Στις 5 Μαρτίου του 1520 ένας μικρός Ισπανικός στόλος απέπλευσε από την Κούβα για το Μεξικό. Τα πλοία μεταφέρουν Ισπανούς στρατιώτες, πυροβόλα. Δεν είναι όμως αυτά το φονικό φορτίο.
Μαζί τους είναι ο σκλάβος Φρανσίσκο ντε Εγκία. Ο Φρανσίσκο είχε ευλογιά. Σε λίγες μέρες ανεβάζει πυρετό και πέφτει στο κρεβάτι, στο σπίτι μιας οικογένειας αυτοχθόνων Αμερικανών στην πόλη Κεμποαλάν. Κολλούν όλα τα μέλη της οικογένειας και μετά οι γείτονες και μετά κι άλλοι, κι άλλοι…
Σε 10 μέρες το Κεμποαλάν είχε γίνει νεκροταφείο. Οι Μάγια και οι Αζτέκοι έκαναν προσευχές, κρύα μπάνια, εντριβές με πίσσα. Άλλα μάταια. Στο τέλος οι αρχές γκρέμιζαν τα σπίτια πάνω στα πτώματα. Τον Σεπτέμβριο του 1520 η επιδημία έφτασε στην μεγαλειώδη πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τσενοτστιτλάν μια μεγαλειώδης μητρόπολη 250 χιλιάδων κατοίκων.
Μέσα σε δύο μήνες πεθαίνει το ένα τρίτο του πληθυσμού μαζί με τον αυτοκράτορα Κιτλαχουάκ.
Μέσα σε περίπου 6 μήνες από τον ερχομό της νόσου το Μεξικό που είχε τότε 22 εκατομμύρια κατοίκους είχε πια, μόνο τους μισούς. Και μετά ήρθε η ιλαρά και η γρίπη
Σε λίγα χρόνια το Μεξικό είχε πια 2 εκατομμύρια.
Αυτό ήταν το τέλος των πολιτισμών της κεντρικής Αμερικής. Όχι από τους κατακτητές όπως πιστεύεται. Από την ευλογιά, την ιλαρά και τη γρίπη
Από έναν μικρό ιό που έβραζε μέσα στο αίμα του καημένου Φρανσίσκο ντε Εγκία.
H αφήγηση για την επιδημία του Μεξικού είναι από τον ιστορικό Yuval Harari.