Από τη Γερμανία, η δυτική Πρωσία προσαρτήθηκε στην Πολωνία, η ανατολική Πρωσία στη Λιθουανία, η Αλσατία-Λωραίνη στη Γαλλία, τα Μαλμεδύ και Μαριάν στο Βέλγιο, οι αποικίες περιήλθαν στα κράτη της Αντάντ, και τα διάφορα πολωνικά εδάφη, που είχαν προσαρτηθεί στη Γερμανία, κατά τους διάφορους διαμελισμούς της Πολωνίας (1772, 1793, 1795). Από την Αυστροουγγαρία η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία απετέλεσαν ξεχωριστά κράτη, οι επαρχίες της Αυστρίας Βοϊβοδίνα, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Δαλματία προσαρτήθηκαν στη Σερβία, η Τρανσυλβανία και Βουκοβίνα προσαρτήθηκαν στη Ρουμανία, η Τεργέστη και το νότιο Τυρόλο στην Ιταλία, ενώ οι βορειοανατολικές επαρχίες υπήχθησαν στην Πολωνία, που ανασυστάθηκε.

Από την Ρωσία αποσπάσθηκαν τα υπόλοιπα πολωνικά εδάφη, δηλαδή  Φινλανδία, Λετονία, Εσθονία και Λιθουανία, οι οποίες απετέλεσαν ανεξάρτητες Δημοκρατίες και η Βεσαραβία, η οποία προσαρτήθηκε στη Ρουμανία.

Από τη Βουλγαρία λωρίδα εδάφους, δυτικά του Στρυμόνα, από το Δούναβη μέχρι τη Στρώμνιτσα, προσαρτήθηκε στη Σερβία, το τμήμα της Δοβρουτσάς, που είχε λάβει μετά το 1913, περιήλθε στη Ρουμανία, ενώ η Δυτική Θράκη, η οποία είχε περιέλθει στη Βουλγαρία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, ενώθηκε ήδη με την Ελλάδα. Τέλος, η Τουρκία περιορίσθηκε σημαντικά στην Ασία και μόνο η Ανατολική Θράκη παρέμεινε σε αυτή.

Όσον αφορά την Αλβανία, η οποία είχε αναγνωρισθεί σαν αυτόνομο βασίλειο από το 1913, με την απόφαση, της 9ης Νοεμβρίου 1921, της Διάσκεψης Ειρήνης, καθορίστηκαν τα σύνορά της, όπως είχαν χαραχθεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, δηλώθηκε δε ότι η ακεραιότητά της ήταν διεθνές ζήτημα και ότι, οποιαδήποτε απειλή κατ’ αυτής, αποτελεί κίνδυνο και κατά του ιταλικού κράτους.

Βλέψεις της Γερμανίας

Ο αποχωρισμός της Ανατολικής Πρωσίας από το Ράιχ, η ενσωμάτωση αρκετού αριθμού Γερμανών στα κράτη της Ευρώπης, που ανασυστάθηκαν, η αφαίρεση των αποικιών από τη Γερμανία, η επιβολή υπέρογκων αποζημιώσεων και η απόσπαση εδαφών, που ευρίσκοντο υπό την κατοχή της Γερμανίας, δημιούργησαν αισθήματα μίσους και εκδίκησης στον γερμανικό λαό.

Αυτά απετέλεσαν την αφορμή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά την κύρια αιτία του νέου πολέμου απετέλεσε, όπως και στον προηγούμενο, η επιθυμία της Γερμανίας να θέσει υπό την κηδεμονία της, όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο.

Η Πρωσία, κληρονόμος του υπερήφανου και επιθετικού πνεύματος του Βραδεμβούργου, αγωνίσθηκε να αποφύγει την ενσωμάτωσή της στο κράτος της Αυστροουγγαρίας και τάχθηκε πολλές φορές στο πλευρό της Γαλλίας. Μετά την περιπέτεια, που υπέστη κατά την εποχή του Ναπολέοντα, κατόρθωσε γρήγορα να ισχυροποιηθεί και, από την εποχή της ανάληψης της αρχής από τον Μπίσμαρκ, μπόρεσε να απορροφήσει τα γερμανικά κρατίδια, που ήσαν υπό την Αυστρία (1866) και να εκδηλώσει ενεργητικότατα τον πόθο της αρπαγής προς κάθε κατεύθυνση.

Μετά τους επιτυχείς πολέμους εναντίον της Αυστρίας (1866) και της Γαλλίας (1870), ριζώθηκε στη συνείδηση του γερμανικού λαού η αντίληψη ότι ήταν ο πιο ικανός, από κάθε άποψη, λαός. Ο άξιος λαός, για να ηγηθεί όλης της ανθρωπότητας.

Δυστυχώς, η ατυχής έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι εκατόμβες των άλλων λαών, για τη διατήρηση της ελευθερίας τους, δεν συνέτισαν καθόλου τους Γερμανούς, ούτε τους απομάκρυναν από την επιθυμία να κηδεμονεύσουν την ανθρωπότητα. Αναμφίβολα, η Συνθήκη των Βερσαλλιών προκάλεσε δυσαρέσκεια και αγανάκτηση στον γερμανικό λαό.

Εκείνο που τον ώθησε σε ένα νέο πόλεμο δεν είναι μόνο το αίσθημα της εκδίκησης ή η επιθυμία της ανάκτησης όσων χάθηκαν. Ο γερμανικός λαός, παρά το μάθημα της περιόδου 1914-1918, δεν απαλλάχθηκε από τις παγγερμανιστικές του παραδόσεις. Με την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή, το 1933, του Αδόλφου Χίτλερ, ο γερμανικός λαός, γενικά στο σύνολό του, πίστεψε ότι στο πρόσωπό του βρήκε ένα νέο Μπίσμαρκ, ένα νέο ηγέτη ικανό να απαλλάξει τη Γερμανία από το φορτίο της Συνθήκης των Βερσαλλιών και να τον οδηγήσει στην πραγματοποίηση των ονείρων του.

Οι προπαρασκευές της Γερμανίας, για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είχαν αρχίσει μυστικά, πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Εργοστάσια παιχνιδιών και διαφόρων ειδών γενικής χρήσης παρήγαγαν, κρυφά, πολεμικό υλικό και γενικά όλη η βιομηχανία της χώρας, συγκαλυμμένα, εργαζόταν εντατικά προς αυτό το υλικό.

Παράλληλα ο λαός και τα στελέχη του –άλλοτε ισχυρότατου– γερμανικού Στρατού εκπαιδεύονταν εντατικά και μυστικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε βαθμό που επέτρεψε στον Χίτλερ να οργανώσει σε βραχύ χρονικό διάστημα, ολιγότερο των έξι ετών, την κολοσσιαία γερμανική πολεμική μηχανή, την οποία πλαισίωσε με επαρκή και άρτια εκπαιδευμένα στελέχη.

«Ο Αγών μου», το σύγγραμμά του, βρήκε πλήρη απήχηση στον γερμανικό λαό και απετέλεσε το «Ευαγγέλιο» της Γερμανίας. Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, τον Μάιο του 1940, όταν άρχισε την επίθεση κατά της Γαλλίας, «η Γερμανία κινήθηκε για να δημιουργήσει την Γερμανία των χιλίων ετών».

Στην πραγματοποίηση μιας τέτοιας Γερμανίας, αυτή δεν θα φειδόταν συμμάχων και φίλων. Τούτους θεωρούσε και μεταχειριζόταν σαν συμμάχους και φίλους (Ρωσία, Ιταλία κ.λπ.), από λόγους ανάγκης και μέχρι να επιτύχει μερικούς στόχους, δηλαδή μέχρι να υποτάξει τμηματικά τα διάφορα, γύρω από αυτούς, κράτη.

Βλέψεις της Ιταλίας

Η Ιταλία, μετά την ενότητά της το 1860, άρχισε να οραματίζεται την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εργαζόταν με επιδεξιότητα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αρχικά απέβλεπε να εγκατασταθεί στην Αφρική και να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο, αφού εκμεταλλευόταν τις διενέξεις και τις αντιζηλίες των Μεγάλων Δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, οι οποίες αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση της Γαλλίας, η οποία από την εποχή του Ναπολέοντα, αλλά κυρίως από το 1830, είχε στρέψει τις βλέψεις της στη δημιουργία αποικιών στην Αφρική και στην Άπω Ανατολή.

