Ο Τσάμπερλεν σπούδασε μεταλλουργία στο Mason Science College. Από το 1890 μέχρι το 1897 ασχολήθηκε χωρίς επιτυχία με την καλλιέργεια αγαύης στις Μπαχάμες, ενώ από το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση διάφορων εργοστασίων στο Μπέρμιγχαμ.
Το 1911 ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τα κοινά και την πολιτική, ενώ εκλέχτηκε δήμαρχος του Μπέρμιγχαμ το 1915 και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1918.
Στη συνέχεια, εκλέχτηκε στην Κάτω Βουλή ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος και εγκατέλειψε την τοπική πολιτική. Από το 1922 διετέλεσε υπουργός, μέχρι που, το 1937, έγινε πρωθυπουργός αφού διαδέχτηκε τον Στάνλεϊ Μπάλντουιν.
Με την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων ο Τσάμπερλεν είχε να αντιμετωπίσει τη γερμανική επεκτατικότητα αφού έναν χρόνο πριν -τον Μάρτιο του 1936- οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν εισέλθει στην περιοχή της Ρηνανίας, παραβιάζοντας κατάφωρα τη διάταξη της Συνθήκης των Βερσαλλιών που απαγόρευε την παρουσία γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά του Ρήνου και τη γερμανική περιοχή ως τα γαλλικά σύνορα.
Για τον Τσάμπερλεν, βέβαια, το ζητούμενο ήταν μια σταθερή ειρήνη στην Ευρώπη. «Ο πόλεμος δεν κερδίζει τίποτε, δεν θεραπεύει τίποτε, δεν τελειώνει τίποτε… Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, μόνο χαμένοι», έλεγε.
Δυο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1938, ο Χίτλερ «προσαρτά» την Αυστρία στη Γερμανία εν ονόματι της «αρχής για την ένωση όλης της γερμανικής φυλής», μια «αρχή» την οποία έχει διακηρύξει από το 1926 στο βιβλίο του «Ο Αγών μου».
Ήταν ένα σαφές μήνυμα προς τις Τσεχοσλοβακία και Πολωνία, τις δύο γειτονικές χώρες με γερμανικές μειονότητες.
Η Πράγα το αντιλήφθηκε αμέσως -όπως και η Μόσχα- όπου ο υπουργός Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ επέστησε την προσοχή του Τσέχου πρεσβευτή, ενώ ο Σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι πήρε εντολή να βολιδοσκοπήσει την κυβέρνηση Τσάμπερλεν για μια «από κοινού επίδειξη εμμονής στην ειρήνη».
Η αγγλική κυβέρνηση δεν έδειξε προσοχή, αλλά αντιθέτως προσέφυγε στην πλευρά του Μουσολίνι για να εξακριβώσει αν ο Χίτλερ ενδιαφερόταν «να λυθούν όλα τα θέματα με εκατέρωθεν συμβιβασμούς».
Μετά την κατάληψη της Αυστρίας (Μάρτιος 1938), η ναζιστική Γερμανία ετοιμάζεται πυρετωδώς για τις επόμενες επεκτατικές κινήσεις της. Πρόκειται για τη Σουδητία -περιοχή της Τσεχοσλοβακίας-, στην οποία ζούσαν περίπου 3 εκατομμύρια γερμανικής καταγωγής πολίτες, «κατάλοιπα» της πάλαι ποτέ αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.
Ο Χίτλερ παρουσιαζόταν ως προστάτης της «καταπιεζόμενης μειονότητας», η οποία εμφανιζόταν να διεκδικεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Οι προετοιμασίες για την εκτέλεση της στρατιωτικής επέμβασης άρχισαν τον Απρίλιο του 1938. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Σουδήτες ζητούσαν επίμονα την επέμβαση του Βερολίνου για να τους «προστατεύσει».
Στα τέλη Μαΐου το σχέδιο («Πράσινη Περίπτωση») για την «εξαφάνιση» της Τσεχοσλοβακίας από τον χάρτη ήταν έτοιμο για εφαρμογή, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Έτσι, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τη Συμφωνία του Μονάχου. Οι γερμανικές δυνάμεις εκβιάζουν με εισβολή και πόλεμο στη Τσεχοσλοβακία. Λονδίνο και Παρίσι, αποκλείοντας την ΕΣΣΔ αλλά και την ίδια την Τσεχοσλοβακία, αποφασίζουν να διαπραγματευτούν την παράδοση της Σουδητίας.
Με αυτό τον τρόπο υποτίθεται πως θα κατεύναζαν, τη χιτλερική Γερμανία και θα «έσωζαν την ειρήνη».
Μάλιστα, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας, βίαιες συγκρούσεις ξέσπασαν στην ευρύτερη περιοχή της Σουδητίας.
Είχε προηγηθεί η δήλωση του Χίτλερ πως «οι Γερμανοί στην Τσεχοσλοβακία δεν θα μείνουν ανυπεράσπιστοι», ενώ την επομένη ξέσπασε ένοπλη εξέγερση στη Σουδητία. Οι Τσέχοι την κατέστειλαν εύκολα. Όμως, φαινόταν αναπόφευκτο ότι ο γερμανικός Στρατός θα εισέβαλε σύντομα.
Καθώς η Γαλλία και η ΕΣΣΔ είχαν συνάψει συμμαχία με την Τσεχοσλοβακία, μια γενικευμένη ευρωπαϊκή σύρραξη έμοιαζε απελπιστικά κοντά. Η γαλλική κυβέρνηση είπε στον Τσάμπερλεν ότι μια γερμανική εισβολή πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος και ο Βρετανός πρωθυπουργός απάντησε λέγοντας: «Πρέπει να βρεθεί μια δίκαιη και ειρηνική λύση».
