ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Αυτές τις κεφαλές του νέου διηπειρωτικού βλήματος της Ρωσίας που έπεσε στην Ουκρανία δεν τις προλαβαίνει ούτε το μάτι...
prodeals

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Οι δύο μήνες που άλλαξαν την πορεία του Έθνους

Ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος άλλαξε ριζικά το γεωπολιτικό χάρτη των Βαλκανίων, ωστόσο οι στρατιωτικές πτυχές του δεν είναι γνωστές στο ευρύτερο κοινό

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Οι δύο μήνες που άλλαξαν την πορεία του Έθνους

Στους κρίσιμους αυτούς μήνες (Οκτώβριος 1912-Δεκέμβριος 1912) οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων (στρατός ξηράς και ναυτικό) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έμελλε να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης.

Στην παρούσα ανάλυση των στρατιωτικών πτυχών του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, όπου κριθεί απαραίτητο θα γίνουν σύντομες αναφορές στις επιχειρήσεις των Βαλκάνιων συμμάχων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, κυρίως στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Θράκης, προκειμένου να δοθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς πραγματοποιήθηκε η εκδίωξη των Οθωμανών Τούρκων από την Ευρώπη και η κατίσχυση των όπλων των βαλκανικών χριστιανικών δυνάμεων.

Πριν ξεκινήσουμε την παρουσίαση των επιχειρήσεων θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε σύντομα τις διεθνοπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, που οδήγησαν στο σχηματισμό της τετραμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας.

Διεθνοπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια 1909-1912

Μετά την κρίση του Οκτωβρίου του 1908, η οποία προκλήθηκε από την ανακήρυξη της βουλγαρικής ανεξαρτησίας και την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία-Ουγγαρία (Διπλή Μοναρχία), η θέση της Τουρκίας στην Ευρώπη επιδεινώθηκε.

Η ορατή αδυναμία των Νεότουρκων –που είχαν πάρει την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1908– να αναδιοργανώσουν την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και η εθνικιστική πολιτική που ακολούθησε σε βάρος των χριστιανικών εθνοτήτων την περίοδο 1909-1912 συντέλεσαν στην προσέγγιση των μικρών βαλκανικών χριστιανικών κρατών: Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο.

Επιπρόσθετα, η έκρηξη του Τουρκο-Ιταλικού πολέμου το φθινόπωρο του 1911 για την Τρίπολη και η δυσμενής εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο αφρικανικό μέτωπο και το Αιγαίο (κατάληψη της Δωδεκανήσου από Ιταλία) έπεισαν τα βαλκανικά χριστιανικά κράτη ότι η άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρότι διατηρούσε ακόμη μεγάλο αριθμό στρατιωτών και κτήσεων στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, ουσιαστικά ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.

Μολονότι Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα φαίνονταν να συμφωνούν ως προς την αδυναμία της Τουρκίας να αντιμετωπίσει με επιτυχία έναν υπολογίσιμο, οργανωμένο αντίπαλο, είχαν σοβαρές διαφορές στα σχέδιά τους για το μελλοντικό μοίρασμα των ευρωπαϊκών εδαφών. Κεντρικό πρόβλημα παρέμενε η Μακεδονία.

Τη συγκεκριμένη επαρχία εποφθαλμιούσαν Σόφια, Αθήνα και Βελιγράδι. Μέχρι την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η βουλγαρική πολιτική ηγεσία επιδίωκε, σε πρώτη φάση, την πολιτική αυτονόμηση της Μακεδονίας με σκοπό, αργότερα, την ενσωμάτωσή της στον βουλγαρικό εθνικό κορμό.

Ελλάδα και Σερβία, αντίθετα, υποστήριζαν ότι στη Μακεδονία θα έπρεπε να καθοριστούν «ζώνες επιρροής» και, όταν οι πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες το επιτρέψουν, η επαρχία να μοιραστεί ανάμεσα στα τρία βαλκανικά κράτη, με βάση τις συγκεκριμένες «ζώνες επιρροής».