Όταν η Μεγάλη Βρετανία αντιλήφθηκε τους πραγματικούς σκοπούς της Ιταλίας και προέβλεψε τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε στη Μεσόγειο, από την ενίσχυση της θέσης της Ιταλίας σε βάρος της Γαλλίας, έπαυσε την υποστήριξη της Ρώμης. Τότε αυτή στράφηκε προς τη Γερμανία και απετέλεσε με την Αυστρία την τριπλή συμμαχία, μέχρι τον πόλεμο του 1914, ελπίζοντας στην υποστήριξη της ισχυρής Γερμανίας.

Κατά το 1889, η Ιταλία κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα της Αβησσυνίας, Μενελίκ, να της παραχωρήσει μία ζώνη επιρροής στην Ερυθρά Θάλασσα, αφού προηγουμένως, το 1885, ο ιταλικός Στόλος είχε καταλάβει αιφνιδιαστικά το λιμάνι της Μασάουας. Έτσι αποκτούσε βάση στη νοτιοανατολική Αφρική, η οποία μπορούσε να αποτελέσει ορμητήριο για επεκτατικές ενέργειες προς τα βορειοδυτικά.

Μετά τη δεινή ήττα της στην εκστρατεία κατά της Αιθιοπίας το 1896, στράφηκε προς την Τριπολίτιδα και την Αλβανία, προς τις οποίες είχε στραφεί και παλαιότερα, κατά το συνέδριο του Βερολίνου (1878), με την υποκίνηση του Μπίσμαρκ. Αυτός επεδίωκε την πλήρη απομόνωση της Γαλλίας. Στο συνέδριο αυτό, κάποιοι Αλβανοί είχαν ζητήσει να συζητηθεί πρόταση ίδρυσης ανεξάρτητης Αλβανίας.

Το 1887, επιζήτησε να καταλάβει αιφνιδιαστικά τον Αυλώνα και τη νήσο Σάσωνα της Αλβανίας, με συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων στο Μπάρι της Ιταλίας. Η ενέργεια αυτή ματαιώθηκε με την επέμβαση τόσο της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία αντιλήφθηκε ότι η Ιταλία εργαζόταν για να γίνει κυρίαρχος στην Μεσόγειο, Αδριατική και στο Αιγαίο, όσο και της Ρωσίας και Αυστρίας, με τις οποίες βρισκόταν σε μεγάλο ανταγωνισμό, για την κυριαρχία της Αδριατικής και την προσάρτηση της Αλβανίας.

Μέχρι το 1911 η Ιταλία, προσπαθώντας να δημιουργήσει στην Αλβανία και στην Ήπειρο ευνοϊκό κλίμα γι’ αυτήν, ίδρυσε στην Αλβανία σχολεία, πραγματοποίησε λιμενικά έργα και παρείχε στους Αλβανούς κάθε υποστήριξη, αφού εκμεταλλεύθηκε το αρνητικό κλίμα, που επικρατούσε στη χώρα αυτή, προς την Τουρκία και τις άλλες δυνάμεις.

Το 1911 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή, αφού προηγούμενα εξουδετέρωσε κάθε αντίδραση της Γαλλίας, με την αναγνώριση της κατάληψης της Τύνιδας και του Μαρόκου από αυτήν και πέτυχε την οικονομική διείσδυσή της στην Τριπολίτιδα. Η Μεγάλη Βρετανία ανέχθηκε αυτή την ενέργεια, μετά τη διαβεβαίωση της Ιταλίας ότι δεν θα προχωρήσει στην Αίγυπτο, ενώ η Ρωσία ικανοποιήθηκε, διότι η ενέργεια στρεφόταν κατά της Τουρκίας.

Η Γερμανία, παράλληλα, ικανοποιήθηκε, διότι δεν ήθελε να χαλαρώσει η συμμαχία της με την Ιταλία, αν και ενδιαφερόταν να μην θιγεί η Τουρκία, της οποίας παρουσιαζόταν σαν προστάτης, η δε Αυστρία ενδιαφέρθηκε να μην στραφεί η Ιταλία κατά της Αλβανίας. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, πανηγύριζε διότι η Ιταλία είχε κατορθώσει να δημιουργήσει φιλικά αισθήματα στον ελληνικό λαό, βλέποντας σε αυτήν τον μεγάλο προστάτη, ενώ ταυτόχρονα αυτή με τις θωπείες απέβλεπε στην αποκοίμησή της.

Τον Απρίλιο του 1912 στράφηκε και κατέλαβε, με αιφνιδιαστική επίθεση, τα Δωδεκάνησα, υπό τύπο δήθεν προσωρινότητας, αν και είχε αρχικά υποσχεθεί ότι θα περιοριζόταν σε Τριπολίτιδα και Κυρηναϊκή. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου, έθεσε ζήτημα και πέτυχε την αυτονομία της Αλβανίας, στην οποία συμπεριλήφθηκε και η ελληνική Βόρειος Ήπειρος.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και ανήκε στην τριπλή συμμαχία, δεν τάχθηκε, όπως όφειλε, στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά παρέμεινε ουδέτερη, καραδοκώντας την εξέλιξη των γεγονότων, για να κινηθεί ανάλογα. Λίγο χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου άρχισε το παζάρεμα μεταξύ των δύο παρατάξεων και τελικά προτίμησε τις παροχές της Αντάντ, οι οποίες περιελάμβαναν την εγκαθίδρυση προτεκτοράτου στην Αλβανία και την οριστικοποίηση της κατοχής των Δωδεκανήσων.

Όταν τον Μάιο του 1915, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας πέτυχε να αναγνωρισθεί η κατοχή της νήσου Σάσωνος και της Αυλώνας, κατά τον Ιούνιο 1917 εγκαθίδρυσε σιωπηρά ιταλικό προτεκτοράτο σε ολόκληρη την Αλβανία και πέτυχε να λάβει εντολή κατάληψης ολόκληρης της Ηπείρου.

Τον Αύγουστο του 1916, όταν η εξέλιξη του πολέμου είχε αρχίσει να δείχνει τον νικητή, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και με τη Συνθήκη του 1917 στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννας, πέτυχε την αναγνώριση της εγκατάστασής της στη ζώνη της Μικράς Ασίας, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η ελληνικότατη Σμύρνη. Στη διάσκεψη ειρήνης, επειδή δεν έγιναν δεκτές νέες αξιώσεις της, τις οποίες προέβαλε, παρά τις συμφωνίες, που είχε συνάψει με την Αντάντ, αντέδρασε με ύβρεις και οργή κατά των Συμμάχων.

Τον Ιούνιο του 1920, αφού κατήγγειλε τη συμφωνία της 29ης Ιουλίου 1919 με την Ελλάδα, σχετικά με τη Βόρειο Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα, λόγω ανάθεσης από τους Συμμάχους στην Ελλάδα εντολής επί της Σμύρνης, πέτυχε μετά από ένα μήνα νέα συμφωνία σχετικά με το καθεστώς των Δωδεκανήσων και της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, με κάθε μέσον, ενίσχυσε τον Μουσταφά Κεμάλ, ώστε να ματαιωθεί η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών και να αποκλεισθεί η Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και τα Δωδεκάνησα, με ταυτόχρονη καταγγελία της σχετικής συμφωνίας, πριν την αναχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία.

Αυτά ήταν τα όνειρα της Ιταλίας πριν τον Μουσολίνι. Με την αναρρίχησή του στην εξουσία πιστεύτηκε ότι ο Μουσολίνι, ως δυναμικός πολιτικός, θα πετύχαινε την αναγέννηση της Ιταλίας και θα έφερνε τα σύνορα της Ιταλίας εκεί όπου άλλοτε ήταν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μουσολίνι, λόγω των διενέξεων της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, της εσωτερικής αναρχίας της Ρωσίας, της ήττας της Γερμανίας και της συντριβής της Αυστροουγγαρίας, έβλεπε ανοικτό το δρόμο προς τα Βαλκάνια, με δεδομένο και το ότι η Ελλάδα, που βρισκόταν μεταξύ της Ιταλίας και της Ασίας, ήταν εξαντλημένη και χωρίς την υποστήριξη των χθεσινών της Συμμάχων. Δεν έπαυε όμως να αποτελεί εμπόδιο στα φασιστικά του όνειρα.

Έτσι λοιπόν, το επεισόδιο της Κακαβιάς θεωρήθηκε από τους φασίστες, σαν μια πρώτη καλή ευκαιρία για επίδειξη πυγμής προς τα έξω. Συγκεκριμένα, την 27η Αυγούστου 1923, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, βρέθηκαν δολοφονημένοι, από αγνώστους, ο Ιταλός Στρατηγός Τελλίνι (επικεφαλής της επιτροπής χάραξης των συνόρων με την Αλβανία) και άλλα τέσσερα μέλη της ακολουθίας του. Η Ελλάδα εξέφρασε τη λύπη της και διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ό,τι πρέπει για την ανεύρεση των ενόχων.

