Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οι Σοβιετικοί θεμελιώνουν τη βάση της αφγανικής βιομηχανίας και επεκτείνουν το οδικό δίκτυο, οργανώνουν αφγανικό Στρατό με μονάδες πεζικού και τεθωρακισμένων και, φυσικά, οι Σοβιετικοί σύμβουλοι αποκτούν ισχύ και επιρροή μέσα στην κυβέρνηση. Αναδεικνύονται αριστερά πολιτικά κόμματα, όπως το Χαλκ και το Παρτσίμ, τα οποία ήσαν δύο φατρίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.

΄Ομως, παρότι ενωμένα τυπικά στο Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν, επικρατούσε σφοδρός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Ο Μαρξισμός όμως είχε ελάχιστη απήχηση στους Αφγανούς και τα μέλη του κόμματος αριθμούσαν μόνο μερικές χιλιάδες.

Οι ΗΠΑ, αν και παρεχώρησαν κάποια οικονομική βοήθεια τη δεκαετία του ’60, τελικά απεσύρθησαν, αποφασίζοντας ότι το Αφγανιστάν δεν ήταν στρατηγικής σημασίας γι’ αυτές.

Τον Ιούλιο του 1973 ο πρίγκηψ Μοχάμεντ Νταούντ διώχνει κατόπιν πραξικοπήματος τη μοναρχία και αυτοανακηρύσσεται πρωθυπουργός.

Σημαντική είναι η «Απριλιανή Επανάσταση», τον Απρίλιο του 1978, όπου ο Νουρ Μωάμεθ Ταράκι, υποστηριζόμενος από τα δύο κόμματα Χαλκ και Παρτσίμ, καταλαμβάνει την εξουσία πραξικοπηματικά.

Στόχος του Ταράκι ήταν να μετατρέψει το Αφγανιστάν σε πλήρως κομμουνιστικό κράτος και γι’ αυτό έστειλε ομάδες του κόμματος στην ύπαιθρο γιά να αναδιοργανώσουν την αφγανική κοινωνία πάνω σε μαρξιστικά-λενινιστικά πρότυπα και να φέρουν το Αφγανιστάν στον σύγχρονο κόσμο.

Η κυβέρνηση συνέλαβε πολλούς μεγαλοτσιφλικάδες, φυλάρχους και θρησκευτικούς ηγέτες, ως εκμεταλλευτές του λαού. Οι κομμουνιστές διεμοίρασαν τη γη στους αγρότες, ακύρωσαν τα χρέη και απελευθέρωσαν τις γυναίκες. Αλλά η κυβέρνηση δεν προσπάθησε να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη πριν αρχίσει τις μεταρρυθμίσεις. Έτσι, ο πληθυσμός είδε τις αλλαγές ως επίθεση κατά του παραδοσιακού τρόπου ζωής του ορεσίβιου μουσουλμάνου.

Οι τσιφλικάδες (Χαν) με τους μουλάδες (που κυριαρχούσαν στην αφγανική κοινωνία), φυσικά αντιστάθηκαν.
Η κομμουνιστική κυβέρνηση αντέδρασε με χιλιάδες συλλήψεις και εκτελέσεις αντιφρονούντων και έτσι ξέσπασε ένοπλη επανάσταση από τους φυλάρχους και μουλάδες που, δρώντας τοπικά και αυτόνομα, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της υπαίθρου.

Το 1979 η κυβέρνηση ήλεγχε τις πόλεις και τις κύριες οδικές αρτηρίες, αλλά δεχόταν από παντού επιθέσεις. Η κατάσταση χειροτέρεψε με τη διάλυση του στρατού: από 80.000 που ήταν αρχικά έμειναν 20.000 – οι υπόλοιποι λιποτάκτησαν, παίρνοντας μαζί τους τον οπλισμό τους, μέχρι που τον Σεπτέμβριο του 1979 ο αντιπρόεδρος Χαφιντζουλάχ καταλαμβάνει την εξουσία με νέο πραξικόπημα και σκοτώνει τον Ταράκι.

Από την πλευρά τους οι Σοβιετικοί όλο και αύξαναν τη στρατιωτική βοήθεια προς την αφγανική κυβέρνηση. Σοβιετικοί σύμβουλοι διοικούσαν πλέον στην πραγματικότητα τον αφγανικό Στρατό, ο οποίος βασιζόταν για τον εφοδιασμό του σε σοβιετικά εφόδια και σε υλικό που παραχωρήθηκε για τις επιχειρήσεις.

Τελικά, μια ομάδα Σοβιετικών στρατηγών εστάλη για να εκτιμήσει την κατάσταση και το συμπέρασμά τους ήταν ότι η εξέλιξη των πραγμάτων προμήνυε με βεβαιότητα την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1979 σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν και, με εξαίρεση το παλάτι, επικράτησαν σχεδόν χωρίς αντίσταση. Οι περισσότεροι Αφγανοί στρατιώτες πήγαν στα σπίτια τους ή αυτομόλησαν για να βγουν στο βουνό και την αντίσταση.

Μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου του 1980, η κατάσταση φάνηκε ότι βρισκόταν υπό έλεγχο. Το επιτελείο της 40ής Στρατιάς εγκαταστάθηκε στην Καμπούλ και τρεις ακόμη μηχανοκίνητες μεραρχίες κατέφθασαν ως ενισχύσεις. Αντικατέστησαν όμως αρκετές μονάδες τους οι οποίες είχαν Μουσουλμάνους στρατιώτες, διότι απεδείχθησαν πολιτικά αναξιόπιστες και ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με την αντίσταση.

Ο κύριος λόγος για την επιτυχία της εισβολής ήταν η επίτευξη στρατηγικού και τακτικού αιφνιδιασμού, τόσο από την κυβέρνηση της Καμπούλ, όσο και από την αντίσταση.

Το ίδιο έγινε και με τις κυβερνήσεις στη Δύση. Οι ΗΠΑ ήταν ακόμη σαστισμένες από την πτώση του Σάχη στην Περσία και το φιάσκο της επιχείρησης διάσωσης των ομήρων στην Τεχεράνη, οπότε αντέδρασαν μόνο διπλωματικά.

Το 1980 συντρίβεται η αντίσταση από τον αφγανικό Τακτικό Στρατό και εξαπολύονται αεροπορικές επιθέσεις για να διώξουν την αντίσταση από στρατηγικά σημεία.

Το 1981 γίνεται αναδιοργάνωση στις σοβιετικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν και ξεκινούν ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις με αεροκίνητες μονάδες και Σπέτσναζ.

Το 1982 οι κομμουνιστές προβαίνουν σε μια εκστρατεία μετακίνησης του πληθυσμού από την ύπαιθρο ώστε να μηδενιστεί η υποστήριξη προς τους αντάρτες, ενώ με τη χρήση Αεροπορίας, πυροβολικού, χημικών και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προσπαθούν να «καθαρίσουν» τις κοιλάδες σε στρατηγικά σημεία.

Το 1983 οι Σοβιετικοί στέλνουν ενισχύσεις στο Αφγανιστάν και επιτίθενται κυρίως από αέρος κατά των ανταρτών. Οι τελευταίοι εκπαιδεύονται καλύτερα, προσπαθώντας να αντισταθούν.