Όπως ήταν φυσικό, οι αντικρουόμενες πολιτικές σκοπιμότητες των βαλκανικών χριστιανικών κρατών στη Μακεδονία και η αδυναμία τους να φτάσουν σε ένα μίνιμουμ consensus (σ.σ.: συναίνεση) για το πολιτικό μέλλον της επαρχίας υπονόμευαν τις όποιες προσπάθειες προσέγγισης.

Η δραματική τροπή του Τουρκο-Ιταλικού πολέμου (στις αρχές του 1912, ιταλικές ναυτικές δυνάμεις επιχείρησαν, χωρίς επιτυχία, να παραβιάσουν τα Στενά και να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη) και η αλβανική εξέγερση στο Κόσοβο η οποία επεκτάθηκε στη Βόρεια Μακεδονία το καλοκαίρι του 1912 έπεισαν τα βαλκανικά κράτη ότι η ώρα για δράση είχε έρθει. Είναι αλήθεια ότι στα τέλη του καλοκαιριού του 1912 η Ευρωπαϊκή Τουρκία έδειχνε ορατά σημάδια πολυ-επίπεδης κατάρρευσης.

Από την άλλη, Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα, που από το 1909 επιδίωκαν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό βαλκανικό πολιτικο-διπλωματικό και στρατιωτικό συνασπισμό, ετοιμάζονταν για ανάληψη στρατιωτικής δράσης.

Ηδη, Βουλγαρία και Σερβία είχαν υπογράψει Συνθήκη Συμμαχίας το Μάρτιο του 1912, η οποία ουσιαστικά στρεφόταν κατά της Τουρκίας.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Ελλάδα και Βουλγαρία διεξήγαγαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας, ωστόσο είχαν διαφορετική προσέγγιση στο Μακεδονικό Ζήτημα. Τελικά, Σόφια και Αθήνα αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της Συνθήκης Συμμαχίας στις αρχές Οκτωβρίου του 1912.

Η Μακεδονία χώριζε τις δύο χώρες. Όμως η κοινή φλόγα για την απομάκρυνση του Τούρκου κατακτητή από την Ευρώπη και η πεποίθηση ότι η ώρα για εθνική επέκταση είχε σημάνει αποτέλεσαν τη «συγκολλητική ουσία» που έφερε στο ίδιο στρατόπεδο Αθήνα και Σόφια.

Στις αρχές Οκτωβρίου, τα ενωμένα βαλκανικά χριστιανικά κράτη, Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα και Μαυροβούνιο, παρουσίασαν στην Υψηλή Πύλη ένα τελεσίγραφο. Η ικανοποίηση των όρων που έθεταν οι συμμαχικές δυνάμεις ισοδυναμούσε με κατάργηση της οθωμανικής εξουσίας στην Ευρώπη. Η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε το τελεσίγραφο.

Στις 17 Οκτωβρίου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με το Μαυροβούνιο από τις 8 Οκτωβρίου, κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία και τη Βουλγαρία, αλλά όχι στην Ελλάδα. Η Ελλάδα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο πρωθυπουργό, την επόμενη μέρα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της.

Στρατιωτικές επιχειρήσεις

Τα οθωμανικά στρατεύματα που στάθμευαν στις ευρωπαϊκές κτήσεις αποτελούνταν από την Ι Στρατιά (Κωνσταντινούπολη), τη ΙΙ Στρατιά (Θράκη) και την ΙΙΙ Στρατιά (Μακεδονία). Συνολικά, οι οθωμανικές δυνάμεις δεν υπερέβαιναν τους 300.000 άντρες.

