαγείρευαν να μπορούν να εξηγούνται.
Γι’ αυτό παραγγέλναμε αυτά που χρειαζόμασταν σε Τουρκοκύπριους, τα μαγείρευαν και μετά περνούσαμε, τα μαζεύαμε και κάναμε διανομή συσσίτιο. Μάλιστα, εγώ βρήκα και μια καλή γριούλα που την παρακάλεσα και μου έπλενε και τα ρούχα μου. Μεγάλη πολυτέλεια…
Κάπου μεταξύ Κερύνειας και Μόρφου δώσαμε μια σκληρή, πολύνεκρη και πολύωρη μάχη. Τελικά καταφέραμε να μπούμε και να πάρουμε το χωριό».