Το αντιτορπιλικό «ΠΙΝ∆ΟΣ» ξεκίνησε να ναυπηγείται, κατά παραγγελία της αγγλικής κυβέρνησης το 1940, στα ναυπηγεία UK – Swan Hunter & Wiqhqm Richardson Ltd, Wallsend και καθελκύστηκε στις 5 Νοεµβρίου 1941 στο Νιούκασλ µε το πλήρες όνοµα “HMS BOLEBROKE” και ανήκε στην κλάση Type III Hunt.
Σύµφωνα µε ειδική ελληνοβρετανική συνθήκη της κυβέρνησης Τσόρτσιλ και της ελληνικής κυβέρνησης Εµµανουήλ Τσουδερού, που υπογράφηκε στις 9 Μαρτίου του 1942, αποφασίστηκε η διάθεσή πολεµικών πλοίων στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό (ΕΒΝ) για την ενίσχυσή του στον διεξαγόµενο πόλεµο. Έτσι στις 3 Ιουνίου 1942 παραχωρήθηκε στο ΕΒΝ χωρίς να προλάβει να υπηρετήσει στο Βρετανικό Ναυτικό.
Την εποµένη, 4 Ιουνίου του 1943, έγινε η ύψωση της ελληνικής σηµαίας στον λιµένα Νιούκαστλ σε επίσηµη τελετή παρουσία του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄ µετά του επιτελείου του.
Το πλήρωµα του πλοίου αποτελούσε οµάδα αξιωµατικών και ναυτών που είχαν έλθει από την Αλεξάνδρεια καθώς και Έλληνες υπήκοοι κάτοικοι στην Αγγλία. Κυβερνήτης του πλοίου ανέλαβε ο αντιπλοίαρχος Β.Ν. Βασίλειος Κύρης.
Μετά την ικανοποιητική ολοκλήρωση των δοκιµών του κατευθύνθηκε στη ναυτική βάση του βρετανικού µητροπολιτικού Στόλου στο Σκάπα Φλόου όπου και παρέµεινε εκεί επί έξι εβδοµάδες προκειµένου να ολοκληρωθεί η αναγκαία εξάσκηση του πληρώµατος.
Στη συνέχεια απέπλευσε ως µονάδα συνοδείας νηοποµπής και δια του περίπλου της Αφρικής συνδέθηκε µε τον ελληνικό Στόλο στο Πορτ Σάιντ στις αρχές του 1943.
Πολεµική δράση
Το «ΠΙΝ∆ΟΣ» συµµετείχε σε ναυτικές επιχειρήσεις της Μεσογείου όταν µε κυβερνήτη τον ∆. Φοίφα πήρε µέρος στο ναυτικό αποκλεισµό της Τυνησίας, καθώς και στην µεγάλη συµµαχική απόβαση στη Σικελίας.
Στις 8 Αυγούστου 1943 βύθισε, σε συνεργασία µε το βρετανικό αντιτορπιλικό Easton και µετά από καταδίωξη και συνεχή ρίψη βοµβών βυθού το γερµανικό υποβρύχιο U-458 κατά τη διάρκεια αποστολής συνοδείας νηοποµπής από τη Μάλτα στις Συρακούσες.
Από το υποβρύχιο σκοτώθηκαν 8 άτοµα πλήρωµα και διασώθηκαν 39.
Στη συνέχεια έδρασε σε δύσκολες επιχειρήσεις στη θάλασσα της ∆ωδεκανήσου (Σεπτέµβριος – Νοέµβριος ΄43) συµµετέχοντας σε νηοποµπές από Πορτ Σάιντ προς Γιβραλτάρ. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας µαζί µε τα υπόλοιπα πλοία της ίδιας κατηγορίας κατέπλευσε στα εθνικά χωρικά ύδατα συνεχίζοντας όµως να συµµετέχει ως µοναδικό πλοίο του 12ου στολίσκου στις συµµαχικές νηοποµπές µέχρι της σύναψης ανακωχής µε τους Γερµανούς στις 8 Μαΐου του 1945.
Έκτοτε συµµετείχε σε επιχειρήσεις του εµφυλίου και παρέµεινε σε ενέργεια µέχρι το 1950 όταν το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό παρέλαβε τα νέα αµερικανικά αντιτορπιλικά τύπου ΛΕΩΝ. Την εποχή εκείνη όλα τα πλοία κλάσης Χαντ (Hunt) τέθηκαν σε κατάσταση εφεδρείας και συντήρησης στο Ναύσταθµο Σαλαµίνας.
Τελικά στις 18 ∆εκεµβρίου του 1959 επεστράφη στο Βρετανικό Ναυτικό. Οµοίου τύπου αδελφά πλοία τα οποία και παραχωρήθηκαν οµοίως στο ΕΒΝ ήταν τα Α/Τ «ΜΙΑΟΥΛΗΣ», «ΚΑΝΑΡΗΣ», «Α∆ΡΙΑ» και «ΑΣΤΙΓΞ».
Το µέγιστο εκτόπισµα του σκάφους ήταν 1037 τόνοι, µήκος 85,3 µέτρα, πλάτος 9,6 µέτρα και βύθισµα 3,6 µέτρα.
Ανέπτυσσε µέγιστη ταχύτητα 29 κόµβων και ο οπλισµός του αποτελείτο από 2 δίδυµα πυροβόλα των 4’’ (102 χλστ.), 1 τετράκανο Pom-Pom των 40 χιλιοστών, 3 πυροβόλα 20 χιλιοστών και ένα διπλό τορπιλοσωλήνα των 21‘’ (533 χλστ.).