χρόνια κλείνουν σήμερα από το πρωινό της 20ης Μαΐου 1041 όταν οι γερμανικές Αερομεταφερόμενες δυνάμεις και η Αεροπορία (Luftwaffe) εξαπέλυσαν την επιχείρηση «Ερμής» (Merkur) για την κατάληψη και του τελευταίου ελεύθερου, ακόμη, ελληνικού εδάφους: Της Κρήτης.
Για την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί συγκέντρωσαν μια τεράστια δύναμη η οποία αποτελείτο από τον 4ο Αεροπορικό Στόλο (Luftflotte 4), το VIII Αεροπορικό Σώμα (VIII. Fliegerkorps), το ΧΙ Αεροπορικό Σώμα (Αεροκίνητο) (ΧΙ. Fliegerkorps), στο οποίο υπαγόταν η 7η Αεροπορική Μεραρχία (Αλεξιπτωτιστών) (7. Flieger-Division) και η 5η Ορεινή Μεραρχία.
Από πλευράς Ελλάδας και Συμμάχων οι δυνάμεις που βρίσκονταν στην Μεγαλόνησο αποτελούνταν από 27.000 Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς.
Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνταν από 9.000 άνδρες οι οποίοι επάνδρωναν τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την γερμανική εισβολή), την Κρητική Χωροφυλακή (δύναμη μεγέθους τάγματος), τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορικές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα του 12ου και του 20ου ελληνικού τμήματος στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση).
Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Ακαδημίας της Χωροφυλακής, Ευέλπιδες που μόλις είχαν διαφύγει από την Ηπειρωτική Ελλάδα και νεοσύλλεκτοι από τα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στην Πελοπόννησο, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη για να αντικαταστήσουν τους εκπαιδευμένους στρατιώτες που είχαν σταλεί για να πολεμήσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε αριθμημένα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τις με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 20ής Μαΐου με σφοδρούς βομβαρδισμούς του νησιού από τη Luftwaffe.
Η τελευταία διέθετε αριθμητικά 280 μέσα βομβαρδιστικά Do-17 και He-111, 180 αεροσκάφη δίωξης και εγγύς υποστήριξης Bf- 109E3 και Bf- 110C-1/2, 150 βομβαρδιστικά Ju-87 Stuka, και 600 περίπου μεταφορικά αεροσκάφη κυρίως Ju-52 και περίπου 70 ανεμοπλάνα εφόδου DFS 230.
Στις 08.00, τα πρώτα ανεμοπλάνα ρυμουλκούμενα από Do-17 και He-111 προσγειώθηκαν στο νησί και ταυτόχρονα άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Οι σοβαρότερες συγκρούσεις σημειώθηκαν γύρω από το ύψωμα 107 που δέσποζε του αεροδρομίου του Μάλεμε, η κατάληψη του οποίου ήταν κρίσιμης σημασίας για τους Γερμανούς.
Μετά πρακτικά τον αποδεκατισμό του πρώτου κύματος αλεξιπτωτιστών το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκαν νέες ρίψεις αλεξιπτωτιστών οι οποίοι όμως υπέστησαν επίσης μεγάλες και βαριές απώλειες.
Καλύτερη τύχη όμως δεν είχαν και οι γερμανικές προσπάθειες μεταφοράς ενισχύσεων διά θαλάσσης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 20ής και 22ας Μαΐου. Αυτές προήλθαν κυρίως από τα σκάφη του βρετανικού Ναυτικού τα οποία περιπολούσαν βόρεια της Κρήτης.
Μόνο το πρωί της 22ας Μαΐου η γερμανική διοίκηση αντιλήφθηκε καθαρά την κατάσταση και εξαπέλυσε το σύνολο των μάχιμων δυνάμεων του VIII Αεροπορικού Σώματος κατά των βρετανικών πλοίων, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Βρετανούς διασφαλίζοντας έτσι την κρίσιμη για αυτούς θαλάσσια οδό ενίσχυσης των αποκομμένων τμημάτων των αλεξιπτωτιστών.
Κατόπιν αυτών, οι γερμανικές ενισχύσεις άρχισαν να συρρέουν στην Κρήτη, καθιστώντας την έκβαση της μάχης προδιαγεγραμμένη. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι την 1η Ιουνίου, οπότε και αποχώρησαν από το νησί όσες βρετανικές δυνάμεις κατάφεραν να διασωθούν από την περιοχή των Σφακίων.
Αργότερα πολλά ελέχθησαν εάν οι Βρετανοί ήθελαν πράγματι να κρατήσουν την Κρήτη ή απλώς πραγματοποίησαν ακόμη μια μάχη καθυστέρησης των γερμανικών δυνάμεων.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά νεότερες έρευνες συγκλίνουν στο γεγονός ότι ουδέποτε οι Βρετανοί ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για να κρατήσουν την Κρήτη.