Το 1984 οι Σοβιετικοί ξεκινούν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας σε ολόκληρη τη χώρα, καταφέρνοντας να απωθήσουν τους αντάρτες, όμως δεν κρατούν τα εδάφη που καταλαμβάνουν, αφού αποσύρουν τις δυνάμεις τους από εκεί.

Το 1985 η αντίσταση αυξάνει την επιθετική της δράση και οι κομμουνιστές αντεπιτίθενται με στόχο τις γραμμές ανεφοδιασμού των ανταρτών.

Το 1986 οι αντάρτες αρχίζουν να εκτελούν επιθέσεις σε πόλεις, γνωρίζοντας επιτυχίες. Οι κομμουνιστές αντεπιτίθενται ανακαταλαμβάνοντας όλα τα αστικά κέντρα, όμως η βελτίωση στον εξοπλισμό των ανταρτών αρχίζει να έχει αποτελέσματα, ιδίως με την κατάρριψη αρκετών αεροπλάνων.

Το 1987 η αφγανική κυβέρνηση κηρύσσει γενική ανακωχή. Οι Σοβιετικοί αποσύρονται από μεμακρυσμένες βάσεις και φυλάκια, προσπαθώντας να αποδιοργανώσουν την αντίσταση με  αεροπορικά πλήγματα, ενώ περιορίζονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία οχυρώνουν.

Το 1988 οι αντάρτες καταφέρνουν να προελάσουν εναντίον πόλεων και εξουδετερώνουν πολλά από τα σοβιετικά οχυρά, πλην όμως οι κομμουνιστές καταφέρνουν να αντεπιτεθούν και να κρατηθούν. Τα δυσάρεστα σημάδια όμως στον ορίζοντα έχουν φανεί και οι Σοβιετικοί αρχίζουν σιγά σιγά να αποσύρουν μονάδες τους από την κόλαση του Αφγανιστάν. Η αποχώρηση των Σοβιετικών θα ολοκληρωθεί το 1989, με φυσικό αποτέλεσμα ο αφγανικός Στρατός που έχει απομείνει μόνος, να μην μπορεί να αντισταθεί με επιτυχία.

Έτσι, οι αντάρτες προελαύνουν κατά της Καμπούλ και των κυρίων αστικών κέντρων της χώρας.

Το 1990 όμως οι κομμουνιστές καταφέρνουν να διατηρήσουν τις πόλεις, ενώ ταυτόχρονα το αντιστασιακό κίνημα διχάζεται όλο και περισσότερο.

Το 1991, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ συμφωνούν να διακόψουν πλήρως την αποστολή στρατιωτικής βοηθείας στο Αφγανιστάν, με ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας από την 1η Ιανουαρίου 1992. Έτσι, ο πόλεμος συνεχίζεται πλέον, καθώς, μετά την πλήρη κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι διάφορες φατρίες μάχονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν την εξουσία.

Γιατί έγινε η εισβολή της ΕΣΣΔ

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της επέκτειναν συνεχώς την επιρροή τους στις χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου». Είχαν υποστηρίξει με επιτυχία κομμουνιστικά κινήματα στην Ινδοκίνα, τη Νικαράγουα, την Ανγκόλα, τη Μοζαμβίκη, την Αιθιοπία και τη Νότια Υεμένη, κάνοντας εκτεταμένη χρήση των στρατιωτικών τους δυνάμεων σε εξωτερικές επεμβάσεις.

Το Αφγανιστάν προσέφερε στη Μόσχα μία ευκαιρία να προωθηθεί στη ζωτική περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας, απειλώντας τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και εξασφαλίζοντας επικυριαρχία στην περιοχή του Κόλπου.

Η απόφαση για εισβολή δεν ήταν ομόφωνη. Πολλοί στρατηγοί ήσαν αντίθετοι, λέγοντας ότι η γρήγορη νίκη και η επικράτηση δεν ήταν εξασφαλισμένες. Επίσης, ότι η προβολή μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων εκτός της ΕΣΣΔ θα οδηγούσε σε μαζική ισλαμική και δυτική αντίδραση. Η απόφαση για στρατιωτική επέμβαση ελήφθη από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, χωρίς να συμβουλευθεί ούτε το πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά ούτε και το Γενικό Επιτελείο.

Η σοβιετική στρατηγική στον πόλεμο του Αφγανιστάν ακολούθησε τη μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση του πολέμου. Για τους Σοβιετικούς, οι Αφγανοί κομμουνιστές αντιπροσώπευαν τις επαναστατημένες τάξεις της χώρας, που προσπαθούσαν να «ελευθερωθούν» από τον ζυγό της φασιστικής-φεουδαρχικής παραδοσιακής κοινωνίας και να φέρουν το Αφγανιστάν στον 20ό αιώνα με τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Η αφγανική κυβέρνηση θα ηγείτο του αγώνα του λαού εναντίον των καταπιεστών (τσιφλικάδες, μουλάδες, Δυτικοί επενδυτές), που επιχειρούσαν να κρατήσουν την εξουσία. Έτσι, ο πόλεμος έγινε εναντίον μιας τάξεως ανθρώπων που έπρεπε να εξοντωθεί, για να επικρατήσει η νέα επαναστατική-σοσιαλιστική κοινωνία.

Το σοβιετικό σχέδιο εισβολής ήταν παρόμοιο με αυτό που είχε εφαρμοσθεί στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, με πραξικόπημα στην πρωτεύουσα και ταυτόχρονη κατάληψη πόλεων ζωτικής σημασίας από ταχυκίνητες, μηχανοκίνητες και αεροκίνητες δυνάμεις.

Η επίδειξη δυνάμεως αποθαρρύνει τον πληθυσμό, ενώ η ένοπλη αντίσταση συντρίβεται με μαζική ισχύ πυρός. Η στρατηγική αυτή αρχικά λειτούργησε, αλλά μόλις οι Σοβιετικοί εγκαταστάθηκαν, οι επιθέσεις των ανταρτών άρχισαν να αυξάνονται ανησυχητικά. Στην Καμπούλ είχαν επαναστατήσει ανοιχτά, στρατιωτικές φάλαγγες στους δρόμους εδέχοντο επιθέσεις και οι κομμουνιστικές δυνάμεις στις πόλεις βρέθηκαν πολιορκημένες.

Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν εξαπολύοντας επιθέσεις περιορισμένης κλίμακας, με μηχανοκίνητες δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Αεροπορία, που ανάγκασαν τις ομάδες αντιστάσεως να καταφύγουν στα βουνά. Μέχρι το τέλος του 1980, οι Σοβιετικοί κατέπνιξαν την επανάσταση στην Καμπούλ, ασφάλισαν τις πόλεις και οργάνωσαν σύστημα θωρακισμένης συνοδείας για να προστατεύσουν τις φάλαγγες και να περιπολούν στους δρόμους.

Όταν έγινε αντιληπτό ότι η αντίσταση δεν θα έσβηνε, οι Σοβιετικοί με τους Αφγανούς κυβερνητικούς συμμάχους τους άρχισαν να προετοιμάζονται για αντι-ανταρτοπόλεμο. Οι αρχικές επιχειρήσεις κατέδειξαν αδυναμίες στο σοβιετικό δόγμα μάχης, που ήταν κατάλληλο μόνο για την Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί εβασίζοντο στα άρματα για κρούση και το πεζικό μεταφερόταν σε θωρακισμένα οχήματα και στηριζόταν σε μαζική ισχύ πυρός. Αυτές οι τακτικές απέτυχαν υπό τις συνθήκες του ανορθοδόξου πολέμου. Οι σοβιετικές τεθωρακισμένες διεισδύσεις απέτυχαν, γιατί δεν υπήρχαν ζωτικές βιομηχανικές περιοχές για να καταλάβουν και να παραλύσουν την αντίσταση από έλλειψη όπλων και πυρομαχικών.