Το οθωμανικό αμυντικό σχέδιο επιχειρήσεων σε περίπτωση επίθεσης από ένα ή περισσότερα βαλκανικά κράτη (κυρίως Βουλγαρία, Σερβία και δευτερευόντως Ελλάδα) προέβλεπε τη διεξαγωγή αμυντικού αγώνα σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια του Οθωμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, τα βασικά τμήματα των οθωμανικών δυνάμεων, εφόσον αντιμετώπιζαν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, επρόκειτο να υποχωρήσουν και να συμπτυχθούν.

Οι κύριες περιοχές σύμπτυξης ήταν στα δυτικά η Αλβανία και στα ανατολικά η Θράκη. Παράλληλα, θα οργανωνόταν η επιστράτευση στις ασιατικές επαρχίες. Επιπλέον, τμήματα από τον Οθωμανικό Στρατό (VΙΙΙ Στρατιά Δαμασκού) προβλεπόταν να μεταφερθούν στα ευρωπαϊκά θέατρα επιχειρήσεων, στη Μακεδονία και τη Θράκη, μέσω θαλάσσης.

Οι επιστρατευμένες ασιατικές δυνάμεις και τα τμήματα από την VΙΙΙ Στρατιά προβλεπόταν αρχικά να συνδράμουν τα αμυνόμενα οθωμανικά στρατεύματα, και στη συνέχεια να αναλάβουν επιθετική δράση εναντίον του εχθρού.

Τα επιτελικά σχέδια του Οθωμανικού Γενικού Επιτελείου, τα οποία είχε εκπονήσει ο Αχμέτ Ιζέτ Πασάς, πρώην επιτελάρχης, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Αντίθετα, η ΙΙΙ Μακεδονική στρατιά και η ΙΙ Θρακική Στρατιά πολέμησαν ταυτόχρονα εναντίον των Βούλγαρων, των Σέρβων και των Ελλήνων στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο, και των Μαυροβουνίων στη Βόρεια Αλβανία.

Οι δυνάμεις του Μαυροβουνίου, συνολικά 35.000 άντρες, υπό την ηγεσία του βασιλιά Νικίτα, ήταν οι πρώτες που προσέβαλαν τις τουρκικές θέσεις στη Βόρεια Αλβανία με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του οχυρού Σκούταρι. Το κύριο βάρος των επιχειρήσεων όμως το επωμίστηκαν οι σερβικές, οι βουλγαρικές και οι ελληνικές Μεραρχίες.

Οι σερβικές δυνάμεις αποτελούνταν από περίπου 250.000 άντρες και ήταν χωρισμένες σε 4 στρατιές. Υπό την ικανή ηγεσία του πρίγκιπα Αλέξανδρου, οι καλά εξοπλισμένες και πειθαρχημένες σερβικές μεραρχίες διέλυσαν πολύ γρήγορα τις συνοριακές τουρκικές φρουρές στα σύνορα των δύο χωρών και στράφηκαν στους αντικειμενικούς στόχους τους: η βασική σερβική δύναμη κρούσης, της οποίας ηγούνταν ο ίδιος ο πρίγκιπας Αλέξανδρος, βάδισε ενάντια στην κύρια τουρκική δύναμη που έδρευε στο Κουμάνοβο, σημαντικό αστικό κέντρο της Βόρειας Μακεδονίας.

Η δεύτερη Σερβική Στρατιά, πάντα σε συνεννόηση με τα Γενικά Επιτελεία των Βαλκάνιων συμμάχων, διέσχισε το βουλγαρικό έδαφος και πέρασε στην Ανατολική Μακεδονία προκειμένου να πραγματοποιήσει κυκλωτική κίνηση και να αποκόψει τον κύριο όγκο της ΙΙΙ Τουρκικής Μακεδονικής Στρατιάς. Η τρίτη Σερβική Στρατιά επιτέθηκε στην επαρχία του Κοσσυφοπεδίου, με σκοπό την κατάληψη των Σκοπίων.

Οι Μεραρχίες της τέταρτης Σερβικής Στρατιάς προχώρησαν στην εκκαθάριση του Νόβι-Παζάρ, αφού τα σχέδια του Σερβικού Γενικού Επιτελείου προέβλεπαν την ένωση του Μαυροβουνίου με την κυρίως Σερβία μέσω του Σαντζακίου του Νόβι Παζάρ.

