Στην κατοχή του Ελληνικού Ναυτικού υπήρχαν και βομβαρδιστικά και αναγνωριστικά, τα οποία μετείχαν στις πολεμικές συγκρούσεις, από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως και τη Μικρά Ασία. Πρόκειται για μια ένδοξη παράδοση που το Ελληνικό Ναυτικό όμως δεν διατήρησε στη συνέχεια, θεωρώντας το αεροπορικό όπλο σχεδόν ως πάρεργο για την αποστολή του.
Το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα (ΝΑΣ) δημιουργήθηκε στις 20 Απριλίου του 1914, μετά την επιτυχημένη αποστολή ενός υδροπλάνου Maurice Farman Hydravion, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Για τον εξοπλισμό του ΝΑΣ, το Ναυτικό προχώρησε στην παραγγελία από τη Βρετανία τριών υδροπλάνων Sopwith Greek Seaplane, το πρώτο από τα οποία έφτασε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1914.
Ταυτόχρονα οργανώθηκε και στο Παλαιό Φάληρο η Σχολή πιλότων του ΝΑΣ.
Το 1916 αναλαμβάνει τη Διοίκηση του ΝΑΣ ο Αριστείδης Μωραϊτίνης, εντασσόμενο στη 2η Βρετανική Πτέρυγα του βρετανικού Ναυτικού RNAS.
Το πεδίο δράσης των ναυτικών αεροσκαφών ήταν κυρίως η Αν.Μακεδονία και η Θράκη, όπου Γερμανοί και Βούλγαροι είχαν αναπτύξει σημαντικές αεροπορικές δυνάμεις και εγκαταστάσεις.
Τη 18η Μαρτίου 1917 ο Μωραϊτίνης με αεροσκάφος Henry Farman HF.22 και παρατηρητή τον ανθυπολοχαγό Ψύχα εκτέλεσε μια παράτολμη αποστολή, βομβαρδίζοντας το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς στη Δράμα, καταστρέφοντας τα υπόστεγα των αεροσκαφών. Στη συνέχεια, βομβάρδισε τον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας, καταστρέφοντας τρεις αμαξοστοιχίες.
Η απόδοση των αεροπόρων του ΝΑΣ οδήγησε στη δημιουργία της ελληνικής Μοίρας Ζ, τον Μάιο του 1917. Σημαντική ήταν η δράση της Μοίρας σε συνδυασμένη επιχείρηση με τους Βρετανούς, εναντίον στόχων στην Αν.Θράκη και πάνω από την Καλλίπολη.
Το ίδιο συνέβη και κατά την αντιμετώπιση των πολεμικών σκαφών «Goeben» και «Breslau» (αντίστοιχα «Yavuz Sultan Selim» και «Midilli»), που είχαν ενταχθεί στον οθωμανικό Στόλο με γερμανικά πληρώματα. Η έξοδός τους στο Αιγαίο την 20ή Ιανουαρίου 1918 κινητοποίησε τους Συμμάχους και έμεινε γνωστή ως «κατάσταση Goeben».
Έλληνες και Βρετανοί αεροπόροι πραγματοποίησαν πολλαπλές αποστολές βομβαρδισμού εναντίον των σκαφών με διακριθέντα τον θρυλικό αξιωματικό του Ναυτικού Αθανάσιο Βελούδιο, τον «κατακτητή της Προύσας», ο οποίος βομβάρδισε επανειλημμένως τα δύο θωρηκτά στον τουρκικό ναύσταθμο Ναγαρά στα Δαρδανέλλια.
Στις ίδιες επιχειρήσεις διακρίθηκε και ο Μωραϊτίνης, ο οποίος κατέρριψε με καταδιωκτικό Sopwith Camel 1F.1 τρία εχθρικά αεροσκάφη που προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τα συμμαχικά βομβαρδιστικά.
