ΚΛΕΙΣΙΜΟ
«Μαύρα σύννεφα» στον ορίζοντα του τουρισμού για το 2025...
prodeals

A’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η «ανατολή» της εποχής του πετρελαίου

Παρά το γεγονός ότι η αναγκαιότητα ελέγχου στρατηγικών πρώτων υλών, από τις οποίες εξαρτάται η στρατιωτική και οικονομική ασφάλεια των κρατών, αποτέλεσε συστηματική τους προτεραιότητα από την εποχή του Μεγαρικού Ψηφίσματος, η σύγχρονη ενεργειακή –πρωτίστως πετρελαϊκή- της διάσταση αναδύθηκε ως συνέπεια της δεύτερης Μαροκινής κρίσης του Agadir

A’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η «ανατολή» της εποχής  του πετρελαίου

Η απόφαση του Winston Churchill αντιμετωπίστηκε αρχικά με εξαιρετικό σκεπτικισμό όσον αφορά την εφαρμογή της στα θωρηκτά μεγάλου εκτοπίσματος (Dreadnoughts), που αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος για το βρετανικό ναυτικό σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι εβδομήντα τέσσερα υποβρύχια και πενήντα έξι καταδρομικά με αποκλειστική εξάρτηση στο πετρέλαιο κατασκευάζονταν ή είχαν ήδη κατασκευαστεί την εποχή που ο Churchill ανέλαβε το ναυαρχείο.

Το βρετανικό ναυτικό είχε άλλωστε αρχίσει να μετατρέπει μικρότερες μονάδες επιφανείας του σε πετρελαιοκίνητα πλοία από το 1902.

Το βασικό μειονέκτημα εντοπιζόταν στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, που άρχισαν την κατασκευή των δύο (Oklahoma και Nevada) πρώτων δικών τους πετρελαιοκίνητων Dreadnoughts, το 1911,5 οι βρετανικές νήσοι στερούνταν και θα στερούνταν παντός πετρελαϊκού αποθέματος έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Παράλληλα, οι Αμερικανοί ήδη από το 1904, ακολουθώντας τη βρετανική πρωτοβουλία, συνέστησαν την Επιτροπή Πετρελαίου υπό την εποπτεία του αμερικανικού υπουργείου Ναυτικών, προτείνοντας την ταχύτατη μετατροπή του στόλου σε πετρελαιοκίνητα πλοία. Στη βρετανική περίπτωση η συγκεκριμένη πρόταση γνώριζε ιδιαίτερη αντίσταση.

Ωστόσο, τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα που διασφάλιζε η καύση πετρελαίου ήταν συντριπτικώς ανώτερα από το ενδεχόμενο πολιτικό ρίσκο που συνεπαγόταν η παραγωγή του σε δυνητικώς εχθρικά πολιτικά περιβάλλοντα, όπως ο Περσικός Κόλπος, όπου η ανάπτυξη των αποθεμάτων του είχε αρχίσει στην Περσία (1908) από μια κοινοπραξία ανάμεσα στη βρετανική εταιρεία Burmah Oil και στη Royal Bank of Scotland.

Ο Churchill και ο Fisher ήταν αμετάπειστοι για την αναγκαιότητα και τη βαρύτητα της μετατροπής. Τα πετρελαιοκίνητα θωρηκτά είχαν πολύ μεγαλύτερη ευκινησία, ταχύτητα και δυνατότητα ελιγμών σε σχέση με τα μη πετρελαιοκίνητα, ενώ η δυνατότητα ανεφοδιασμού τους εν πλω ή η αποθήκευση του καυσίμου μέσα στα ίδια τα πλοία αύξανε σημαντικά την επιχειρησιακή τους ακτίνα δράσης και επιτάχυνε τον ανεφοδιασμό του στόλου χωρίς τον υποχρεωτικό του ελλιμενισμό.

Μια δευτερεύουσα, αν και ιδιαιτέρως σημαντική, επίπτωση συνίστατο στην «απελευθέρωση» σημαντικού αριθμού προσωπικού, που χρειαζόταν για τον ανεφοδιασμό των πλοίων σε κάρβουνο.

Το προσωπικό αυτό αποσπώνταν από σπουδαιότερα καθήκοντα μέσα στο πλοίο, ακόμη και από την επάνδρωση μάχιμων θέσεων,  προκειμένου να «φτυαρίζει κάρβουνο» σε 24ωρη βάση.

Η επανάσταση του 1906 στην Περσία και τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει η Burmah Oil κατά την επιχείρηση εκμετάλλευσης των αποθεμάτων της χώρας υπενθύμιζαν συνεχώς το αυξημένο πολιτικό ρίσκο που θα είχε η εξάρτηση του βρετανικού ναυτικού και υποχρέωσαν τον Churchill να συστήσει –υπό την προεδρία του Fisher- την πρώτη επίσημη κρατική επιτροπή «ενεργειακής ασφάλειας» στην ιστορία.