Ο συγκεκριμένος στρατιωτικός ελιγμός των Σέρβων στο Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ ήταν αναγκαίος για δύο λόγους: πρώτον, ένωνε τις στρατιωτικές δυνάμεις των δύο συμμάχων –Σερβία, Μαυροβούνιο– και, δεύτερον, δημιουργούσε ένα συμπαγές μέτωπο, όχι τόσο ενάντια στις πανικόβλητες τουρκικές μονάδες που ήδη υποχωρούσαν άτακτα, αλλά κυρίως απέναντι σε μία απροσδόκητη επίθεση από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αυστροουγγαρίας που στάθμευαν στη Βοσνία (κάτι, φυσικά, που δεν έγινε ποτέ).

Μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1912, οι σερβικές ένοπλες δυνάμεις είχαν καταγάγει ήδη τις πρώτες κρίσιμες επιτυχίες στα πεδία των μαχών. Η Στρατιά του πρίγκιπα Αλέξανδρου κατόρθωσε να κάμψει την άμυνα των Τούρκων στο Κουμάνοβο και να συντρίψει τον κύριο όγκο των τοπικών οθωμανικών στρατευμάτων, ανοίγοντας τον δρόμο προς τα Σκόπια.

Η άρτια σχεδιασμένη και σχεδόν άψογα εκτελεσμένη κίνηση των σερβικών στρατευμάτων προκάλεσε πανικό στους Τούρκους διοικητές και στρατιώτες, κι εντυπωσίασε τους ξένους πολιτικούς και στρατιωτικούς παρατηρητές. Οι τουρκικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετές και δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε το ηθικό να αντιπαρατεθούν σε όλο το μήκος του μετώπου με τις εύρωστες και αξιόμαχες Σερβικές Μεραρχίες.

Καθώς ο Σερβικός Στρατός καταδίωκε τα «υπολείμματα» των Τούρκων που υποχωρούσαν, ένας ντόπιος αυτόπτης μάρτυρας έδινε την εικόνα που επικρατούσε στην περιοχή: «Τα πιο τρομερά επεισόδια συνέβησαν στο Κουμάνοβο. Ταραχές ξέσπασαν ανάμεσα στο ντόπιο χριστιανικό στοιχείο και τους Τούρκους. Οι περισσότεροι χριστιανοί, μη γνωρίζοντας την εξέλιξη στο πεδίο της μάχης, κρύβονταν στα σπίτια τους. Σταδιακά η γη άρχισε να τρέμει, καθώς το σφυροκόπημα από το σερβικό πυροβολικό γινόταν ολοένα και πιο δυνατό.

Μετά από λίγο τα τζάμια των σπιτιών άρχισαν να σπάνε. Έπειτα από λίγες ώρες, τα ‘απομεινάρια’ από τις πρώτες τουρκικές μεραρχίες έτρεχαν σε κατάσταση αμόκ μέσα στην πόλη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν από το σερβικό ιππικό και τις σκληροτράχηλες ομάδες των Σέρβων κομιτατζήδων (cetniks) που τις καταδίωκαν. Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν όπλα, τα τραύματά τους ήταν ορατά, αρκετοί από αυτούς ήταν ήδη ακρωτηριασμένοι, αιμορραγούσαν και περπατούσαν ξυπόλητοι με μόνο ‘σύμμαχο’ τον πανικό που προκαλεί η εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου να αποφύγει το βέβαιο θάνατο…»

Στις αρχές Νοεμβρίου, οι δυνάμεις των Τούρκων που υποχωρούσαν κατόρθωσαν να ανασυνταχθούν στην περιοχή του Μοναστηρίου. Εκεί, η στρατιωτική διοίκηση των Οθωμανών αποφάσισε να δώσει την τελευταία μάχη ενάντια στους Σέρβους. Ήδη, στα βόρεια της πόλης είχαν συγκεντρωθεί περίπου 110.000 Σέρβοι πολεμιστές – οι δύο από τις τέσσερις Σερβικές Στρατιές που συμμετείχαν στην εκστρατεία κατά των Οθωμανών. Από την άλλη πλευρά, η τουρκική ανασυγκρότηση είχε αποφέρει καρπούς και οι τοπικοί Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές είχαν πλέον στη διάθεσή τους περίπου 85.000 άντρες.