Αρχικά, οι αντάρτες χρησιμοποίησαν τον ίδιο τον πληθυσμό σαν πηγή εφοδιασμού.

Αφού λοιπόν οι αντάρτες δεν εστηρίζοντο σε οργανωμένο σύστημα διοικητικής μερίμνης, δεν χρειαζόταν να κρατήσουν έδαφος, χτυπούσαν και όταν αντιμετώπιζαν ανώτερες κομμουνιστικές δυνάμεις, απεσύροντο στα βουνά.

Οι κομμουνιστές κέρδιζαν έδαφος που δεν μπορούσαν να φυλάξουν γιατί δεν είχαν αρκετό στρατό για να κρατάει το έδαφος και να προστατεύει τον πληθυσμό. Οι αντάρτες λοιπόν, μόλις έφευγαν οι ισχυρές δυνάμεις, επέστρεφαν στην περιοχή και στις βάσεις τους.

Οι σοβιετικές δυνάμεις ακολουθούσαν αυστηρά τα σχέδια μάχης και δεν επιτρέπονταν οι πρωτοβουλίες από υπαξιωματικούς και χαμηλόβαθμους αξιωματικούς.

Αντίθετα με τους δυτικούς Στρατούς, όπου οι υπαξιωματικοί προάγονται από τους στρατιώτες που επιδεικνύουν ηγετικά προσόντα, οι Σοβιετικοί υπαξιωματικοί ήσαν κληρωτοί που ελάμβαναν απλώς επιπρόσθετη εκπαίδευση. Καθώς ο ανταρτοπόλεμος βασικά διεξάγεται με μικρές μονάδες, αυτή η έλλειψη ηγεσίας στα κατώτερα επίπεδα οδήγησε τις σοβιετικές τακτικές σε παράλυση.

Οι Σοβιετικοί στρατιώτες, όταν εδέχοντο πυρά, κατέφευγαν στα μηχανοκίνητα θωρακισμένα οχήματά τους και περίμεναν ενισχύσεις τεθωρακισμένων ή Αεροπορίας.

Έτσι οι μηχανοκίνητες δυνάμεις τους καθηλώθηκαν στους δρόμους και δεν τολμούσαν να στείλουν πεζοπόρα τμήματα στα βουνά. Επίσης, περιπολίες υπήρχαν μόνο κοντά στις βάσεις κι έτσι παραδόθηκε ο έλεγχος της υπαίθρου στους αντάρτες.

Όμως κάποια στιγμή οι Σοβιετικοί διέγνωσαν τις αδυναμίες τους και αναδιοργάνωσαν τις δυνάμεις τους, αναπτύσσοντας νέο δόγμα πολέμου. Το δυτικό δόγμα αντι-ανταρτοπολέμου ορίζει ότι η κυβέρνηση θα πολεμήσει και θα νικήσει σε τρία μέτωπα: το πολιτικό, των πληροφοριών και το στρατιωτικό.

Πολιτικά, η κυβέρνηση πρέπει να αποκτήσει την υποστήριξη του λαού. Με αυτή την υποστήριξη, πραγματοποιεί στρατολογία, συλλέγει πληροφορίες και πολιτική νομιμοποίηση, ενώ αυτά τα στερεί από τους αντάρτες. Η προπαγάνδα και η πολιτική μεταρρύθμιση είναι τα κύρια όπλα στη μάχη για να εξασφαλισθεί η υποστήριξη του κόσμου.

Στο μέτωπο των πληροφοριών, στόχος της κυβερνήσεως πρέπει να είναι η πολιτική δομή των ανταρτών, δηλαδή η κρυφή οργάνωση που κινητοποιεί τους ανθρώπους για αγώνα, που διοικεί τις επαναστατημένες περιοχές και διεξάγει πολιτικές και ανταρτικές επιχειρήσεις.

Η κυβέρνηση πρέπει να ανακαλύψει τα μέλη αυτής της οργάνωσης και να τα εξοντώσει. Διαφορετικά, όσο η οργάνωση λειτουργεί, θα μπορεί να αντικαθιστά τις απώλειες σε μαχητές και να συνεχίζει τον πόλεμο.

Στο στρατιωτικό μέτωπο, η κυβέρνηση πρέπει να ελέγχει τα κύρια πληθυσμιακά κέντρα, να προστατεύει τους υποστηρικτές της και να διαλύει τις ανταρτικές μονάδες. Η στρατιωτική νίκη είναι ανέφικτη ως μοναδικός στόχος – η έμφαση πρέπει να δίνεται στο να κρατούνται οι επαναστάτες μακριά από τον πληθυσμό και να αποφεύγονται οι στρατιωτικές ήττες. Όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να σχεδιάζονται με πολιτικούς σκοπούς. Η αδιάκριτη χρήση πυρός, επί παραδείγματι, οδηγεί σε απώλειες αμάχων και ωθεί τους ανθρώπους στην υποστήριξη της αντίστασης για λόγους εκδικήσεως.

Όμως το Αφγανιστάν δεν ταίριαζε στο τυπικό πλαίσιο ανταρτοπολέμου. Η αντίσταση απλούστατα δεν ήταν μία οργάνωση, ήταν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, το οποίο ιστορικά αντιστάθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις. Επίσης, η μαρξιστική-λενινιστική νοοτροπία των κομμουνιστών επέδρασε αρνητικά στη στρατηγική τους.

Οι Σοβιετικοί είχαν αντιμετωπίσει και παλιότερα ισλαμικές επαναστάσεις. Η ρωσική αυτοκρατορία, πριν από την επανάσταση του 1917, είχε εμπλοκές στη νοτιοδυτική Ασία και οι Σοβιετικοί γνώριζαν την πολιτική των αφγανικών φυλών. Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 είχαν καταστείλει μουσουλμανικούς ξεσηκωμούς στη σοβιετική κεντρική Ασία, με πιο γνωστή την εξέγερση των Βασμάχι (1918-1929).

Η σοβιετική στρατηγική βασίστηκε σε πολλούς αντικειμενικούς σκοπούς: εγκατάσταση φρουρών γιά έλεγχο των πόλεων, προστασία των γραμμών ανεφοδιασμού, κύκλωση και καταστροφή των ανταρτών, κατάληψη ανταρτικών κέντρων.

Η βασική σοβιετική στρατιωτική τεχνική εναντίον των Βασμάχι ήταν ο συνδυασμός μαζικής τρομοκρατίας και κινούμενων μονάδων κρούσης.
Με μαζικές εκτελέσεις ο πληθυσμός έχανε το ηθικό του και αυτοί που ήθελαν να αγωνιστούν δεν μπορούσαν να συνενωθούν.

Οι μονάδες κρούσης ιππικού επεύλαναν στις επαναστατημένες περιοχές και αποδιοργάνωναν την κοινωνία και την αντίσταση με σφαγές. Οι μονάδες κρούσης δρούσαν ως ορδές, αυτόνομες από διοικητική μέριμνα και βάσεις και έτσι υπερφαλάγγιζαν τους επαναστάτες. Ακολουθούσαν ομάδες του Κομμουνιστικού Κόμματος και μυστική αστυνομία, οι οποίες «γέμιζαν» το κοινωνικό κενό και ξαναέστηναν την πολιτική δομή. Ύστερα κρατούσαν μία συνεχή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και έτσι την προσαρτούσαν στο σοβιετικό σύστημα.

Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να εφαρμόσουν ακριβώς το ίδιο σύστημα στο Αφγανιστάν, μετά την εισβολή του 1979. Το «κλειδί» για την στρατηγική τους ήταν να κερδίσουν τους φυλάρχους και τους επιφανείς άνδρες, διχάζοντας ταυτόχρονα την αντίσταση.

Μία τάξη πιστή στην κυβέρνηση θα φτιαχνόταν με διδαχή (πλύση εγκεφάλου) και μετά οι νεαροί Αφγανοί κομμουνιστές θα κυβερνούσαν τη χώρα. Ειδικές τάξεις ανθρώπων, ειδικά οι νέοι, εργάτες και γυναίκες, θα συνετάσσοντο με την κυβέρνηση μέσω πολιτικών μετώπων και παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Χιλιάδες Αφγανών φοιτητών στάλθηκαν στην ΕΣΣΔ για «εκπαίδευση». Για να αποφύγουν την αποξένωση του πληθυσμού, οι Σοβιετικοί σταμάτησαν τον αναδασμό και τη μαρξιστική προπαγάνδα. Ταυτόχρονα ενίσχυσαν την οικονομική και πολιτική δομή του Αφγανιστάν, συνέχισαν την ανάπτυξη των εγκαταστάσεων εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Σοβιετικοί «σύμβουλοι» ανέλαβαν τον έλεγχο του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, καθώς και πολλών υπουργείων.

Μεγάλη προσοχή δόθηκε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στην Παιδεία, από όπου καθοδηγούσαν και έπλαθαν τους αυριανούς πολίτες με συστηματική πλύση εγκεφάλου.

Προσπάθησαν επίσης να διακόψουν την εξωτερική ενίσχυση της αντίστασης, διαπραγματευόμενοι με τις ΗΠΑ, την Κίνα και ισλαμιστές και μάλιστα σε αυτό το πλαίσιο επιτέθηκαν στο Πακιστάν, που είχε γίνει κύρια εξωτερική βάση της αντίστασης με τρομοκρατικές και υπονομευτικές μυστικές επιχειρήσεις. Οι στρατιωτικοί εφήρμοσαν μία νέα στρατηγική, αρκέσθηκαν στο να κατέχουν τις πόλεις και τις κύριες οδούς ανεφοδιασμού και, χρησιμοποιώντας αυτές σαν βάσεις, επίλεκτες μονάδες θα ησχολούντο με τους αντάρτες στο εσωτερικό της χώρας.

Το 1981 οι Σοβιετικοί αρχίζουν να εφαρμόζουν νέες τακτικές με αεροκίνητες επιθέσεις και χρήση Σπέτσναζ σε επιχειρήσεις μικρών μονάδων.

Στην προσπάθειά τους να προσαρμόσουν τις δυνάμεις τους ούτως ώστε να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες του ανορθοδόξου πολέμου, «ελάφρυναν» τις μηχανοκίνητες μονάδες, αποσύροντας τις μονάδες βαρέος πυροβολικού, αρμάτων και αεραμύνης, διότι δεν χρησίμευαν ιδιαίτερα εναντίον ελαφρώς οπλισμένων ανταρτών.

Εκπαίδευσαν τις μηχανοκίνητες δυνάμεις τους στις ανορθόδοξες επιχειρήσεις, τακτικές μικρών μονάδων και περιπολία. Αξίζει να αναφερθεί ότι, εκπαίδευση στον ορεινό αγώνα, είχε να γίνει από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ένα τάγμα ανά μεραρχία εκπαιδεύτηκε σε αεροκίνητες επιχειρήσεις, σε συνεργασία με ελικόπτερα.

Ο σοβιετικός Στρατός άρχισε να αποδίδει πλέον μεγαλύτερη έμφαση στη διοίκηση μικρών κλιμακίων, δίνοντας στους κατώτερους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς περισσότερη δύναμη και ενθαρρύνοντας την ανάληψη πρωτοβουλίας.

Οι μονάδες επίσης αναδιοργανώθηκαν ώστε να είναι δυνατή η διεξαγωγή επιχειρήσεων με συνδυασμό πεζικού, αρμάτων και μηχανικού, στο πλαίσιο μηχανοκινήτων ταγμάτων. Οι μεραρχίες μετέπεσαν σε ταξιαρχίες, περιλαμβάνοντας τρία τάγματα μηχανοκίνητου πεζικού, μία επιλαρχία αρμάτων, μία μοίρα πυροβολικού και ένα αεροκίνητο τάγμα με την απαραίτητη υποστήριξη διοικητικής μερίμνης.

Τα ελικόπτερα απέκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρείχαν εναέρια υποστήριξη, ήσαν απλό μέσο μετακινήσεως, αλλά και ανεφοδιασμού, επικοινωνιών και το βασικό μέσο υπερφαλαγγίσεως και κυκλώσεως των ανταρτών.

Μαζί με την έμφαση στα ελικόπτερα, οι ειδικές μονάδες των Σπέτσναζ χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα σε επιδρομές, αποστολές δολοφονίας, ψυχολογικό πόλεμο, αναγνωρίσεις μακράς ακτίνος και συλλογή πληροφοριών.

Στις πόλεις, η μυστική αστυνομία κυνηγούσε τους αντιστασιακούς που δρούσαν υπογείως. Στην επαρχία, πράκτορες προσπαθούσαν να διεισδύσουν στην αντίσταση, συλλέγοντας πληροφορίες, διαδίδοντας φήμες και υπονομεύοντας το φρόνημα. Όσοι φύλαρχοι δήλωσαν πίστη στο καθεστώς, έλαβαν όπλα και οι φελάχοι τους αγροτική βοήθεια.

Στις υπόλοιπες περιοχές, αφού βομβαρδίστηκαν άγρια από αέρος, μεταφέρθηκε ο πληθυσμός σε στρατόπεδα σε «ασφαλείς» περιοχές.

Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση προσπάθησε –χωρίς επιτυχία όμως– να συγκροτήσει εθνοφυλακή και παραστρατιωτικές οργανώσεις για τη φύλαξη αυτών των «ασφαλών» περιοχών και συγκάλεσε την Τζίργκα Λόγια (Μεγάλη Μάζωξη φυλάρχων), αντίστοιχο του Κοινοβουλίου, για να ανακηρύξει τους αντάρτες ως ληστές. Όμως τα γεγονότα πείθουν περισσότερο από τα λόγια και οι κομμουνιστικές θηριωδίες ήσαν αναμφισβήτητες.

Οι επιχειρήσεις των Σοβιετικών χαρακτηρίσθηκαν από τα εξής δεδομένα: Έλεγχος περιοχών-κλειδιών. Κατάληψη των μεγάλων πόλεων και άμυνα με οχυρώσεις. Μεγάλα τμήματα των πόλεων καταστράφηκαν από τα άρματα και την αεροπορία, καθώς προσπαθούσαν να τα καταλάβουν από τους αντάρτες. Ήταν η πρώτη φάση το 1980.