Η Ιταλία όμως, που δεν ικανοποιήθηκε, επέδωσε διακοίνωση, με τελείως εξευτελιστικούς όρους προς την Ελλάδα. Ήταν βέβαιη ότι θα απορριπτόταν και έτσι θα έβρισκε δικαιολογία να δράσει κατά της Ελλάδας. Αμέσως μετά την απόρριψη της διακοίνωσης, ο Μουσολίνι διέταξε την κατάληψη της Κέρκυρας. Στις 31 Αυγούστου, ισχυρή Μοίρα του ιταλικού Ναυτικού έφτασε στην Κέρκυρα και, μετά από βομβαρδισμό, αποβιβάστηκαν αγήματα που κατέλαβαν το νησί.

Ταυτόχρονα είχε, με αξιοθαύμαστη ταχύτητα, συγκεντρώσει στρατεύματα δυνάμεως 200.000 στις ακτές της Ιταλίας, με σκοπό την απόβαση στα ελληνικά παράλια και στη συνέχεια την προέλαση προς την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, εάν το επέτρεπαν οι περιστάσεις και αν, όπως το 1911, αδρανούσαν οι Δυτικές Δυνάμεις και η Κοινωνία των Εθνών. Εμπόδιο στις βλέψεις της αυτές κατά της Ελλάδας απετέλεσε πραγματικά η Κοινωνία των Εθνών, οπότε ανέστειλε την πραγματοποίησή τους, μέχρι τη δημιουργία ευνοϊκότερων προϋποθέσεων. Τελικά, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Ιταλία 50 εκατομμύρια λιρέτες, για να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κέρκυρα.

Η Ελλάδα αναγκάσθηκε να υποκύψει στις απαιτήσεις του Μουσολίνι, γιατί την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (προσφυγικό, πολιτική αστάθεια κ.ά.). Ταυτόχρονα, ο Μουσολίνι, εργάσθηκε σατανικά για να διασπάσει τους φιλικούς δεσμούς των βαλκανικών κρατών και υπέγραψε σύμφωνα φιλίας με κάθε βαλκανική χώρα, χωριστά.

Βλέψεις βαλκανικών χωρών και ΕΣΣΔ

Η Βουλγαρία ποτέ δεν παραιτήθηκε από την ιδέα της δημιουργίας μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. Προσέβλεπε πάντα στην έξοδό της στο Αιγαίο και στην προσάρτηση ολόκληρης της Μακεδονίας, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατοικείτο στην πλειονότητά της από Βουλγάρους.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρέμεινε μακριά από κάθε συνεργασία με τα βαλκανικά κράτη και διατήρησε καλές σχέσεις με τα κράτη του Άξονα (Γερμανία–Ιταλία). Παρέμεινε πάντα ο κυριότερος εχθρός της Ελλάδας, αλλά, λόγω των συνθηκών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του Βαλκανικού Συμφώνου 1933, ήταν η μόνη που δεν μπορούσε να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Παρέμενε όμως πάντα έτοιμη να εκμεταλλευθεί κάθε ευνοϊκή ευκαιρία. Αυτή παρουσιάσθηκε τον Μάρτιο του 1935, οπότε, με αφορμή το στρατιωτικό κίνημα στην Ελλάδα, επιδίωξε να επέμβει στη Μακεδονία και Θράκη για να αποκαταστήσει, δήθεν, την τάξη, αλλά εμποδίστηκε από τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, μέλη του Βαλκανικού Συμφώνου.

Η Γιουγκοσλαβία, η οποία βγήκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ισχυρότερη βαλκανική δύναμη, ονειρευόταν να επεκταθεί προς την Αδριατική και το Αιγαίο, όπως πριν τον πόλεμο η Αυστροουγγαρία. Αφού επωφελήθηκε από τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, λόγω τόσο της Μικρασιατικής καταστροφής, όσο και της ανώμαλης εσωτερικής της κατάστασης, επεδίωκε, από το 1923, τη συγκυριαρχία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αξίωνε δε το λιμάνι να χρησιμοποιηθεί, από αυτήν, ακόμα και στην περίπτωση πολέμου με τρίτη δύναμη, οπότε μοιραία η Ελλάδα θα τασσόταν με το μέρος της. Ο πόθος της για έξοδο στην Αδριατική και στο Αιγαίο δεν έπαυσε ακόμη και μετά την παραχώρηση ελεύθερης ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και καραδοκούσε την ευνοϊκή περίσταση για την πραγματοποίησή του.

Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία φαινόταν αποφασισμένη να περιοριστεί στο ασιατικό κράτος, για την ασφάλεια του οποίου, όμως, θεωρούσε απαραίτητη εκτός της κατοχής της Ανατολικής Θράκης, την επέκτασή της και επί των κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας νησιών του Αιγαίου (Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο). Για να αποφύγει τον κίνδυνο από ενδεχόμενη εισβολή των Ιταλών, από την περιοχή των Δωδεκανήσων, υπέγραψε σύμφωνα φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα.

Το νέο καθεστώς της Ρωσίας δεν περιοριζόταν στην ανάκτηση των εδαφών, που χάθηκαν με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και στην έξοδό της στον Ινδικό και Ατλαντικό Ωκεανό και στο Αιγαίο Πέλαγος, όπως την εποχή του Τσάρου. Επεδίωκε την κηδεμονία του κόσμου, συναγωνιζόμενο τον Ναζισμό. Λόγω όμως απασχόλησής του στην εσωτερική ανώμαλη κατάσταση, δηλαδή στην εδραίωσή του, καθυστέρησε στην οργάνωση της πολεμικής μηχανής. Έτσι δόθηκε το προβάδισμα στον Ναζισμό, να επιδιώξει την επίτευξη του ίδιου σκοπού.

Ελληνικές ενέργειες διατήρησης της ειρήνης

Περίοδος 1923 – 1935

Το 1919 συστήθηκε η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) και το 1925 υπεγράφησαν συμφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες, κατόπιν των στρατιωτικών και πολιτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στη Γερμανία, επικράτησε γενικά η εντύπωση ότι είχε εξασφαλιστεί για αρκετό χρόνο η ειρήνη στην Ευρώπη. Στη Βαλκανική επίσης δεν φαινόταν πιθανή η διατάραξη της ειρήνης από τη Βουλγαρία ούτε και από την Ιταλία. Βέβαια, ο Μουσολίνι καραδοκούσε για την παρουσία ευνοϊκών συνθηκών, χωρίς να αλλάξει πολιτική και να συνεχίσει τον διπλωματικό πόλεμο κατά της Ελλάδας σε πολλά μέτωπα.

Η Ελλάδα προέβη στον διακανονισμό όλων των ζητημάτων με τις γειτονικές της χώρες, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν αφορμή πολέμου. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέγραψε την 23η Σεπτεμβρίου 1928 ελληνοϊταλικό σύμφωνο «φιλίας και συνδιαλλαγής», την 27η Μαρτίου 1929, αντίστοιχο σύμφωνο με τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και ιδιαίτερες συμφωνίες που ρύθμιζαν θέματα ελεύθερης σερβικής ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, θέματα της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Γευγελής κ.λπ.

Το 1924, με παρέμβαση της ΚτΕ, αναγνωριζόταν γενικά η ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στη Μακεδονία. Το πρωτόκολλο αυτό, αφού απορρίφθηκε από την Ελληνική Εθνοσυνέλευση, μετά από αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης, ακυρώθηκε από την ΚτΕ την 14η Μαρτίου 1925.

Την 30ή Οκτωβρίου 1930, η ίδια κυβέρνηση υπέγραψε σύμφωνο με την Τουρκία, με το οποίο επιτυγχανόταν η κατοχύρωση από κάθε κίνδυνο από Ανατολάς και από κάθε τουρκοβουλγαρική επίθεση. Την 14η Σεπτεμβρίου 1933, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Π. Τσαλδάρη υπέγραψε νέο σύμφωνο με την Τουρκία και την 9η Φεβρουαρίου 1934 Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης, με το οποίο Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία και Ελλάδα εγγυώντο την ασφάλεια των βαλκανικών συνόρων, απέναντι σε κάθε επίθεση άλλου βαλκανικού κράτους.