Η Βασιλική Επιτροπή Πετρελαϊκού Εφοδιασμού (Royal Commission on Oil Supply) κατέληξε μέσα στο 1912 στην ανεπιφύλακτη υποστήριξη της πρότασης Churchill και την έγκριση από τη βρετανική κυβέρνηση μιας σειράς από ιστορικής σημασίας αποφάσεις που οδήγησαν:

(α) Στην υλοποίηση του μεγαλύτερου έως τότε εξοπλιστικού προγράμματος στην ιστορία του βρετανικού ναυτικού (1912-1914).

(β) Στη δημιουργία του πρώτου στρατηγικού αποθεματικού πετρελαίου, διάρκειας τεσσάρων ετών, για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού.

(γ) Στην άμεση εξαγορά του πλειοψηφικού μεριδίου μετοχών της Anglo-Persian and Burmah Oil από το βρετανικό δημόσιο τον Ιούνιο του 1914.

Η αναδυόμενη στρατηγική σημασία του πετρελαίου και η ανάδειξή του στο «θεμέλιο λίθο της βρετανικής θαλασσοκρατείας»,8 καταδείχθηκε και από το γεγονός ότι η εξαγορά της Anglo-Persian αποτέλεσε την πρώτη άμεση επένδυση του βρετανικού Δημοσίου, εκτός της βρετανικής αυτοκρατορίας, από την αγορά του πλειοψηφικού μεριδίου μετοχών της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τη διώρυγα του Σουέζ από το κχεδίβη (κυβερνήτη) της Αιγύπτου το Νοέμβριο του 1875.

Είναι παρενθετικά αξιοσημείωτο να υπογραμμιστεί ότι και στις δύο περιπτώσεις ο κίνδυνος να πέσει στα χέρια μιας ανταγωνιστικής προς τη Βρετανία δύναμης (Γαλλία στο Σουέζ και Γερμανία στην Περσία) μια μέγιστης σημασίας στρατηγική υποδομή (διώρυγα Σουέζ και πετρελαϊκά αποθέματα Περσίας / διυλιστήριο Abadan) αποτέλεσε τον καταλύτη για την επέμβαση του Λονδίνου σε περιοχές που ωστόσο αποτελούσαν, ούτως ή άλλως, ζωτικούς κρίκους στην ανασχετική αλυσίδα που προστάτευε την καρδιά του αυτοκρατορικού συστήματος στις Ινδίες.

Είναι επίσης σημαντικό ότι για την υπεράσπιση αμφότερων αυτών των στρατηγικών υποδομών η Βρετανία θα καταφύγει στη χρήση βίας: την πρώτη φορά συγκαλυμμένα, και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της επιχείρησης Ajax για την ανατροπή του πρωθυπουργού Μοσαντέκ το 1953 και τη δεύτερη μη συγκαλυμμένα, και σε αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ, κατά την κατάληψη της διώρυγας του Σουέζ στον πόλεμο του 1956.

Ως απόρροια αυτών των ενεργειών κατά την τριετία 1911-1914 το πετρέλαιο κατέστη «για πρώτη, αλλά σίγουρα όχι για τελευταία φορά, εργαλείο εθνικής πολιτικής, ένα στρατηγικό οικονομικό αγαθό δεύτερης σπουδαιότητας έναντι κανενός».

Η πρώτη λοιπόν αντίληψη ενεργειακής ασφάλειας συνίστατο στη διατήρηση συνεχούς ροής εισαγωγών, προκειμένου να συγκεντρωθεί και να συντηρηθεί το απαραίτητο απόθεμα πετρελαίου που θα εξυπηρετούσε τις επιχειρησιακές ανάγκες του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού.

Η πεμπτουσία του πρωτόλειου αυτού ορισμού επικεντρωνόταν στην ποσοτική και όχι την ποιοτική διάσταση του πετρελαίου. Ενδιαφερόταν, δηλαδή, πρωτίστως για το αν υπήρχε ή όχι διαθέσιμο αργό προς αγορά και όχι για την τιμή στην οποία αυτό θα διατίθετο. Στη βρετανική περίπτωση, η απουσία εγχώριων πηγών πετρελαίου, η μέγιστη δυνατή διαφοροποίηση των εναλλακτικών πηγών εισαγωγής του, αποτελούσε το μόνο μέσο για την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών ασφάλειας του Πολεμικού Ναυτικού. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Churchill, «δεν μπορούμε να εξαρτιόμαστε σε καμία μόνο ποιότητα, σε καμία μόνο διαδικασία, σε καμία μόνο χώρα, σε καμία μόνο δίοδο [εισαγωγής] και σε κανένα μόνο πεδίο. Ασφάλεια και βεβαιότητα στο πετρέλαιο βρίσκονται στην ποικιλία και μόνο στην ποικιλία».11

Η διορατική εμμονή των Churchill και Fisher τελικά επιβραβεύτηκε διασφαλίζοντας τη βρετανική υπεροχή στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Δεδομένου ότι η μεγάλη πλειοψηφία του γερμανικού στόλου επιφανείας δεν ήταν πετρελαιοκίνητη, αποδείχθηκε πρακτικά αδύνατον για τους Γερμανούς να εξισορροπήσουν την ταχύτητα, τους ελιγμούς και την εμβέλεια δράσης του βρετανικού ναυτικού, κάτι που καταδείχθηκε με σαφήνεια και από την ήττα τους στη ναυμαχία των Falklands το Δεκέμβριο του 1914 και από το στρατηγικό τους αποκλεισμό στα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας μετά τη ναυμαχία της Γιουτλάνδης το Μάιο του 1916.