Εκκαθαρίσεις με μηχανοκίνητες δυνάμεις, υποστηριζόμενες από Αεροπορία. Οι δυνάμεις αυτές εισέβαλαν στις κοιλάδες με σκοπό όχι τόσο να καταστρέψουν τους αντάρτες, αλλά να χτυπήσουν τον πληθυσμό που τους υποστήριζε. Σκοπός ήταν, με την αποχώρησή τους, να αφήσουν τους αντάρτες σε καμμένη γη. Με αυτές τις μεθόδους, μέχρι το 1989 υπήρχαν 3,5 εκατομμύρια Αφγανών προσφύγων στο Πακιστάν και 1,2 εκατομμύρια στο Ιράν.

Επιχειρήσεις μικρών μονάδων. Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στις περιοχές των ανταρτών, χρησιμοποιώντας ειδικές δυνάμεις. Μονάδες Σπέτσναζ και αλεξιπτωτιστών έπεφταν με αλεξίπτωτο ή μετεφέροντο με ελικόπτερα σε ανταρτικές περιοχές, για να επιτεθούν αιφνιδιαστικά σε αρχηγεία, σε μονάδες και οδούς ανεφοδιασμού. Εβασίζοντο στην κίνηση και στην ενέδρα για να κτυπήσουν, αντί στη μαζική χρήση πυρός.

Αεροπορικός πόλεμος. Η Αεροπορία ήταν τελικά το μεγάλο πλεονέκτημα των Σοβιετικών. Μπορούσαν να συγκεντρώσουν μεγάλο όγκο πυρός για να υποστηρίξουν επιθέσεις στο έδαφος, για να αποκρούσουν επιθέσεις σε απομονωμένα φυλάκια και να βομβαρδίσουν οπουδήποτε ήθελαν, σε ολόκληρη τη χώρα. Η Αεροπορία έδωσε στους Σοβιετικούς στρατηγική και τακτική ευκινησία σε όλο το Αφγανιστάν και έλυσε πολλά προβλήματα επικοινωνιών σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.

Το αντιστασιακό κίνημα

Από την άλλη, η αφγανική αντίσταση δεν ήταν ένα ενωμένο μέτωπο – ήταν μάλλον ένας συνασπισμός εξεγερμένων ομάδων και πολιτικών κομμάτων, αποκαλούμενων «Μουτζαχεντίν» (ιεροί πολεμιστές). Η κατάσταση στο Αφγανιστάν ευνοεί τους επαναστάτες.

Οι Αφγανοί εκπαιδεύονται στη χρήση όπλων από πολύ μικρή ηλικία, η χώρα βρίσκεται σε αρκετά πρωτόγονη οικονομική κατάσταση, υπάρχει υψηλό επίπεδο αυτονομίας (ο καθένας έχει μια κατσίκα κι ένα χωράφι), επίσης το έδαφος είναι πολύ ορεινό με πολλές οροσειρές που κάνουν δύσκολη την ανάπτυξη συμβατικών δυνάμεων.

Οι αντάρτες, χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, έβλεπαν τον πόλεμο κυρίως ως θρησκευτικό (οι ίδιοι εναντίον των άθεων). Ωστόσο, υπήρχαν αφενός οι τοπικοί αρχηγοί που στρατολόγησαν τοπικά δυνάμεις και είδαν τον πόλεμο σαν αγώνα ανεξαρτησίας εναντίον του ξένου εισβολέα, αφετέρου υπήρχαν άλλες ομάδες, όπως οι Μαοϊστές, που πίστευαν ότι η κυβέρνηση δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστική!

Επτά κύριες ομάδες αντίστασης, με βάση την Πεσαβάρ στο Πακιστάν, σχημάτισαν την Ισλαμική Συμμαχία των Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν.

Οι πολιτικοί στόχοι των ανταρτών περιελάμβαναν την πλήρη απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων και μία μεταβατική κυβέρνηση που θα έκανε ελεύθερες εκλογές και θα συνένωνε όλες τις αντιστασιακές ομάδες. Όλες οι μονάδες αντιστάσεως είχαν ως περιοχή δράσεως την περιοχή που είχαν βάση, την περιοχή που ήταν τα χωριά τους και ζούσαν. Η συνεργασία μεταξύ των ομάδων ήταν καθαρά θέμα συνεργασίας μεταξύ των τοπικών φυλάρχων, όπου οι αρχηγοί ανεδεικνύοντο μέσα από τις μάχες.

Όταν ο αγροτικός πληθυσμός άρχισε να χάνεται λόγω της πολιτικής της «αποπληθυσμιοποίησης» των Σοβιετικών και η παραδοσιακή κοινωνία να μη μπορεί να λειτουργήσει λόγω του πολέμου, η αντίσταση αναγκάστηκε να φτιάξει μία τυπική δομή λειτουργίας. Αυτή η δομή είχε πολιτική διοίκηση με δικαστήρια, σχολεία, «νοσοκομεία» και φορολογία.

Το αποκεντρωμένο σύστημα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν αδύνατο για τους Σοβιετικούς να καταστρέψουν την αντίσταση με ένα χτύπημα. Ακόμη και αν μία ομάδα, ένας τομέας κατέρρεε, οι άλλοι θα συνέχιζαν τον αγώνα.

Οι ανταρτικές μονάδες είχαν ως ορμητήρια τα χωριά τους, πράγμα που επέτρεπε στην αντίσταση να ελέγχει την ύπαιθρο, όμως αυτή η «εθνοφυλακή» δεν είχε μονάδες κρούσης για να αναλάβει μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις στις υπό κομμουνιστικό-κυβερνητικό έλεγχο περιοχές. Όσο παρατεινόταν ο πόλεμος, η αντίσταση αναγκαζόταν να βασίζεται σε εξωτερικές βάσεις ανεφοδιασμού στο Πακιστάν και σε καραβάνια με ζώα.

Η εγκαθίδρυση των βάσεων των πολιτικών κομμάτων στο Πακιστάν, αποστασιοποίησε την πολιτική ηγεσία από τον ανταρτικό αγώνα στο Αφγανιστάν. Οι κομμουνιστές χτύπησαν την αντίσταση στο Πακιστάν με αεροπορικές και τρομοκρατικές επιθέσεις, προσπάθησαν με μερική επιτυχία να κερδίσουν με το μέρος τους τις φυλές που ζούσαν σε παραμεθόριες περιοχές και μερικές φορές εισέβαλαν και με Τακτικό Στρατό στο Πακιστάν. Η στρατηγική της αντίστασης συγκεντρώθηκε σε στόχους με σκοπό να φθείρουν το ηθικό των κομμουνιστών και τη δυνατότητα ελέγχου των κατοίκων.

Έτσι προέβησαν σε εκτεταμένη εκστρατεία δολοφονιών μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποστηρικτών της κυβέρνησης, αλλά και σε δολιοφθορές στις οικονομικές εγκαταστάσεις, για να δείξουν ότι η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να κυβερνήσει.

Οργανώθηκαν επίσης διαδηλώσεις και πορείες για να δείξουν τη λαϊκή αντίθεση, επιθέσεις σε στρατιωτικές φάλαγγες και απομονωμένες μονάδες και γενικά έφθειραν τις κομμουνιστικές δυνάμεις με τη δράση μικρών μονάδων και λιποταξιών.

