Οι Ρωμαίοι κατάφεραν να καταστήσουν ακόμα και τις θανατικές εκτελέσεις θέαμα, όχι προς παραδειγματισμό, αλλά αποκλειστικά για την ευχαρίστηση του εκπαιδευμένου στη θέα και την οσμή του αίματος, ρωμαϊκού όχλου.

Οι μονομαχίες γεννήθηκαν στη Ρώμη περί το 264 π.Χ. Ουσιαστικά επρόκειτο για την αναβίωση, υπό διαφορετικούς όρους, μιας αρχαίας συνήθειας που επέβαλε τη θανάτωση ενός αριθμού σκλάβων, όταν πέθαινε ένας Ρωμαίος πατρίκιος. Αντί να σκοτώνουν απλώς τους σκλάβους, οι Ρωμαίοι άρχοντες σκέφτηκαν ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον και σαφώς πιο θεαματικό να τους βάζουν να αλληλοσκοτώνονται, προς τιμήν του νεκρού.

Οι τελετουργικές αυτές μονομαχίες είχαν επίσης ως στόχο να αναδείξουν την αξία, τον πλούτο και την ισχύ του νεκρού και της οικογένειάς του.

Οι πρώτοι λοιπόν «αγώνες» (νούμερα, όπως τα ονόμαζαν οι Ρωμαίοι) έγιναν στη Ρώμη το 264 π.Χ. κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης τελετής προς τιμήν του μεγάλου άρχοντα Δεκίμου Ιουλίου Βρούτου. Την τελετή είχαν οργανώσει οι δύο γιοι τού εκλιπόντος, και σε αυτή μονομάχησαν έξι μονομάχοι, σε τρία ζεύγη. Η τελετή διεξήχθη σε μια από τις αγορές της Ρώμης – στο Φόρουμ Βοάριουμ.

Η οικογένεια των Βρούτων ήταν μια από τις πλουσιότερες της Ρώμης, και μια τέτοιου τύπου επιδεικτική νεκρώσιμη τελετή, συνοδευόμενη από πλούσια γεύματα για το λαό, αποτέλεσε πραγματική επίδειξη δύναμης για τους αντιπάλους της οικογένειας στη Σύγκλητο.

Αυτή ήταν η ταπεινή αρχή ενός από τους μακροβιότερους και τους πλέον μακάβριους θεσμούς της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αρχικά, και της Αυτοκρατορίας αργότερα. Οι μονομαχίες εξελίχθηκαν σε μόδα στις κηδείες των Ρωμαίων πατρικίων, και οι μεγάλες οικογένειες συναγωνίζονταν η μία την άλλη, προσφέροντας στον όχλο περισσότερα και εκλεκτότερα εδέσματα, περισσότερους και αξιολογότερους μονομάχους.

Το 174 π.Χ. πέθανε ο στρατηγός Τίτος Φλαμίνιος – πρόγονος αυτού που κατέκτησε την Ελλάδα. Αυτή τη φορά η οικογένειά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι αγώνες που οργανώθηκαν προς τιμήν του διήρκεσαν τρεις ημέρες, και στο πλαίσιο αυτών έγιναν 74 μονομαχίες. Ήταν η πρώτη φορά που οι αγώνες συνεχίζονταν και μετά την κηδεία. Θα ακολουθούσαν όμως και χειρότερα.

Οι πρώτες μονομαχίες διεξάγονταν στο Φόρουμ Βοάριουμ. Οι πρώτοι δε μονομάχοι δεν έφεραν καθόλου αμυντικό οπλισμό και εξοπλίζονταν μόνο με ένα δόρυ ή ένα σπαθί. Επίσης δεν ήταν εκπαιδευμένοι μαχητές, με αποτέλεσμα να σκοτώνονται γρήγορα, στερώντας το απολαυστικό θέαμα από το ρωμαϊκό όχλο.

Έπρεπε να βρεθούν τρόποι να παραταθεί η ευχαρίστηση του κοινού. Έτσι, αρχικά δόθηκαν ασπίδες και κράνη στους μονομάχους. Αργότερα οι μονομάχοι έφεραν και κάποια θωράκιση, όχι όμως στα ζωτικά σημεία του σώματος, αλλά στα χέρια και στα πόδια, ώστε να αποφεύγονται οι μη θανάσιμοι τραυματισμοί και να επέρχεται εύκολα ο θάνατος. Άλλωστε, ο μονομάχος ήταν προορισμένος να πεθάνει.

Κανείς δεν χρειαζόταν ακρωτηριασμένους ζωντανούς μονομάχους. Επίσης, τότε καθιερώθηκε και ο όρος μονομάχος, καθώς οι μελλοθάνατοι εξοπλίστηκαν με το κλασικό σπαθί του Ρωμαϊκού Στρατού, το μικρού μήκους gladius. Από αυτό ονομάστηκαν gladiatores (Μονομάχοι).

Οι αγώνες των μονομάχων ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στην αρχαία Ρώμη, συνδυαζόμενοι με δωρεάν διανομή τροφίμων ή με τη χορήγηση χρημάτων. Αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο: το 165 π.Χ., ο μεγαλύτερος Ρωμαίος κωμωδιογράφος, ο Τερέντιος, ανέβαζε σε θέατρο της πόλης ένα από τα καλύτερά του έργα. Το θέατρο ήταν κατάμεστο.

Ξαφνικά όμως διαδόθηκε η είδηση ότι πολύ κοντά στο θέατρο διεξάγονταν αγώνες μονομάχων, προς τιμήν κάποιου πλουσίου. Αμέσως το κοινό, σύσσωμο, εγκατέλειψε το θέατρο και πήγε να παρακολουθήσει τις μονομαχίες, αφήνοντας τον Τερέντιο και τους ηθοποιούς του έκπληκτους στη σκηνή.

Αργότερα, οι αγώνες των μονομάχων αποσυνδέθηκαν εντελώς από τις νεκρώσιμες τελετές και εξελίχθηκαν σε μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμης και εξαγοράς της ψήφου ή της ανοχής του κοινού. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε και στην παράλληλη εξέλιξη του τρόπου διεξαγωγής των μονομαχιών.