Στην πραγματικότητα, ο γερμανικός υπερωκεάνιος στόλος, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με το όραμα του ναύαρχου Tirpiz μετά το 1898, για να συντρίψει τη βρετανική θαλασσοκρατεία συντείνοντας αποφασιστικά στην έκρηξη του πολέμου,13 δεν μπόρεσε να προστατέψει ούτε τις πενιχρές γερμανικές αποικίες, παρά το γεγονός ότι δεν ηττήθηκε σε κάποια αποφασιστική μάχη.

Από την άποψη αυτή ο γερμανικός στόλος δεν καταναυμαχήθηκε, απλώς υποχρεώθηκε να «σαπίσει» αποκλεισμένος στα λιμάνια του, αφού δεν διέθετε, μεταξύ άλλων, και την απαραίτητη ταχύτητα διαφυγής από τις περιπόλους του βρετανικού ναυτικού στη Βόρεια Θάλασσα.

Παρά την άμεση πλέον σύνδεση της ναυτικής ισχύος με την ασφαλή διαθεσιμότητα πετρελαίου, η διάχυση της στρατηγικής βαρύτητας του πετρελαίου ως ζωτικής σημασίας πολεμικού υλικού υπήρξε συνώνυμη της δραματικής μηχανικοποίησης των αντίπαλων στρατιών που συγκρούστηκαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πρωτίστως στην ξηρά και δευτερευόντως στη θάλασσα.

Πετρέλαιο και πολεμική ετοιμότητα

Η μετατροπή του πετρελαίου σε αναπόσπαστο τμήμα της πολεμικής ετοιμότητας / ικανότητας των κρατών ακολούθησε παράλληλη πορεία με την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων καθώς οι βασικοί πρωταγωνιστές του δράματος επιδίωξαν –πρωτίστως στο Δυτικό Μέτωπο- να «μεταφέρουν» τα τακτικά πλεονεκτήματα της ταχύτητας, των ελιγμών και της ευρύτερης εμβέλειας δράσης από τη θάλασσα στην ξηρά και σχεδόν ταυτόχρονα στον αέρα.

Η ανάγκη της Entente να εξισορροπήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα των γερμανικών σιδηροδρόμων και την ταχύτητα της γερμανικής κινητοποίησης αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία για τη δραματική επέκταση του μηχανοκίνητου «στόλου» των φορτηγών και των αυτοκινήτων που κατασκευάστηκαν από τις γαλλικές, βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις.

Είναι ενδεικτικό ότι το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα που αποβιβάστηκε στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1914 διέθετε μόλις 827 αυτοκίνητα –εκ των οποίων τα 747 είχαν επιταχθεί– και 15 μοτοσικλέτες.

Προς το τέλος του πολέμου οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν 56.000 φορτηγά, 34.000 αυτοκίνητα και 23.000 μοτοσικλέτες, ενώ οι Αμερικανοί, στον ενάμιση περίπου χρόνο που πολέμησαν, χρησιμοποίησαν περί τα 50.000 μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς προσωπικού και εφοδίων.

Αυτή η αυξημένη κινητικότητα των συμμάχων τούς επέτρεψε να κλείσουν τα αρχικά κενά που δημιούργησε η μαζική γερμανική επίθεση κατά τη δεύτερη μάχη του Verdun το χειμώνα του 1916, αλλά και να σώσουν το Παρίσι από τα επελαύνοντα γερμανικά στρατεύματα κατά την πρώτη μάχη του Μάρνη το Σεπτέμβριο του 1914, μολονότι στη δεύτερη περίπτωση η περίφημη «αρμάδα των ταξί» του στρατηγού Gallieni αποτέλεσε αποκλειστική γαλλική πρωτοτυπία, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εφαρμογή.

Η αρμάδα του Gallieni κινητοποίησε χιλιάδες Γάλλους στρατιώτες στο 48ωρο της 7ης-8ης Σεπτεμβρίου 1914, επιτυγχάνοντας να καλύψει το κενό που είχε δημιουργήσει η γερμανική προέλαση στα ανατολικά του Παρισιού και αποτελεί την πρώτη μαζική μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού με μηχανοκίνητα μέσα στην ιστορία του πολέμου.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στην ίδια λογική, η αναγκαιότητα να ανατραπεί η φονική στασιμότητα του πολέμου των χαρακωμάτων στο δυτικό μέτωπο αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία για τη δημιουργία του τεθωρακισμένου οχήματος ή τανκ. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι λόγω της εντονότατης αντίθεσης του βρετανικού στρατού στην ιδέα χρήσης των τανκ, η επιτελική ευθύνη για την ανάπτυξη του νέου αυτού όπλου τέθηκε υπό την εποπτεία και την προάσπιση του ίδιου ακριβώς δυναμικού διδύμου που είχε αποφασίσει τη μετατροπή του βρετανικού στόλου σε πετρελαιοκίνητη δύναμη κρούσης.