Επειδή οι Σοβιετικοί σκόρπιζαν με αεροπλάνα μικρές νάρκες με πράσινο εξωτερικό πλαστικό περίβλημα, οι αντάρτες αρχικά δεν έπαιρναν αιχμαλώτους. Όσους έπιαναν τους έκοβαν τα άνω και κάτω άκρα, όμως μετά τους πρώτους Σοβιετικούς μουσουλμάνους αιχμαλώτους, άρχισαν να τους θεωρούν κακομοίρηδες και τους εφέροντο πολύ καλά, γιατί έτσι κατάλαβαν ότι ενθάρρυναν τη λιποταξία και στο τέλος τους ελευθέρωναν.

Τα όπλα της αντίστασης αρχικά προήλθαν από τα προπολεμικά αποθέματα (κυρίως Λη Ενφηλντ), εν συνεχεία αυτά που μπορούσαν να αγοράσουν ή να πάρουν από τον εχθρό (ΑΚ-47 καλάσνικοφ).

Από το 1982, είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν κινεζικά καλάσνικοφ, βαρέα πολυβόλα των 12,7 χλστ. και φορητά αντιαρματικά RPG. Από το 1983 εμφανίστηκαν οι πρώτοι αντιαεροπορικοί φορητοί πύραυλοι SA-7 και όλοι σχεδόν εφοδιάστηκαν με καλάσνικοφ. Προς το τέλος του πολέμου, η CIA θέλησε να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητα των Στίνγκερ και έτσι έληξε η σοβιετική κυριαρχία των ουρανών, αφού χάρη σε αυτούς τους πυραύλους κατερρίφθησαν εκατοντάδες ελικόπτερα και αεροπλάνα.

Η φιλοσοφία των Αφγανών, που δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα ξεγελάσουν ή θα ξεφύγουν από τα δίκτυα πληροφοριών της KGB και τους δορυφόρους, ήταν να τα αγνοούν.

Ο αρχηγός αποφάσιζε την τελευταία στιγμή για την αναχώρηση του καραβανιού με εφόδια, για καταδρομική ενέργεια, ακόμα και για το εάν θα έμεναν επιτόπου για να πολεμήσουν ή θα έφευγαν. Έτσι, τα δίκτυα πληροφοριών δεν μπορούσαν ποτέ να ξέρουν τι σκοπεύει να κάνει ο κάθε τοπικός πολέμαρχος. Αντίθετα, πολλές φορές η αντίσταση διείσδυσε σε δίκτυα των Σοβιετικών.

Σε τακτικό επίπεδο, η αντίσταση αρχικά δεν χρησιμοποίησε την τυπική τακτική του ανταρτοπολέμου.

Οι αντάρτες προσπάθησαν με μάχες πεζικού για τον έλεγχο των πόλεων, αλλά συνετρίβησαν από τον σοβιετικό οδοστρωτήρα.

Όταν πέρασαν στον ανορθόδοξο πόλεμο, η σοβιετική αδυναμία στο κατώτερο διοικητικό επίπεδο, τους έδωσε το τακτικό πλεονέκτημα.

Σιγά σιγά απέκτησαν εμπειρία στις επιδρομές και στις ενέδρες και στο τέλος μπορούσαν να επιτίθενται σε κυβερνητικά οχυρά και σε πόλεις –με μικρότερη επιτυχία είναι αλήθεια–, όταν αντιμετώπιζαν σοβιετικές δυνάμεις.

Κυρίως χρησιμοποιούσαν την Καραργκά για προστασία του χωριού. Αυτό ήταν ένα σύστημα χοντρών πέτρινων σπιτιών και χαρακωμάτων στην πλαγιά του βουνού, όπου κατέφευγαν όταν γινόταν σοβιετική επιδρομή. Αν οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν ισχυρές, τότε από μονοπάτια διέφευγαν στο βουνό.

Σε μια τέτοια επιδρομή στο Νταχ-Ριβάτ, οι Σοβιετικοί επετέθησαν με 100 ελικόπτερα και 1.000 Σπέτσναζ, υπό ισχυρή αεροπορική κάλυψη, αλλά παρόλο που το χωριό ισοπεδώθηκε ολοσχερώς, οι 300 Μουτζαχεντίν δεν είχαν την παραμικρή απώλεια.

Αντίθετα, οι Σπέτσναζ βρέθηκαν παγιδευμένοι σε διασταυρούμενα πυρά από τα παρακείμενα υψώματα και τα ελικόπτερα που ήλθαν για απαγκίστρωση, χτυπήθηκαν από πολυβόλα που είχαν στηθεί στα παρακείμενα υψώματα.

Στις επιθέσεις εναντίον αφγανικών κυβερνητικών στρατευμάτων χρησιμοποιούσαν ένα συνδυασμό διαπραγματεύσεων και μάχης, για να αναγκάσουν τους στρατιώτες να παραδοθούν αμαχητί, κάτι που γινόταν συχνά. Οι στρατιώτες της μυστικής αστυνομίας πολεμούσαν μέχρι τέλους. Η βοήθεια του λαού στην αντίσταση ήταν ανεκτίμητη, γιατί με τις πληροφορίες έβρισκαν τα αδύνατα σημεία των κομμουνιστών, αλλά προειδοποιούντο και για επικείμενες επιθέσεις και έτσι εξαφανίζοντο όταν κατέφθαναν οι σοβιετικές ενισχύσεις. Πάντως η αποκέντρωση της αντίστασης, δεν της επέτρεψε μέχρι το 1991 να καταλάβει και να κρατήσει καμία κύρια αφγανική πόλη.

Η σοβιετική αποχώρηση

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, οι Σοβιετικοί μετέβαλαν τις τακτικές τους για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες δυνατότητες της αντίστασης σε αντιαεροπορικά, μετά από μεγάλες απώλειες σε ελικόπτερα. Αντί να βασίζονται σε αεροπορική υποστήριξη, χρησιμοποίησαν πυροβολικό και πυραύλους εδάφους-εδάφους σε μαζικά μπαράζ πριν από κάθε επίθεση. Βέβαια, αυτό μείωσε το στοιχείο της κινητικότητας και του αιφνιδιασμού, αφού προειδοποιούσε τους αντάρτες γιά την επερχόμενη επίθεση.

Ο πόλεμος έγινε στατικός και, αναγκαστικά, οι Σοβιετικοί πέρασαν στην άμυνα, οχυρώνοντας τις πόλεις και δημιουργώντας ζώνες ασφαλείας γύρω τους. Τελικά κατάλαβαν ότι η αντίσταση δεν θα σταματούσε τον αγώνα κι έτσι άρχισαν τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις για να τερματίσουν τον πόλεμο.

Οι διαπραγματεύσεις αρχικά έγιναν με τις ΗΠΑ και το Πακιστάν για να σταματήσουν να βοηθούν την αντίσταση και τους πρότειναν να δώσουν χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των σοβιετικών στρατευμάτων. Λέγεται ότι η αφγανική μυστική αστυνομία συμμετείχε στη δολοφονία του προέδρου Ζία του Πακιστάν, τον Αύγουστο του 1988.

Σίγουρα, εάν οι Σοβιετικοί κατόρθωναν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα του Πακιστάν, οι βάσεις ανεφοδιασμού, τα στρατόπεδα εκπαιδεύσεως και τα πολιτικά κόμματα θα έπρεπε να μετακινηθούν και η αντίσταση θα δεχόταν ένα πολύ γερό κτύπημα.

