Η υπηρεσία Abwehr το 1932 βρέθηκε κάτω από την ηγεσία του Conrad Patzig. To 1935 η Abwehr ήταν υποτελής στο υπουργείο Πολέμου και το 1938 κάτω από την Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού (OBW). Την τελική της μορφή, την οποία διατήρησε μέχρι και το τέλος του 1944, (οπότε και διαλύθηκε), την πήρε το 1939 και ονομάστηκε OKW Amt Ausland/Abwehr. Μετά το 1944 και μέχρι το τέλος του πολέμου η υπηρεσία υπάχθηκε στην SD και στον Χίμλερ.
Der Weihnachtsmann – O «Άγιος Βασίλης»
Ο ναύαρχος Κανάρης ζούσε μια διπλή ζωή και ακόμα και σήμερα αποτελεί το Νο1 μυστήριο του πρόσκαιρου καθεστώτος των Ναζί. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Η φιγούρα του ήταν χαρακτηριστική και ενέπνεε ένα είδος παράξενου σεβασμού στους ανθρώπους που τον συναντούσαν.
Το παρατσούκλι του «Ο Άγιος Βασίλης» το πήρε από τη χαρακτηριστική του λευκή κόμη. Από τη μια πλευρά διατηρούσε πάντοτε ισχυρούς δεσμούς με τη γερμανική αντίσταση, την οποία και υποστήριξε πολλές φορές με πάθος.
Απ’ ό,τι φάνηκε αργότερα, υποκινούσε πολλές φορές τους αντιπάλους του καθεστώτος και μάλιστα είχε ετοιμάσει κι ένα ολόκληρο σχέδιο επαφής με τη συμμαχική διοίκηση, ώστε να τελειώσει ο πόλεμος πιο γρήγορα. Επίσης, ετοίμαζε ένα δικό του σχέδιο για να εξοντώσει τον Χίτλερ και να κάνει μια ξεχωριστή ειρήνη με τους Συμμάχους.
Από την άλλη, την ίδια ώρα διηύθυνε υποδειγματικά τη γερμανική μυστική υπηρεσία και πολλές φορές αναγκαζόταν να κυνηγήσει τους συνεργάτες του σαν συνωμότες.
Αυτή ήταν μια από τις αντιφάσεις της ζωής των σκληρών χρόνων του Ναζισμού, που απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς. Ιδιαίτερα στα άδυτα της Abwehr, και στις επικίνδυνες ισορροπίες που έπρεπε να κρατάει ο ναύαρχος Κανάρης, ήταν ένας τρόπος με τον οποίο είχε μάθει να ζει.
Για να επιβιώνει μέσα σε ένα πραγματικά επικίνδυνο περιβάλλον, είχε δημιουργήσει ένα σύστημα πληροφοριοδοτών πρακτόρων που του είχαν τυφλή εμπιστοσύνη.
Ο ευγενής αυτός κύριος, έτσι όπως τον έλεγαν αυτοί που τον γνώριζαν καλά, είχε φτιάξει έναν τεράστιο μηχανισμό πληροφοριοδοτών και πρακτόρων που δρούσαν κάτω από τον έλεγχό του και βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση με την Γκεστάπο και τα Algemeine (πολιτικά) SS.
Ο άντρας αυτός, που διοικούσε τη μυστική υπηρεσία των Γερμανών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, ένας ακροατής, σχεδόν ποτέ ομιλητής. Και σίγουρα, όπως είχε διαφανεί, δεν μπορούσες ποτέ να καταλάβεις τι σκεφτόταν αλλά και πώς θα ενεργούσε.
Στα γραφεία του Βερολίνου στην Tirpitzufer 76/78, δίπλα από αυτά της Oberkommando der Wermacht, ο Κανάρης είχε πάντοτε αρκετή δουλειά.
Ο ναύαρχος Κανάρης γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1887 στο Aplerbeck και θεωρούταν ήρωας του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου για τα κατορθώματά του σαν κυβερνήτης υποβρυχίου.
Αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στη θέση του ανέλαβε τη διαμόρφωση ενός δικτύου κατασκόπων και πρακτόρων, το οποίο είχε να παρουσιάσει τόσο πολλές διακλαδώσεις και δικτυώσεις ώστε οι πράκτορες των Γερμανών μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν από τους Συμμάχους και τους Ρώσους, οι οποίοι είχαν εκπλαγεί από το μέγεθος και το εύρος αυτού του δικτύου.
Είχε ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις ανάγκες ενός πολέμου που εξαπλωνόταν επικίνδυνα και τις άοκνες προσπάθειες του Χίμλερ και του Ρέινχαρντ Χάιντριχ, οι οποίοι ήθελαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών.
Ο Κανάρης αναδιοργάνωσε την Abwehr εδραιώνοντας καινούριες υπηρεσίες, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι τη διάλυσή της.
ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ABWEHR
I: Κατασκοπία.
G: Κατασκευή ψευδών εγγράφων.
H WEST: Αγγλοαμερικανικός τομέας – πληροφορίες.
H OST: Σοβιετική Ένωση – πληροφορίες.
Ht: Τεχνικό τμήμα.
I: Επικοινωνίες.
L: Πολεμική Αεροπορία.
M: Πολεμικό Ναυτικό.
T/Lw: Τεχνικό τμήμα αεροπορικών εφαρμογών.
W: Οικονομικό.
II: Σαμποτάζ και ειδικά καθήκοντα.
Σε αυτή την αναδιοργάνωση ο ναύαρχος Κανάρης προσπάθησε -και το πέτυχε- να πάρει μαζί του έντιμους και δικούς τους αξιωματικούς, με τους οποίους πλαισίωσε τα γραφεία των υπηρεσιών του.
Οι πιο σημαντικοί από αυτούς ήταν ο Hans Oster, που έγινε υπαρχηγός του, και ο Ervin von Lahousen, που υπήρξε διοικητής του τμήματος ΙΙ. Μόνο ένας από όλους τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στη διοίκηση της υπηρεσίας υπήρξε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος.
Αυτός ήταν ο Rudolf Bamler, αρχηγός του τμήματος ΙΙΙ, ο οποίος μπήκε για να καθησυχάσει τις ανησυχίες του Χίμλερ, αλλά πάντα τον κρατούσε σε «κοντό λουρί» και του έδινε περιορισμένη προσβασιμότητα σε επιχειρησιακές πληροφορίες.
Η Abwehr κατά τον πόλεμο
Ένα πολύπλοκο και τεράστιο δίκτυο πρακτόρων είχε εξαπλωθεί πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του είχε πάρει πια τεράστιες διαστάσεις.
Η υπηρεσία είχε την ικανότητα και τη διορατικότητα να στρατολογεί πράκτορες από τις περιοχές ενδιαφέροντός της και να τους μετατρέπει σε πειθήνια όργανα με τη βοήθεια ειδικής κατήχησης και προγραμματισμού. Η ιδεολογική κατήχηση με τη συνδυασμένη χρηματική «βοήθεια» έφερναν πάντα τα ποθητά αποτελέσματα.
Στις περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων υπήρχαν τμήματα πρακτόρων της Abwehr, που στρατοτολογούσαν ανθρώπους από τον τοπικό πληθυσμό, ιδιαίτερα εκεί όπου υπήρχε έντονος αντάρτικος αγώνας εναντίον των Γερμανών.
Υπήρχε, επίσης, έντονη συνεργασία με τους ακόλουθους των τριών Όπλων σχετικά με τις εκτιμήσεις αντίπαλων στρατιών, στις αδυναμίες των αξιωματικών και των διπλωματών και στη στρατολόγηση τους με διάφορα τρικ, είτε με ψυχολογική βία είτε με πειθαναγκασμό είτε με χρηματισμό.