Το «πλοίο της ξηράς» (land ship) ή το «καταδρομικό της ξηράς» (land cruiser), όπως υπήρξαν κάποιες από τις κωδικές ονομασίες του τανκ κατά την περίοδο της μυστικής του προπαρασκευής (1915-1916), αν και απέτυχε αρχικά στην αποστολή του κατά τη μάχη του Somme το 1916,16 έπαιξε καίριο ρόλο το Νοέμβριο του 1917, κατά τη συμμαχική νίκη στο Cambrai, και αποφασιστικό ρόλο κατά τη διάρρηξη των γερμανικών γραμμών από τις δυνάμεις της Entente στη μάχη της Αμιένης τον Αύγουστο του 1918, που έμεινε γνωστή ως «η μαύρη ημέρα του γερμανικού στρατού».

Αν και έτυχε συγκριτικά μικρότερης επιχειρησιακής αξιοποίησης ως μάχιμο μέσο πρώτης γραμμής από τους εμπόλεμους, η έλευση του πολεμικού αεροσκάφους και η άμεση σύνδεση της επιχειρησιακής του ετοιμότητας με το πετρελαϊκό παράγωγο της κηροζίνης επρόκειτο να αποτελέσει μια από τις πλέον σημαντικές κληρονομιές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Μολονότι οι Ιταλοί είχαν κάνει χρήση του αεροπλάνου ως μέσου βομβαρδισμού κατά την κατάληψη της Τρίπολης και της Κυρηναϊκής από τους Οθωμανούς στον πόλεμο του 1911-1912, η πλειοψηφία των αντίπαλων επιτελείων στην αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου περιφρονούσε τη χρήση του αεροπλάνου ως περισσότερο κατάλληλη για αθλητικές διοργανώσεις.

Μέσα στο 1915 η περιπαικτική αυτή διάθεση είχε αντικατασταθεί από τη χρήση του αεροπλάνου για αναγνωριστικές πτήσεις και λήψη αεροφωτογραφιών αναφορικά με τη διάταξη των εχθρικών δυνάμεων, πρωτίστως το δυτικό μέτωπο, ενώ από το 1916 και μετά είχαν αναπτυχθεί νέα μοντέλα, πολύ καλύτερα εξοπλισμένα με ισχυρότερους κινητήρες και τη δυνατότητα πτήσης για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Μέσα στο 1915 και το 1916 δημιουργήθηκαν οι πρώτοι σχηματισμοί σμήνους και τα αεροσκάφη εξοπλίστηκαν με πολυβόλα και νέα συστήματα πρόωσης, που βελτίωναν το συγχρονισμό ανάμεσα στην κίνηση των ελίκων και στη χρήση των πυροβόλων όπλων έτσι ώστε ο πολυβολητής να μη χτυπήσει το ίδιο του το αεροπλάνο.

Μέσα στο 1916 η χρήση των μαχητικών πλέον αεροσκαφών επεκτάθηκε σημαντικά, αν και περιοριζόταν σε αερομαχίες που θα εμπόδιζαν το έργο της αναγνώρισης των εχθρικών θέσεων, ενώ από το 1917 επεκτάθηκε σημαντικά η δυνατότητα πτήσης των μαχητικών αεροσκαφών σε σχηματισμό που αντικατέστησε τις «ομηρικού τύπου» αερο-μονομαχίες των δύο πρώτων ετών του πολέμου. Έως το τέλος του πολέμου οι αεροπορικές επιθέσεις εκτελούνταν από σμήνη 50-60 αεροσκαφών. Η αποφασιστική χρήση του πολεμικού αεροσκάφους ως μέσο τακτικού βομβαρδισμού για την υποβοήθηση των χερσαίων επιχειρήσεων έγινε από τους Βρετανούς, τόσο εναντίον των Οθωμανών στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής (κατά τη διετία 1917-1918) όσο και εναντίον των Γερμανών στο δυτικό μέτωπο, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την ανακοπή της γερμανικής προέλασης κατά την εαρινή επίθεση του Μαρτίου 1918 έναντι των βρετανικών θέσεων στο δυτικό μέτωπο.19

Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, υπήρξαν πρωτοπόροι στον τομέα του στρατηγικού βομβαρδισμού επιχειρώντας να μεταφέρουν, αρχικά μέσω των Zeppelin και από το 1917 μέσω βομβαρδιστικών, τον πόλεμο στην ίδια τη Βρετανία, κάτι που ανταπέδωσαν οι Βρετανοί προς το τέλος της παγκόσμιας σύγκρουσης.

Μέχρι το τέλος του πολέμου η πολεμική αεροπορία είχε ενσωματωθεί ως σαφές και διακριτικό πλέον όπλο στο συνολικό δυναμικό των ενόπλων δυνάμεων. Έως το τέλος του πολέμου, μέσα δηλαδή σε λιγότερο από τρία χρόνια από τη συστηματική τους ανάπτυξη, τα πολεμικά αεροσκάφη μπορούσαν να φτάσουν ταχύτητες των 120 μιλίων/ώρα ενεργώντας από ύψη 27.000 ποδιών, διπλασιάζοντας, δηλαδή, την αρχική τους ταχύτητα και επιχειρησιακή εμβέλεια.

