Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά κάθε φορά που έχεις τύχει να ακούσεις την ατάκα «τα είχαν πει οι αρχαίοι μας πρόγονοι», το πιο πιθανό είναι πως πράγματι τα είχαν πει.
Δεν είναι κάποια αρχαιολατρεία ή κάποιο κόλλημα με μαίανδρους και άλλα τέτοια περίεργα που βλέπουμε στην εποχή μας, αλλά το γεγονός ότι οι πρόγονοι μας είχαν το χρόνο και την αντίληψη να κρίνουν κάποια πράγματα πολύ πριν αυτά γίνουν ο κανόνας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ήταν η δική τους κοινωνία τέλεια; Σίγουρα όχι, αλλά το γεγονός ότι κατάφερε να λειτουργήσει και έδωσε το χώρο σε κάποιες τέχνες να κρίνουν την κοινωνία αυτή, ήταν μια απόδειξη του μεγάλου πειράματος της δημοκρατίας.
Μέσα στις τέχνες και τους λόγους και την φιλοσοφία, αλλά και στους πολέμους, στη διαφθορά και στα πολιτικά παιχνίδια, η κωμωδία είχε τους δικούς της κανόνες – ακόμη και αν φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι η είσοδος απαγορευόταν στις γυναίκες.
Ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος ήταν σίγουρα οι πιο γνωστοί της εποχής, αλλά αρκετά ενδιαφέροντα για όποιον θέλει να ψάξει, είναι και τα έργα της μέσης κωμωδίας που έγραφε ο Επιγένης, ο Κρατίνος με τις αττικές κωμωδίες του (το urban της εποχής θα λέγαμε σήμερα), αλλά και ο Μενεκράτης και ο Ποσείδιππος.
Ο Αριστοφάνης είναι πιο γνωστός λόγω του πλήθους των κωμωδιών που έγραψε, αν και έχουμε 11 μόλις από αυτές που είναι ολοκληρωμένες και τις βλέπουμε σε πάμπολλες διαφορετικές εκτελέσεις τα καλοκαίρια στα αρχαία μας θέατρα.
Και αν παρατηρήσεις πιο προσεκτικά, όλα όσα αναφέρει δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε και σήμερα, με την επικαιρότητα να είναι τόσο κοντά αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαν τα έργα να είναι σύγχρονα.
Όμως τι ήταν η κωμωδία για τους αρχαίους Αθηναίους; Αυτό είναι ίσως το πιο βασικό που χρειάζεται να δει κάποιος πριν περάσει στα έργα και την αποκωδικοποίησή τους. Η κωμωδία για τον μέσο πολίτη που ψήφιζε στη Πνύκα, ήταν μια μορφή εκδήλωσης της δημοκρατίας. Ήταν όλα εκείνα που συχνά ήθελε να πει ο μέσος πολίτης σε μία συνέλευση αλλά δεν τον άφηναν οι συμπάθειες, τα συμφέροντα, το πουγκί με τις μνες που του έβαζε κάποιος στην τσέπη ή απλά η βαρεμάρα του να ασχοληθεί – είπαμε, η κοινωνία τους δεν ήταν τέλεια.
Όμως οι Αθηναίοι αναγνώριζαν αυτό που λέμε εθνικό φρόνημα και όχι με την διαστρεβλωμένη εντύπωση που του δίνουμε σήμερα. Κάθε δίδαγμα από τις κωμωδίες, τις παραστάσεις, την υποκριτική των ηθοποιών, ήταν για εκείνους μία υπενθύμιση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και ποιους είχαν εκλέξει να τους καθοδηγούν.
Η κωμωδία έκανε περισσότερο επίκληση στην αυθεντία σε σχέση με τραγωδίες τύπου «Πέρσες», όπου ο Αισχύλος στόχευε στο συναίσθημα των Αθηναίων. Γι’ αυτό γέμιζαν τα θέατρα στα φεστιβάλ και γι’ αυτό ο Αριστοφάνης είχε τον κόσμο του, παρότι ήταν δηλωμένος ολιγαρχικός και για κάποιους αποτελούσε το κόκκινο πανί.