Η Ελλάδα όφειλε, παράλληλα, να αποκτήσει πλήρη ετοιμότητα για να αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα κάθε μορφή απειλής από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Άλλωστε, αυτή η ετοιμότητα θα απέτρεπε κάθε εχθρική επιβουλή. Η προπαρασκευή της Ελλάδας απέβλεπε στην προμήθεια πολεμικού υλικού για τον Στρατό Ξηράς, στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση σχεδίων, στην οχύρωση, στη βελτίωση του δικτύου συγκοινωνιών και τέλος στην αύξηση και βελτίωση των μονάδων του Στόλου και της Αεροπορίας.

Κατά το διάστημα αυτό:

• Έγινε προμήθεια πολεμικού υλικού που έδωσε τη δυνατότητα της αναδιοργάνωσης 4 Σωμάτων Στρατού και του εξοπλισμού 13-14 μεραρχιών Πεζικού και μίας μεραρχίας Ιππικού. Άρματα μάχης δεν αποκτήθηκαν, λόγω του ότι δεν κρίθηκαν απαραίτητα, εξαιτίας του ορεινού εδάφους.

• Λειτούργησαν σχολές και κέντρα εκπαίδευσης, όπως η Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, η Σχολή Πεζικού, Πυροβολικού, Ιππικού, Μηχανικού και Διαβιβάσεων, ενώ συνεχίστηκε η αποστολή αξιωματικών στα σχολεία του εξωτερικού για επιμόρφωση. Η εκπαίδευση των στρατιωτών, παρά την προοδευτική μείωση της θητείας, υπήρξε συστηματική, εντατική και μεθοδικότατη.

• Καταρτίσθηκαν νέα σχέδια επιστράτευσης, με τα οποία προβλεπόταν η συγκρότηση 18 μεραρχιών και 5 ταξιαρχιών πεζικού, 1 μεραρχίας ιππικού, μονάδων πεδινού, ορειβατικού, έφιππου καθώς και βαρέος πυροβολικού.

• Καταρτίσθηκαν σχέδια επιχειρήσεων, για αντιμετώπιση απειλών από οποιαδήποτε επιμέρους κατεύθυνση, από τα γειτονικά κράτη ή από συνδυασμό κατευθύνσεων.

• Κατασκευάσθηκαν έργα οχύρωσης σε διάφορες κατευθύνσεις εισβολής, για ανάσχεση εισβολέων, στην Ήπειρο, Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

• Κατασκευάσθηκαν δύο νέες σιδηροδρομικές γραμμές, με δάνειο 20 εκατομμυρίων δολαρίων από βελγική εταιρεία, από Θεσσαλονίκη προς Αμφίπολη–Άγγιχτη και από Καλαμπάκα προς Κοζάνη–Αμύνταιο, και έγινε προμήθεια 110 ατμομηχανών και 1.850 βαγονιών, ενώ αντικαταστάθηκαν οι παλιές σιδηροτροχιές της γραμμής Αθήνας–Θεσσαλονίκης.

• Καταστρώθηκε πρόγραμμα οδοποιίας 1.750 χιλιομέτρων, στο οποίο συμπεριελήφθησαν και οι οδοί στρατιωτικού ενδιαφέροντος, και κατασκευάσθηκαν ή βελτιώθηκαν πολλά λιμάνια, για την εξυπηρέτηση συγχρόνως των εμπορικών και στρατιωτικών αναγκών.

• Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης αποφασίστηκε η επισκευή και ανακαίνιση των μονάδων του Στόλου, ενώ ταυτόχρονα παραγγέλθηκαν νέα πλοία. Το 1934 αποφασίστηκε η ίδρυση ναυπηγείων και η κατασκευή σε αυτά αντιτορπιλικών, με παράλληλη εντατική εκπαίδευση του προσωπικού.

• Ανασυγκροτήθηκε επίσης η Αεροπορία και εκσυγχρονίσθηκε το εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων Ναυτικού. Το 1929 ιδρύθηκε το υπουργείο Αεροπορίας, στο οποίο υπήχθη η Σχολή Αεροπορίας και η Πολιτική Αεροπορία, ενώ παραγγέλθηκε νέο αεροπορικό υλικό.

Συμπερασματικά, η προπαρασκευή της χώρας μέχρι το 1935 δεν ήταν πλήρης, υπολειπόμενη σε είδη Επιμελητείας, Μηχανικού, Διαβιβάσεων, Υγειονομικού και άλλων, με συνέπεια την ελλιπή δυνατότητα κινητοποίησης σε περίπτωση αιφνίδιας απειλής, παρά την προμήθεια από το 1925 του αναγκαίου πολεμικού υλικού και την εκπαίδευση των στελεχών και των οπλιτών.

Ο ελλιπής εφοδιασμός με υλικά οφειλόταν στην αντίληψη της μη διατάραξης της τάξης, όπως αποκαταστάθηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού υπήρχαν οι στρατιωτικοί περιορισμοί και έλεγχοι στη Γερμανία και στη Βουλγαρία και ολόκληρη η Ευρώπη είχε υπογράψει συνθήκες ειρήνης, αποκλεισμού του πολέμου και επίλυσης των διαφορών με διαιτησία. Οφειλόταν επίσης στην παλαιότητα του υλικού, του οποίου η προμήθεια είχε κριθεί ασύμφορη.

Ο πρωθυπουργός της περιόδου 1928-1933, Ελ. Βενιζέλος, συγκέντρωσε στη Σχολή Ευελπίδων και στις φρουρές Λάρισας και Θεσσαλονίκης τους αξιωματικούς και, αφού τους ανέλυσε τη γενική κατάσταση, τους δήλωσε ότι κατά την εκτίμησή του, πόλεμος στην Ευρώπη δεν θα γίνει πριν το 1940. Τότε εκτιμούσε ότι θα ήταν έτοιμη η Γερμανία. Την εκτίμησή του αυτή αναθεώρησε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οπότε διεμήνυσε στην πολιτική ηγεσία του τόπου ότι επίκειται ο πόλεμος και ότι πρέπει να εφοδιασθούν πλήρως οι Ένοπλες Δυνάμεις.

Οι προβλέψεις του πρωθυπουργού επαληθεύτηκαν. Ο Χίτλερ και το Γερμανικό Επιτελείο δεν είχαν σκοπό να διακινδυνεύσουν εκτεταμένη σύγκρουση πριν το 1944, όταν υπολογιζόταν ότι θα είχε ολοκληρωθεί η προπαρασκευή. Το 1939, όταν η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Πολωνίας, διέθετε 96 μεραρχίες έναντι 130, που μπορούσαν να παρατάξουν οι Γαλλία και Πολωνία. Ο Χίτλερ τόλμησε αυτή την επίθεση, επειδή είχε τοπική υπεροχή σε άρματα και αεροπορία και πίστευε ότι δεν θα είχαν επαρκή χρόνο αντίδρασης η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία.

Ο Στρατάρχης Παπάγος στο βιβλίο του «Η προς πόλεμον προπαρασκευή» αναφέρει ότι η κυβέρνηση το έτος 1928 ήταν εκτός πραγματικότητας, όταν έλεγε στους αξιωματικούς ότι δεν πρέπει να ανησυχούν για τη μη διάθεση πόρων για την στρατιωτική προετοιμασία.

Από την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1924 και ενώ η χώρα έπρεπε να παράσχει τροφή και στέγη σε 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, θύματα αυτής της τραγωδίας και να επουλώσει πληγές της καταστροφής, παράλληλα γινόταν προμήθεια πολεμικού υλικού πυροβολικού και πεζικού, ώστε να αποκατασταθεί η ισχύς του Ναυτικού και της Αεροπορίας και εκπαιδεύτηκαν πλήρως στελέχη και άνδρες, παρά τις συνεχείς διαταραχές της χώρας, οι οποίες ήταν απόρροια του μικρασιατικού δράματος και του επάρατου Διχασμού του 1915.

Ο Στρατάρχης Παπάγος στο βιβλίο του αναφέρει επίσης ότι από το 1923 μέχρι το 1935, δεν έγινε τίποτε για την πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας και ότι η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της εποχής εκείνης ήσαν ανίκανες. Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δίκαιος, διότι η ηγεσία αυτή, με δικαιολογημένη την πεποίθηση, για μη διατάραξη της ειρήνης, επί ορισμένο χρόνο, ανέβαλε την προμήθεια κάποιων πολεμικών ειδών.

Πρόκειται για την ίδια ηγεσία, η οποία το 1910-12 συγκέντρωσε 8 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες και εξόπλισε έναν αξιόμαχο στόλο, με τα γνωστά νικηφόρα, κατά ξηρά και θάλασσα αποτελέσματα.