Ήταν οι πρώτες καταρρίψεις που πραγματοποιούσε η Αεροπορία του Ναυτικού. Κατά τους βομβαρδισμούς καταρρίφθηκε και φονεύθηκε ο ανθυποπλοίαρχος Σπυρίδων Χάμπας, στις 21 Αυγούστου 1918, από τον Γερμανό «άσο» πιλότο Εμίλ Μάινεκε.
Με νέο νόμο, στις 24 Μαρτίου του 1918, το ΝΑΣ αναδιοργανώθηκε αριθμώντας τέσσερις Μοίρες, με δύναμη 43 αεροσκαφών και ναυτικούς αεροσταθμούς στο Π. Φάληρο, στη Θάσο, στον Μούδρο, στον Σταυρό και στο Σούνιο.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελληνικό σμήνος του Ναυτικού με επικεφαλής τον πλωτάρχη Αριστείδη Μωραϊτίνη πέταξε στο αεροδρόμιο του Αγίου Στεφάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των Ελλήνων αεροπόρων του Ναυτικού στην Πόλη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον εκεί ελληνικό πληθυσμό.
Ο αιφνίδιος όμως χαμός του Αριστοτέλη Μωραϊτίνη σε αεροπορικό δυστύχημα στις 22 Δεκεμβρίου 1918 αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τη Ναυτική Αεροπορία, αλλά δεν ανέστειλε την ανάπτυξή της, καθώς ο πρωτεργάτης της είχε θέσει γερά θεμέλια.
Επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1919-1922)
Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη τη 2α Μαΐου 1919.
Την ίδια ημέρα άρχισε η ανάπτυξη της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης (ΝΑΜΣ), η οποία αριθμούσε 10 αεροσκάφη Airco De Havilland D.H.9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel 1F.1. Η ΝΑΜΣ δημιούργησε Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου και επιχειρούσε κυρίως από τα αεροδρόμια Καζαμίρ, Μαγνησίας και Ουσάκ.
Η πρώτη Μονάδα της ΣΑ, που διατέθηκε στις δυνάμεις της Μικράς Ασίας, ήταν η 533 Μοίρα με αεροσκάφη Breguet 14A2/B2. Η πρώτη αποστολή βομβαρδισμού έγινε στις 18 Ιουνίου 1919, όταν τρία Airco De Havilland D.H.9 υποστήριξαν την ελληνική επίθεση στο Αϊδίνιο.
Την 20ή Δεκεμβρίου 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ), που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, οι Μοίρες 532, 533 και 534 μετονομάστηκαν σε Α’, Β’ (στο Καζαμίρ) και Γ’ (στην Πάνορμο) Μοίρες Αεροπλάνων αντίστοιχα, με τυπική δύναμη 8-12 αεροσκάφη η καθεμία.
Προκειμένου να επιτυγχάνεται άμεση εκμετάλλευση των πληροφοριών, οργανώθηκαν πεδία προσγείωσης στο μέτωπο, απ’ όπου τα πληρώματα έδιναν αναφορά είτε έριχναν ερματισμένο φάκελο με πληροφορίες στα στρατεύματα στο μέτωπο. Οι αποστολές συνήθως εκτελούνταν μέσα σε άγνωστη περιοχή και μακριά από οργανωμένα αεροδρόμια.
Οι βασικές τακτικές περιλάμβαναν πτήση σε μεσαίο ύψος, ενώ συχνά τα πληρώματα κατέβαιναν πολύ χαμηλά για αναγνώριση και αύξηση της ακρίβειας των βολών, με τίμημα αρκετές απώλειες από τα εχθρικά πυρά. Τις αποστολές αναγνώρισης, πολυβολισμού και βομβαρδισμού αναλάμβανε κυρίως η ΣΑ, ενώ τα πληρώματα της ΝΑΜΣ εκτέλεσαν κυρίως αποστολές βομβαρδισμού, λόγω μικρής εμπειρίας στη συνεργασία με τις επίγειες δυνάμεις.
