Η αρχαία ελληνική δημοκρατία στις περίφημες πόλεις-κράτη, ήταν ένα πρωτοποριακό πολιτικό σύστημα που στηριζόταν κατά βάση στον μικρό και μεσαίο αγρότη, στον βιοτέχνη και στον τεχνίτη.
Αυτή η κοινωνική ραχοκοκαλιά εξέλεγε τους άρχοντες και τους στρατηγούς, διατύπωνε τη γνώμη της στην εκκλησία του δήμου και έπαιρνε μέρος στις ψηφοφορίες που αποφάσιζαν για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της πόλης. Με δυο λόγια, ο αγρότης και ο βιοτέχνης της πόλης είχε πολιτικά δικαιώματα, πράγμα ανήκουστο στις δεσποτικές αυτοκρατορίες της ανατολής.
Η επαναστατική διαφορά με τα υπόλοιπα πολιτικά καθεστώτα, ήταν ότι ο πολίτης αυτός ήταν μαζί και στρατιώτης. Στην αρχαία Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε ο θεσμός του στρατού εκ ελευθέρων πολιτών. Ο αγρότης δηλαδή, όταν εμφανιζόταν ένα πρόβλημα στην πόλη, έφευγε απ’ το χωράφι του, πήγαινε στη συνέλευση, αποφάσιζε αν και που θα εμπλακεί πολεμικά η πόλη του, εξέλεγε τους στρατηγούς του, έβαζε την πανοπλία του και έβγαινε ο ίδιος να πολεμήσει μαζί με τους συγγενείς και τους γείτονες του, σε εφαρμογή των ίδιων του των αποφάσεων.
Έτσι εφευρέθηκε και επεκτάθηκε η περίφημη φάλαγγα του ελληνικού πεζικού, που στάθηκε νικηφόρα απέναντι στους μεγαλύτερους μισθοφορικούς στρατούς της εποχής της. Η φάλαγγα δεν αποτελούνταν από επαγγελματίες και δεξιοτέχνες του πολέμου, οπότε στήριζε την αποτελεσματικότητα της στην ομαδικότητα και την συνοχή της.
Αυτό το πολιτικοστρατιωτικό σύστημα εξηγεί εν πολλοίς και την περιφρόνηση, την αντιπάθεια ή και την καχυποψία των αρχαίων Ελλήνων στο ιππικό. Ιππείς ήταν οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι. Εφόσον κάθε πολίτης έπρεπε να αγοράζει και να συντηρεί με δικά του έξοδα τον οπλισμό του (από την ποιότητα του οποίου εξαρτιόταν και η επιβίωση του μέσα στη μάχη), η συντήρηση ενός πολεμικού αλόγου μαζί με τον εξοπλισμό του ιππέα ήταν έξοδο που μπορούσαν να αντέξουν λίγοι. Οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες όμως, ήταν φύσει και θέσει εχθροί του δημοκρατικού συστήματος και δεν έχαναν ευκαιρία να υπονομεύουν ή να καταργούν τη συμμετοχή των φτωχών στη διακυβέρνηση της πόλης.
Έτσι, ολόκληρη η πολεμική κουλτούρα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας μέχρι και τον Αλέξανδρο που χρειάστηκε ιππικό για να προχωρήσει στις αχανείς Ασιατικές πεδιάδες, ήταν προσαρμοσμένη στην υπεράσπιση της αξίας του πεζικού.
Εγγυητής της ασφάλειας της πόλης και του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν η συμμετοχική φάλαγγα του πεζικού με τους σκληροτράχηλους αγρότες και όχι το ύποπτο ιππικό των πλούσιων ραδιούργων. Επί τέσσερις αιώνες, η ελληνική στρατιωτική κουλτούρα δόξαζε τους πεζούς και στηλίτευε τους καβαλάρηδες.
Κατά τον Ξενοφώντα «οι πιο αδύναμοι στο σώμα και οι λιγότερο φιλόδοξοι ανέβαιναν στα άλογα», ενώ ο Λυσίας ξέσπασε σε επαίνους για τον αριστοκράτη Μαντίθεο, ο οποίος στη μάχη της Αλιάρτου προτίμησε να πολεμήσει ως οπλίτης παρά να υπηρετήσει «με ασφάλεια» ως ιππέας.
Το πολιτικά και στρατιωτικά ήθη όμως, δεν είναι ποτέ αποκομμένα από τις οικονομικές δυνατότητες ατόμων και ομάδων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο μέσος Έλληνας αγρότης την κλασσική περίοδο κατείχε έναν κλήρο σαράντα στρεμμάτων. Με τις παραγωγικές δυνατότητες της εποχής εκείνης, η εκτροφή ενός καλού αλόγου χρειαζόταν είκοσι στρέμματα τον χρόνο.
Ήταν λοιπόν προτιμότερο τα σαράντα αυτά στρέμματα να τρέφουν μια πολυμελή αγροτική οικογένεια, παρά να συντηρούν δύο άλογα ενός πλούσιου, ο οποίος με την πρώτη ευκαιρία θα τα χρησιμοποιούσε για να ανατρέψει το πολίτευμα και να βγάλει τους φτωχούς απ’ το πολιτικό παιχνίδι.
Γι αυτό η κλασσική Ελλάδα δεν είχε ποτέ αξιόλογο ιππικό. Ούτε ήταν τυχαίο που ο Θεσσαλικός κάμπος και οι Μακεδονικές πεδιάδες που προμήθευσαν με ιππικό τον Αλέξανδρο, είχαν πάντα αριστοκρατικό πολίτευμα, βασιλικούς θεσμούς και τεράστιες ιδιοκτησίες γης όπου κυριαρχούσε ένα είδος αρχαίας δουλοπαροικίας.
Όπου υπήρχαν πολλά άλογα και ευγενείς αλογατάρηδες που τα καβαλούσαν, υπήρχαν ελάχιστοι ή και καθόλου ελεύθεροι αγρότες. Τα ίδια συνέβαιναν και στο στόλο άλλωστε.
Όταν η Αθήνα κυριαρχούσε στο Αιγαίο με τα εκατοντάδες πλοία της, στα κουπιά κάθονταν μόνο ελεύθεροι πολίτες με πολιτικά δικαιώματα, όχι σκλάβοι. Έτσι μεγαλούργησε.