Είναι η ίδια ηγεσία, η οποία, κατά το 1918, συγκέντρωσε 15 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες και δημιούργησε την Ελλάδα των πέντε θαλασσών. Είναι η ίδια στρατιωτική ηγεσία που οι αξιωματικοί της, το 1912-13 και το 1915-22, οδήγησαν τον στρατό σε συνεχείς νίκες, από το 1917-20, και δημιούργησαν το θαύμα του Έβρου, αφού κατόρθωσαν σε 4-5 μήνες να ανασυγκροτήσουν τον Στρατό της Μικράς Ασίας, να εξυψώσουν το ηθικό του και να τον καταστήσουν υπολογίσιμο, ώστε, κατά τις διαπραγματεύσεις τις Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, ο εχθρός να παραιτηθεί των υπερφίαλων αξιώσεών του, της παράδοσης του στόλου, των νήσων του Αιγαίου, της Θράκης και άλλων.

Περίοδος 1935-1939

Ο Αδόλφος Χίτλερ, πριν από την άνοδό του στην εξουσία το 1933, ανήγγειλε την κατάργηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και των υποχρεώσεων της ηττηθείσας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανίας. Ταυτόχρονα με το βιβλίο του «Ο Αγών μου» φανέρωνε όχι μόνο την πρόθεσή του να καταργήσει τις συνθήκες, αλλά και τον οραματισμό του να κηδεμονεύσει τον κόσμο.

Μετά την άνοδό του στην αρχή, τον Οκτώβριο του 1933, η Γερμανία αποσύρθηκε από τη Διάσκεψη Αφοπλισμού και από την ΚτΕ, παρά την αρχική επιφανειακή διαλλακτικότητα του Χίτλερ, ο οποίος είχε αποδεχθεί σχέδιο του Μουσολίνι, το οποίο προέβλεπε σύναψη ιδιαίτερου συμφώνου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών.

Ταυτόχρονα, έθεσε σε εφαρμογή ένα πλήρες σχέδιο προπαρασκευής για πόλεμο, οργάνωσε με την προπαγάνδα τη γερμανική νεολαία και μετέβαλε την ψυχολογία των Γερμανών, ώστε να πιστεύουν απόλυτα στην πλήρη επικράτησή τους. Με την τακτική των τετελεσμένων γεγονότων επανέφερε, το 1935, την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, την έντονη εκπαίδευση, επανίδρυσε την Πολεμική Αεροπορία και άρχισε τον πυρετώδη εξοπλισμό, αποδεικνύοντας ότι δεν είχε πια ισχύ η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Το Μάιο του 1935 επανακατέλαβε και οχύρωσε την Ρηνανία.

Η Ιταλία καραδοκούσε τη χαλάρωση των δεσμών Γαλλίας–Μεγάλης Βρετανίας, γεγονός που συνέβη μετά τη μη συναίνεση της Μεγάλης Βρετανίας στη λήψη μέτρων που πρότεινε η Γαλλία όταν καταλήφθηκε η Ρηνανία. Το 1935 συνδέθηκε με τη Γερμανία και τον Οκτώβριο εξαπέλυσε επίθεση κατά της Αιθιοπίας, την οποία κατέλαβε τον Μάιο 1936, με την ΚτΕ απλώς να παρατηρεί. Κατά τον ισπανικό εμφύλιο 1936-1939, παρά τις διεθνείς συμβάσεις περί μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλου κράτους, η Γερμανία και η Ιταλία επενέβησαν υπέρ του Στρατηγού Φράνκο.

Το 1937 υπεγράφη ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, γνωστή με τον όρο «Άξων Βερολίνου–Ρώμης», τον δε Νοέμβριο η Ιταλία προσχώρησε στο γερμανοϊαπωνικό σύμφωνο «Αντικομιντέρ», με το οποίο καταδείχθηκε η απροκάλυπτη αντίθεση και της Ιαπωνίας, τόσο προς τη Σοβιετική Ένωση, όσο και προς τις Δυτικές Δυνάμεις και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, τον Δεκέμβριο η Ιταλία εγκατέλειψε και αυτή την ΚτΕ.

Έτσι, από το 1937 διαφαινόταν με σαφήνεια ότι κάποτε θα επερχόταν η σύρραξη και το θέμα που πλέον γεννιόταν ήταν αν αυτή θα περιοριζόταν μεταξύ των Δυνάμεων του Άξονα και των Δυνάμεων της Δύσης ή θα εκτεινόταν σε όλη τη γήινη σφαίρα και μοιραία και στη Βαλκανική.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, τις βλέψεις της Γερμανίας για κηδεμονία αρχικά της Ευρώπης, τις βλέψεις της Ιταλίας για αναδημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τις βλέψεις της Ιαπωνίας για επικράτηση στην Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, τις βλέψεις της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο και προσάρτηση της Μακεδονίας και τις συμμαχίες Γερμανίας–Ιταλίας–Ιαπωνίας, δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι η σύρραξη θα ήταν γενική.

Μόνο η νικηφόρα αντιμετώπιση στην Ευρώπη της επίθεσης του Άξονα από τις συμμαχικές δυνάμεις θα μπορούσε να αφήσει τις βαλκανικές χώρες εκτός του πολέμου. Βέβαια, δεν αποκλειόταν μια ταυτόχρονη, με την ενέργεια της Γερμανίας προς Δυσμάς επίθεση της Ιταλίας προς Ανατολάς, με την υποστήριξη της Βουλγαρίας, αφού θα εκμεταλλευόταν την αδυναμία της Δύσης να επέμβει στα Βαλκάνια.

Η ελληνική κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, πίστευε στην ειρήνη. Στη συνέχεια όμως διακήρυξε την ανάγκη της πλήρους και ταχείας προπαρασκευής της χώρας για πόλεμο. Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος εργάσθηκε, με κάθε τρόπο, για τη διατήρηση της ειρήνης στα Βαλκάνια και την 9ην Φεβρουαρίου 1934 υπέγραψε Βαλκανικό Σύμφωνο μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας, στο οποίο δεν μετείχαν η Βουλγαρία και η Αλβανία. Η πρώτη, διότι καραδοκούσε τις ανωμαλίες για να εκδηλώσει τις αρπακτικές της βλέψεις και η δεύτερη παρέμεινε αδέσμευτη, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας, υπό την επήρεια της οποίας τελούσε.

Με το σύμφωνο αυτό προβλεπόταν η ασφάλεια των ενδοβαλκανικών συνόρων, μόνο εναντίον άλλου βαλκανικού κράτους. Το βαλκανικό αυτό σύμφωνο ήταν ωφέλιμο στην Ελλάδα, καθόσον κανένα βαλκανικό κράτος, από τα συμβαλλόμενα σε αυτό, το οποίο είχε βλέψεις στην Ελλάδα (Γιουγκοσλαβία στο Αιγαίο, Τουρκία στα νησιά του Αιγαίου), δεν μπορούσε να κινηθεί εναντίον της.

Τον Μάιο του 1936 η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά διευκρίνισε ότι σε περίπτωση επίθεσης της Ιταλίας κατά της Βαλκανικής Συνεννόησης, η Ελλάδα θα τηρούσε ουδέτερη στάση, σε περίπτωση καθαρά βαλκανικής σύρραξης, η Ελλάδα θα συμμετείχε με δυνάμεις που καθόριζε η σύμβαση και σε περίπτωση που μεγάλη δύναμη ενεπλέκετο σε πόλεμο κατά των δυνάμεων της Δύσης, η Ελλάδα θα ερχόταν σε συνεννόηση με αυτές τις δυνάμεις και τα κράτη της Βαλκανικής Συνεννόησης, για καθορισμό του τρόπου ενεργείας.

Τον Απρίλιο του 1938, η Ελλάδα υπέγραψε πρόσθετη συνθήκη με την Τουρκία, διάρκειας δέκα ετών, με την οποία προβλεπόταν ότι σε περίπτωση πολέμου του ενός από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη, το άλλο υποχρεωνόταν να μην επιτρέψει τη χρησιμοποίηση του εδάφους του από τον επιτιθέμενο σε βάρος του άλλου.

Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία (Απρίλιος 1939), η Ελλάδα αποδέχθηκε την εγγύηση ακεραιότητας που προτάθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Έτσι η Ελλάδα, αποφασισμένη να υπερασπίσει την ακεραιότητά της, θα συνεργαζόταν με τις δυνάμεις της Δύσης σε περίπτωση προσβολής της από εξωβαλκανική χώρα.

Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα, από τον Οκτώβριο του 1935, όταν η Ιταλία επιτέθηκε στην Αιθιοπία, άρχισε με εντατικούς ρυθμούς η πολεμική προπαρασκευή της χώρας με προμήθεια υλικού, εκπαίδευση, σύνταξη νέων σχεδίων επιστράτευσης-επιχειρήσεων και εξυπηρέτησης των σχεδίων επιχειρήσεων, οχύρωση, βελτίωση του συγκοινωνιακού δικτύου και βελτίωση του Στόλου και της Αεροπορίας.