Την περίοδο Ιουνίου – Οκτωβρίου 1920 έγινε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού έως την Προύσα. Από τον Αύγουστο είχαν οργανωθεί περιπολίες από ελληνικά καταδιωκτικά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σποραδικές εμφανίσεις της οθωμανικής Αεροπορίας.
Στις 16 Αυγούστου 1920 έγινε η πρώτη «συνάντηση» ελληνικού με τουρκικό αεροσκάφος. Κατ’ αυτήν, ο Έλληνας χειριστής του καταδιωκτικού, τύπου Spad, ανθυπολοχαγός Πετροπουλέας ανάγκασε τον Τούρκο πιλότο σε αναγκαστική προσγείωση.
Τον Μάρτιο του 1921 αυξήθηκαν οι αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού στόχων μέσα στο εχθρικό έδαφος προκειμένου να βοηθηθούν οι δυνάμεις προέλασης προς το Εσκί Σεχίρ. Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η μαζική επιδρομή της 9ης Ιουνίου 1921 από 7 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ στην Κιουτάχεια.
Μία εβδομάδα αργότερα δύο ίδια αεροσκάφη βομβάρδισαν το Εσκί Σεχίρ και ανάγκασαν σε προσγείωση εχθρικό καταδιωκτικό που έσπευσε σε αναχαίτισή τους.
Την 21η Ιουνίου 1921 επαναλήφθηκε η επιδρομή στην Κιουτάχεια με 7 Airco De Havilland D.H.9, συνοδεία ενός Spad VII/XIII, κατά τη διάρκεια της οποίας οι σημαιοφόροι Νικόλαος Κατσουλάκος και Στέφανος Φίλιππας με Airco De Havilland D.H.9 κατέρριψαν εχθρικό αεροσκάφος που τους καταδίωξε.
Την 29η Ιουνίου 1921 άρχισε η ελληνική επίθεση προς τον Σαγγάριο και την 28η Αυγούστου 1921 άρχισε η εχθρική αντεπίθεση με αυξημένη παρουσία αεροσκαφών.
Η οθωμανική Αεροπορία, τον Ιανουάριο του 1922, ενισχύθηκε από τη Γαλλία με 20 αεροσκάφη Breguet και Spad και ακόμη 10 ιταλικής προέλευσης. Στην τελευταία φάση του πολέμου η Τουρκία ενισχύθηκε με ακόμη 50 καταδιωκτικά. Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η τουρκική επίθεση.
Την περίοδο αυτή υπήρχαν διαθέσιμα 10 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, ενώ από πλευράς ΣΑ υπήρχαν 25-30 αναγνωριστικά/βομβαρδιστικά και 15 καταδιωκτικά κατανεμημένα στις Β’, Γ’ και Δ’ Μοίρες, με έδρες αντίστοιχα το Γκαριμτζέ, το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ.
Τη 14η Αυγούστου 1922 άρχισε η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού και παρά τη σύγχυση, οι αεροπόροι καθοδήγησαν αρκετά τμήματα σε ασφαλές δρομολόγιο υποχώρησης, ενώ παρακολουθούσαν στενά το τουρκικό ιππικό που εκτελούσε ελιγμούς κύκλωσης των ελληνικών στρατευμάτων.
Έως την 26η Αυγούστου 1922, όσα αεροσκάφη διασώθηκαν πέταξαν σε ελληνικό έδαφος.
Οι ήρωες αεροπόροι της περιόδου αυτής είναι ελάχιστα γνωστοί. Από τα πληρώματα της ΝΑΜΣ ξεχώρισε ο παράτολμος αεροπόρος Αθανάσιος (Θάνος) Βελούδιος, ο οποίος την 25η Ιουνίου 1920 προσγείωσε το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας στην Προύσα και ύψωσε στον ιστό της την ελληνική σημαία.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία έγινε εντατική χρήση του αεροπορικού όπλου, με το Ναυτικό να πρωτοπορεί.