Το μικρό Φόρουμ Βοάριουμ εγκαταλείφθηκε. Τώρα οι μονομαχίες διεξάγονταν στο Φόρουμ, στην κεντρική δηλαδή αγορά της Ρώμης, όπου οι διοργανωτές κατασκεύαζαν ξύλινες κερκίδες. Οι θεατές παρακολουθούσαν πλέον άνετα τις μονομαχίες, οι οποίες πια κρατούσαν για μέρες. Υπήρχαν περιπτώσεις, στις οποίες θεατές δεν έφευγαν καθόλου από τις κερκίδες, κατά τη διάρκεια των αγώνων, αλλά κοιμούνταν εκεί, για μην αφήσουν τη θέση τους να καταληφθεί από κάποιον άλλο.

Η μεγάλη αλλαγή σημειώθηκε περί το 90 π.Χ. Το έτος αυτό ο στρατηγός Σύλας είχε μόλις συντρίψει τους εξεγερμένους Σαμνίτες. Πληθώρα ηττημένων, σκλάβων πλέον, Σαμνιτών κατέκλυσε την Ρώμη. Τότε ο Σύλας θυμήθηκε ότι ένας πρόγονός του είχε επίσης πολεμήσει τους Σαμνίτες, 200 χρόνια πριν, και αποφάσισε να τον τιμήσει με αγώνες. Πλησίαζαν άλλωστε και οι εκλογές για την ανάδειξη υπάτων, και οι αγώνες θα εξασφάλιζαν ψήφους στον Σύλα. Από την άλλη, υπήρχε και η φτηνή πηγή των μονομάχων, οι σκλάβοι Σαμνίτες.

Η πρωτοτυπία του Σύλα ήταν ότι έβαλε τους πρώην Σαμνίτες στρατιώτες να πολεμήσουν με το στρατιωτικό τους οπλισμό. Το εγχείρημα υπήρξε άκρως επιτυχημένο, με αποτέλεσμα ο Σύλας να εκλεγεί σχεδόν παμψηφεί ύπατος, και να σταλεί να πολεμήσει το στρατό του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη, στην Ελλάδα. Αυτό που εισήγαγε ο Σύλας σύντομα έγινε θεσμός.

Κάθε πλούσιος Ρωμαίος που διοργάνωνε αγώνες φρόντιζε να έχει και μερικούς τουλάχιστον «εξωτικούς» μονομάχους. Μετά τους Σαμνίτες ακολούθησαν οι Θράκες, τους οποίους διαδέχτηκαν οι Γαλάτες, οι Νουμίδες και αργότερα οι Γερμανοί. Όμως, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, οι Ρωμαίοι θα μετάνιωναν πικρά για την επιλογή ενός Θράκα μονομάχου, του Σπάρτακου.

Επαγγελματικό πρωτάθλημα

Σταδιακά, οι απαιτήσεις του κοινού αυξάνονταν. Δεν αρκούσε πλέον στο ρωμαϊκό όχλο να βλέπει δύο άνδρες, έστω και πολεμιστές, να σκοτώνονται στην αρένα. Οι μονομάχοι έπρεπε να είναι καλά εκπαιδευμένοι, ώστε να προσφέρουν θέαμα, να πολεμούν σκληρά και να αργούν να πεθάνουν!

Για όλα αυτά δεν αρκούσε η πολεμική εκπαίδευση που ορισμένοι εκ των μονομάχων είχαν λάβει στις πατρίδες τους πριν αιχμαλωτιστούν. Έπρεπε να εκπαιδευτούν εκ νέου, με σκοπό να αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες για την παράταση της ευχαρίστησης του κοινού.

Αναφέρθηκε ήδη ότι η τέρψη του όχλου επιδιωκόταν για απόκτηση πολιτικού οφέλους τα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αργότερα δε αποτέλεσε ένα από τα βασικά πολιτικά όπλα των αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα των λιγότερο ικανών, για να ελέγχουν τα πλήθη και να διασφαλίζουν το θρόνο τους.

Η αλλαγή αυτή συντελέστηκε το πρώτο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ. και συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη μιας ολόκληρης βιομηχανίας θεάματος. Δημιουργήθηκαν σχολές εκπαίδευσης μονομάχων, στις οποίες οι διαβόητοι Λανίστα (ιδιοκτήτες σχολών) άνδρωναν το «νέο αίμα». Οι ιδιοκτήτες των σχολών διέθεταν τους μονομάχους τους σε όποιον μπορούσε να πληρώσει τα μεγάλα ποσά που ζητούσαν.

Έτσι, οι μονομαχίες έγιναν εξαιρετικά ακριβές και οι μονομάχοι καταστάθηκαν ένα εξαιρετικά αποδοτικό κεφάλαιο. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που καθιερώθηκε το «μίσσους», η χάρη.

Ένας μονομάχος που πολέμησε καλά αλλά έχασε τη μάχη, μπορούσε να ζητήσει χάρη από τον επικεφαλής των αγώνων. Όσο καλύτερα είχε πολεμήσει, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να του χαριστεί η ζωή. Η απόφαση πάντως λαμβανόταν με καθαρά οικονομικά κριτήρια και δεν σχετιζόταν με το αν ο διοργανωτής των αγώνων ήταν φιλάνθρωπος ή όχι.

Σημαντικό ρόλο στη λήψη της απόφασης διαδραμάτιζε και η διάθεση του κοινού – σκοπός του διοργανωτή των αγώνων ήταν να ευχαριστήσει το κοινό, και θα το δυσαρεστούσε θανατώνοντας έναν δημοφιλή μονομάχο.

Οι μονομάχοι, όπως αναφέρθηκε, εξελίχθηκαν σε μια ιδιότυπη επαγγελματική τάξη, υψηλού κινδύνου. Οι καλύτεροι μονομάχοι μπορούσαν να επιβιώσουν για χρόνια και, αν ήταν αρκετά τυχεροί, μπορούσαν να κερδίσουν ακόμα και την ελευθερία τους.

Πολλοί κέρδιζαν και μεγάλα χρηματικά ποσά, τόσο μεγάλα, που ακόμα και αρκετοί ελεύθεροι πολίτες γίνονταν μονομάχοι, εθελοντικά, με σκοπό να πλουτίσουν. Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι την περίοδο εκείνη η ανθρώπινη ζωή ήταν αρκετά αναλώσιμη, και το επάγγελμα του μονομάχου δεν ήταν πιο επικίνδυνο από του στρατιώτη, για παράδειγμα. Όχι άδικα μάλιστα, θεωρούνταν πιο επικίνδυνο να κυκλοφορεί κανείς κατά τη διάρκεια της νύχτας στους δρόμους της Ρώμης, παρά να μονομαχεί στην αρένα!