Ένα όμως χαρακτηριστικό της υπηρεσίας αυτής ήταν η αισθητά προχωρημένη αντίληψη στη χρησιμοποίηση των στρατιωτικών ενεργειών για τη συλλογή πληροφοριών. Ο ναύαρχος Κανάρης είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις εκπαιδευμένες μονάδες, τόσο στην ανάθεση ειδικών αποστολών όσο και στη δημιουργία μικρών αποσμασμάτων μάχης, τα οποία θα εκτελούσαν αναγνωρίσεις μακράς ακτίνας.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας λόχος ειδικών αποστολών αναγνώρισης. Αντικειμενικός του σκοπός ήταν να ρίχνονται πράκτορες με αλεξίπτωτο βαθιά στο εχθρικό έδαφος. Αποστολή τους ήταν η συλλογή πληροφοριών, η επαφή με τους κατοίκους των περιοχών, η σύναψη επαφών και, αν χρειαζόταν, οι δολοφονίες.
Η επικοινωνία των πρακτόρων ήταν ένα ακόμη πρόβλημα που αντιμετωπιζόταν επιτυχώς με αρκετούς τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν να χρησιμοποιείται χημικό μελάνι και να γράφεται το μήνυμα πάνω σε απλές επιστολές που στέλνονταν σε διάφορα απίθανα σημεία, από τα οποία τις συνέλεγαν οι πράκτορες της υπηρεσίας. Το πιο επιτυχημένο βέβαια μέσο και το πιο ασφαλές, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά την έκρηξη του πολέμου, ήταν ο ασύρματος.
Ιδιαίτερα το γραφείο της υπηρεσίας στο Βερολίνο έμοιαζε, όπως έλεγε πολλές φορές ο ναύαρχος Κανάρης, με ένα γιγάντιο πομπό.
Οι εγκαταστάσεις των γραφείων της Abwehr στο Αμβούργο απλώνονταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, με δέκτες και πομπούς που ήταν σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλον.
Από εκεί μπορούσαν να συλλάβουν εκπομπές από όλη την Ευρώπη και να ακούν κάθε συνομιλία από τους 20 δέκτες ακροάσεως που είχαν εγκατεστημένους, αριθμός σημαντικός ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα.
Στα κεντρικά της Abwehr υπήρχε και ένας ειδικός σταθμός των υπερπόντιων ακροάσεων, ο οπόσο αποτελούταν από 23 δέκτες. Όλοι οι αναμεταδότες κάθε πράκτορα της υπηρεσίας στον κόσμο ενώνονταν με αυτή την εγκατάσταση και κάθε συχνότητα επιτηρούταν συνεχώς από ειδικούς ασυρματιστές ακροατές, που εργάζονταν σε βάρδιες των 6 ωρών.
Το ίδιο σκηνικό επικρατούσε και στα γραφεία της υπηρεσίας στη Βιέννη, τα οποία παρακολουθούσαν την ακρόαση όλων των νοτιοανατολικών περιοχών. Οι ώρες εκπομπής ήταν συγκεκριμένες, το ίδιο και οι συχνότητες και, εάν χρειαζόταν, άλλαζαν με προκαθορισμένο τρόπο.
Η μικροφωτογράφηση, τέλος, είχε αποκτήσει την έννοια του «φετίχ» στους πράκτορες της Abwehr. Κάθε οργάνωση ή ομάδα πρακτόρων είχε μία μηχανή η οποία μπορούσε να μετατρέψει ολόκληρες σελίδες κειμένου σε μία μόνο μικροκουκκίδα!
Με αυτό τον τρόπο οι πράκτορες που επέστρεφαν από το εξωτερικό μπορούσαν να κουβαλήσουν δεκάδες στοιχεία, χωρίς να προκαλέσουν την παραμικρή υποψία.
Στην κόψη του ξυραφιού
Πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1939, η Abwehr εξέδωσε ειδική διαταγή για τη γρήγορη και την πιο εκτενή απόκτηση ντοκουμέντων και φακέλων και την ασφαλή μεταφορά τους στη Γερμανία.
Ο πρωταρχικός στόχος ήταν να ληφθούν άμεσα τέτοιες πληροφορίες ώστε να μπορούν να συγκεντρωθούν στοιχεία για τα μέτρα που είχαν λάβει οι ηγέτες των χωρών σε στρατιωτικό αλλά και πολιτικό επίπεδο ώστε να ληφθούν όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις.
