Ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο ενημερώνει τον Γενικό Διοικητή Δωδεκανήσου και Αιγαίου Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι: «Στις 28 Οκτωβρίου η έναρξη της επιχείρησης, της προορισμένης να τιμωρήσει την Ελλάδα. Τούτοι οι Έλληνες θα πάρουν το μάθημα που τους χρειάζεται. Αναμφίβολα θα υπάρχει αντίδραση από το αγγλικό ναυτικό και αεροπορία. Καλώς να ορίσουν. Είμαστε έτοιμοι να τους δεχθούμε. Υπάρχετε εσείς και υπέροχοι στρατιώτες μας. Από τα μεσάνυχτα και μετά της νύχτας 27 προς 28 του Οκτώβρη βομβαρδίζετε κάθε τι, που φέρει ελληνική σημαία».
Το ιταλικό σχέδιο της προβοκάτσιας μπαίνει σε εφαρμογή
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου, όπως ακριβώς είχε προγραμματίσει ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Τζιακομόνι, τρεις βόμβες εκρήγνυνται κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη στους Αγίους Σαράντα. Δύο άτομα τραυματίζονται ελαφρά και οι αρχές αρχίζουν να να καταζητούν τους «Έλληνες ή Βρετανούς πράκτορες» που τις έβαλαν.
Την είδηση μετέδωσε το ιταλικό πρακτορείο Στέφανι και έσπευσε να διαψεύσει το Αθηναϊκό Πρακτορείο. «Το αναγγελθέν εκ Ρώμης υπό του πρακτορείου Στέφανι ότι εξερράγη βόμβα εις το ιταλικό λιμεναρχείο του λιμένος Έντα (Αγίων Σαράντα) και ότι ενέργεια τοιαύτης φύσεως δύνανται να αποδοθούν εις Έλληνας, δήθεν όργανα ελληνικών αρχών, θεωρείται ενταύθα ως προσπάθεια αυτόχρημα παιδαριώδης».
Αν και οι Ιταλοί έκαναν ο,τι μπορούσαν για να μην κινήσουν την παραμικρή υποψία για τα σχέδιά τους, ο Μεταξάς ήταν σχεδόν βέβαιος ότι τόσο η πρόσκληση του Πουτσίνι στην Ελλάδα όσο και η δεξίωση της επομένη στην ιταλική πρεσβεία ήταν τακτική παραπλάνησης. Άλλωστε ήξερε ότι η επίθεση ήταν θέμα ημερών, ίσως ωρών.
Ο γενικός πρόξενος στα Τίρανα τον είχε ενημερώσει ότι «παρατηρείται ζωηρότατη κίνηση στο ιταλικό στρατηγείο, του οποίου οι αξιωματικοί αναχώρησαν για το Αργυρόκαστρο». Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο ο Μεταξάς είπε στους υπουργούς: «επειδή όλοι σας έχετε πάρει προσκλήσεις για την ιταλική πρεσβεία και εννοώ πόσο δυσάρεστο είναι για τον καθένα σας να δεχθεί το φιλί του Ιούδα, καθορίζω τα εξής: ο ίδιος δεν θα δεχθώ και από τους υπουργούς θα πάνε μόνο δύο, οι υφυπουργοί Εξωτερικών και Τύπου και κανείς άλλος».
Μία ημέρα πριν από την 28η Οκτωβρίου και οι Ιταλοί βρίσκονται σε πυρετό διεργασιών. Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι που ήδη έχει λάβει το τελεσίγραφο που θα επιδώσει στον Ιωάννη Μεταξά, φροντίζει ώστε γιος του μουσουργού Πουτσίνι που βρισκόταν στην Ελλάδα με τη σύζυγό του να αναχωρήσουν από την Αθήνα το απόγευμα με τραίνο.
Ο Γκράτσι συνεννοείται με τον ναυτικό ακόλουθο της πρεσβείας και του λέει να επισκεφθεί τον Γερμανό πρεσβευτή της Αθήνας, πρίγκιπα φον Έρμπαχ και να τον ενημερώσει για την ιταλική επίθεση αφού το τελεσίγραφο θα έχει επιδοθεί στον Μεταξά, δηλαδή μετά τις 3 το πρωί.
Η Ιταλία ήθελε να ενημερωθεί η Γερμανία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή για τις κινήσεις της και την επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ώστε να προλάβει οποιαδήποτε αντίδραση που θα έθετε σε κίνδυνο την εισβολή.
Στη συνέχεια ο Γκράτσι αποφασίζει να πάει ο ίδιος, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό ακόλουθο Συνταγματάρχη Μοντίνι και τον διερμηνέα της Πρεσβείας Ντε Σάντο, τα χαράματα στην έπαυλη του Μεταξά, στην Κηφισιά. Μάλιστα για να μην προκαλέσει υποψίες κανονίζει να μεταβεί στο σπίτι του Μεταξά με ένα συνηθισμένου τύπου όχημα και όχι με τον επίσημο αυτοκίνητο του Πρέσβη.
Ταυτόχρονα ειδοποιούνται όλοι οι Ιταλοί διπλωμάτες να μεταβούν με τις οικογένειές τους στο κτίριο της Πρεσβείας.
Το ίδιο βράδυ ο κόμης Τσιάνο ανακοινώνει επίσημα στον Πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ρώμη Όττο Φόν Μπίσμπαρκ ότι την επομένη στις 3 το πρωί, η Ιταλία θα επιδώσει προς την Ελλάδα ρηματική διακοίνωση και ότι στις 6 το πρωί τα Ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στη χώρα.
Στο μεταξύ με την πρωτοβουλία του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Φόν Ρίμπεντρομπ, είχε οριστεί από τις 25 Οκτωβρίου, η συνάντηση του Χίτλερ και του Μουσολίνι στην Φλωρεντία το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Εκεί ο ίδιος Μουσολίνι θα ανακοινώσει στον Χίτλερ την εισβολή στην Ελλάδα.
Ο Γκράτσι επιλέγει να περάσει το βράδυ ήρεμα και παίζοντας μπριτζ σε φιλικό σπίτι στην Βασιλίσσης Σοφίας πριν αναχωρήσει για την Κηφισιά. Στην οικία Βλάστου παρευρίσκονταν ο πρίγκηπας Ντεμίντωφ, πρώην πρεσβευτής της Ρωσίας στην Αθήνα και άλλοι καλεσμένοι. Εκτός από μπριτζ, είπαν και πολλά ανέκδοτα, σύμφωνα με την αφήγηση του τότε υπουργού Κ. Κοτζιά.
Ο Ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου περιγράφει την ενημέρωση που είχε εκείνο το βράδυ από τον Μεταξά, ο οποίος είχε μάθει ότι οι Ιταλοί είχαν στείλει τελεσίγραφο από την Ρώμη και ότι επίκειται επίθεση : «Κατά τις 11 τη νύχτα ο Μεταξάς μου τηλεφώνησε: “Kοιμήσου ήσυχα απόψε, κάποια βλακεία πήγε να κάνει αυτός ο ανόητος ο Γκράτσι αλλά φαίνεται ότι επάτησε την πεπονόφλουδα”».
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41, ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας από τις Γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941.
Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής, ο Ελληνικός στρατός είχε προελάσει στα αλβανικά εδάφη, ως αποτέλεσμα της μέχρι τότε αποτελεσματικής αντιμετώπισης των Ιταλο-Αλβανικών δυνάμεων. Η ιταλική κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος.
Η άρνηση της Ελλάδας εορτάζεται στην Επέτειο του Όχι.