Νέα τροπή όμως έμελλε να δώσει στους αγώνες η ακόρεστη δίψα του κοινού για αίμα, αλλά και για πρωτοτυπία. Η δίψα αυτή θα ανέβαζε κατά πολύ τον πήχη του «θεάματος», αλλά και το κόστος των «αγώνων».

Πρωτόγνωρες διαστάσεις

Την περίοδο των εμφυλίων πολέμων, οι αντιμαχόμενοι στρατηγοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την υποστήριξη του πλήθους. Αναφέρθηκε πριν πώς κέρδισε ο Σύλας το αξίωμα του υπάτου. Κάτι παρόμοιο επιχείρησε και ο Πομπήιος ο Μέγας το 79 π.Χ. Επιστρέφοντας από την εκστρατεία του στη βόρεια Αφρική, ο Πομπήιος έφερε μαζί του και 20 ελέφαντες.

Τα ζώα ρίχτηκαν στην αρένα απέναντι σε εκπαιδευμένους κυνηγούς ελεφάντων. Οι ελέφαντες όμως πολέμησαν συλλογικά, και σε μια περίπτωση σχεδόν έσπασαν τα προστατευτικά κιγκλιδώματα και επιτέθηκαν στο πλήθος. Αλλόφρονες οι θεατές, τράπηκαν σε φυγή, εκτοξεύοντας κατάρες κατά του Πομπήιου.

Αντίθετα, ο Ιούλιος Καίσαρ, το 65 π.Χ. οργάνωσε τους μεγαλύτερους και θεαματικότερους μέχρι τότε αγώνες, προς τιμήν του νεκρού του πατέρα – ο οποίος όμως είχε πεθάνει 20 χρόνια πριν. Στους αγώνες συμμετείχαν 640 μονομάχοι, που όλοι τους έφεραν εντυπωσιακούς ασημένιους θώρακες και κράνη. Μετά το πέρας των αγώνων, ο Καίσαρας συγκέντρωσε τα αργυρά όπλα, τα έλιωσε και τα έκανε νομίσματα, ώστε να περιορίσει το κόστος! Οι αγώνες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς, και ο Καίσαρας έγινε δεκτός στην Τριανδρία που κυβερνούσε την πόλη, μαζί με τον Πομπήιο και τον Κράσσο.

Ακόμα καλύτερους αγώνες οργάνωσε ο Καίσαρας το 46 π.Χ., όταν επέστρεψε στη Ρώμη νικητής από τις εκστρατείες του κατά των οπαδών του Πομπήιου. Μέρα παρά μέρα πραγματοποιούνταν θεατρικές παραστάσεις και αρματοδρομίες. Εξωτικές χορεύτριες από την Ανατολή, ταχυδακτυλουργοί και μάγοι γέμισαν την πόλη. Περίεργα, άγνωστα στους Ρωμαίους ζώα έκαναν την εμφάνισή τους.

Το αποκορύφωμα όμως ήταν η ναυμαχία που οργάνωσε ο Καίσαρας, πλημμυρίζοντας μια πεδιάδα κοντά στη Ρώμη. Στην τεχνητή λίμνη ρίχτηκαν μικρά ομοιώματα πολεμικών πλοίων, οι άνδρες (σκλάβοι κωπηλάτες και μονομάχοι) των οποίων πολέμησαν με φανατισμό. Μία ακόμα καινοτομία του ίδιου ήταν ότι έριξε στην αρένα δύο αντιπάλους του συγκλητικούς, υποσχόμενος να χαρίσει τη ζωή σε όποιον επιζούσε. Για τους πληβείους Ρωμαίους, το θέαμα ήταν συναρπαστικό.

Το καλύτερο όμως ο Καίσαρας το κρατούσε για το τέλος. Αντί των συνηθισμένων μονομαχιών, είχε οργανώσει μια πραγματική μάχη μεταξύ δύο στρατών μονομάχων. Ο κάθε στρατός διέθετε 500 πεζούς, 30 ιππείς και 20 πολεμικούς ελέφαντες. Η μάχη μεταξύ των δύο «στρατών» κράτησε για πολλές ώρες και έληξε μόνο όταν ο ένας από τους δύο στρατούς εξοντώθηκε ολοκληρωτικά.

Το κοινό, όπως ήταν αναμενόμενο, αποθέωσε τον Καίσαρα, ο οποίος, χάρη στην υποστήριξη αυτή, ανέλαβε δικτατορικά την εξουσία. Λίγο αργότερα θα έπεφτε δολοφονημένος από τα μαχαίρια των φίλων του.

Μετά το θάνατο του Καίσαρα και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η εξουσία περιήλθε στα χέρια του Οκταβιανού Αυγούστου. Ο Αύγουστος, σε όλο το διάστημα της μακράς βασιλείας του, διοργάνωσε οκτώ φορές αγώνες μονομάχων, στους οποίους συνολικά έλαβαν μέρος περισσότεροι από 10.000 άνδρες και 3.500 ζώα.

Ωστόσο, ούτε αυτός ούτε ο διάδοχός του Τιβέριος προσέθεσαν κάτι καινούργιο στους αγώνες. Επί Καλιγούλα, οι Θράκες είχαν την τιμητική τους, καθώς ο νέος αυτοκράτορας συμπαθούσε ιδιαιτέρως τους μονομάχους από την περιοχή αυτή. Οι Θράκες, επί Καλιγούλα, ακόμα και αν έχαναν τον αγώνα, σπάνια έχαναν και τη ζωή τους.

Κάποτε, ένας από τους διασημότερους μονομάχους, ο Κολόμπους, νίκησε έναν Θράκα στην αρένα. Ο Καλιγούλας τότε τον δηλητηρίασε, προκαλώντας τη γενική δυσαρέσκεια, συνέπεια της οποίας ήταν να ξεσπάσει εξέγερση εναντίον του. Ο παρανοϊκός αυτοκράτορας πέθανε, και τον διαδέχτηκε ο θείος του, Κλαύδιος.

Ο Κλαύδιος έλαβε σοβαρά υπόψη του το προηγούμενο του Καλιγούλα και έσπευσε να διοργανώσει εντυπωσιακούς αγώνες, στους οποίους περιλαμβάνονταν και ναυμαχίες στη λίμνη Φουτσίνο. Ο Νέρων, που τον διαδέχτηκε, δεν δίστασε να λάβει και προσωπικά μέρος στους αγώνες, ως κιθαρωδός και ποιητής.