Επιπλέον, μέσα από μια εξονυχιστική μελέτη που έκαναν οι πράκτορες της υπηρεσίας μπορούσαν να σκιαγραφήσουν τα προφίλ των ανθρώπων, των προσωπικοτήτων, να μελετήσουν τα ελαττώματά τους και να προβλέψουν τις αντιδράσεις τους.
Το καθήκον αυτό ανατέθηκε στο τμήμα II της Abwehr, το οποίο ανέτρεξε στις τάξεις των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και των Γερμανών υπηκόων, από τους οποίους επέλεξε τους καλύτερους. Στη συνέχεια τους εκπαίδευσε σκληρά και τους τοποθέτησε δίπλα στις τάξεις του στρατού.
Έτσι, σε κάθε επιχείρηση οι ομάδες αυτές των αντρών ακολουθούσαν τις γερμανικές ομάδες εφόδου και πολλές φορές τις ξεπερνούσαν, διεισδύοντας πέρα από την εχθρική παράταξη, ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν και να περισώσουν αρχεία πριν καταστραφούν, με οποιοδήποτε κόστος.
Οι ομάδες αυτές θα αποκτούσαν αργότερα και άλλα καθήκοντα, πιο σοβαρά, πάντα σε σχέση με ειδικές επιχειρήσεις, και θα ονομαζόταν Ειδικό Τάγμα 800- Brandenburg.
Γι’ αυτό το σκοπό οι ομάδες εφοδιάστηκαν με όπλα, υλικά, εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας της εποχής, ασύρματους, ακόμα και με στρατιωτικές στολές των εχθρικών στρατών.
Επίσης, άλλη μια πηγή-δεξαμενή πρακτόρων ήταν το Γεωπολιτικό Ινστιτούτο, το οποίο πριν από τον πόλεμο ακόμη μάζευε από ανοικτές και κλειστές πηγές πληροφορίες τις οποίες και κατέτασσε σε χώρους ευθύνης. Ταξινομούσε επίσης όλο το υλικό, και ήταν αρκετό, που έφτανε από τη Ρωσία, την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Το ινστιτούτο διέθετε πάνω από 1.000 άτομα προσωπικό, το οποίο πραγματοποιούσε αναλύσεις στη μάζα του εισερχόμενου υλικού και έκανε περιλήψεις, συνέτασσε ακόμη και βιβλία με τη συνδρομή του Γραφείου Εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων και τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών.
Το υλικό χρησιμοποιούταν και έφτανε στη Γερμανία από κάθε πιθανή οδό, από το υπουργείο Εξωτερικών, τον οργανισμό εμπορίου, από ινστιτούτα εξωτερικής πολιτικής και μέσω πρακτόρων της υπηρεσίας και από τις πρεσβείες.
Συνωμοσία σε υψηλό επίπεδο
Από την ώρα που ο Χίτλερ είχε ανάγκη την Abwehr για τη διασφάλιση της εξουσίας του, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στον πολιτικό τομέα, ο φον Κανάρης ήταν σίγουρος για την άνοδό του και την ισχυροποίησή του στο ναζιστικό κύκλωμα.
Από το 1939 ο Κανάρης και η υπηρεσία του ήταν κάτω από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου και το στρατηγό Keitel. Στο εξής ο αρχηγός της Abwehr θα παίρνει διαταγές μόνο από τον Χίτλερ.
Ο «νάνος» λοιπόν, όπως μερικοί στο στενό κύκλο των υψηλόβαθμων Γερμανών στρατιωτικών τον αποκαλούσαν υποτιμητικά λόγω του ύψους του (1,60 μ.), αν και μη χιτλερικός, ήταν ένας από τους λίγους μέσα στη Γερμανία με τόσο μεγάλη δύναμη. Και ήταν φανατικός αντιναζί…
Ένας από τους άμεσους συνεργάτες του, ο Hans Bernd Gisevius, αναπολεί στο βιβλίο του, που έγραψε το 1947, «Στο πικρό τέλος»:
«Ο Κανάρης μισούσε όχι μόνο τον Χίτλερ και τον Χίμλερ αλλά και ολόκληρο το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς…Ήταν παντού και πουθενά. Οπουδήποτε και αν ταξίδευε είτε στη Γερμανία είτε στο εξωτερικό πάντοτε άφηνε ένα σύννεφο συγχύσεως πίσω του. Στην πραγματικότητα αυτός ο μικροκαμωμένος, ευαίσθητος και μερικές φορές ντροπαλός άνθρωπος ήταν γεμάτος νεύρο…
Πολυδιαβασμένος, υπερευαίσθητος, έμοιαζε να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Σε ό,τι δε αφορούσε τον τρόπο σκέψης του και τον τρόπο εναργείας του, ήταν ο πιο αντιμιλιταριστής μέσα στις ένοπλες Δυνάμεις…».
