Το ταξίδι στο χρόνο μέσα απ’ τα ελικοειδή δρομάκια και τα γραφικά πετρόκτιστα μονοπάτια της καστροπολιτείας του Μυστρά, των ερειπωμένων δηλαδή υστεροβυζαντινών κάστρων της πρωτεύουσας του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως (1262, Φραγκοκρατία – 1460, κατάκτηση από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή)  είναι αναπόφευκτο για κάθε επισκέπτη.

Για κάθε επισκέπτη-λάτρη της Μεσαιωνικής Ιστορίας  που επιχειρεί απόδραση στα βήματα των Παλαιολόγων με αφορμή τα ”Παλαιολόγεια”, τοπική γιορτή μνήμης των βυζαντινών αυτοκρατόρων στη Μάνη ανήμερα της επετείου της Άλωσης (29 Μαΐου).

Απόδραση στο στολίδι της λακωνικής γης (6 χλμ από τη Σπάρτη, με απλωμένη στα πόδια του την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, περιοχή συνδεδεμένη με την κλασική αρχαιότητα), την οποία αγναντεύουν από ψηλά τα ερείπια των στοών και των θόλων της Φραγκοκρατίας (τεταρτοσφαίρια της κόγχης του Ιερού των ναών), τα παλάτια των Παλαιολόγων, οι μονές και οι εκκλησίες του Μυστρά:

Η Μονή της Παντάνασσας (χορηγός της οποίας ήταν ο Ιωάννης Φραγγόπουλος, ανώτατος αξιωματούχος του δεσποτάτου),  ο Ναός της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Δημητρίου (μητρόπολης του Μυστρά από το 1280, όπου ανήμερα των Θεοφανείων του 1449 έγινε η στέψη του τελευταίου [Έλληνα] αυτοκράτορα της ετοιμοθάνατης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνου ΙΑ’ [Δραγάση*] Παλαιολόγου, μέχρι τότε Δεσπότη του Μυστρά ή Μυζηθρά [βλ. ”Χρονικόν του Μορέως”, ανώνυμου χρονογράφου του 14ου αι]).

Μονές, εκκλησίες και παρεκκλήσια που διαχέουν ολόγυρα τα βυζαντινά, μουσικά ηχοκύματα από τα ”Κύριε Ελέησον” και τα ”Δόξα Σοι” της χριστιανικής μυσταγωγίας. Είναι Άνοιξη,  χαρά Θεού στον Μυστρά! Μα ξαφνικά, ένας παράξενος άνεμος σε μεταφέρει μαγικά στο Φθινόπωρο του 1448…

Κάπου έξω απ’ τα τείχη της καστροπολιτείας, σ’ ένα σύδεντρο πάνω στο δρόμο για το παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, ο Δεσπότης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (έχοντας στο πλάι τον Λημνιώτη αρχιγραμματέα και πρωτοβεστιάριό του Γεώργιο Σφραντζή [”Φραντζή” στην μετεξέλιξή του]) άκουσε από έναν γεροβοσκό της περιοχής την μοιραία προφητεία που τον προειδοποιούσε:

”Δε θα αργήσει η μέρα που θα βάλεις χρυσή κορώνα στο κεφάλι σου, μα δε θα χαρείς πολύ. Αφέντη μου καλέ, ο Θεός σε διάλεξε να γίνεις μάρτυρας του έθνους και έτσι θα μείνεις στην Ιστορία”…

Λίγες μέρες αργότερα, από τον εξώστη του δεσποτικού όπου καθόταν, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είδε να πλησιάζουν δύο καβαλάρηδες του βυζαντινού ιππικού (με ζωγραφισμένες στις παντιέρες τους τον  δικέφαλο αετό), επικεφαλής μικρής αντιπροσωπείας Βυζαντινών συγκλητικών (τίτλος αξιωματούχων αντίστοιχος εκείνων της Πραιτωριανής Φρουράς των Ρωμαίων).

Τους δέχτηκε με έκδηλη ανησυχία πλημμυρισμένος από άσχημα συναισθήματα. Οι διπλωματικοί απεσταλμένοι Αλέξιος Φιλανθρωπινός και Μανουήλ Παλαιολόγος Ιάγαρης (ή Ίαγρος) του μετέφεραν πράγματι δυσάρεστα νέα, που έκρυβαν όμως και μια έκπληξη για τον ίδιο.

Ο αυτοκράτορας αδελφός του Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος (1425-1448 τα έτη βασιλείας του) είχε πεθάνει έχοντας προλάβει να υπογράψει προηγουμένως το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο με σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου, του τελευταίου Μεγάλου Δούκα της αυτοκρατορίας Λουκά Νοταρά και του μετέπειτα χρονογράφου-ιστορικού Γεώργιου Σφρατζή.

Το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο που έχριζε διάδοχό του στο θρόνο τον αδελφό του Κωνσταντίνο ΙΑ’ Δραγάση* Παλαιολόγο στην πιο δύσκολη περίοδο της αποδεκατισμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το φάντασμα της οποίας πλανιόταν απ’ το 1071 στον αέρα.

Πλανιόταν στον αέρα  απ’ την οδυνηρή για τους Βυζαντινούς ήττα του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη στο Ματζικέρτ από τον αρχηγό των Σελτζούκων Τούρκων Αρπ Αρσλάν), με κλιμακούμενη επιδείνωση στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1204-1261) και  των βυζαντινο-οθωμανικών πολέμων (14ος-15ος αι), μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαῒου 1453).