Η δε συνολική τους παραγωγή υπήρξε πολλαπλάσια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Βρετανία κατασκεύασε περί τα 55.000 αεροπλάνα, η Γαλλία περί τα 68.000, η Ιταλία περί τα 20.000, η Γερμανία περί τα 48.000 και οι ΗΠΑ περί τα 15.000, μόλις σε 18 μήνες ενεργούς εμπλοκής.

Μια λογική συνέπεια της ανάδειξης του πετρελαίου σε στρατηγικό υλικό πρώτου βαθμού για την ετοιμότητα του συνόλου των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας υπήρξε και η μετατροπή του συγκεκριμένου υδρογονάνθρακα σε αντικειμενικό στόχο για μια σειρά από επιχειρήσεις του Μεγάλου Πολέμου.

Μολονότι η διασφάλιση πετρελαϊκών πόρων δεν αποτέλεσε το θεμελιώδες αίτιο της έναρξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως έχει εσφαλμένως υποστηριχθεί κατ’ επανάληψη,21 η ραγδαία αύξηση της σημασίας του κατά τη διεξαγόμενη παγκόσμια σύρραξη αποτέλεσε το πρωταρχικό κίνητρο για μια σειρά σημαντικών στρατιωτικών αποφάσεων που λήφθηκαν από πλευράς των εμπολέμων.

Προτού ωστόσο προχωρήσουμε στην περιεκτική ανάλυση αυτών των περιπτώσεων, πρέπει να ελέγξουμε το επιχείρημα ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκλήθηκε από την αναζήτηση πλουτοπαραγωγικών πηγών εκ μέρους της Γερμανίας, που βρίσκονταν υπό την «κατοχή» του αγγλο-γαλλικού αποικιοκρατικού συστήματος.

Κάτι τέτοιο είναι προφανώς ανυπόστατο εάν κανείς αναλογιστεί ότι η Γερμανία μπόρεσε να συνεχίσει και παραλίγο να κερδίσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει τις πλουτοπαραγωγικά πλούσιες (resource-rich) υπερπόντιες κτήσεις των αντιπάλων της και γρήγορα απώλεσε το σύνολο των δικών της πενιχρών αποικιακών κτήσεων μέσα στους πρώτους μήνες της σύρραξης. Εάν η γερμανική πολεμική βιομηχανία εξαρτιόταν από την τροφοδοσία της σε στρατηγικά υλικά πρώτου βαθμού, όπως το πετρέλαιο, από εξωευρωπαϊκές πηγές, θα είχε χάσει τον πόλεμο προ πολλού.

Όπως καταδεικνύεται σαφέστατα από την προκείμενη ανάλυση, η γερμανική πολεμική μηχανή περισσότερο παρέλυσε παρά ηττήθηκε αποφασιστικά στο πεδίο της μάχης, επειδή ακριβώς στον κρίσιμο τομέα της πετρελαϊκής τροφοδοσίας και των ζωτικών επιχειρησιακών και στρατηγικών πλεονεκτημάτων που αυτή συνεπαγόταν η Γερμανία:

(α) Απέτυχε να απειλήσει ουσιαστικά τη βάση του βρετανικού πετρελαϊκού ανεφοδιασμού στο Ιράν κατά την πρώτη φάση του πολέμου.

(β) Υπέστη τον επιτυχή πετρελαϊκό αποκλεισμό των συμμαχικών στόλων και στρατιών.

(γ) Απέτυχε, μετά την εισαγωγή νηοπομπών, να παραλύσει μέσω του υποβρυχιακού της πολέμου την τροφοδοσία των δυνάμεων της Entente από τις ΗΠΑ.

(δ) Δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τα ρουμανικά πετρελαϊκά αποθέματα ύστερα από τη συστηματική τους καταστροφή από τους Βρετανούς το 1916.

(ε) Απέτυχε να διασφαλίσει την τροφοδοσία της πολεμικής της μηχανής από τις ρωσικές πετρελαιοπηγές του Μπακού μετά την επικράτησή της στο Ανατολικό Μέτωπο.

Ας εξετάσουμε αυτά τα περιστατικά σε λίγο περισσότερο βάθος καθώς επιβεβαιώνουν ότι η αναζήτηση πετρελαίου αποτέλεσε το πρωταρχικό κίνητρο για μια σειρά σημαντικών στρατιωτικών αποφάσεων, με χαρακτηριστικότερες:

(Ι) (Ιράκ, Πετρελαιοπηγές Βασόρας / Μοσούλης): Την κατάληψη της Βασόρας και του σημερινού νότιου Ιράκ από τις δυνάμεις του στρατηγού Nixon προκειμένου να διασφαλιστεί το στρατηγικό απόθεμα του βρετανικού πολεμικού ναυτικού στο Αbadan από ενδεχόμενη γερμανο-οθωμανική επίθεση το Νοέμβριο του 1914 και την υπεράσπιση των θέσεων αυτών κατά τη διάρκεια των οθωμανικών επιθέσεων την άνοιξη του 1915.22 Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι μετά τη διάλυση της τσαρικής αυτοκρατορίας και τη συνεπαγόμενη de facto κατάργηση της συμφωνίας Sykes-Picot (Μάιος 1916), η Βρετανία κατέστησε την κατάκτηση ελέγχου επί των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Μοσούλης –και συνεπαγόμενα του βόρειου Ιράκ- σε «ζωτικής σημασίας» προτεραιότητα, ερχόμενη συχνά σε ανοικτή σύγκρουση με τη Γαλλία, τόσο πριν όσο και κατά διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ειρήνης των Βερσαλλιών.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο τότε γενικός γραμματέας του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου της Βρετανίας Sir Maurice Hankey, σε αλληλογραφία του με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Arthur Balfur, «το πετρέλαιο θα καταλάβει στον επόμενο πόλεμο το ρόλο που έχει στον παρόντα ο γαιάνθρακας… η μόνη μεγάλη δυνητική πηγή [πετρελαίου] που μπορούμε να θέσουμε υπό βρετανικό έλεγχο είναι η ιρανική και μεσοποτάμια πηγή… ο έλεγχος επί των συγκεκριμένων πετρελαϊκών πηγών [Ιράκ] καθίσταται ένας βρετανικός πολεμικός στόχος πρώτου βαθμού».

(ΙΙ) (Ρουμανία / Πλοέστι): Τη συντριβή των ρουμανικών δυνάμεων (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1916) από τις μηχανοκίνητες μεραρχίες των στρατηγών Falkenhayn και Mackensen και την κατάληψη των σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένων πετρελαιοπηγών του Πλοέστι από τους Γερμανούς το Δεκέμβριο του 1916.

Η καταστροφή των πετρελαιοπηγών του Πλοέστι ήταν τόσο επιτυχής από την πλευρά του βρετανικού μηχανικού σώματος υπό το συνταγματάρχη John Norton-Griffiths, που οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να φτάσουν παρά μόνο στο 80% της παραγωγής του 1914 μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ καθ’ όλο το 1917 η παραγωγή του Πλοέστι ήταν μόλις το 1/3 της αντίστοιχης παραγωγής το 1914.24

Η συντονισμένη γερμανο-αυστριακή επίθεση κατά της Ρουμανίας είχε ως αντικειμενικό στόχο τη διασφάλιση της τροφοδοσίας των γερμανικών δυνάμεων με τη μόνη διαθέσιμη πηγή πετρελαίου στην Ευρώπη έως και το τέλος του πολέμου. Χωρίς την κατάκτηση των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, όπως παραδέχθηκε αργότερα ο στρατάρχης Ludendorff, «η Γερμανία δεν θα είχε μπορέσει να επιβιώσει, και βεβαίως όχι να συνεχίσει τον πόλεμο». Ο John Keegan επίσης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το ένα εκατομμύριο τόνοι πετρελαίου που άντλησαν οι Γερμανοί από το Πλοέστι μετά το 1916 «κατέστησε δυνατή… τη συνέχιση του πολέμου έως το 1918».

(ΙΙΙ) (Πρώτη Μάχη του Ατλαντικού): Την κήρυξη απεριόριστου υποβρυχιακού πολέμου από την πλευρά του γερμανικού ναυαρχείου κατά της τροφοδοσίας των Αγγλογάλλων από τον πετρελαϊκό και ανατροφοδοτικό «ομφάλιο λώρο» των ΗΠΑ το Φεβρουάριο του 1917. Αν και η συγκεκριμένη γερμανική απόφαση σε συνδυασμό με το περίφημο «τηλεγράφημα Zimmermann», που πρότεινε μια γερμανο-μεξικανική συμμαχία κατά των ΗΠΑ, συνέβαλαν αποφασιστικά στην είσοδο των Αμερικανών στον πόλεμο,26 η αρχική ανικανότητα των Συμμάχων να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές επιθέσεις δημιούργησαν συνθήκες γενικής κρίσης στις αγγλικές και πρωτίστως στις γαλλικές δυνάμεις για το μεγαλύτερο μέρος του 1917 και περίπου το πρώτο τετράμηνο του 1918.

Μέσα στο πρώτο μισό του 1917 οι απώλειες του βρετανικού και αμερικανικού ναυτικού ήταν διπλάσιες από τις απώλειες που υπέστησαν όλο το 1916. Από το Φεβρουάριο του 1917 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 1918, όταν οι συμμαχικές νηοπομπές μπόρεσαν να περιορίσουν αποτελεσματικά τις απώλειες των μεταγωγικών στους περίπου 300.000 τόνους το μήνα, οι Σύμμαχοι έχασαν σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια τόνους σε ωφέλιμο φορτίο, κάτι που αντιστοιχούσε σχεδόν στο ένα έκτο του συνολικού διαθέσιμου τονάζ (tonnage) σε παγκόσμια κλίμακα.