Ήταν ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας στις δολοφονίες αιχμαλώτων στην Πολωνία. Στο Bedzin στρατιώτες των SS κλείδωσαν 200 Εβραίους σε μια συναγωγή και τους έβαλαν φωτιά, πέθαναν όλοι. Ο Κανάρης έπαθε ισχυρό σοκ. Ανήκε σε αυτούς που πίστευαν ότι, έστω και με τον Χίτλερ, η Γερμανία θα διεξήγαγε έναν έντιμο πόλεμο.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1939 ταξίδεψε στο μέτωπο για να παρατηρήσει και να αναλύσει το γερμανικό στρατό σε δράση. Όπου και να πήγε, οι αξιωματικοί του ανέφεραν όργιο σκοτωμών. Δύο μέρες αργότερα μετέβη στο αρχηγείο του Χίτλερ, το επονομαζόμενο America, στην άνω Σιλεσία, για να διαμαρτυρηθεί. Πρώτα είδε τον Keitel και του ανέφερε ότι έχει πληροφορίες για πρόγραμμα εξόντωσης της πολωνικής αριστοκρατίας και του κλήρου.
Ο Keitel τού απαγόρευσε ρητά να αναφέρει οτιδήποτε για το θέμα.
Σύντομα το Βατικανό άρχισε να λαβαίνει αναφορές σχεδόν καθημερινά για τις βιαιότητες στην Πολωνία.
Έστειλε ακόμη και έναν από τους συνεργάτες του, τον πάστορα Dietrich Bonhoeffer, στη Σουηδία να συναντηθεί μυστικά με τον επίσκοπο Bell του Chichester και να του αναφέρει τα εγκλήματα που διαπράττονται από τη Γερμανία. Τον Μάρτιο του 1943 ο Κανάρης πέταξε προσωπικά στο Σμολένσκ, ώστε να σχεδιάσει τη δολοφονία του Χίτλερ με συνωμότες από το επιτελείο των Στρατιών του Κέντρου, στο Ανατολικό Μέτωπο.
Έκανε ό,τι μπορούσε για να εξαπατήσει τον Χίτλερ και να εφοδιάσει τους Συμμάχους με υλικό για τις πιθανές ενέργειες των Γερμανών. Έδωσε πολλές φορές ζωτικές πληροφορίες στους Συμμάχους, ακόμα και σχέδια μάχης των Γερμανών για την επίθεση στη Γαλλία και την πιθανή στη Βρετανία. Ακόμη παραπλάνησε τον Χίτλερ ώστε να πιστέψει ότι οι Σύμμαχοι δεν θα αποβιβάζονταν στο Άντζιο το 1943.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο ίδιος ο Κανάρης ήρθε σε επαφή με τον πρώην κυβερνήτη της Πενσιλβάνια Earle. Ο άντρας αυτός ήταν ο προσωπικός αντιπρόσωπος του Ρούζβελτ για τα Βαλκάνια. Τον συνάντησε στο δωμάτιό του στην Κωνσταντινούπολη φορώντας πολιτικά. Του πρόσφερε ειρήνη και έντιμη παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στους Αμερικανούς.
Η απάντηση ήρθε ένα μήνα αργότερα από τον ίδιο τον Earle. «Δυστυχώς, δεν έχω καθόλου νέα».
Το καλοκαίρι του ’43 ο Κανάρης έκανε ακόμη μία προσπάθεια.
