Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ακόμη πως στην περίπτωση του διαβόητου «Δράκου» του Σέιχ Σου δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη.
Εκείνοι, δηλαδή, που μέχρι τις μέρες μας ότι η καταδίκη του Αριστείδη Παγκρατίδη ήταν άδικη και θεωρούν ότι ο πραγματικός δράστης δεν πιάστηκε ποτέ.
Οι Αρχές αναζητούσαν ένα «παχουλό και μαυριδερό άνδρα που φορούσε πουλόβερ»…
Η Θεσσαλονίκη, αλλά και η Ελλάδα γενικότερα είχε παγώσει διαβάζοντας λεπτομέρειες για τα εγκλήματα του «Δράκου». Μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του 1959 ήδη είχε προλάβει να χτυπήσει τρεις φορές, επιτιθέμενος σε ζευγάρια ή μοναχικές γυναίκες και χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία.
Τα θύματά του βρέθηκαν νεκρά, σκοτωμένα σαν σκυλιά, με πέτρες… Ο Αθανάσιος Παναγιώτου και η Ελεονόρα Βλάχου είχαν καταφέρει να διαφύγουν τον θάνατο μόνο και μόνο χάρις στο χιόνι και την παγωνιά που υπήρχε Φεβρουάριο μήνα στο δάσος του Σέιχ Σου, που σταμάτησε την αιμορραγία.
Οι ίδιοι ήταν που έδωσαν και την πενιχρή αυτή περιγραφή, αφού οι υπόλοιποι που συνάντησαν τον «Δράκο» δεν έζησαν για να διηγηθούν την ιστορία τους.
Κάτι παραπάνω από δύο εβδομάδες αργότερα ένα δεύτερο ζευγάρι δεχόταν επίθεση, κάτω από πολύ παρόμοιες συνθήκες. Οι Κωνσταντίνο Ραΐσης και Ευδοκία Παληογιάννη βρίσκονται λιθοβολημένοι μέχρι θανάτου, ενώ η άτυχη γυναίκα φέρει ξεκάθαρα σημάδια κακοποίησης.
Πριν περάσει καλά-καλά ένας μήνας προκύπτει ακόμη ένα έγκλημα που «πιστώνεται» στον ίδιο δράστη. Το τελευταίο θύμα του ήταν η Μελπομένη Πατρικίου, η οποία διέμενε σε ένα σπιτάκι έξω από το Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης όπου εργαζόταν ως ράφτρα.
Με την κοινή γνώμη να είναι ανάστατη και τον Τύπο να ζητά απαντήσεις, οι Αρχές βρέθηκαν σε δυσχερή θέση. Χρειάζονταν επειγόντως ονόματα, υπόπτους, προσαγωγές και –αν ήταν δυνατόν- συλλήψεις για να δείξουν ότι δεν κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο -και σε μια εποχή έντονων πολιτικών παθών- τα λάθη, οι παραλείψεις και οι πρωτοφανείς γκάφες από την αστυνομία δεν έλειψαν, με αποτέλεσμα αθώοι άνθρωποι να βρεθούν μπλεγμένοι σε μια ιστορία με την οποία δεν είχαν την παραμικρή σχέση.
Ανάμεσά τους σίγουρα ξεχωρίζει η ιστορία του Γιώργου Χιώτη ο οποίος στις 3 Μαΐου 1960 συνελήφθη ως βασικός ύποπτος για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Το σοκ έγινε μεγαλύτερο λόγω της ταυτότητας και της επαγγελματικής ιδιότητάς του. Εκείνη την εποχή υπηρετούσε στην αστυνομία της Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ το ίδιο διάστημα έπαιζε ποδόσφαιρο για λογαριασμό του Ηρακλή!
Όντας στην σκιά του σπουδαίου Κώστα Καραπατή, ο οποίος είχε πάρει… σπίτι του την φανέλα του βασικού τερματοφύλακα του «Γηραιού», ο Χιώτης είχε λάβει ειδική άδεια από τον σύλλογό του ώστε να πάρει μέρος σε αγώνες με την ομάδα της Αεροπορίας, που έπαιζε φιλικά παιχνίδια σε μια μίνι-τουρνέ σε πόλεις της Βορείου Ελλάδας. Με την επιστροφή της αποστολής στην Θεσσαλονίκη τον περίμενε μια σοκαριστική έκπληξη.
Ο ίδιος αργότερα περιέγραψε την περιπέτειά του στην κορυφαία αθλητική εφημερίδα της εποχής, την «Αθλητική Ηχώ», μιλώντας στον δημοσιογράφο, Λευτέρη Γενεράλη.
«Η τύχη το είχε να έχω τα ίδια χαρακτηριστικά με τον απαίσιο δράκο. Ακόμα και το κλειστό πουλόβερ που συνηθίζω να φορώ έμοιαζε με το δικό του. Μόλις επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη με συνέλαβαν. Μεγάλη ταλαιπωρία. Ειδικά για τη μητέρα μου που ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα της πόλης», είχε πει ο νεαρός τερματοφύλακας, ο οποίος βέβαια από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του δήλωσε αθώος και παντελώς άσχετος με την υπόθεση των φρικτών δολοφονιών.
Ευτυχώς για εκείνον οι όποιες ομοιότητές του με τον άνθρωπο που περιγραφόταν ως «Δράκος» εξαντλούνταν εκεί.
Η αστυνομία πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο τερματοφύλακας του Ηρακλή δεν ήταν ο άνθρωπός της και επικέντρωσε τις έρευνές της αλλού μέχρι να καταλήξει στον απόκληρο της ζωής, Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος ωστόσο μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του, πριν τελικά εκτελεστεί, φώναζε πως ήταν αθώος.
Πολλοί, ακόμη και σήμερα, τον πιστεύουν…