Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Πλοέστι Ρουμανίας, 26 Νοεμβρίου 1861 – Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη Μάχη του Μπιζανίου, όπου η ελληνική νίκη οφείλεται στην αποφασιστικότητά του, η οποία εξανάγκασε τον Οθωμανικό Στρατό να παραδοθεί άνευ όρων.
Ο Βελισσαρίου αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της στρατιωτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας τις τελευταίες ημέρες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Αρχική σταδιοδρομία
Ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας και είχε μεταναστεύσει στη Ρουμανία από την Κύμη Ευβοίας. Στις 11 Μαρτίου 1881, έχοντας τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές του, ο Βελισσαρίου κατετάγη στο Στρατό ως κληρωτός, προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του προήχθη, ως εθελοντής, στο βαθμό του δεκανέα. Το 1884, και ενώ είχε ήδη προαχθεί στο βαθμό του λοχία ή του επιλοχία, κατατάχθηκε κατόπιν εξετάσεων στη δεύτερη εκπαιδευτική σειρά της Στρατιωτικής Σχολής Υπαξιωματικών (ΣΣΥ), από την οποία αποφοίτησε στις 7 Οκτωβρίου 1887 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1894 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1897 ο ανθυπολοχαγός Βελισσαρίου διετέλεσε αστυνόμος. Με την έναρξη των επιχειρήσεων του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 βρέθηκε να υπηρετεί ως διμοιρίτης στον 4ο Λόχο του ΙΙΙ/5 Τάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στη 2η Ελληνική Ταξιαρχία. Εκεί έδειξε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του διατηρώντας τη θέση του στη διάβαση της Μελούνας, ακόμη και όταν όλες οι γειτονικές φίλιες δυνάμεις είχαν συμπτυχθεί.
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος
Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ο Βελισσαρίου υπηρέτησε ως διοικητής τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, της ΙΙας Μεραρχίας, συμμετέχοντας από την πρώτη ημέρα στις επιθετικές επιχειρήσεις. Η Μάχη του Σαρανταπόρου αποτέλεσε μάλιστα μια από εκείνες στις οποίες ακόμη μια φορά διακρίθηκε για τις ηγετικές του δυνατότητες.
Αργότερα συμμετείχε στη Μάχη του Μπιζανίου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1912 και συνεχίστηκαν και το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 1913, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου στις επιχειρήσεις αυτές υπαγόταν στο 1ο Σύνταγμα Ευζώνων. Κατά τις πρώτες ημέρες, μάλιστα, τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι και νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα.
Μετά την αποτυχία των παραπάνω επιχειρήσεων, στις 16 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγές για νέα επίθεση εναντίον των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων, η κύρια ενέργεια θα εκδηλωνόταν από τα δυτικά, με το Β’ Τμήμα Στρατιάς, με σκοπό την υπερκέραση του Μπιζανίου, ενώ ταυτόχρονα από το κέντρο και τα ανατολικά θα εκδηλωνόταν παραπλανητική επίθεση, με ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού.
Το Β’ Τμήμα Στρατιάς, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του, αποφασίστηκε να κινηθεί σε τρεις φάλαγγες (1η, 2η και 3η). Η 2η Φάλαγγα, με αφετηρία τα στενά της Μανολιάσας, όπου είχε μετακινηθεί, ανέλαβε να προελάσει προς το ύψωμα του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια προς το χωριό Πεδινή. Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, με το 8ο και το 9ο Τάγμα, μαζί με το 1/17 Τάγμα Πεζικού αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας. Με τα δύο τάγματα Ευζώνων ανεπτυγμένα εμπρός και το 1/17 πίσω ως εφεδρεία, ξεκίνησε η προέλαση περί τις 07:45.
Ύστερα από σκληρές μάχες και με τους άνδρες του βουτηγμένους μέχρι το γόνατο στους βούρκους της περιοχής, ο Βελισσαρίου κατάφερε να διεισδύσει ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά που ακόμη δεν είχαν παραδοθεί (οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας). Μαζί με τον Ιατρίδη και το τάγμα του κατέλαβε το χωριό Άγιος Ιωάννης, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύοντας μεγάλες ποσότητες εχθρικού υλικού. Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν αμέσως προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Την υπόλοιπη νύχτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του Τουρκικού Στρατού που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των Ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη, ενώ ταυτόχρονα προώθησαν τις θέσεις τους προς τα Γιάννενα.
Περί τις 23:00 της 20ής Φεβρουαρίου ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο πολύ μεγάλους φανούς πίσω από του οποίους σύντομα εμφανίστηκαν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο τούρκος υπολοχαγός Ρεούφ και ο επίσης τούρκος ανθυπολοχαγός Ταλαάτ, οι οποίοι έφερναν επιστολή των ξένων προξένων και του Εσσάτ Πασά με τις προτάσεις για παράδοση των Ιωαννίνων. Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη.
Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ο Βελισσαρίου συμμετείχε μεταξύ άλλων και στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά, όπου το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων ενεργούσε υπό τις διαταγές της VIης Μεραρχίας. Κινούμενος έφιππος και ακάλυπτος, περνούσε από τις θέσεις όλων των ανδρών του για να τους εμψυχώνει. Έτσι είχε κερδίσει την προσωνυμία «μαύρος καβαλάρης».
Στις 16:00 της 21ης Ιουνίου ο ταγματάρχης Βελισσαρίου με το τάγμα του εισήλθε στο Λαχανά. Αμέσως μετά οι άνδρες του Βελισσαρίου, μαζί με τον 1ο λόχο του 4ου Συντάγματος Πεζικού (υπό το λοχαγό Γεώργιο Ζήρα), ξεκίνησαν καταδίωξη των υποχωρούντων Βουλγάρων, χωρίς να τους δώσουν χρόνο για να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα παρακείμενα υψώματα, προκαλώντας τους πανικό.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων επιχειρήσεων, στις 26 Ιουνίου, η Στρατιά Μανουσογιαννάκη, κινούμενη για την κατάληψη του Μπέλες, από Τσαφερλή προς Χατζή Μπεϊλίκ, ανέθεσε στην VIη Μεραρχία να καταλάβει με τάγμα της τη δίοδο του Δεμίρ Καπού (Σιδηρά Πύλη, στα Τουρκικά). Το τάγμα που εκλήθη να φέρει σε πέρας την αποστολή ήταν το 9ο Τάγμα Ευζώνων, του Βελισσαρίου.
Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας μαζί με άλλες δυνάμεις στη Μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο, για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, το ρόλο εμπροσθοφυλακής ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε, ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει». Πρώτος ο ταγματάρχης άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι Εύζωνοί του. Το καταιγιστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά. Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.
Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το θάνατό του, λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».