Συναντήθηκε μυστικά με το στρατηγό Stuart Menzies, αρχηγό της βρετανικής αντικατασκοπίας, και τον William Donovan, αρχηγό του αμερικανικού Office of Strategic Services στο Santander στην Ισπανία. Ο Κανάρης είχε μια πρόταση ειρήνης: κατάπαυση του πυρός στη Δύση, εξόντωση ή παράδοση του Χίτλερ στους Συμμάχους και συνέχιση του πολέμου στην Ανατολή.
Αν και οι άντρες έφθασαν σε μια κοινή συμφωνία με βάση την πρόταση του Κανάρη, δυστυχώς ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούζβελτ την απέρριψε.
Τελικά δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον «ιστό της αράχνης» που πλεκόταν γύρω του.
Υπήρχαν πληροφορίες για αντικαθεστωτική του δράση αλλά μόνο μετά τη βομβιστική απόπειρα εναντίον του Χίτλερ, το 1944, ο Κανάρης συνελήφθη μαζί με άλλους συνωμότες και φυλακίστηκαν στα κελιά της Γκεστάπο, στην Prinz Albrechtstrasse. Ο Κανάρης έμεινε στην απομόνωση αλυσοδεμένος.
Η πόρτα του κελιού ήταν πολλές φορές επίτηδες ανοικτή και το φως ήταν αναμμένο μέρα και νύχτα.
Του έδιναν τροφή το ένα τρίτο των μερίδων της φυλακής και, καθώς έμπαινε και ο χειμώνας, ο Κανάρης υπέφερε σοβαρά από το κρύο. Περιοδικά δε αναγκαζόταν να υποστεί εξευτελισμούς, όπως το να τρίβει και να πλένει τα πατώματα της φυλακής, ενώ οι φρουροί του, άντρες των SS, τον περιγελούσαν.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1945 ο Κανάρης μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Flossenburg, όπου επίσης δεχόταν καθημερινούς εξευτελισμούς από τους φύλακες.
Για αρκετό καιρό πάντως αντιστεκόταν στους ανακριτές του, αρνούμενος κάθε συμμετοχή στη συνωμοσία εναντίον του Χίτλερ.
Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως σε ένα χρηματοκιβώτιο στο σπίτι του υπαρχηγού του ανακαλύφθηκαν έγγραφα και υλικό της Abwehr, τα οποία τον ενοχοποιούσαν.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων του ναζιστικού καθεστώτος δύο αξιωματικοί των SS, ο Otto Thorbeckwere και ο Walther Huppenkotten, μετέβησαν στο Flossenburg για να εξοντώσουν τον Κανάρη και τους υπόλοιπους αντιστασιακούς. Μία δίκη-παρωδία στήθηκε στο στρατόπεδο πριν οι άντρες των SS στείλουν στην αγχόνη τα θύματά τους.
Τις τελευταίες μέρες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ένα μουντό πρωινό, στις 9 Απριλίου του 1945, αγχόνες στήθηκαν στην αυλή του στρατοπέδου.
Ο ναύαρχος Κανάρης ο υπαρχηγός του Hans Oster, ο Diettrich Bonhoeffer, ο δικηγόρος Carl Sack και ο λοχαγός Ludving Gehre απογυμνώθηκαν και κρεμάστηκαν από τα δέντρα του στρατοπέδου κάτω από τα βλέμματα των αντρών των SS. Τα σώματά τους αφέθηκαν να σαπίσουν.
Ειρωνεία της τύχης: δύο εβδομάδες αργότερα το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από αμερικανικά στρατεύματα, στις 23 Απριλίου του 1945.
Ύστερα από τον πόλεμο κάποιοι προσπάθησαν να «αναστήσουν» τη μνήμη του Κανάρη. Το 1956 το γερμανικό Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρωδία δίκης του 1945 είχε δικαιοδοσία ώστε οι φόνοι του Κανάρη και των υπολοίπων να είναι νόμιμοι… Οι δικαστές επίσης αποφάνθηκαν ότι το ναζιστικό καθεστώς είχε το δικαίωμα να εκτελεί «για εσχάτη προδοσία»…
Το δικαστήριο μάλιστα ξανακαταδίκασε τα θύματα!
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.