Στις 15 Νοεμβρίου ξεκίνησε η μαζική σερβική επίθεση. Ύστερα από τρεις ημέρες σκληρού αγώνα, η άμυνα των Τούρκων κατέρρευσε. Οι απώλειες των ηττημένων ανέρχονταν σε 20.000 νεκρούς, ενώ οι νικητές έχασαν 12.000 στρατιώτες. Ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων εγκλωβίστηκε από τις σερβικές Μεραρχίες και το Ιππικό, και αιχμαλωτίστηκε: περίπου 45.000 άντρες! Οι υπόλοιποι Τούρκοι στρατιώτες επιχείρησαν να βρουν καταφύγιο στα βουνά, κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με την Αλβανία.

Την ώρα που οι σερβικές δυνάμεις έτρεπαν σε φυγή τους Τούρκους στη Βόρεια Μακεδονία, οι πανίσχυρες Βουλγαρικές Στρατιές έπεφταν σαν «τεράστια σφυριά» στις οχυρωματικές τουρκικές θέσεις στη Θράκη. Παράλληλα, η Ανώτατη Βουλγαρική Στρατιωτική Διοίκηση διέταξε ένα τμήμα των βουλγαρικών στρατευμάτων να κινηθεί προς την Ανατολική Μακεδονία με βασικό σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Η τουρκική αμυντική γραμμή στην περιοχή της Θράκης είχε οργανωθεί (όπως και ολόκληρος ο Τουρκικός Στρατός) από ειδικούς Γερμανούς στρατιωτικούς.

Τα επιτελικά σχέδια των Οθωμανών και των Γερμανών ειδικών στη Θράκη προέβλεπαν την αποτελεσματική υπεράσπιση τεσσάρων οχυρών. Λόζενγκραντ, Αδριανούπολη, Λουλέ-Μπουργκάς και Μπαμπαέσκι συγκροτούσαν μια σχεδόν ανυπέρβλητη τετράδα μεγάλων οχυρωματικών έργων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί αρκετά νωρίτερα, στα μέσα του 19ου αιώνα.

Τα συγκεκριμένα οχυρά είχαν ως βασική αποστολή να εμποδίσουν οποιαδήποτε μαζική επίθεση χερσαίων δυνάμεων ενάντια στη Θράκη, και φυσικά ενάντια στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.

Η αλήθεια είναι ότι από τα τέσσερα οχυρά, μόνο η Αδριανούπολη είχε ενισχυθεί έως το 1912, παρά την προσπάθεια των Οθωμανών στρατιωτικών διοικητών να πείσουν τον Σουλτάνο να τα ενισχύσει όλα. Το Οθωμανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού διέβλεπε, σωστά, τη μεγάλη απειλή που αντιπροσώπευε για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας η θεαματική αύξηση της στρατιωτικής ισχύος των Βουλγάρων.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1912, ο ισχυρότερος στρατός των Βαλκανίων, ο βουλγαρικός, που αριθμούσε 300.000 άντρες, με υψηλή εκπαίδευση, ηθικό και σύγχρονα μέσα μάχης (όπλα και πυροβολικό) έκανε την εμφάνισή του στη Θράκη. Οι πειθαρχημένες και ισχυρές βουλγαρικές μεραρχίες κινήθηκαν πρώτα ενάντια στο Λόζενγκραντ.