Κατά το διάστημα αυτό:

• Αγοράσθηκαν νέα υλικά από ιδιωτικές και στρατιωτικές βιομηχανίες του εξωτερικού, επισκευάσθηκε το υπάρχον υλικό και αναπτύχθηκε η πολεμική βιομηχανία.

• Συνεχίστηκε η εντατική εκπαίδευση των αξιωματικών και οπλιτών, ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των εφέδρων και η διάρκεια της θητείας, καθώς και ο αριθμός των εισακτέων στη Σχολή Ευελπίδων.

• Συντάχθηκαν νέα σχέδια επιστράτευσης, με τα οποία, κατόπιν βελτιώσεων ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, προβλεπόταν τελικά (1939β) η επάνδρωση 2 διοικήσεων στρατιάς, 1 διοίκησης ομάδος μεραρχιών, 5 σωμάτων στρατού, 16 μεραρχιών και  4 ταξιαρχιών πεζικού και 1 μεραρχίας ιππικού.

• Συντάχθηκαν νέα σχέδια επιχειρήσεων, τα οποία ανταποκρίνονταν σε σενάρια πολέμου με τη Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία και Αλβανία, καθώς και σχέδια ελιγμού προκάλυψης, πληροφοριών, διαβιβάσεων, μεταφορών κ.λπ.

• Αποφασίσθηκε η ταχεία έναρξη της οχύρωσης προς τη Βουλγαρία. Τα έργα οχύρωσης άρχισαν να εκτελούνται από τον Ιούλιο του 1936 και είχαν σαν στόχο να εξασφαλίσουν την επιστράτευση των παραμεθόριων πληθυσμών, τη συγκέντρωση του στρατού εκστρατείας, την απόκρουση αιφνιδιαστικής εισβολής και την εξασφάλιση από τα στρατεύματα προκάλυψης ορισμένης γραμμής, για εκμετάλλευση από τον στρατό εκστρατείας.

Έτσι κατασκευάσθηκαν, προς την Βουλγαρία, επί της γραμμής Μπέλλες–Τσιγγέλι–Νευροκόπι έργα τύπου γραμμής «Μαζινό», της γνωστής «οχυρωματικής γραμμής Μεταξά», που περιελάμβαναν τα γνωστά οχυρά Εχίνου, Νυμφαίας, Ρούπελ, Λίσσε κ.λπ.

• Άρχισε και εσπευσμένα βελτιώθηκε η αμυντική οργάνωση στην Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία από τον Απρίλιο του 1939, δηλαδή μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς.

• Κατασκευάσθηκαν οχυρά παράκτιας άμυνας στις εισόδους του Πατραϊκού κόλπου και του Κορινθιακού κόλπου, στην περιοχή του Ναυστάθμου Πειραιά και στους κόλπους Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό και στον Θερμαϊκό.

• Ποντίσθηκαν ναρκοπέδια και ανθυποβρυχιακά φράγματα, για την προστασία των σπουδαιότερων ναυτικών βάσεων και λιμένων.

• Ανακαινίσθηκε και συμπληρώθηκε το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο προς τη Βουλγαρία και την Αλβανία, με ταυτόχρονη κατασκευή νέου δικτύου και προς τα δύο πιθανά θέατρα επιχειρήσεων.

• Διανοίχθηκαν τα λιμάνια της Μακεδονίας, που εξυπηρετούσαν το θέατρο επιχειρήσεων της Βουλγαρίας και άρχισε η κατασκευή νέων στη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο.

• Παραγγέλθηκαν δύο νέα αντιτορπιλικά, τα «Βασιλεύς Γεώργιος Α’» και «Βασίλισσα Όλγα».

• Έγινε περιορισμένη προμήθεια αεροπλάνων και οργανώθηκε η Αεροπορία σε τρία κλιμάκια: στη Διοίκηση Αεροπορίας Στρατού, στη Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού και στην Αεροπορία που υπαγόταν στο Υπουργείο Αεροπορίας.

Συμπερασματικά, πρέπει να τονιστεί ότι την περίοδο 1936-1940 καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για τον πληρέστερο εξοπλισμό της χώρας και για την τελειότερη προπαρασκευή για πόλεμο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου έγινε εργασία μεθοδική, εντατική και εμπεριστατωμένη.

Όσον αφορά στα σύμφωνα φιλίας με τον Μουσολίνι και τον σύμμαχό του Χίτλερ, είχε αποδειχθεί ότι δεν είχαν καμία αξία γι’ αυτούς, αφού αυτά αποτελούσαν προπέτασμα  για παραπλάνηση και αποκοίμηση. Ο Μουσολίνι, άλλωστε, το είχε αποδείξει έμπρακτα με την αιφνιδιαστική κατάληψη της Κέρκυρας το 1923, την αποχώρηση από την ΚτΕ και την αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Αιθιοπίας.

Όσον αφορά στην πιθανότητα παρεξηγήσεων λόγω των οχυρωματικών έργων προς την Αλβανία, αυτές θα ήταν τελείως αβάσιμες, γιατί τα έργα ήταν καθαρά αμυντικού χαρακτήρα, προς κράτος ανεξάρτητο και δεν μπορούσαν, για κανένα λόγο, να στρέφονται κατά της πέραν της Αδριατικής Ιταλίας. Ένα τέτοιο επιχείρημα από την Ιταλία θα πρόδιδε τις προθέσεις της, ότι δηλαδή κατέλαβε την Αλβανία με απώτερο σκοπό την εισβολή στην Ελλάδα.

Περίοδος 1939-1940

Ο Άξονας άρχισε να πραγματοποιεί τις επεκτατικές του βλέψεις από το 1935.  Η Γερμανία το 1936 ανακατέλαβε αιφνιδιαστικά την Ρηνανία, τον Μάρτιο 1938, αφού παραβίασε τις συνθήκες της διαρκούς αποστρατικοποίησης, προσάρτησε την Αυστρία, ενώ το φθινόπωρο πέτυχε τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Το 1939 κατέλαβε το Μέμελ, το οποίο με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε περιέλθει στη Λιθουανία και τον Σεπτέμβριο 1939 κατέλαβε την Πολωνία, γεγονός που προκάλεσε και τον πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων της Δύσης.

Η Ιταλία κατέστησε πρώτο θύμα των ιμπεριαλιστικών της διαθέσεων την Αιθιοπία, στην οποία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1935 και την ενσωμάτωσε τον Μάιο του 1936. Ακολούθησε η Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, με πρόθεση συνέχισης της επεκτατικής της δράσης ανατολικότερα, έχοντας το όραμα της κατάκτησης της Νοτιοδυτικής Βαλκανικής. Όραμα του οποίου την εκπλήρωση ανέστειλε, κατόπιν επέμβασης της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Στη συνέχεια, ο Μουσολίνι έκανε φιλικότατες δηλώσεις προς την Ελλάδα και για να αποδείξει τα φιλικά του αισθήματα, όπως φαίνεται σε έγγραφη διακοίνωσή του της 12ης Σεπτεμβρίου προς την ελληνική κυβέρνηση, διέταξε την απομάκρυνση των τμημάτων, που ήταν συγκεντρωμένα στην ελληνοαλβανική μεθόριο, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από αυτήν, δηλαδή μιας ημέρας ή νύκτας πορείας.

Γεγονός πάντως είναι ότι ο Μουσολίνι ανέβαλε την επίθεσή του κατά της Ελλάδας, γιατί βρισκόταν τότε σε αδυναμία να αντιμετωπίσει στη Μεσόγειο τις δύο δυτικές δυνάμεις, οι οποίες, αφού είχαν εγγυηθεί την ακεραιότητά της, θα επενέβαιναν υπέρ αυτής. Την αδυναμία αυτή της Ιταλίας επιβεβαίωσε και ο υπουργός της των Εξωτερικών, κόμης Τσιάνο, προς τον Χίτλερ, δηλώνοντας ότι η χώρα του ήταν ανέτοιμη για πόλεμο, επειδή αντιλαμβανόταν ότι η στιγμή δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτή την επίθεση κατά των βαλκανικών χωρών, λόγω της δυνατότητας επέμβασης των Δυτικών Δυνάμεων και της Ρουμανίας.