Στις 8 Φεβρουαρίου 1987, ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γκορμπατσώφ ανακοίνωσε την απόφαση της Μόσχας να αποσυρθεί από το Αφγανιστάν. Το σχέδιο προέβλεπε ότι όλα τα σοβιετικά στρατεύματα θα είχαν αποχωρήσει μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 1989. Παρά τη σχεδιαζόμενη αποχώρηση, οι ΗΠΑ συνέχισαν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην αφγανική αντίσταση.

Οι Σοβιετικοί, βλέποντας ότι δεν μπορούν να καταβάλουν τη θέληση των Αφγανών για αντίσταση, πίστευαν ότι με την αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής, οι διάφορες ισλαμικές ομάδες θα άρχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους και έτσι θα παρέμενε στην εξουσία η κομμουνιστική κυβέρνηση της Καμπούλ.

Επίσης, ήθελαν να επιδιορθώσουν τη διπλωματική βλάβη που είχαν επιφέρει η εισβολή και η κατοχή, με τη Δύση και τον μουσουλμανικό κόσμο. Προσπαθώντας να επιβάλουν και μία λύση στο εσωτερικό του Αφγανιστάν, τον Μάιο του 1986, αντικατέστησαν τον Καρμάλ, επικεφαλής της κυβέρνησης, με τον Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ, αρχηγό της μυστικής αστυνομίας.

Το 1987 ο Νατζιμπουλάχ προσπάθησε να επιφέρει εθνική συμφιλίωση με τρία σημεία: κατάπαυση πυρός, σχηματισμό κυβέρνησης κοινής αποδοχής με συμμετοχή της αντίστασης και επιστροφή των προσφύγων. Προσπαθώντας να κερδίσει τη λαϊκή συμπάθεια, ανακοίνωσε το σχηματισμό νέων κομμάτων, αυτά όμως ήσαν θρησκευτικά και αγροτικά κόμματα υποστηρικτών της κυβέρνησης.

Η αντίσταση, βασικά αγνόησε αυτές τις κινήσεις, γιατί κατάλαβε ότι, εάν δεχόταν, θα παρέμενε η κομμουνιστική κυβέρνηση στην εξουσία. Όμως υπήρχε ο φόβος ότι ορισμένες φατρίες θα συνετάσσοντο με την κυβέρνηση, ενώ με τα αποθέματα όπλων που άφηναν οι Σοβιετικοί, οι κομμουνιστές μπορούσαν να κρατήσουν τις πόλεις.

Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1988, η συμμαχική αντίσταση ανακοίνωσε το σχηματισμό μεταβατικής κυβερνήσεως, με πρόεδρο και υπουργούς. Αργότερα, εντός του έτους, σχηματίστηκε Εθνικό Συμβούλιο Αντιπροσώπων, το οποίο προοριζόταν να εκλέξει κανονική κυβέρνηση. Το μεγάλο πρόβλημα της μεταβατικής αφγανικής κυβέρνησης υπήρξε ο έλεγχος των μονάδων μάχης, οι οποίες έκαναν ό,τι ήθελαν. Η κύρια προσπάθεια της αφγανικής κυβέρνησης ήταν η εγκαθίδρυση πολιτικής διοίκησης της αντίστασης σε όλη τη χώρα.

Τελικά, οι Σοβιετικοί τήρησαν κατά γράμμα το σχέδιο αποχώρησης και στις 15 Φεβρουαρίου 1989, ο Αντιστράτηγος Μπόρις Γκρομώφ, διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, διέσχισε περπατώντας τη γέφυρα που περνάει τον ποταμό Αμού Ντάρια. Ήταν επισήμως ο τελευταίος Σοβιετικός που αποχωρούσε από το Αφγανιστάν.

Διδάγματα

Οι Σοβιετικοί πήραν πολλά μαθήματα από το Αφγανιστάν. Ο στρατός τους της δεκαετίας του ’70, βαρύς–μηχανοκίνητος–κεντρικά διοικούμενος, βελτιώθηκε όσον αφορά τη διοίκηση στα χαμηλά κλιμάκια και απέκτησε πιο ευέλικτη οργάνωση. Η εκπαίδευση των μικρών ηγητόρων, ο συνδυασμός των όπλων, η μεγάλη χρήση των ελικοπτέρων και των Ειδικών Δυνάμεων ήσαν οι τομείς που υστερούσαν και που βελτιώθηκαν μέσα από τον πόλεμο.

Η πρακτική εμπειρία που απέκτησαν σε κάθε επίπεδο, ήταν ανεκτίμητη. Επί παραδείγματι, ανακάλυψαν ότι οι στολές και ο εξοπλισμός των στρατιωτών τους ήταν ακατάλληλος. Έτσι τα άλλαξαν, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν πολύ καλούς στρατιώτες, που μπορούσαν να πολεμήσουν σε οιοδήποτε έδαφος και να κρατήσουν στρατηγικά σημεία. Αφού οι Σοβιετικοί στρατιώτες, λοιπόν, έκαναν καλά τη δουλειά τους, γιατί αποχώρησαν με σχεδόν ανέπαφες τις δυνάμεις τους από το Αφγανιστάν;

Ο πρώτος και κύριος λόγος της σοβιετικής αποτυχίας ήταν η θέληση του αφγανικού λαού να πολεμήσει για την ελευθερία του, ασχέτως αναλογιών.

Είχαν αταλάντευτη πίστη στη θρησκεία και τον πολιτισμό τους και η μαρξιστική θεώρηση που πήγαν να επιβάλουν οι κομμουνιστές, ήταν γι’ αυτούς εξωγήινη και εντελώς απαράδεκτη θρησκευτικά.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι η αντίσταση πέτυχε να διαλύσει την κομμουνιστική δομή, ειδικά στην επαρχία, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ελέγξει τον λαό.

Η υπονόμευση του αφγανικού Στρατού κατέλυσε τη συνοχή του και τον μετέτρεψε σε πεδίο στρατολόγησης ανταρτών μαχητών.

Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, στερούμενοι εξωτερικής βοήθειας αρχικά, τα όπλα που μπορούσαν να αγοράζουν ήταν ελαφρύς φορητός οπλισμός κι έτσι δεν αποξενώθηκε ο λαός με την εμφάνιση συστημάτων υψηλής τεχνολογίας.

Ο καθένας μπορούσε να πάρει ένα όπλο και να πολεμήσει και να δοξασθεί στο πεδίο της μάχης, στα μάτια των συντρόφων του και του Αλλάχ.

Οι κομμουνιστές έκαναν πολλά λάθη, επειδή δεν είχαν διδαχθεί από άλλους ανταρτοπολέμους. Οι κομμουνιστικές δυνάμεις προέβαιναν συνεχώς σε αντίποινα στον πληθυσμό, σε περιοχές όπου εμφανιζόταν ανταρτική δράση. H εμπειρία από άλλους ανταρτοπολέμους δείχνει ότι αυτό σπρώχνει τον πληθυσμό προς τους επαναστάτες, ενώ δεν έχει καμία επίδραση στους αντάρτες. Οι Σοβιετικοί δεν είχαν αρκετές δυνάμεις για μία συνεχή παρουσία στην ύπαιθρο.

