Την λέξη «παγανιστής» την ακούμε αρκετά συχνά, όμως έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι σημαίνει; Η λέξη αντιπροσωπεύει δύο αρχαίες λέξεις η μία είναι η ελληνική Έλλην και η άλλη η λατινική paganus
Η λέξη «Έλλην» – με την περιστασιακή διευκρίνιση: «ως προς την πίστη» – χρησιμοποιείται τόσο από τους «θιασώτες της αρχαίας θρησκείας» όταν θέλουν να αυτοπροσδιοριστούν, όσο και από τους αντιπάλους τους. Στο στόμα των Χριστιανών ο όρος αυτός είναι παραπλανητικός, αφού φαίνεται να συνδέει υποτιμητικά τον παγανισμό με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, ενώ, πολύ πριν τον 5ο αιώνα, οι δύο παρατάξεις θαύμαζαν και μελετούσαν τους ίδιους κλασικούς.
Ο όρος «Έλλην» είχε στην πραγματικότητα αρνητικές κυρίως προεκτάσεις. Από το 212 μ.Χ., σύμφωνα με μια απόφαση του Καρακάλλα όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας θεωρούνται «Ρωμαίοι πολίτες»…
Τον 4ο αιώνα, ο χαρακτηρισμός κάποιων από αυτούς ως Έλληνες σήμαινε τη διαφοροποίηση τους από το σύνολο· οι παγανιστές δεν ήταν πια «Ρωμαίοι», δεν ήταν νόμιμοι κληρονόμοι της Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί αυτό – χαρακτηρίζονται πάντα «Ρωμαίοι» και η Ανατολία για τους Άραβες και τους Τούρκους ήταν η «Ρωμανία» (απ’ όπου και το όνομα μιας πόλης των ανατολικών της ορίων, του Ερζουρούμ·) μέχρι σήμερα, ο «ελληνισμός» στη νέα ελληνική ονομάζεται ρωμιοσύνη.
Όσο για τη σημασία paganus, απ’ όπου προέρχονται οι γαλλικές λέξεις “paien”(παγανιστής) “paysan”(χωρικός), είναι σταθερά μειωτική και δημιουργεί ένα παράξενο σημασιολογικό πρόβλημα. Η καλύτερα τεκμηριωμένη έννοια της λέξης φαίνεται ότι είναι αυτή του «χωρικού». Επομένως, οι Έλληνες αστοί της Ανατολής θα πρέπει να είχαν χωρικούς ως ομοϊδεάτες στη Δύση, κάτι που θα σήμαινε ότι υπήρξαν δύο διαφορετικές πορείες εξέλιξης.
Είναι όμως δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι οι πόλεις εκχριστιανίστηκαν ταχύτερα στη Δύση από ό,τι στην Ανατολή. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, κατ’ εξοχήν αριστοκρατικό σώμα, περιλάμβανε ανάμεσα στα μέλη της ένα μεγάλο αριθμό παγανιστών μέχρι τα τέλη του 4ουαιώνα μ.Χ., πολύ μετά την εισαγωγή του όρου paganus, με τη θρησκευτική του σημασία, στο νομικό λεξιλόγιο, ενώ δεν παρατηρείται έλλειψη παγανιστών διανοουμένων στη Δύση. Η αλήθεια είναι ότι στη Δύση ο χριστιανισμός παρέμεινε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θρησκεία των ξένων. Στα τέλη του 2ου αι. η τοπική εκκλησία της Λυών απαρτιζόταν ακόμα κυρίως από ελληνόφωνους Ανατολικούς. Αλλά και οι παπικοί επιτάφιοι του 3ου αι. συντάσσονταν στα ελληνικά.