Η πλειοψηφία των απωλειών αφορούσε αμερικανικά, βρετανικά και σε μικρότερο βαθμό γαλλικά τάνκερ.27 Η δραματική αυτή απώλεια του αμερικανικού πετρελαίου είχε άμεσες συνέπειες στην ικανότητα συνέχισης του πολέμου από την πλευρά των Βρετανών και πρωτίστως των Γάλλων, οι οποίοι δεν διέθεταν το ενεργειακό αντίστοιχο του Abadan, μολονότι η παραγωγή του περσικού πετρελαίου κάλυψε, ειδικότερα μετά τις αρχές του 1917, λιγότερο από το 10% των βρετανικών πολεμικών αναγκών.

H τακτική διακοπή και υποτροφοδοσία καυσίμων των δυνάμεων της Entente, λόγω του ολοκληρωτικού υποβρυχιακού πολέμου των Γερμανών, αποτελεί ιστορικά, ιδιαιτέρως για την περίπτωση της Γαλλίας, το πρώτο επεισόδιο φυσικής ανεπάρκειας (physical scarcity) πετρελαίου για μια οικονομία και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Στη σπανιότατη αυτή περίπτωση της φυσικής ανεπάρκειας υδρογονανθράκων ο βασικός κίνδυνος εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν υφίσταται επαρκές διαθέσιμο αργό (και προϊόντα) προς διάθεση και όχι στην τιμή (και στις συνεπαγόμενες επιπτώσεις), που θα μπορούσε να διατεθεί το ζητούμενο πετρέλαιο προς τον  ενδιαφερόμενο εισαγωγέα / αγοραστή.

Για να επικρατήσει μια τέτοια συνθήκη συνεπάγεται ότι ούτε ο ίδιος ο αγοραστής διαθέτει ικανά αποθέματα πετρελαίου ούτε μπορεί να αγοράσει αργό από εναλλακτικές πηγές προσφοράς, σε βαθμό που αυτό να καλύπτει τις ελλειμματικές του ανάγκες, ανάγκες που εν προκειμένω σχετίζονταν άμεσα με την πολεμική ετοιμότητα μιας χώρας, και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Η ίδια ακριβώς συνθήκη επαναλήφθηκε, σε μεγαλύτερο ωστόσο βαθμό, και στην περίπτωση της Ιαπωνίας μετά τα τέλη του 1943, λόγω του συντριπτικού υποβρυχιακού πολέμου των ΗΠΑ (battle of Marus), ο οποίος πέτυχε να παραλύσει την τροφοδοσία της ιαπωνικής πολεμικής βιομηχανίας από τη μοναδική διαθέσιμη πηγή εισαγωγών: τα πετρέλαια των Ολλανδικών Ινδιών (Ινδονησία).

Έως τα τέλη του Μαΐου 1917 τα αποθέματα καυσίμων του βρετανικού ναυτικού είχαν μειωθεί σε λιγότερο από τρεις μήνες, δηλαδή στο μισό των αναγκαίων αποθεμάτων ασφάλειας, ενώ μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του ίδιου έτους εκφράζονταν σοβαρές αμφιβολίες από πλευράς του Αμερικανού πρέσβη στο Λονδίνο αναφορικά με την ικανότητα του βρετανικού ναυτικού να διατηρηθεί σε επιχειρησιακά επίπεδα.

Τον Ιούλιο του 1917 ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Walter Page έστειλε το ακόλουθο κατεπείγον τηλεγράφημα προς το State Department, όπου ανέφερε αυτολεξεί τα ακόλουθα: «Οι Γερμανοί επιτυγχάνουν, έχουν πρόσφατα βυθίσει τόσα πλοία μεταφοράς πετρελαίου, που η χώρα μπορεί πολύ γρήγορα να βρεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση -ακόμη και ο Μεγάλος Στόλος μπορεί να μη διαθέτει επαρκή καύσιμα… είναι ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος».

Σχεδόν ταυτόχρονα ο τότε ΥΠΕΞ της Βρετανίας Λόρδος Balfour σε τηλεγράφημά του προς τον Βρετανό επιτετραμμένο στις ΗΠΑ Λόρδο Northcliffe ανέφερε ότι, εάν έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι Αμερικανοί δεν παράσχουν στη Βρετανία περί τους 300.000 τόνους, τότε ο αυτοκρατορικός στόλος θα απειλούνταν με ακινητοποίηση.30 Στην περίπτωση της Γαλλίας η ανάγκη ήταν περισσότερο επιτακτική δεδομένου ότι αποτελούσε και το βασικό πολεμικό θέατρο της συμμαχικής προσπάθειας. Η Γαλλία, που κάλυπτε και αυτή πάνω από το 80% των αναγκών της μέσω αμερικανικών εισαγωγών, άρχισε να αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα από το καλοκαίρι του 1917 και μετά.

Το Δεκέμβριο του 1917 ο επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής Πετρελαϊκής Ασφάλειας (Comite General du Petrole) γερουσιαστής Henry Berenger ειδοποίησε τον Γάλλο πρωθυπουργό Georges Clemanceau ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας θα εξαντλούνταν μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, δηλαδή περίπου έως την έναρξη της εαρινής επίθεσης των Γερμανών.