Δυο μήνες μετά (6 Ιανουαρίου 1449) ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος στεφόταν στον Μυστρά (και όχι στην Κωνσταντινούπολη) από τον μητροπολίτη Λακεδαίμονος (και όχι τον ”ενωτικό” Πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, προς αποφυγή αντιδράσεων εκ μέρους των Ανθενωτικών) αυτοκράτορας στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά (και όχι στην Αγία Σοφία), ντυμένος – βάσει του ορθόδοξου και βυζαντινού τυπικού – με το επίσημο ένδυμα και τα εμβλήματα τα οποία του έφερε από την Πόλη η βυζαντινή αντιπροσωπεία:

Ποδήρη χιτώνα σε απαλό πράσινο χρώμα με χρυσά κουμπιά μπρος-πίσω, βαθυπόρφυρο μανδύα (με κεντημένα μοτίβα) που κατέληγε πτυχωτός μέχρι τους αστραγάλους, χρυσοσκάλιστο στέμμα με πολύτιμες πέτρες στα πλαϊνά και μικρό σταυρό στην κορυφή, σμαραγδένια καρφίτσα στη βάση του λαιμού (με το οικόσημο των Παλαιολόγων) απ’ την οποία συγκρατούνταν οι δύο άκρες του μανδύα του, κόκκινα πέδιλα (”καμπάγια”) με κεντημένο δικέφαλο αετό όλο χρυσό, μαργαριτάρια και πετράδια, ένα ολόχρυσο βασιλικό σκήπτρο στο δεξί του χέρι, με μικρό σταυρό στην κατάληξή του, και μικρή σφαίρα στο αριστερό, που την κύκλωναν σταυρωτά δυο ολόχρυσες ταινίες με το σύμβολο της ορθόδοξης πίστης στο σημείο τομής της κορυφής.

Ήταν μια τελετή στέψης αλησμόνητη και φορτισμένη συγκινησιακά για όσους την είχαν ζήσει (μεταξύ αυτών και ο  Γεώργιος Σφραντζής), που σβήστηκε όμως πολύ γρήγορα από την μνήμη του με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, καθώς το ρέμα των τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν τον είχε παρασύρει.

Είχε παρασύρει τον ίδιο και τον λαό στη δίνη ενός ολέθρου ανείπωτου με κατάληξη την αδυσώπητη πολιορκία της Πόλης από τον Μωάμεθ Β’, που κορυφώθηκε στο διάστημα από τις 6 Απριλίου μέχρι την 29η Μαΐου 1453 (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο), ημέρα της Άλωσής της.

Στην πραγματικότητα βέβαια τα σύννεφα της καταστροφής χωρίς επιστροφή είχαν εμφανιστεί στον ορίζοντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  από τις αρχές του 1451, όταν ο λαός της πανηγύριζε τον θάνατο του μισητού Μουράτ Β’ ο οποίος – αφού κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1830, κατέστρεψε το τείχος του Εξαμιλίου και λεηλάτησε την Πελοπόννησο όπου βρισκόταν το Δεσποτάτο του Μυστρά – είχε γίνει το φόβητρο των ανατολικών επαρχιών τους.

Δεν μπορούσαν να φανταστούν, προφανώς, οι Βυζαντινοί πολίτες ότι ο διάδοχος του Μουράτ στο σουλτανικό θρόνο των Οσμανιδών Μωάμεθ Β’ θα ήταν τρισχειρότερος και επικινδυνότερος του αποθανόντος, σε βαθμό που θα άλωνε την αυτοκρατορία τους…

Όμως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν συμμεριζόταν τη χαρά του κόσμου (μετά και τις τελευταίες ειδήσεις που του έφερε ο αρχιναύαρχός του Λουκάς Νοταράς απ’ το ανατολικό μέτωπο  και το στρατόπεδο του εχθρού) διαβλέποντας τον θανάσιμο κίνδυνο που ερχόταν για την αυτοκρατορία.

Γι’ αυτό έστειλε γράμμα στον αρχιγραμματέα και φίλο του Γεώργιο Σφραντζή – που βρισκόταν για μεγάλο διάστημα στον Πόντο ψάχνοντας τρίτη σύζυγο για λογαριασμό του, μετά το θάνατο στην εγκυμοσύνη των δύο προηγούμενων (λατινικής καταγωγής) γυναικών του: Μανταλένας Τόκκο και Αικατερίνης Γατελούζου – ζητώντας του να επιστρέψει γιατί δεν ήταν καιρός για παντρολογήματα…

Ερμηνευτικά

* Το επώνυμο ”Δραγάσης”, που δόθηκε στον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο (γιο του ελληνικής καταγωγής αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου [βασιλεία: 1391-1425]), οφείλεται στη σερβική καταγωγή της μητέρας του Ελένης Δραγάση (βλ. μοναχή Αγία Υπομονή), κόρης του Κονσταντίν Ντράγκας (της δυναστείας του Σέρβου ηγέτη Στέφανου Δουσάν [βασιλεία Stefan Dušan: 1331-1355]).

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Φραντζή-Δούκα: ”Το χρονικό της Αλώσεως”

Κ. Τσοπάνης: ”Κωνσταντίνος Παλαιολόγος” και ”Άλωση 1453”

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Β. Ηλιάδου: ”Καλπάζοντας στον άνεμο”