Οι πρωταγωνιστές

Οι μονομάχοι, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν, άλλαξαν οπλισμό, ονομασίες, αλλά και τρόπο του μάχεσθαι. Από τους πρώτους παντελώς αθωράκιστους μονομάχους, τους οπλισμένους μόνο με ένα ακόντιο ή ένα σπαθί, σταδιακά οι μονομάχοι έφτασαν να φέρουν βαρύτατη θωράκιση και οπλισμό.

Στο διάστημα από τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ., η θωράκιση και ο οπλισμός των μονομάχων τυποποιήθηκε και υπήρχαν πλέον αρκετές διαφορετικές κατηγορίες μονομάχων. Η πρώτη κατηγορία ήταν αυτή των ιππέων μονομάχων (Equites), οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με λόγχη μήκους δύο μέτρων και με σπαθί.

Οι άνδρες αυτοί μονομαχούσαν έφιπποι. Αν όμως έσπαζαν οι λόγχες τους, άφηναν τα άλογά τους και συνέχιζαν τη μονομαχία πεζοί, με τα σπαθιά τους. Άλλη κατηγορία μονομάχων ήταν αυτή των Μυρμίλων, που θεωρούνταν «απόγονοι» των Σαμνιτών.

Έλαβαν το όνομά τους από το χαρακτηριστικό βαρύ κράνος που έφεραν, το οποίο έμοιαζε με το ραχιαίο πτερύγιο ενός ψαριού με αυτό το όνομα. Το κράνος προστάτευε το κεφάλι του μονομάχου μέχρι τον αυχένα, ενώ πολλές φορές κάλυπτε και το πρόσωπό του. Ήταν συνήθως ορειχάλκινο και πολύ βαρύ.

Οι Μυρμίλοι έφεραν επίσης μεγάλη ασπίδα, παρόμοια με το σκούτουμ των λεγεωνάριων, ύψους ενός μέτρου και πλάτους 60 εκατοστών, που ζύγιζε γύρω στα εννέα κιλά. Το δεξί τους χέρι ήταν καλυμμένο με μεταλλικές ή δερμάτινες περιχειρίδες έως το μπράτσο.

Ο οπλισμός τους περιλάμβανε είτε το κλασικό γκλάντιους είτε ένα παρόμοιο κοντό και κοφτερό σπαθί, ικανό να καταφέρει θανάσιμα θλαστικά πλήγματα. Συνολικά ο εξοπλισμός ενός Μυρμίλου έφτανε σε βάρος τα 20 κιλά. Είναι φανερό ότι ο τύπος αυτός μονομάχου είχε ως πρότυπο τους λεγεωνάριους του στρατού. Ήταν ένας από τους βαρύτερα οπλισμένους τύπους, και συνήθως στην αρένα αντιμετώπιζε ελαφρύτερα οπλισμένους και θωρακισμένους, αλλά και πιο ευέλικτους αντιπάλους.

Ένας άλλος τύπος μονομάχου ήταν ο Θράκας, ο οποίος βασίστηκε στους πραγματικούς Θράκες μαχητές που έφτασαν αιχμάλωτοι στη Ρώμη. Ο Θράκας έφερε κράνος παρόμοιο με του Μυρμίλου, στο οποίο υπήρχε ένας ανάγλυφος γρύπας, ιερό ζώο της θεάς Νέμεσης.

Έφερε επίσης τετράγωνη ασπίδα, πλευράς 60 εκατοστών, μακριές ορειχάλκινες κνημίδες, που έφταναν έως και επάνω από το γόνατο και επίσης μεταλλικές ή δερμάτινες περιχειρίδες. Ήταν οπλισμένος με σπαθί, παρόμοιο με το Μυρμίλου, αν και πολλές φορές έφερε μια κοντή, κυρτή σπάθη, με προστατευτική περιχειρίδα που κάλυπτε ολόκληρο τον καρπό.

Οι Οπλομάχοι αποτελούσαν μια άλλη, διακριτή κατηγορία μονομάχων. Έλαβαν την ονομασία τους από τους Έλληνες οπλίτες, των οποίων αποτελούσαν απομίμηση. Έφεραν κράνος ελληνικού τύπου, στρογγυλή και εξ ολοκλήρου μεταλλική ασπίδα, διαμέτρου 45 εκατοστών, ψηλές κνημίδες, οπλιτικό δόρυ μήκους δύο περίπου μέτρων και εγχειρίδιο.

Επίσης δημοφιλής τύπος μονομάχου, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., ήταν ο Προβοκάτορ. Ήταν ο πλέον βαριά θωρακισμένος τύπος μονομάχου και ο μόνος που έφερε θώρακα που κάλυπτε το άνω μέρος του στήθους. Το δεξί του χέρι ήταν ολόκληρο καλυμμένο με αρθρωτές μεταλλικές πλάκες που κατέληγαν σε μια μεταλλική πλάκα, ύψους πέντε περίπου εκατοστών, στην περιοχή του ώμου. Η πλάκα αυτή προστάτευε τον μονομάχο από θλαστικά τραύματα από την ακάλυπτη δεξιά πλευρά του. Η ασπίδα του ήταν στρατιωτικού τύπου, ύψους ενός μέτρου.

Το κράνος του ακολουθούσε το σχήμα του κρανίου και κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι μέχρι τον αυχένα. Καλυμμένο ήταν και το πρόσωπό του. Αντίθετα με τους άλλους μονομάχους που είχαν πάντα να αντιμετωπίσουν μονομάχους διαφορετικού τύπου από αυτούς, οι Προβοκάτορ αντιμετώπιζαν πάντα άλλους Προβοκάτορ. Η σύγκρουση δύο μονομάχων αυτού του τύπου απαιτούσε μεγάλη σωματική δύναμη και επιδεξιότητα, καθώς η βαριά θωράκιση τους προστάτευε αποτελεσματικά.

Στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. εμφανίστηκε ένας νέος τύπος μονομάχου, που δεν βασιζόταν σε αληθινά στρατιωτικά πρότυπα. Ήταν ο Ρετιάριος, γνωστός και ως διχτυοβόλος. Ο Ρετιάριος δεν έφερε κράνος, ασπίδα και κνημίδες, αλλά ελάχιστη θωράκιση, που κάλυπτε το αριστερό χέρι, μέχρι το λαιμό, και κάποτε μια μικρή μεταλλική πλάκα που κάλυπτε το άνω μέρος του στήθους.