Την άνοιξη του 1940, ο Χίτλερ ήταν κύριος της Κεντρικής Ευρώπης και είχε ήδη εισβάλει στις σκανδιναβικές χώρες Δανία και Νορβηγία. Ο Μουσολίνι, που πίστευε στο αλάνθαστο του Χίτλερ στην παρακμή και καταδίκη της Βρετανίας και στο ότι είχε περάσει πια η εποχή που οι πόλεμοι κερδίζονταν από τον βρετανικό Στόλο, θέλησε να καταλάβει, τον μήνα Απρίλιο, την Κέρκυρα.

Ήθελε να επιτύχει και αυτός κάποιο κέρδος, μετά από τις σημαντικότατες επιτυχίες της Γερμανίας στην Ευρώπη και της Ρωσίας, η οποία είχε ικανοποιήσει τις βλέψεις της στη Βαλτική. Φαίνεται όμως ότι συγκρατήθηκε, για άλλη μία φορά, περιμένοντας τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών, καθόσον οι δυτικές δυνάμεις, παρά το ότι ήταν απασχολημένες στον Ατλαντικό, διατηρούσαν αρκετές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο, ώστε να επέμβουν και ματαιώσουν την ενέργεια κατά της Κέρκυρας.

Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας, το 1940, οπότε ο βρετανικός Στόλος παρέμεινε μόνος και οι στρατιωτικές δυνάμεις της Βρετανίας διαλύθηκαν, η Ιταλία επιζητούσε και δημιουργούσε αφορμές πολέμου εναντίον της Ελλάδας. Με τον ιταλικό, αλλά και τον αλβανικό Τύπο κατήγγειλε την Ελλάδα, ότι δήθεν οργάνωνε στην Ήπειρο συμμορίες και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς, καθώς και ότι οργάνωσε διάφορα εγκλήματα στο αλβανικό έδαφος.

Με τον υπουργό Εξωτερικών Τσιάνο κατηγορούσε συνεχώς την Ελλάδα, με απειλή κήρυξης πολέμου, ότι ο βρετανικός Στόλος και η Αεροπορία χρησιμοποιούσαν τις ελληνικές βάσεις σαν ορμητήριο, για την προσβολή του ιταλικού Στόλου και των ιταλικών βάσεων. Την ίδια ώρα η ιταλική Αεροπορία, όχι μόνο παραβίαζε συνεχώς την ελληνική ουδετερότητα πετώντας πάνω από ελληνικά εδάφη, αλλά και προσέβαλε ελληνικά πολεμικά πλοία.

Την 12η Ιουλίου 1940 προσβλήθηκε, στον Κόλπο του Κισσάμου Κρήτης, το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα», που έσπευσε σε βοήθειά του. Την 30ή του ιδίου μήνα προσεβλήθησαν μέσα στο λιμάνι της Ναυπάκτου τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» και δύο υποβρύχια, ενώ την 2α Αυγούστου, μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας, προσβλήθηκε το πλοιάριο Α6, της οικονομικής Αστυνομίας.

Την 14η Αυγούστου όλος ο ιταλικός Τύπος κατηγορούσε την Ελλάδα ότι ακολουθούσε πάντοτε πολιτική εναντίον της Ιταλίας και προέβαινε σε προκλήσεις προς τον Άξονα. Την ίδια ημέρα ο Μουσολίνι κάλεσε στην Ρώμη τον αρχηγό των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, Στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, και τον διέταξε να εισβάλει την επόμενη στην Ήπειρο με όλες τις διαθέσιμες εκείνη την στιγμή δυνάμεις.

Επειδή όμως οι ιταλικές δυνάμεις, εκτός μιάς μεραρχίας, ήταν προσανατολισμένες προς τη Γιουγκοσλαβία, αποφασίστηκε η επίθεση να γίνει την 1η Σεπτεμβρίου, ώστε στο διάστημα που μεσολαβούσε να συγκεντρωθούν αυτές προς την ελληνική μεθόριο με ταυτόχρονη ενίσχυσή τους.

Το πρωί της 15ης Αυγούστου, στον εορτασμό της Παναγίας στο νησί της Τήνου, τορπιλίσθηκε από ιταλικό υποβρύχιο στον όρμο του νησιού το εύδρομο «Έλλη» και την ίδια μέρα προσβλήθηκε, από αεροπλάνο, το ατμόπλοιο «Φρίντων», 5 μίλια από τις ακτές της Κρήτης.

Φαίνεται ότι η αρχική απόφαση του Μουσολίνι για επίθεση την ημέρα αυτή κατά της Ελλάδας είχε διαβιβασθεί στον διοικητή της Δωδεκανήσου και οι ιταλικές δυνάμεις που στάθμευαν εκεί και υπήγοντο σε αυτόν άρχισαν δράση από εκείνη την ημέρα, αγνοώντας την νεότερη απόφαση της αναβολής της εισβολής στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Τελικά η εισβολή αναβλήθηκε και για μετά την 1η Σεπτεμβρίου, με προηγούμενη παρέμβαση του Χίτλερ, ο οποίος πείσθηκε από τους στρατιωτικούς συμβούλους του. Αυτοί δεν ήθελαν να αφήσουν πλήρη ελευθερία κινήσεων στον Μουσολίνι, μιας και έτρεφαν περιορισμένη εμπιστοσύνη προς αυτόν. Εφοβούντο μήπως οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ιταλίας αναγκάσουν τον Χίτλερ να απασχολήσει μέρος των γερμανικών δυνάμεων προς τη Βαλκανική, τη στιγμή που θα ήταν στραμμένες στο σύνολό τους κατά της Μεγάλης Βρετανίας.

Από την πλευρά της, η Ελλάδα προέβαινε για την αντιμετώπιση των ιταλικών προκλήσεων, σε όσο το δυνατό λιγότερο προκλητικές ενέργειες. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, μέχρι την εισβολή των Ιταλών στην Αλβανία και την προώθησή τους στην ελληνοαλβανική μεθόριο, δεν είχε αντιμετωπίσει ενδεχόμενη ενέργειά τους κατά της Ελλάδας.

Αμέσως μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, διατάχθηκαν οι μονάδες να αποφύγουν κάθε επεισόδιο και προστριβή με τις ιταλικές δυνάμεις και εξουσιοδοτήθηκαν, σε περίπτωση ανάγκης, να εξασφαλίσουν το απαραβίαστο του ελληνικού εδάφους και να εφαρμόσουν τα σχέδια επιστράτευσης.

Παράλληλα, ο Φρούραρχος της Κέρκυρας, με την πληροφορία της επικείμενης ιταλικής απόβασης σε αυτή, διατάχθηκε να λάβει αθόρυβα όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα αντιμετώπισης αυτής και να αντιτάξει άμυνα μέχρις εσχάτων.

Μετά τις αγγλογαλλικές εγγυήσεις προς την Ελλάδα, της 13ης Απριλίου, και την ιταλική δήλωση περί σεβασμού της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Ελλάδας, το ΓΕΣ είχε τον χρόνο να συντάξει ένα νέο σχέδιο επιχειρήσεων, για την αντιμετώπιση του νέου εχθρού, της Ιταλίας. Άρχισε έτσι αμέσως την αμυντική οργάνωση της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, με επιστρατευμένα τμήματα σκαπανέων.

Όταν, περί τα μέσα Αυγούστου 1939, συγκεντρώθηκε στην ελληνοαλβανική μεθόριο ο όγκος των ιταλικών δυνάμεων, που απετελούντο από 5 μεραρχίες πεζικού, 1 μοιραρχία τεθωρακισμένων, 59 ελαφρές πυροβολαρχίες και 14 βαριές, διατάχθηκε την 23η Αυγούστου επιστράτευση των παραμεθόριων μεραρχιών. Συγκροτήθηκε τότε νέα ανώτατη διοίκηση με την ονομασία Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), στην οποία υπάχθηκαν τα Β’ και Γ’ Σώματα Στρατού.

Μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ευρώπη, την 1η Σεπτεμβρίου, μεταξύ Γαλλίας-Μεγάλης Βρετανίας και Γερμανίας, λόγω της εισβολής της τρίτης στην Πολωνία, και πάλι η Ιταλία συνέχισε να διαβεβαιώνει, εγγράφως (12 Σεπτεμβρίου 1939), την Ελλάδα για τα φιλικότατα αισθήματά της προς αυτήν και για αποχή της από κάθε επιθετική ενέργεια εναντίον της.

Σαν απόδειξη δε των φιλικών της αισθημάτων διέταξε και πάλι την απομάκρυνση των στρατευμάτων της σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τη μεθόριο.

Η Ελλάδα, μετά τις διαβεβαιώσεις και τις κινήσεις καλής θέλησης της Ιταλίας, αποστράτευσε τις επιστρατευμένες δυνάμεις, απέσυρε τα τμήματα προκάλυψης από τις προωθημένες θέσεις τους, διατήρησε όμως σε ενέργεια τις μονάδες σκαπανέων και συνέχισε την αμυντική οργάνωση.