Παρ’ ότι οι Γερμανοί στρατιωτικοί επιθεωρητές θεωρούσαν το συγκεκριμένο οχυρό «ένα από τα ισχυρότερα στον κόσμο», ένα τραγικό λάθος δύο Τούρκων στρατιωτικών διοικητών έδωσε την ευκαιρία στις βουλγαρικές δυνάμεις να καταλάβουν το οχυρό. Η αναπάντεχη πτώση του Λόζενγκραντ ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να υποχωρήσουν και να αντιμετωπίσουν τις βουλγαρικές μεραρχίες στις μάχες του Λουλέ-Μπουργκάς και του Μπαμπαέσκι με καταστροφικά, για τους Οθωμανούς, αποτελέσματα. Στις μάχες αυτές περίπου 45.000 Τούρκοι και 25.000 Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν. Έχοντας υποστεί συντριπτικές ήττες, οι οθωμανικές δυνάμεις χωρίστηκαν.

Κάποιες από τις οθωμανικές μεραρχίες κατέφυγαν στο τελευταίο και ισχυρότερο οχυρό, την Αδριανούπολη, ενώ οι περισσότερες μονάδες διατάχθηκαν να συμπτυχθούν στην τελευταία αμυντική γραμμή πριν από την πρωτεύουσα: τα οχυρά της Τσατάλτζας. Ολόκληρη η πεδιάδα της Θράκης αφέθηκε στα βουλγαρικά στρατεύματα.

Με διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά Φερδινάνδου, ένα ισχυρό τμήμα του βουλγαρικού στρατεύματος άρχισε την πολιορκία της Αδριανούπολης, η οποία διήρκεσε πέντε ολόκληρους μήνες. Ο κύριος όγκος, ωστόσο, του Βουλγαρικού Στρατού κινήθηκε προς την Τσατάλτζα. Σκοπός της βουλγαρικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και ο έλεγχος των Στενών. Εκεί, στην τελευταία τουρκική γραμμή άμυνας, 32 χλμ. μόλις μακριά από την Κωνσταντινούπολη, διαδραματίστηκε ίσως η σφοδρότερη, σχεδόν επική, σύγκρουση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Το πρωινό της 17ης Νοεμβρίου 1912 ήταν ιδιαίτερα κρύο και η δυνατή βροχή δυσκόλευε αρκετά τις κινήσεις των Βούλγαρων μαχητών που ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες για την τελική επίθεση. Οι δύο στρατοί βρίσκονταν πλέον ο ένας απέναντι από τον άλλο. Κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, 900 βουλγαρικά πυροβόλα άρχισαν να σφυροκοπούν τις τουρκικές αμυντικές θέσεις σε ένα μήκος 50 χλμ.

Ο εκκωφαντικός θόρυβος και ο καπνός από τα βουλγαρικά πυροβόλα ήταν αντιληπτά από την Κωνσταντινούπολη. Στην οθωμανική πρωτεύουσα επικρατούσε πανικός. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ήταν πεπεισμένοι ότι η Πόλη θα έπεφτε στους Βούλγαρους.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν έναν αριθμό πολεμικών πλοίων στη Θάλασσα του Μαρμαρά για να εμποδίσουν τη σφαγή άμαχων πολιτών. Τόσο δραματική ήταν η κατάσταση στην Πόλη, που ο Σουλτάνος Ρεσίντ (είχε ανέλθει στο θρόνο τον Απρίλιο του 1909) εγκατέλειψε την πρωτεύουσα: αυτή ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της οθωμανικής Ιστορίας που ένας Σουλτάνος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη κάτω από την πίεση εχθρικών δυνάμεων…

Παρά τις αντίθετες προβλέψεις, οι τουρκική άμυνα άντεξε το ανελέητο βουλγαρικό σφυροκόπημα. Οι καλά κρυμμένες μονάδες του τουρκικού πυροβολικού, η αποτυχημένη έφοδος των Βουλγάρων και η αποτελεσματική παράκτια άμυνα των  Τούρκων, που εμπόδισε το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να παραβιάσει τα Στενά και να χτυπήσει από τα μετόπισθεν τους αμυνόμενους της Τσατάλτζας, αποδείχτηκαν οι κρίσιμοι παράγοντες που καθόρισαν την έκβαση της μάχης, η οποία έσωσε την Πόλη από τη βουλγαρική επίθεση.