Ήταν οπλισμένος με μια τρίαινα και ένα δίχτυ. Σκοπός του ήταν να παγιδεύσει τον αντίπαλό του με το δίχτυ και να τον καρφώσει με την τρίαινα. Αντίπαλος του Ρετιάριου ήταν ο Σεκούτορ. Οι Σεκούτορ έφεραν τον ίδιο ακριβώς οπλισμό με τους Μυρμίλους, αλλά τα κράνη τους δεν είχαν κανένα εξόγκωμα, για να μην πιάνονται εύκολα στα δίχτυα των Ρετιάριων.

Οι προανεφερθέντες ήταν οι πλέον δημοφιλείς τύποι μονομάχων. Υπήρχαν και άλλοι, όμως, που εμφανίστηκαν για λίγο στις αρένες. Αυτοί ήταν οι αρματομάχοι, που εξαφανίστηκαν λόγω του υψηλού κόστους των αρμάτων, οι τοξότες, που εξαφανίστηκαν λόγω της ταχύτητας με την οποία σκότωναν και σκοτώνονταν, οι Λακουεράριοι, ένα είδος Ρετιάριων που αντί για δίχτυ έφεραν λάσο, οι Διμαχιάριοι, οπλισμένοι με δύο σπαθιά, αλλά όχι ασπίδες, οι Αναβάτες, που ήταν βαρύτατα θωρακισμένοι λογχοφόροι ιππείς, που επίσης εξαφανίστηκαν λόγω κόστους, και οι γυναίκες Μυρμίλοι, οι οποίες όμως απαγορεύτηκε να συμμετάσχουν σε μονομαχίες από το 200 μ.Χ. και μετά. Άλλη κατηγορία ήταν οι κυνηγοί άγριων θηρίων.

Αυτοί ήταν άνδρες εκπαιδευμένοι στο να παλεύουν με άγρια θηρία στην αρένα.

Οι μονομάχοι αγωνίζονταν συνήθως ανά ζεύγη, και ο καθένας που επικρατούσε του αντιπάλου του αποχωρούσε από την αρένα. Τα πράγματα για αυτούς ήταν πιο επικίνδυνα όταν έπρεπε να συμμετάσχουν σε μάχες. Στις περισσότερες μάχες που οργανώνονταν στην αρένα, ο ένας μόνο «στρατός» αποτελούνταν από μονομάχους.

Ο άλλος αποτελούνταν από δύστυχους κατάδικους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν καμία πολεμική εκπαίδευση και προορισμός τους ήταν απλώς να πεθάνουν στην αρένα. Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εκπαιδευμένοι μονομάχοι αναλάμβαναν να παίξουν το ρόλο του Ρωμαϊκού Στρατού, ενώ οι κατάδικοι, το ρόλο των αντιπάλων της Ρώμης, ώστε η νίκη των ρωμαϊκών δυνάμεων να είναι εξασφαλισμένη, πάντα προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού.

Όπως αναφέρθηκε, πέραν των μονομαχιών στην ξηρά, οργανωνόταν και ναυμαχίες στις οποίες συμμετείχαν πολλές χιλιάδες ανδρών. Στην πρώτη ναυμαχία που οργάνωσε ο Καίσαρας έλαβαν μέρος 12 πλοία και 3.000 άνδρες. Ακολούθως, ο Αύγουστος διοργάνωσε για τους Ρωμαίους την αναπαράσταση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, στην οποία συμμετείχαν 30 συνολικά πλοία, 5.000 μονομάχοι και 6.000 κωπηλάτες. Μια τεράστια ναυμαχία, με 19.000 κατάδικους, οργάνωσε και ο Κλαύδιος. Ο Κλαύδιος υποσχέθηκε ότι όποιος επιζούσε θα αφηνόταν ελεύθερος.

Έτσι, η ναυμαχία διεξήχθη με εξαιρετική βιαιότητα, καθώς οι άνδρες πάλευαν κυριολεκτικά για τη ζωή τους. Ο Νέρων, το 57 μ.Χ., κατασκεύασε ένα ξύλινο αμφιθέατρο στο Πεδίον του Άρεως. Σε αυτό διεξήχθησαν κανονικές μονομαχίες. Μόλις όμως τελείωσαν οι μονομαχίες, με έναν ειδικό μηχανισμό, το αμφιθέατρο γέμισε με νερό και στην αρένα εμφανίστηκαν μικρά πολεμικά πλοία, μεταξύ των οποίων διεξήχθη σφοδρή ναυμαχία.

Μετά το τέλος της ναυμαχίας, η αρένα αποστραγγίστηκε και πάλι και διεξήχθη σε αυτήν κυνήγι αγρίων ζώων. Το παράδειγμα του Νέρωνα ακολούθησε και ο Τίτος, στο περίφημο Κολοσσαίο, το οποίο κατασκευάστηκε εξαρχής για να φιλοξενεί μονομαχίες κάθε τύπου. Υπήρχε η δυνατότητα η αρένα να γεμίζει νερό για τη διεξαγωγή ναυμαχιών.

Όπως προαναφέρθηκε, οι μονομάχοι ήταν συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου ή καταδικασμένοι σε θάνατο σκλάβοι. Σπανιότερα ήταν ελεύθεροι πολίτες που ήθελαν να πλουτίσουν, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Ο κάθε Λανίστα συνήθως αγόραζε τους μελλοντικούς μονομάχους του από τα σκλαβοπάζαρα.

Οι άνδρες αυτοί αποτελούσαν ιδιοκτησία του Λανίστα, ο οποίος τους στέγαζε σε ειδικό χώρο, γνωστό με το όνομα Σχολή (Ludi). Εκεί υπήρχε ο χώρος ασκήσεων, τα καταλύματα και οι χώροι εστίασης των μονομάχων.

Οι μονομάχοι καταρχήν διαχωρίζονταν σε κατηγορίες και, αναλόγως της σωματικής τους διάπλασης, γίνονταν Μυρμίλοι, Ρετιάριοι, Σεκούτορ κ.ο.κ. Ακολούθως, άρχιζε η εντατική τους εκπαίδευση στην οπλομαχία. Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι ο κάθε μονομάχος αποτελούσε ένα σοβαρό κεφάλαιο για τον Λανίστα, ο οποίος ξόδευε χρόνο και χρήμα για να τον εκπαιδεύσει.