Είναι όμως, πραγματικά, απολαυστικό το να βλέπει κανείς τις ομοιότητες των θεμάτων που έθιξε ο Αριστοφάνης και να καταλήγει στον συλλογισμό ότι, ακόμη και αν υπήρξε προβληματισμός στους Αθηναίους, δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Στις Σφήκες παρουσίαζε κωμικά ένα ολόκληρο δικαστικό σύστημα, με την ίδια στιγμή όμως να παρουσιάζει την Πολιτεία υπεύθυνη για το πως ο κόσμος είχε κυριευθεί από μία ανεξέλεγκτη δικομανία.
Στις Όρνιθες, η ιδανική πολιτεία όχι μόνο δεν ήταν επίγεια, αλλά οι θεοί δεν έπρεπε καν να παίρνουν προσφορά από τους πολίτες που θα αποφάσιζαν να ζήσουν με τα πουλιά. Στην Ειρήνη, σε μία εμπόλεμη κατάσταση όπου Σπάρτη και Αθήνα προσπαθούσαν να βρουν λύσεις, με τον στρατηγό Νικία να παρουσιάζεται ως η ελπίδα του τόπου.
Ο ίδιος ωστόσο μαζί με τον Δημοσθένη και τον Κλέωνα, ήταν τα κεντρικά πρόσωπα της σάτιρας του Αριστοφάνης, με τον τελευταίο να είναι ο βασικός ανταγωνιστής στους Ιππής, χρησμένος δημαγωγός και την ολιγαρχία να διαλέγει για αρχηγό της έναν έμπορο σαλαμιών – που τελικά αποδεικνύεται καλύτερος από τον Κλέωνα.
Ακολουθούν φυσικά η Λυσιστράτη και τα δικαιώματα των γυναικών της Αθήνας (σήμερα μάλλον θα τον έκαιγαν τον Αριστοφάνη), οι Νεφέλες που ο Αριστοφάνης δεν δίστασε να πιάσει στα γραπτά του ακόμη και τους φιλοσόφους που θεωρούσε ότι έχουν κουράσει με την φλυαρία και τους προβληματισμούς τους και τους καθιστούσε ανίκανους στο να δώσουν λύσεις παρά μόνο να ασκήσουν κριτική, ενώ ο Πλούτος ήταν ξεκάθαρα ένα χτύπημα στην εξαθλίωση και στη φτώχεια που γνώριζε η Αθήνα εκείνη την περίοδο. Μοναδική ελπίδα του Αριστοφάνη για την Αθήνα της εποχής, οι γυναίκες και ο προγραμματισμός τους που σίγουρα ήταν καλύτερος από τις αρχές εκείνης της περιόδου, αν και τις παρουσιάζει με έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στις Εκκλησιάζουσες.
Δεν νομίζω σε καμία περίπτωση πως ο Αριστοφάνης επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών όπου οι ιερείς του υπέδειξαν τι να γράψει για να μείνει στην αιωνιότητα. Ο Νίκος Τσιφόρος ακολούθησε μία παρόμοια συνταγή στην πεζογραφία και το ίδιο έκανε και ο Δημήτρης Ψαθάς. Οι αστικές τους ιστορίες ήταν ένα χρονικό της συμπεριφοράς μας και της αντίληψής μας και ο Αριστοφάνης δεν έκανε τίποτε διαφορετικό. Αυτοί ήμασταν και αυτοί είμαστε.
Και μπορεί να υπάρχουν διάφοροι και να λένε «μα πόσες φορές πρέπει να δούμε αυτές τις αρχαίες κωμωδίες;» αλλά η αλήθεια είναι ότι λιγοστοί από εμάς έχουμε εμπεδώσει το μήνυμά τους και τις προειδοποιήσεις τους. Ο Αριστοφάνης, για την εποχή του, ήταν πράγματί ένας ανατρεπτικός συγγραφέας, σε μία μάλιστα εποχή που η Αθήνα ήταν βουτηγμένη στη διαφορά.
Και όμως δεν δίστασε να τα βάλει με τον Κλέωνα και με τους άλλους δήθεν φωστήρες και σωτήρες της Δημοκρατίας. Αλλά αυτή δεν είναι η σάτιρα; Αν όχι, τότε έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι.
Μέχρι τότε υπάρχουν δεκάδες ευκαιρίες για λίγο παραπάνω Πλούτο και Λυσιστράτη, για Βατράχους και Ειρήνη, για Ιππής και Σφήκες. Μπας και σταματήσουμε να χασμουριόμαστε στη δική μας Πνύκα και λάβουμε στα σοβαρά την ορθή σοβαρότητα των πραγμάτων που ζούμε.