Το 1952 ήταν μία σημαντική χρονιά για την Ελλάδα, καθώς διένυε το 1952 το τρίτο έτος μετά τον Εμφύλιο, με την κυβέρνηση Νικολάου να χαιρετίζει την είσοδο της χώρας στη συμμαχία ως εξασφάλιση της.
Πρόκειται για τη δεύτερη φάση διεύρυνσης του ΝΑΤΟ (North-Atlantic Treaty Organisation), μιας συμμαχίας που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη για την ισχυροποίηση των αμυντικών δεσμών μεταξύ των ΗΠΑ και των κρατών της Δύσης έναντι της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ).
Η χρονίζουσα παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της τελευταίας στα εδάφη της ανατολικής Ευρώπης και η εμφανώς βεβιασμένη ανάδειξη μονοκομματικών κυβερνήσεων φιλικών προς τη Μόσχα, στις χώρες που στάθμευε ο Κόκκινος Στρατός, εκτίναξε τα επίπεδα ανασφάλειας των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.
Η παρουσία του Αμερικανικού Στρατού στην Ευρώπη παρείχε ένα βαθμό ασφάλειας και δέσμευσης των ΗΠΑ στην υπεράσπιση των δομών της από τον ολοκληρωτισμό αλλά ακόμα κι αυτή είχε μια ημερομηνία λήξεως. Σύντομα, οι Αμερικανοί στρατιώτες θα αποχωρούσαν για τη χώρα τους και η εν πολλοίς κατεστραμμένη και στρατιωτικά αφοπλισμένη δυτική Ευρώπη θα γινόταν πιθανώς λεία της ισχυρής Ανατολής.
Με αυτό το σκεπτικό, πολλοί πολιτικοί και στις δύο όχθες του Ατλαντικού μεσίτευσαν για τη δημιουργία μιας συμμαχίας για την υπεράσπιση των θεσμών της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού, αρχές που ένωσαν τις δύο πλευρές του ωκεανού στον πόλεμο και καλούνταν να ενώσουν και πάλι.
Το 1949, δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Βορειο-Ατλαντικού Συμφώνου με τη συμμετοχή 12 κρατών (ΗΠΑ, Καναδάς, Ισλανδία από τη μία και Μεγάλη Βρετανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Δανία, Νορβηγία και Ιταλία από την άλλη). Η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν το 1952 στη δομή του, στο πλαίσιο της πολιτικής της “ανάσχεσης” της εξόδου της ΕΣΣΔ προς την Μεσόγειο, ενώ δύο ακόμα χώρες, η Δυτική Γερμανία και η Ισπανία εντάχθηκαν στη συμμαχία το 1955 και το 1982 αντίστοιχα.
Η κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα χαιρέτισε την είσοδο της χώρας στη συμμαχία ως εξασφάλιση της χώρας τόσο στην άμυνα όσο και ως εξέλιξης της οικονομίας και της ανάπτυξης. Ο πρωθυπουργός δήλωσε στη Βουλή μετά την κύρωση της συμφωνίας:
«Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν”.