Μπροστά σ’ αυτό το πρόβλημα, το 1899 ένας Γερμανός μελετητής, ο Th. Zahn – στα βήματα του Denys Godefroy, του σχολιαστή του Θεοδοσιανού Κώδικα του 16ου αιώνα – πρότεινε ως αφετηρία μια άλλη σημασία του paganus, αυτή του «πολίτη» σε αντιδιαστολή προς τον «στρατιωτικό», καθώς στα απολογητικά κείμενα του 3ου αιώνα οι χριστιανοί αποκαλούνται συχνά «στρατιώτες του Χριστού». Δυστυχώς, αυτή η χριστιανική μεταφορά, που ανήκει στη λογοτεχνική ή πάντως στην εκλεπτυσμένη γλώσσα, είχε περιπέσει σε αχρηστία προτού ακόμα τεθεί σε κοινή χρήση η λέξη paganus με τη σημασία του παγανιστή. Εξάλλου, αν υπήρχε στην Ύστερη Αρχαιότητα μια θρησκεία μιλιταριστικής απόκλισης, αυτή ήταν σίγουρα ο μιθραϊσμός και όχι ο χριστιανισμός.
Οι άνθρωποι του τόπου
Για να βγούμε από το αδιέξοδο που δημιουργεί μια εξέλιξη φωνητικά αναμφίβολη αλλά σημασιολογικά ακατανόητη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πως γίνεται ή ίδια λέξη να έχει τρείς σημασίες τόσο ποικίλες: «χωρικός», «πολίτης» και «ειδωλολάτρης». Ας αρχίσουμε με τις δυο πρώτες, που είναι και παλαιότερες. Στην αυτοκρατορική κοινωνία paganusονομάζεται ο κάτοικος του pagus, δηλαδή μιας επαρχίας (με την έννοια της μικρότερης διοικητικής ενότητας), κάποιος που οι ρίζες του βρίσκονται εκεί όπου ζει (αντίθετα από το στρατιώτη)· είναι λοιπόν φυσικό ο χωρικός να είναι κατ’ εξοχήν paganus – αν και ο όρος, από την εποχή του Κικέρωνα και έπειτα, μπορούσε να δηλώσει και τους αστούς (ProDomo, 74). Αν υπολογίσουμε αυτόν τον παράγοντα, διαφωτίζονται μερικές περίεργες φράσεις.
Όταν ο ποιητής Πέρσιος, με γνήσια ή προσποιητή μετριοφροσύνη, αποκαλεί τον εαυτό του semipaganus στην ποίηση, υπαινίσσεται ότι δεν είναι ισότιμο μέλος της αδελφότητας των ποιητών (πρόλογος στις Σάτιρες, στ. 6). Και όταν ένας πατέρας, στον επιτάφιο της κόρης του, την επαινεί γιατί υπήρξε «πιστή, μεταξύ των πιστών, pagana μεταξύ τωνpagani», δεν εννοεί ότι η κόρη του ασπάστηκε τον παγανισμό, αλλά ότι παρέμεινε πιστή στην καταγωγή της.
Οι pagani είναι πολύ απλά οι «άνθρωποι του τόπου», οι ντόπιοι – της πόλης ή της επαρχίας –, αυτοί που διαφύλαξαν τα τοπικά έθιμα. Αντίθετα, οι alieni, οι «άνθρωποι που κατάγονται από αλλού», οι ξενομερίτες, γίνονταν όλο και περισσότερο Χριστιανοί. Η εξήγηση αυτή (την οποία πρότεινε ένας άλλος Godefroy, ο Jacques, στις αρχές του 17ουαιώνα) αντιστοιχεί στην ετυμολογία της λέξης, στην οποία αναφέρονται οι Χριστιανοί συγγραφείς που την χρησιμοποιούσαν με το νέο της νόημα· ανταποκρίνεται επίσης στην προτίμηση των Εθνικών της
Ύστερης Αρχαιότητας για οτιδήποτε ανήκε στα πάτρια, την κληρονομιά των προγόνων τους. Ορίζει τον παγανισμό ως θρησκεία της πατρίδας, με τη στενότερη έννοια της πόλης και της επαρχίας της. Προβλέπει, ακόμα την ποικιλία των παγανιστικών πρακτικών και πεποιθήσεων.
Μερικές φορές, η εδραίωση αυτών των πεποιθήσεων συνοδεύεται από μια εκλεπτυσμένη μεταφυσική. Τόσο για τον Πρόκλο όσο και για τον Ιμπν Αραμπί «ο τόπος αφήνει το στίγμα του στην ευαίσθητη καρδιά».