Άρα, το μόνο που δεν ήθελε ο Λανίστα ήταν να σκοτωθεί ο μονομάχος του. Μόνο όταν το επέβαλαν οι συνθήκες οι επαγγελματίες μονομάχοι έπρεπε να πεθάνουν στην αρένα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έμπειροι μονομάχοι πολέμησαν τόσο καλά, που πήραν χάρη και οι δύο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Ο ελεύθερος μονομάχος έπαιρνε, ως σύμβολο της ελευθερίας του, ένα ξύλινο σπαθί, γνωστό με το όνομα Ρούντιους.

Οι νέοι μονομάχοι δεν πολεμούσαν συνήθως με έμπειρους αντιπάλους, αλλά μεταξύ τους. Όσοι επιβίωναν από αρκετές μονομαχίες, και άρα είχαν αποκτήσει την απαραίτητη εμπειρία, εξελίσσονταν στους αστέρες της αρένας, έχοντας ακόμα και το προσωπικό τους «fan club»!

Τυπικό παράδειγμα, ένας μονομάχος από τη Συρία, ο Φλάμμας, ο οποίος έδωσε 38 αγώνες σε διάστημα 13 ετών. Νίκησε 25 φορές, 9 μονομαχίες έληξαν ισόπαλες και 4 φορές ηττήθηκε. Χάρη στους οπαδούς του, όμως, επέζησε και τις τέσσερις φορές. Σε ηλικία 30 χρόνων κέρδισε την ελευθερία του και αποσύρθηκε με αρκετά χρήματα. Για κάθε νίκη ο μονομάχος κέρδιζε ένα δώρο –συνήθως χρήματα– αλλά και ένα κλαδί φοίνικα. Ο νικητής κρατώντας το κλαδί του φοίνικα έκανε το γύρο του θριάμβου αμέσως μετά τη νίκη του.

Οι μονομάχοι, πέραν της εκπαίδευσής τους στα όπλα, εκπαιδεύονταν και στο να υπομένουν το θάνατο με στωικότητα. Όποιος έχανε τη μάχη και δεν κατάφερνε να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού ή του διοργανωτή των αγώνων, είχε τουλάχιστον την ευκαιρία να πεθάνει γρήγορα. Γονάτιζε εμπρός από στον αντίπαλο και περίμενε άμεσα ένα πλήγμα στο λαιμό. Με τον τρόπο αυτό, ο θάνατος ήταν γρήγορος, χωρίς πόνο, και αρκετά αιματηρός για να χαρεί και το κοινό.

Οι αγώνες

Οι αγώνες στην αρένα ακολουθούσαν συνήθως ένα αυστηρό τελετουργικό. Τα πάντα ήταν οργανωμένα από τον Λανίστα. Ο διοργανωτής των αγώνων –είτε ήταν ιδιώτης είτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας– ανέθετε τη διεξαγωγή τους σε έναν ή περισσότερους Λανίστα, οι οποίοι δεν διέθεταν μόνο τους μονομάχους, αλλά ασχολούνταν με κάθε τι που αφορούσε τους αγώνες.

Απασχολούσαν ειδικούς γραφείς που συνέγραφαν τις προσκλήσεις για υψηλόβαθμα πρόσωπα, άλλους που αναρτούσαν πινακίδες στις αγορές, ανακοινώνοντας στο κοινό τις ημερομηνίες των αγώνων. Επίσης, διέθεταν μάγους, ακροβάτες, ταχυδακτυλουργούς και θηριοδαμαστές, οι οποίοι συνήθως άνοιγαν την αυλαία των αγώνων, αλλά και μουσικούς και χορεύτριες.

Τρεις ημέρες πριν από την έναρξη των αγώνων, πραγματοποιούνταν παρέλαση στην πόλη, στην οποία συμμετείχαν όλοι όσοι επρόκειτο να λάβουν μέρος, ακόμα και τα θηρία μέσα σε κλουβιά. Οι μονομάχοι βάδιζαν άοπλοι, τα δε όπλα τους βάσταζαν άλλοι σκλάβοι, σε ειδικά φορεία. Τη νύχτα πριν τους αγώνες, οι μελλοθάνατοι της αρένας απολάμβαναν ένα εξαίρετο δείπνο, με έξοδα του διοργανωτή των αγώνων. Για πολλούς θα ήταν άλλωστε και το τελευταίο τους.

Την ημέρα έναρξης των αγώνων, ο όχλος έπαιρνε πρώτα θέσεις. Οι επίσημες θέσεις κρατούνταν για τους πατρικίους. Ειδικό θεωρείο διετίθετο για τον αυτοκράτορα. Όταν έφταναν οι υψηλόβαθμοι καλεσμένοι, όλα ήταν έτοιμα να αρχίσουν.

Οι σάλπιγγες ηχούσαν και οι μονομάχοι εισέρχονταν στην αρένα, άοπλοι –τα όπλα τους μετέφεραν και πάλι υπηρέτες– και έδιναν τον καθιερωμένο χαιρετισμό: «Χαίρε, Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν».

Έπειτα εισέρχονταν στην αρένα ιερείς που μετέφεραν είδωλα του θεού του πολέμου, του Άρη, ή της Νέμεσης, και μετά από αυτούς, οι μουσικοί και οι χορευτές, ακολουθούμενοι από τους κυνηγούς των θηρίων, τους ακροβάτες κ.λπ. Τέλος, στην αρένα εμφανίζονταν δύο άνδρες μεταμφιεσμένοι, ο ένας σε θεό Ερμή και ο άλλος σε Χάροντα. Οι άνδρες αυτοί μετέφεραν εκτός αρένας τα πτώματα των νεκρών ανδρών και ζώων. Τελευταίος εισερχόταν στο αμφιθέατρο ο εκάστοτε διοργανωτής των αγώνων και ο αυτοκράτορας.

Οι αγώνες άρχιζαν με μουσική. Αγαπημένο όργανο των Ρωμαίων ήταν η περίφημη ύδραυλις, του Έλληνα μηχανικού Κτησίβιου του Αλεξανδρέος – το σημερινό εκκλησιαστικό όργανο. Μετά την παράσταση των μουσικών, που συνήθως συνοδευόταν και από χορευτικά νούμερα, άρχιζαν οι πραγματικοί αγώνες, με το κυνήγι των άγριων θηρίων.

