Μπορεί να έχουν περάσει 41 χρόνια, όμως συνεχίζει να ενδιαφέρει η συντριβή του ελβετικού αεροσκάφος τύπου DC-8 της SwissAir κατά την προσγείωσή του στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ελληνικού που κατέληξε κοντά στο γήπεδο γκολφ στη Γλυφάδα. Και η περίπτωση αυτή, έχουν μείνει στην ιστορία των αεροπορικών τραγωδιών.
Το μεγάλο επιβατικό αεροσκάφος της Swissair απογειώθηκε από τη Γενεύη στις 7/10/1979 με προορισμό το αεροδρόμιο Του Ελληνικού στην Αθήνα. Στο αεροσκάφος υπήρχαν 154 επιβαίνοντες, 142 επιβάτες και 12 άτομα πλήρωμα. Η πτήση δεν είχε συναντήσει το παραμικρό πρόβλημα και το μόνο που απέμενε ήταν να αγγίξει το έδαφος και να ακινητοποιηθεί. Από τους 154 επιβάτες και πλήρωμα της πτήσης, οι 30 τραυματίστηκαν και οι 14 έχασαν τη ζωή τους.
Φαινομενικά τουλάχιστον όλες οι τυπικές διαδικασίες προσγείωσης από τους δύο πιλότους είχαν ακολουθηθεί κανονικά. Ο διάδρομος που θα χρησιμοποιούταν ήταν ο 15L.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ωστόσο όλα πήγαν στραβά. Σύμφωνα με το πόρισμα της δίκης που ακολούθησε και βγήκε μετά από 4 χρόνια, ένας λάθος χειρισμός από τον κυβερνήτη Φραντς Σμουτς, οδήγησε το αεροσκάφος να μην σταματήσει στο προβλεπόμενο σημείο, να φτάσει στο τέλος του διαδρόμου και να βγει σε παρακείμενο δρόμο.
Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που διαχωρίστηκε η ουρά και το μέρος της αριστερής πλευράς της ακάτου. Το αεροπλάνο βρέθηκε στον δρόμο κοντά στο Γκολφ της Γλυφάδας, που παρουσίαζε υψομετρική διαφορά περίπου τεσσάρων μέτρων σε σχέση με το αεροδρόμιο.
Η συμπίεση των τροχών προς τα πάνω είχε ως αποτέλεσμα τον φρικιαστικό θάνατο 14 επιβατών.
Το τρομακτικό φορτίο
Μετά το δυστύχημα έγινε γνωστό ότι το αεροσκάφος μετέφερε πάνω από 450 κιλά ραδιοϊσοτόπων, ποσότητα πλουτωνίου και διαμάντια αξίας 70 εκατομμυρίων δραχμών. Τα διαμάντια, που είχαν φορτωθεί νομίμως στο αεροσκάφος για να μεταφερθούν στη Βομβάη, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Τοποθετήθηκαν «καρβουνιασμένα» σε έναν σάκο και παραδόθηκαν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, προκειμένου να ελεγχθεί αν κάποιο κομμάτι γλίτωσε τη φωτιά.
Ο Δήμαρχος Αλίμου καθώς και οι τοπικές αρχές έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την επικίνδυνη διασπορά ραδιενέργειας στην περιοχή από τα ραδιενεργά ισότοπα και καλούσαν τα αρμόδια Υπουργεία να αναλάβουν δράση.
Ωστόσο, οι Αρχές καθησύχασαν τους πολίτες μετά τον απαραίτητο έλεγχο που πραγματοποίησαν, αναφέροντας πως δεν έχει εντοπιστεί καμία διασπορά ραδιενέργειας.
Τις επόμενες μέρες, Άγγλοι επιστήμονες ήρθαν αποκλειστικά για τα κιβώτια με τα ραδιοϊσότοπα και ανέλαβαν τη μεταφορά τους στο Λονδίνο. Όσον αφορά την ποσότητα πλουτωνίου, οι αρμόδιες αρχές έσπευσαν επίσης να καθησυχάσουν τους πολίτες, μόλις διαπίστωσαν ότι πρόκειται για πλουτώνιο που χρησιμοποιείται μόνο σε βιομηχανικές εφαρμογές και είναι διαφορετικό από εκείνο που χρησιμοποιείται σε αντιδραστήρες και για πολεμικούς σκοπούς.
Η δίκη
Η εταιρεία προσπάθησε να φτάσει στην άκρη του νήματος και να δικαιολογήσει με κάποιο τρόπο την τραγωδία. Οι αρχές από την πλευρά τους προσπαθούσαν και εκείνες να φτάσουν στην λύση του γρίφου.
Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων «έδειξε» τους δύο πιλότους ως υπαίτιους. Οι χειριστές είχαν αργήσει κατά πολύ να κατεβάσουν το αεροπλάνο, χάνοντας περίπου τον μισό αεροδιάδρομο, ενώ η κάθοδος πραγματοποιήθηκε με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από την προβλεπόμενη.
Η δίκη ολοκληρώθηκε μετά από 4 χρόνια με το δικαστήριο να δέχεται το πόρισμα της επιτροπής που είχε επωμιστεί το έργο της διερεύνησης.