Στο μεταξύ, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, ο Ελληνικός Στρατός υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Κωνσταντίνου άρχισε την προέλαση στις 18 Οκτωβρίου 1912. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε εκπονήσει λεπτομερές σχέδιο επιχειρήσεων και ήταν σε διαρκή επαφή με τα συμμαχικά επιτελεία για τον καλύτερο συντονισμό των κινήσεων.

Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε την ανάληψη επιθετικής δράσης από τον κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων, που είχαν συγκεντρωθεί στη Θεσσαλία, προς την κεντρική Μακεδονία με διττή κατεύθυνση: τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Στην τελευταία πόλη έπρεπε να συναντηθούν τα ελληνικά με τα σερβικά στρατεύματα και μετά να κινηθούν προς τη Θράκη προκειμένου να ενισχύσουν τις βουλγαρικές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν τον κύριο όγκο των τουρκικών δυνάμεων στην Ευρώπη (Ι Στρατιά και ΙΙ Στρατιά).

Στο μέτωπο της Ηπείρου, τα επιτελικά σχέδια προέβλεπαν αμυντικό αγώνα ανάμεσα στην περιοχή της Άρτας και του Αμβρακικού Κόλπου, έως ότου τμήματα του Ελληνικού Στρατού που πολεμούσαν στη Μακεδονία θα μπορούσαν να διατεθούν για τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Βασική επιδίωξη των Ελλήνων στο μέτωπο της Ηπείρου ήταν η κατάληψη της πόλης των Ιωαννίνων, που προστατευόταν από τα ισχυρά οχυρά του Μπιζανίου.

Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Μαυροβούνιους και τους Βούλγαρους, οι Έλληνες διέθεταν ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό. Σε αυτό ανατέθηκε: α) να παρεμποδίσει κάθε τουρκική προσπάθεια μεταφοράς στρατευμάτων και εφοδίων από τις ασιατικές επαρχίες στα ευρωπαϊκά θέατρα επιχειρήσεων, β) να απελευθερώσει τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και να εδραιώσει την ελληνική ναυτική παρουσία στο Αρχιπέλαγος και γ) να συνδράμει οποιαδήποτε βουλγαρική επιθετική ενέργεια στη Θράκη.

Ο Ελληνικός Στρατός που κινήθηκε προς τη Μακεδονία αριθμούσε περίπου 100.000 άντρες. Η πρώτη σημαντική αναμέτρηση ανάμεσα στις ελληνικές δυνάμεις και τα τουρκικά τμήματα έγινε στα Στενά του Σαρανταπόρου. Στο συγκεκριμένο σημείο, υπό την επίβλεψη Γερμανών ειδικών, οι Τούρκοι είχαν εκμεταλλευτεί τη μορφολογία του εδάφους προκειμένου να ενισχύσουν την άμυνά τους. Σύμφωνα με τους Γερμανούς στρατιωτικούς επιθεωρητές του Οθωμανικού Στρατού «τα Στενά του Σαρανταπόρου θα γίνονταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού».

Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρειάστηκαν μόλις δύο μέρες (22-23 Οκτωβρίου) για να υπερκεράσουν την αντίσταση των Τούρκων στο Σαραντάπορο, και βάδισαν πλέον προς την κεντρική Μακεδονία. Μολονότι το συμμαχικό σχέδιο προέβλεπε την προώθηση των ελληνικών δυνάμεων προς το Μοναστήρι –θέση που υποστήριξε και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος– ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε συνεχή εικόνα των επιχειρήσεων, διέταξε τον Κωνσταντίνο να οδηγήσει το στρατό στη Θεσσαλονίκη, την οποία επίσης εποφθαλμιούσαν οι Βούλγαροι.