Τα θηρία είτε τα κυνηγούσαν εκπαιδευμένοι άνδρες είτε αφήνονταν να αλληλοσπαραχτούν μεταξύ τους. Τέλος, εμφανίζονταν οι θηριοδαμαστές με εκπαιδευμένα ζώα, όπως στο σημερινό τσίρκο και, κατόπιν, οι γελωτοποιοί και οι ακροβάτες.

Με τον τρόπο αυτό έκλεινε το πρώτο μέρος της παράστασης. Ακολουθούσε διάλειμμα για φαγητό για τους επίσημους καλεσμένους. Οι απλοί πολίτες είτε έτρωγαν το δικό τους φαγητό είτε, αν οι αγώνες ήταν οργανωμένοι από τον αυτοκράτορα, τους μοιράζονταν τρόφιμα. Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, για να μην πλήττει το πλήθος, πραγματοποιούνταν οι εκτελέσεις των καταδικασμένων σε θάνατο, με ποικίλους και… ενδιαφέροντες για το κοινό τρόπους!

Το απόγευμα ήταν η ώρα των μονομάχων. Τα ονόματά τους γράφονταν σε ξύλινα πλακίδια και ο διοργανωτής των αγώνων επέλεγε το ζεύγος των αντίπαλων μονομάχων. Συνήθως το κάθε ζεύγος έμπαινε μόνο του στην αρένα, ώστε το πλήθος να επικεντρώνεται στη συγκεκριμένη μάχη κάθε φορά.

Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό, ο συνολικός χρόνος διεξαγωγής των μονομαχιών ήταν μεγαλύτερος. Η διεξαγωγή της μονομαχίας ελεγχόταν από ειδικό διαιτητή, συνήθως πρώην μονομάχο, ο οποίος όφειλε να τιμωρήσει όποιον από τους αντιπάλους δεν πολεμούσε με πάθος.

Στις περιπτώσεις που ο ένας μονομάχος σκότωνε τον άλλο, όλα έληγαν εκεί. Όταν όμως ο ένας απλώς κατέβαλε τον άλλο, ο απειλούμενος είχε το δικαίωμα να ζητήσει χάρη από τον διοργανωτή των αγώνων. Το ότι ο τελευταίος όταν λάμβανε την απόφαση, απλώς ανέβαζε ή κατέβαζε τον αντίχειρά του, αποτελεί μύθο.

Ο διοργανωτής των αγώνων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσεις του κοινού αλλά και το οικονομικό κόστος που συνεπαγόταν ενδεχόμενη θανάτωση του μονομάχου, αποφάσιζε για τη ζωή ή το θάνατο αυτού. Το σημάδι για να χαριστεί η ζωή στον μονομάχο ήταν η υψωμένη γροθιά. Σε διαφορετική περίπτωση, ο διοργανωτής φώναζε: «Hoc habet» (δώσ’ του). Με το πέρας των μονομαχιών, ο διοργανωτής μοίραζε δώρα στο πλήθος, συνήθως νομίσματα, αλλά και –με κλήρο– πολυτελή ρούχα, τρόφιμα, ακόμα και σπίτια!

Οι μονομάχοι σύντομα έγιναν είδωλα, αντικείμενα λατρείας του πλήθους, όπως πολλοί σημερινοί αθλητές. Ονομαστοί μονομάχοι ήταν περιζήτητοι σε αγώνες και πληρώνονταν οι ίδιοι και ο Λανίστα τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι δε Ρωμαίες ευγενείς κυρίες συνήθιζαν να έχουν εραστές τούς πιο ωραίους και καλοφτιαγμένους μονομάχους.

Πολλές από αυτές τις κυρίες πλήρωναν ένα σεβαστό ποσό στον Λανίστα για να τους νοικιάσει ένα συγκεκριμένο μονομάχο για μία ή περισσότερες νύχτες. Οι ίδιοι οι μονομάχοι προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα, οργανώνοντας συντεχνίες ανά περιοχή. Οι συντεχνίες φρόντιζαν τα μέλη τους, τελούσαν τις νεκρώσιμες τελετές όσων έπεφταν στην αρένα και στήριζαν οικονομικά τα μέλη των οικογενειών των νεκρών μονομάχων.

Εκτελέσεις

Οι εκτελέσεις των καταδικασμένων σε θάνατο ήταν ένα ακόμα «νούμερο» που προστέθηκε στους αγώνες για να καλυφθεί ο χρόνος μεταξύ των δύο μερών τους. Οι δημόσιες εκτελέσεις ήταν κοινό θέαμα στην αρχαιότητα, που είχε ως στόχο τον παραδειγματισμό. Οι Ρωμαίοι όμως εξέλιξαν τις δημόσιες εκτελέσεις σε πραγματικό και άκρως σαδιστικό θέαμα.

Οι καταδικασμένοι σε θάνατο ονομάζονταν Νόξιοι. Οι Ρωμαίοι πολίτες απολάμβαναν ορισμένα προνόμια ακόμα σε ό,τι αφορούσε την ποινή του θανάτου. Συνήθως η θανατική ποινή επιβαλλόταν σε Ρωμαίο πολίτη μόνο σε περίπτωση προδοσίας.

Στην αυτοκρατορική περίοδο, ο όρος προδοσία διευρύνθηκε, ώστε να μπορεί ο εκάστοτε αυτοκράτορας να πράττει κατά βούληση. Η νομοθεσία σταδιακά έγινε αυστηρότερη και για τους Ρωμαίους πολίτες. Εκεί όμως που κυριαρχούσε ο σαδισμός και η απανθρωπιά ήταν στις περιπτώσεις των ξένων και των δούλων.

Το όλο θέμα δεν θα σχετιζόταν καθόλου με τους μονομάχους εάν η ρωμαϊκή πολιτεία δεν αποφάσιζε να αναθέσει στον εκάστοτε διοργανωτή αγώνων και το καθήκον της εκτέλεσης των καταδίκων, με δικά του έξοδα! Οι διοργανωτές δέχτηκαν με ευχαρίστηση την ανάθεση, εφόσον οι εκτελέσεις αυτές θα αποτελούσαν ένα πρώτης τάξεως θέαμα για να καλυφθεί ο χρόνος της μεσημεριανής διακοπής των αγώνων για φαγητό, χρόνος που διαφορετικά θα έπρεπε να καλυφθεί είτε με τη δαπανηρή θανάτωση αγρίων ζώων είτε με ακόμα πιο δαπανηρές μονομαχίες.