Το ΓΕΣ, τον Σεπτέμβριο 1939, με μυστική επαφή με τον αρχηγό των γαλλικών δυνάμεων που στάθμευαν στη Συρία, καθόρισε τον τρόπο ενίσχυσης της Ελλάδας, σύμφωνα με τις εγγυήσεις, που είχαν δοθεί για την ακεραιότητα της χώρας. Έτσι θα διέθεταν 4-5 γαλλικές μεραρχίες στο μέτωπο, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, εξασφαλίζοντας τη διέλευσή τους μέσα από το τουρκικό έδαφος.

Ταυτόχρονα, περί τον Δεκέμβριο του 1939, δόθηκε διαβεβαίωση στην Ελλάδα, ότι οι ενισχύσεις θα εδίδοντο προς αυτήν, όχι μόνο από τα στρατεύματα της Συρίας αλλά και από την Αίγυπτο, την Αφρική και την Μητρόπολη, οποτεδήποτε και οπουδήποτε τις χρειαζόταν αυτή.

Αργότερα όταν, το Μάιο 1940, πληροφορίες έφεραν πιθανή εκδήλωση επίθεσης κατά των νήσων του Αιγαίου και της Κρήτης, εξουσιοδοτήθηκαν οι διοικητές τους να κάνουν επιστράτευση του τοπικού πληθυσμού και διατάχθηκαν να αμυνθούν μέχρις εσχάτων. Μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 1940, όταν άρχισαν οι ιταλικές δυνάμεις να συγκεντρώνονται στην αλβανική μεθόριο και οι πληροφορίες έφεραν επικείμενη την ιταλική εισβολή, τότε ελήφθησαν μέτρα όπως εξουσιοδότηση εκτέλεσης επιστράτευσης στον τομέα Ηπείρου σε περίπτωση αιφνιδιαστικής επίθεσης και συγκρότηση νέων μονάδων και σχηματισμών με επιστράτευση από την υπόλοιπη χώρα, οι οποίες προορίζοντο για τα θέατρα Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου.

Η απόφαση της εισβολής στην Ελλάδα

Επειδή ο Μουσολίνι υποπτεύθηκε, μετά την εισβολή στις 7 Οκτωβρίου 1940 των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία για δήθεν προστασία των πετρελαιοπηγών της, ότι ο Χίτλερ προετοίμαζε εισβολή στα Βαλκάνια, αποφάσισε να δράσει γρήγορα για κατάκτηση αρχικά της Ελλάδας. Έτσι θα προκαταλάμβανε τον σύμμαχό του και θα τον έφερνε προ τετελεσμένων γεγονότων.

Στις 14 Οκτωβρίου, σε σύσκεψη του Μουσολίνι με τον Στρατάρχη Μπαντόλιο, αρχηγό του Ανώτατου Γενικού Επιτελείου και τον Στρατηγό Ροάτα, υπαρχηγό του Επιτελείου, αποφασίστηκε να γίνει η επίθεση κατά της Ελλάδας με τη χρησιμοποίηση δύναμης 20 μεραρχιών, που θα χρειαζόταν όμως χρόνος τριών μηνών για να συγκεντρωθούν.

Την επομένη, 15 Οκτωβρίου, σε νέα αιφνιδιαστική σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι παραπάνω και επιπλέον ο υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, ο Αρχηγός των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία και άλλοι, ο Μουσολίνι δήλωσε ότι θεωρούσε αναπόφευκτη την κήρυξη του πολέμου και την… κατάληψη της Ελλάδας (!), με τη δικαιολογία ότι η στάση της ήταν ευνοϊκή προς τη Μεγάλη Βρετανία.

Ισχυρίστηκε δε ότι επικρατούσαν συνθήκες κυρίως πολιτικής μορφής, οι οποίες παρείχαν τη βεβαιότητα μιας γρήγορης και εύκολης επιτυχίας, άσχετα με τα μέσα που θα εχρησιμοποιούντο και έδωσε την κατηγορηματική διαταγή έναρξης των επιχειρήσεων την 26η Οκτωβρίου.

Σε αυτή τη σύσκεψη ζητήθηκε επίσης από τον Μουσολίνι να δημιουργηθεί, σαν δικαιολογία της επίθεσης, κάποιο επεισόδιο στα σύνορα Ελλάδας–Αλβανίας. Την 26η Οκτωβρίου, λοιπόν, το ιταλικό πρακτορείο Στέφανι ανήγγειλε ότι κάποια ελληνική συμμορία επιτέθηκε το πρωί αυτής της ημέρας εναντίον αλβανικών φυλακίων, κοντά στην Κορυτσά. Επιπλέον ανέφερε ότι έγιναν εκρήξεις βομβών που είχαν τοποθετήσει Έλληνες ή Βρετανοί πράκτορες κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη των Αγίων Σαράντα, από τις οποίες τραυματίστηκαν δύο άτομα.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα γεγονότα που σκηνοθέτησε η Ιταλία, οι δήθεν προκλητικές τρομοκρατικές ενέργειες κατά του αλβανικού κράτους, η έμμεση δήθεν παραβίαση από την Ελλάδα της ουδετερότητάς της, αφού επέτρεπε τη χρήση των χωρικών της υδάτων, των παραλίων και των λιμένων από τον βρετανικό Στόλο, καθώς και των αεροδρομίων για τον ανεφοδιασμό της βρετανικής Αεροπορίας, αλλά και η οργάνωση βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών στο έδαφός της, απετέλεσαν απλά τα αίτια αυτού του πολέμου.

Τη νύκτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, για σίγουρη παραπλάνηση, η ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα οργάνωσε μεγάλη δεξίωση. Μετά το τέλος της δεξίωσης, ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του στην Κηφισιά, τελεσίγραφο κατάληψης και κατοχής στρατηγικών σημείων της Ελλάδας από τις ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις, σαν εγγύηση και ασφάλεια της Ιταλίας στον πόλεμό της κατά της Μεγάλης Βρετανίας.

Το τελεσίγραφο αυτό καλούσε επίσης την ελληνική κυβέρνηση να διατάξει τα ελληνικά στρατεύματα να μην προβάλουν αντίσταση κατά του ιταλικού Στρατού, ο οποίος θα άρχιζε την κίνηση μέσα σε τρεις ώρες από την επίδοσή του, δηλαδή από την 6η πρωινή.

Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν γνωστή από προηγούμενα στον Μουσολίνι, γιατί αυτή, επανειλημμένα στο παρελθόν είχε τονίσει την απόλυτη ουδετερότητά της, αλλά και την σταθερή της απόφαση να αντισταθεί μέχρις εσχάτων, εναντίον οιουδήποτε εχθρού και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Ο Ιταλός πρεσβευτής της εποχής εκείνης στην Αθήνα, Γκράτσι, αναφέρει στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύθηκαν μετά τον πόλεμο:

«Με τον κατηγορηματικότερο τρόπο και με πλήρη συνείδηση των ευθυνών μου βεβαιώ εκείνο το οποίο υποχρεώθηκα να βεβαιώσω επανειλημμένα σ’ εκείνους, οι οποίοι διηύθυναν την ιταλική πολιτική, με επίσημες ανακοινώσεις και με προσωπικές επιστολές, ότι ούτε μια βρετανική βάση, ναυτική ή αεροπορική, υπήρξε ποτέ προ της 28ης Οκτωβρίου στην Ελλάδα, η οποία τήρησε την ουδετερότητα με αναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη και με όλα τα μέσα, τα οποία διέθετε, μέχρι την τελευταία στιγμή».

Με αυτές τις προϋποθέσεις και με πλήρη ενότητα ηγεσίας, πολιτικής και στρατιωτικής, λαού και στρατού, έφθασε η Ελλάδα στην 28η Οκτωβρίου 1940, ημέρα κήρυξης του πολέμου της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι εναντίον της. Από εκείνη την ημέρα, η Ελλάδα περνούσε από την πεζή πραγματικότητα στην περιοχή του θρύλου.

Από τη στιγμή που ο Μεταξάς είπε το ιστορικό «ΟΧΙ» για λογαριασμό του ελληνικού λαού, οι παραδόσεις και η ιστορία της φυλής έγιναν για τον καθένα πράξη και σκοπός της ζωής του. Μιλούσε πλέον το αίμα από τα βάθη των αιώνων και καλούσε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, απανταχού της γης, σε πάνδημο προσκλητήριο θυσίας και τιμής.