Η δε εαρινή επίθεση του 1918 (Μάρτιος-Μάιος) αναμενόταν και αποδείχθηκε η πλέον σφοδρή του πολέμου, δεδομένου ότι οι Γερμανοί, μετά την ουσιαστική κατάρρευση του ανατολικού μετώπου μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, μπόρεσαν να συγκεντρώσουν το κύριο βάρος των δυνάμεών τους εναντίον της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο.Συγκεκριμένα, του επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν για περισσότερο από τρεις μέρες τις μαζικές επιθέσεις των γερμανικών στρατιών.

Πολύ απλά, η έλλειψη καυσίμων δεν θα επέτρεπε την ταχεία και μαζική μεταφορά εφεδρειών που θα κάλυπταν τα κενά συγκρατώντας την αρχική γερμανική προέλαση, όπως είχε γίνει με επιτυχία πριν από μερικούς μήνες κατά τη δεύτερη μάχη του Verdun. Στις 15 Δεκεμβρίου ο Clemanceau θα προειδοποιήσει τον Αμερικανό Πρόεδρο Wilson ότι ενδεχόμενη μη αναπλήρωση των πετρελαϊκών απωλειών της χώρας «θα προκαλούσε την άμεση παράλυση των στρατιών μας… εξαναγκάζοντάς μας ενδεχομένως σε μια ειρήνη δυσμενή για τους Συμμάχους».

Η εισαγωγή των νηοπομπών από την πλευρά των Συμμάχων και ο συντονισμός των πετρελαϊκών τους αποθεμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και τη συμβολή των ιδιωτικών στόλων της Standard Oil of New Jersey και της Royal Dutch/Shell συνέβαλαν στην αποφασιστική επίλυση του προβλήματος.

Επίκεντρο της συμμαχικής πετρελαϊκής προσπάθειας υπήρξε, από το Φεβρουάριο του 1918, η Διασυμμαχική Πετρελαϊκή Διάσκεψη (Inter-Allied Petroleum Conference) -στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- με τις ΗΠΑ να διαδραματίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο, κάτι που ήταν αυτονόητο λόγω της ηγεμονικής τους θέσης στο παγκόσμιο πετρελαϊκό σύστημα. Οι ΗΠΑ την περίοδο του πολέμου ήλεγχαν περί το 70% της παγκόσμιας παραγωγής. Πάνω από το 25% αυτής της παραγωγής διοχετεύτηκε προς τις δυνάμεις της Entente για την κάλυψη των πετρελαϊκών τους αναγκών.

Τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου οι Αμερικανοί προμήθευσαν το 80% των πετρελαϊκών αναγκών της Βρετανίας και της Γαλλίας, ενώ από τις αρχές του 1917 και μετά, παρά τον αδυσώπητο υποβρυχιακό πόλεμο των Γερμανών, το ποσοστό αυτό έφτασε το 92% για τη διετία 1917-1918. Συνολικά οι ΗΠΑ κάλυψαν πάνω από το 80% των συνολικών συμμαχικών αναγκών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.32 Αυτή η συντριπτική πετρελαϊκή υπεροχή της Entente αποτέλεσε ένα από τα αποφασιστικά της πλεονεκτήματα έναντι των Γερμανών, που οι ίδιοι, ιδιαίτερα μετά την κρίσιμη αποτυχία τους (Μάρτιος-Σεπτέμβριος 1918) να εξασφαλίσουν τις πετρελαιοπηγές του Μπακού, δεν είχαν καμιά ελπίδα να εξισορροπήσουν.

Η «απώλεια» των πετρελαίων του Μπακού επιτάχυνε με τον τρόπο αυτό την ουσιαστική παράλυση της γερμανικής πολεμικής μηχανής κατά το δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 1918. Έναν περίπου μήνα πριν από την εκεχειρία της 11ης Νοεμβρίου ο στρατάρχης Ludendorff και το σύνολο της ανώτατης γερμανικής διοίκησης εκτιμούσε ότι «ο πόλεμος στη θάλασσα θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο για τους επόμενους έξι έως οκτώ μήνες.

Οι στρατιωτικές βιομηχανίες, που λειτουργούσαν με βάση το πετρέλαιο θα εξαντλούσαν τα αποθέματά τους μέσα στους επόμενους δύο μήνες, ενώ το συνολικό απόθεμα των βιομηχανικών λιπαντικών θα τελείωνε μέσα σε ένα εξάμηνο. Περιορισμένες χερσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να συνεχιστούν, αλλά όλες οι αεροπορικές και χερσαίες μηχανοκίνητες επιχειρήσεις θα έπαυαν ολοκληρωτικά μέσα σε δύο μήνες» (έμφαση του συντάκτη).33

Σε αντίθεση με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία δεν συνετρίβη στα μέτωπα, δεν ηττήθηκε στρατιωτικά κατά συντριπτικό τρόπο. Η κυριότερη αιτία της συνθηκολόγησης –και όχι παράδοσής- της συνίστατο στο ότι εξάντλησε την οικονομική της δυνατότητα να συνεχίσει τον εν λόγω Πόλεμο Φθοράς και σε αυτήν την εξάντληση η αδυναμία της πετρελαϊκής της τροφοδοσίας διαδραμάτισε, όπως είδαμε, πρωταγωνιστικό ρόλο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.