Υπήρχαν πολλοί τρόποι θανάτωσης των καταδίκων. Σε μερικές περιπτώσεις, οι κατάδικοι αναγκάζονταν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο. Σε άλλες, ένας κατάδικος οπλιζόταν με μαχαίρι και, αφού του έδιναν την ψεύτικη υπόσχεση ότι θα του χάριζαν τη ζωή εάν σκότωνε τους υπόλοιπους, εκείνος το έπραττε.

Στη συνέχεια όμως τον αφόπλιζαν και τον σκότωναν. Κάποτε οι κατάδικοι οπλίζονταν ως μονομάχοι και ρίχνονταν στην αρένα ενάντια σε πραγματικούς μονομάχους, οι οποίοι φυσικά δεν δυσκολεύονταν να τους σκοτώσουν, κάνοντας μάλιστα επίδειξη των ικανοτήτων τους.

Ο πλέον γνωστός βέβαια τρόπος εκτέλεσης ήταν τα άγρια θηρία. Οι κατάδικοι δένονταν σε πασσάλους ή όλοι μαζί, και τοποθετούνταν στη μέση της αρένας. Κατόπιν, απελευθερώνονταν τα ζώα –συνήθως λιοντάρια, τίγρεις ή λεοπαρδάλεις– τα οποία είχαν αφεθεί νηστικά για μερικές μέρες.

Τα ζώα αυτά είχαν τη συνήθεια πρώτα να σκοτώνουν και μετά να καταβροχθίζουν τα θύματά τους – ακόμα και η φύση ήταν πιο φιλάνθρωπη. Έτσι, η ρωμαϊκή «επινοητικότητα» έφερε στο προσκήνιο άλλα ζώα, που υπόσχονταν έναν ακόμα πιο φρικτό και βασανιστικό θάνατο, όπως τους κροκόδειλους.

Οι κατάδικοι στις περιπτώσεις αυτές κομματιάζονταν, ουρλιάζοντας καθώς υπέφεραν από φρικτούς πόνους, και εκλιπαρούσαν για έλεος, δηλαδή για ένα γρήγορο θάνατο. Παρ’ όλα αυτά, το πλήθος εξακολουθούσε αδιάφορα να γευματίζει στις κερκίδες!

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Οι εκτελέσεις Χριστιανών, με την έναρξη των διωγμών, έδωσαν νέα διάσταση στη φρίκη που εκτυλισσόταν στις ρωμαϊκές αρένες. Πέραν του ότι κατασπαράσσονταν από τα λιοντάρια, οι Χριστιανοί κατάδικοι καίγονταν ζωντανοί και σταυρώνονταν κατά χιλιάδες. Αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση ενός φτωχού, πεινασμένου Ρωμαίου, του Μενίσκου, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί έκλεψε μήλα από τον κήπο του Νέρωνα για να φάει.

Ο Νέρωνας, ως καλλιτεχνική φύση, αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει ως ηθοποιό στο δράμα «Ηρακλής», το οποίο ο ίδιος συνέγραψε και στο οποίο πρωταγωνιστούσε, εκτός από την τελευταία σκηνή, τη σκηνή του θανάτου του μεγάλου Έλληνα ήρωα.

Ως γνωστόν, ο Ηρακλής κάηκε ζωντανός, όταν ο χιτώνας που φόρεσε, εμποτισμένος με το δηλητηριασμένο αίμα του κενταύρου Νέσσου, αυτοανεφλέγη. Ακριβώς αυτός ήταν και ο ρόλος του δύστυχου Μενίσκου. Του φόρεσαν ένα εμποτισμένο με ρετσίνι δέρμα και, αφού τον έδεσαν, του έβαλαν φωτιά και τον έριξαν στην σκηνή του θεάτρου του Νέρωνα, ο οποίος έπαιζε στην κιθάρα του μια μελωδία, που… συνοδευόταν από τις κραυγές του φλεγόμενου ανθρώπου. Από τότε η ιδέα να συνδέουν τις εκτελέσεις με διάφορα ιστορικά ή μυθολογικά γεγονότα κέρδισε έδαφος.

Σε πολλούς κατάδικους έδιναν μια λύρα και τους έριχναν στην αρένα με τα άγρια ζώα, για να τα σαγηνεύσουν με τη μουσική τους, όπως ο Ορφέας. Σε ανάμνηση του μύθου της Δίρκης και της Αντιόπης, γυναίκες κατάδικοι δένονταν επάνω σε άγριους ταύρους και πέθαιναν κατατρυπημένες ή καταπατημένες.

Το αίσχος όμως των μονομαχιών και των λοιπών «ευγενών» αθλημάτων της αρένας, από τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., απέκτησε έναν νέο μεγάλο αντίπαλο, το Χριστιανισμό. Από τη στιγμή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας του ρωμαϊκού κράτους, οι μονομαχίες έπαψαν.

Ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε να στέλνονται οι καταδικασμένοι σε θάνατο στην αρένα, είτε ως θέαμα είτε ως μονομάχοι (Διάταγμα Βηρυτού). Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, το διάταγμα τέθηκε σε αχρηστία, και οι μονομαχίες ξανάρχισαν. Στη Δύση διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. Στην Ανατολή, το ελληνικό πνεύμα, συνυφασμένο με τη χριστιανική πίστη και ηθική, δεν επέτρεψε την αναβίωση του φαινομένου, μετά το διάταγμα του Μ. Κωνσταντίνου.

Οι μονομαχίες ως φαινόμενο εμφανίστηκαν στην περίοδο της παρακμής του αρχαίου κόσμου, και σαφώς αποτελούν σημάδι αυτής της παρακμής. Δυστυχώς στην εποχή μας, που οι προηγμένες κοινωνίες βαδίζουν ολοταχώς στην υπέρτατη παρακμή και στην απόλυτη έκλυση των ηθών, το φαινόμενο των μονομαχιών αναβιώνει, με διάφορους τρόπους.

Σε ΗΠΑ και Ευρώπη υπάρχουν σήμερα λέσχες ατόμων που, φορώντας τα ίδια όπλα με τους αρχαίους μονομάχους, πολεμούν και πάλι στις σύγχρονες αρένες, όχι όμως μέχρι θανάτου – προς το παρόν.