Πράγματι, τα πρώτα ελληνικά αντάρτικα σώματα μπήκαν στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μαζί με την εμπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού στις 9 Νοεμβρίου 1912. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη μία μέρα αργότερα και λίγες ώρες πριν από την άφιξη του βουλγαρικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον στρατηγό Τοντόροφ. Μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης, τμήμα των ελληνικών δυνάμεων (Ι, ΙΙΙ, ΙV, VI Μεραρχίες) συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους στην κεντρική Μακεδονία με κατεύθυνση το Μοναστήρι.

Μέχρι τη 15η Νοέμβρη, όταν η οθωμανική κυβέρνηση ζήτησε ανακωχή των εχθροπραξιών, οι ελληνικές μεραρχίες είχαν απελευθερώσει τα Γιαννιτσά, την Έδεσσα και το Σόροβιτς. Όταν μονάδες του Ελληνικού Στρατού έφτασαν στο Μοναστήρι, στα μέσα Νοεμβρίου, ο Σερβικός Στρατός ήταν ήδη εκεί.

Στο μεταξύ, στο Ηπειρωτικό μέτωπο, τα τμήματα του Ελληνικού Στρατού υπό τον στρατηγό Σαπουντζάκη ξεκίνησαν ουσιαστικά τις επιθετικές επιχειρήσεις στις 25 Οκτωβρίου, και κατέλαβαν τη Φιλιππιάδα. Μία εβδομάδα αργότερα, με τη βοήθεια κάποιων ενισχύσεων και την ενεργό συμμετοχή του ελληνικού στολίσκου του Ιονίου, οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στην Πρέβεζα.

Παράλληλα, ο ελληνικός στολίσκος –η κύρια δύναμη του στόλου ήταν στο Αιγαίο και απελευθέρωνε τα νησιά– στο Ιόνιο προχώρησε στον αποκλεισμό της Αυλώνας στην Αλβανία, απ’ όπου άρχισαν να υποχωρούν σημαντικά τμήματα των ηττημένων τουρκικών στρατευμάτων. Μολονότι η πρόθεση του Βενιζέλου ήταν να θέσει υπό ελληνικό έλεγχο τη νότια Αλβανία και το λιμάνι του Αυλώνα, η σθεναρή αντίδραση της Αυστροουγγαρίας στο ελληνικό σχέδιο ανάγκασε την Αθήνα να ματαιώσει την εντολή που είχε δώσει σε δύο Συντάγματα πεζικού να καταλάβουν τον Αυλώνα.

Στη θάλασσα, η ελληνική ναυτική υπεροχή υπήρξε καταλυτική. Ο ελληνικός στόλος, με ναυαρχίδα το νεοαποκτηθέν θωρηκτό «Αβέρωφ», όχι μόνο κατατρόπωσε στις ναυμαχίες της Έλλης (15 Δεκέμβρη) και της Λήμνου (18 Ιανουαρίου 1913) τον τουρκικό στόλο, αλλά πρωτοστάτησε και στην απελευθέρωση όλων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, στη διακοπή του θαλάσσιου τουρκικού ανεφοδιασμού και στην υποστήριξη της Θρακικής Εκστρατείας των Βουλγάρων.

Έτσι, η ανακωχή από τις εχθροπραξίες του Δεκεμβρίου βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις να έχουν εδραιώσει τη θέση τους σε καίριες πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, σημαντικό τμήμα της Ηπείρου (με την εξαίρεση των Ιωαννίνων) και στα περισσότερα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Η Βαλκανική Συμμαχία είχε επιτύχει την έξωση των Τούρκων από την Ευρώπη και είχε περιορίσει την οθωμανική εξουσία στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
defencenet.ae
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.