Παρόλο που μπορούσαν να καταλάβουν οποιαδήποτε περιοχή, δεν μπορούσαν να διαθέσουν φρουρά κι έτσι η αντίσταση μπορούσε να επανέλθει. Μόνο κάποιου τύπου εθνοφρουρά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη φύλαξη των κατειλημμένων περιοχών, αλλά αυτή δεν μπόρεσε να οργανωθεί, γιατί οι αντάρτες πρώτα σκότωναν τους Αφγανούς υποστηρικτές των κομμουνιστών και οι Σοβιετικοί δεν μπόρεσαν ποτέ να προστατέψουν αποτελεσματικά τους συμμάχους τους.

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η πειθαρχία στους Αφγανούς αλλά και στους Σοβιετικούς στρατιώτες. Οι λεηλασίες, οι άνευ λόγου καταστροφές, οι εκτελέσεις αντιποίνων ήσαν συχνό και εκτεταμένο φαινόμενο. Συχνά οι κυβερνητικοί στρατιώτες δεν διαφοροποιούσαν τους εχθρικούς πολίτες από τους ουδέτερους, επετίθεντο σε όλους ανεξαιρέτως, ωθώντας έτσι τον πληθυσμό προς την αντίσταση.

Πρέπει να διαχωρίσουμε αυτές τις θηριωδίες, από τη σχεδιασμένη πολιτική τρομοκρατίας των κομμουνιστών, η οποία τουλάχιστον είχε πολιτικό στόχο. Το πρόβλημα έπαιρνε διαστάσεις και από την αδυναμία των Σοβιετικών να ελέγξουν τους στρατιώτες τους με ικανούς μικρούς ηγήτορες (υπαξιωματικούς και κατώτερους αξιωματικούς).

Ίσως η κομμουνιστική μαζική τρομοκρατία να είχε αποδώσει εάν εφαρμοζόταν σε έναν πληθυσμό που δεν είχε τη θέληση ή τον τρόπο να αντισταθεί. Όμως, στο Αφγανιστάν, ο λαός είχε και τη θέληση και τον τρόπο να αντισταθεί και ο πρώτος στόχος της αντίστασης ήταν η παραδειγματική τιμωρία των «προσκυνημένων».

Επίσης, το ότι το Αφγανιστάν δεν προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση και η προσπάθεια ήταν ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία μία κομμουνιστική κυβέρνηση, ήταν ένας άλλος λόγος. Οι Αφγανοί ορεσίβιοι, ελεύθεροι από τη φύση τους, δεν δέχθηκαν να ζουν σε προτεκτοράτο.

Τέλος, ένας μεγάλος λόγος που δεν νίκησαν οι Σοβιετικοί και οι υποτελείς τους, ήταν ότι δεν ακολούθησαν μία ξεκάθαρη στρατηγική.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Δεν αποφάσισαν για παράδειγμα να συντρίψουν την αντίσταση με το στρατιωτικό τους οδοστρωτήρα, αλλά χρησιμοποιούσαν αρκετά στρατεύματα μόνο για να στηρίξουν το καθεστώς και να κρατήσουν τις πόλεις. Τα καλέσματα της κυβέρνησης για εθνική ενότητα, κατέρρεαν από τη μαζική τρομοκρατία. Η δήλωση ότι η κυβέρνηση εκπροσωπούσε τον λαό ακυρωνόταν από τις στρατιωτικές επιθέσεις κατά αμάχων.

Κι όμως, παρόλα τα λάθη των κομμουνιστών, η αντίσταση στάθηκε ανίκανη να εξασφαλίσει την τελική νίκη. Ένας λόγος ήταν ότι οι Σοβιετικοί, μετά την πρώτη περίοδο της σκληρής κομμουνιστικοποίησης, εγκατέλειψαν τα πολιτικά προγράμματα που αποξένωναν τον πληθυσμό.

Αντίθετα, συγκεντρώθηκαν στο να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, ειδικά στο σχηματισμό παραστρατιωτικών οργανώσεων, που ενδείκνυνται για ανταρτοπόλεμο.

Παρόλο που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν την τελική νίκη, ωστόσο κατόρθωσαν να κρατήσουν την αντίσταση βραχυκυκλωμένη, ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να σιγουρέψει την εξουσία της.

Βέβαια και η αντίσταση απέτυχε στο να αναπτύξει μία ενιαία πολιτικοστρατιωτική στρατηγική. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ηγεσία ήταν διχασμένη και παρά ορισμένες μεγάλες επιτυχείς επιθέσεις, με την έλλειψη γενικής στρατηγικής δεν μπόρεσαν να τις εκμεταλλευθούν. Έτσι ο πόλεμος συνέχισε με τον καταστροφικό κύκλο επιδρομών και επιθέσεων, χωρίς καμία πλευρά να κερδίζει ούτε στρατιωτικά, αλλά ούτε και πολιτικά.

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η ηρωοποίηση της αντίστασης από τους Δυτικούς υποστηρικτές της. Οι Αφγανοί παρουσιάζοντο ως ο ηρωικός λαός που σταμάτησε το πιο δυνατό στρατιωτικό σύστημα στην Ευρασία. Οι ελλείψεις της αντίστασης παραβλέπονταν, οι επιτυχίες της μεγαλοποιούντο, ενώ οι επιτυχίες του αντιπάλου αγνοούντο.

Κανείς δεν έδειξε να στέκεται στο γεγονός ότι η αντίσταση δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει και να κρατήσει μία μεγάλη πόλη. Επίσης, δεν εκτιμήθηκε ποτέ αρκετά η αποτελεσματικότητα της μυστικής αστυνομίας, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις και η πολιτική δομή, τα οποία θα έπρεπε να ήσαν οι στόχοι αντί για τις στρατιωτικές δυνάμεις. Θεωρητικά, η αντίσταση είχε 200.000 μαχητές, αλλά η πραγματική δύναμη ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό.

Οι υπόλοιποι ήσαν πολεμιστές μερικής απασχόλησης, δυνάμεις αυτοπροστασίας και υπερασπιστές των χωριών τους. Ενώ ο ανορθόδοξος πόλεμος και η υπονόμευση είναι αποτελεσματικές μέθοδοι για να φθείρεις το ηθικό της κυβέρνησης και τον στρατό της, τελικά οι αντάρτες θα πρέπει να σχηματίσουν επαναστατικό στρατό και να νικήσουν σε τακτικές μάχες τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αυτό είναι το μάθημα από τις περιπτώσεις της Ινδοκίνας και της Νικαράγουας. Σίγουρα, η συνεχής φθορά του ηθικού μπορεί να στερήσει την κυβέρνηση από τη θέληση να πολεμήσει, όπως συνέβη στους Γάλλους στην Αλγερία το 1961, αλλά οι κομμουνιστές δεν είναι ευαίσθητοι στις κοινωνικές πιέσεις. Όσο έχουν τη δύναμη να παραμείνουν στην εξουσία, θα το πράξουν de facto.

Το αποκεντρωμένο σύστημα του Αφγανιστάν, αρχικά δυσκόλεψε την κυβέρνηση να επιβληθεί στα ορεινά, όμως στη συνέχεια λειτούργησε σαν ένας σημαντικός αρνητικός παράγοντας εναντίον της αντίστασης.

Όταν η κυβέρνηση σταμάτησε να προσπαθεί να επιβάλει μεταρρυθμίσεις, η αντίσταση διχάστηκε σε πολλές φατρίες χωρίς να ελέγχεται από την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση και, φυσικά, χωρίς να μπορεί να κερδίσει την πλήρη συμπαράσταση του λαού.