Γι’ αυτόν το λόγο, στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Τσάμπερλεν μετέβη αεροπορικώς στο Μόναχο και συζήτησε με τον Χίτλερ επί τρεις ώρες, ο οποίος εμφανίστηκε ιδιαίτερα απαιτητικός. Η Σουδητία έπρεπε να παραδοθεί στη Γερμανία έως την 1η Οκτωβρίου, αλλιώς ο γερμανικός Στρατός θα προήλαυνε.
Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ, με δημόσια ομιλία του στο αθλητικό μέγαρο του Βερολίνου, εκβιάζει με πρωτοφανή ως τότε τρόπο, απειλώντας με εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και πόλεμο: «Είναι η τελευταία εδαφική διεκδίκηση που έχω στην Ευρώπη.
Η υπομονή μου τελείωσε πια. Έκανα μια προσφορά στον κ. Μπένες (πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας)… Η απόφαση τώρα βρίσκεται στα χέρια του. Ειρήνη ή πόλεμος! Είτε θα δεχτεί αυτή την προσφορά και θα δώσει επιτέλους την ελευθερία τους στους Γερμανούς ή θα την πάρουμε μόνοι μας…».
Στις 27-28 Σεπτεμβρίου του 1938 ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν απευθύνεται, μέσω του BBC, στον αγγλικό λαό προκειμένου να τον πείσει για την ορθότητα της πολιτικής του κατευνασμού: «Τι τρομερό, εξωπραγματικό, απίστευτο είναι ότι θα πρέπει εδώ να σκάψουμε χαρακώματα και να φορέσουμε αντιασφυξιογόνες μάσκες, για μια διένεξη σε μακρινή χώρα ανάμεσα σε λαούς που δεν γνωρίζουμε…».
Λίγο αργότερα, ανακοινώνει στη Βουλή των Κοινοτήτων την επικείμενη συνάντηση στο Μόναχο. Και τότε συμβαίνει κάτι απίστευτο: επευφημείται από τα περισσότερα μέλη της Βουλής ως ηρωικός πρωθυπουργός, σαν να πέτυχε μεγάλη νίκη!
Η Συμφωνία του Μονάχου
Η Συμφωνία του Μονάχου, η οποία ήταν το ορόσημο της πολιτικής κατευνασμού του Τσάμπερλεν, αποτέλεσε ταυτόχρονα, και την πιο διάσημη συμφωνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1938 μεταξύ Αγγλίας-Γαλλίας και Γερμανίας-Ιταλίας, με την οποία παραδόθηκε η Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ και άναψε στο Βερολίνο το «πράσινο φως» για τον πόλεμο.
Για τη διάσκεψη, που σηματοδότησε τις διεθνείς εξελίξεις και επισφράγισε την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν ειπωθεί αμέτρητες απόψεις. Όμως, η ίδια η πραγματικότητα αποτυπώνει την ατμόσφαιρα εκείνης της ιστορικής ημέρας, όπως αναφέρεται σ’ ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ: «Στη βαυαρική πόλη του μπαρόκ, όπου στα καφενεία των σκοτεινών πίσω δρόμων της ξεκινούσε την πολιτική του σταδιοδρομία και στους δρόμους της έπαθε το φιάσκο του κινήματος της Μπιραρίας, ο Χίτλερ υποδέχτηκε ως κατακτητής τους αρχηγούς των κυβερνήσεων…».
Στη διάσκεψη συμμετείχαν ο Χίτλερ, ο Τσάμπερλεν, ο Μουσολίνι και ο Γάλλος πρωθυπουργός Εντουαρντ Νταλαντιέ. Αποφασίστηκε ότι η Τσεχοσλοβακία υποχρεωνόταν να παραχωρήσει το βόρειο τμήμα της, όπου κατοικούσαν περίπου 3 εκατομμύρια γερμανόφωνοι -οι Σουδήτες- με τον Αδόλφο Χίτλερ περιχαρή να δηλώνει αμέσως μετά το τέλος της συνάντησης ότι: «Ένα όνειρο και μια υπόσχεσή μου εκπληρώθηκαν τώρα». Την ίδια μέρα οι πρεσβευτές Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας κοινοποίησαν τη συμφωνία στον υπουργό Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας.
Το κοινό ανακοινωθέν Τσάμπερλεν -Χίτλερ, που είδε το φως στις 30 Σεπτεμβρίου, ανέφερε: «Θεωρούμε τη συμφωνία που υπεγράφη χθες το βράδυ… συμβολική της επιθυμίας των δύο λαών μας να μην πολεμήσουν ποτέ ξανά!». Το ανακοινωθέν αυτό αποτυπώνει την άκρατη αισιοδοξία του Τσάμπερλεν πως η πολιτική που ακολουθούσε ήταν η ενδεδειγμένη και θα απέτρεπε την όποια πολεμική σύρραξη.
Ο Τσάμπερλεν, επιστρέφοντας μάλιστα στο Λονδίνο, ονόμασε τη συμφωνία «ντοκουμέντο ειρήνης», ερμηνεύοντάς τη ως το τέλος της επεκτατικής πολιτικής του Χίτλερ και βεβαίωσε ότι «ήταν η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου», στρέφοντας το βλέμμα του μακριά από τα «μαύρα σύννεφα» του πολέμου.
Η άποψη του Ουίνστον Τσόρτσιλ
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιγράφει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του την επιστροφή του Τσάμπερλεν από το Μόναχο: «Οταν προσγειώθηκε στο αγγλικό έδαφος, έβγαλε και έδειξε την κοινή δήλωση που είχε υπογράψει με τον Χίτλερ και τη διάβασε στις προσωπικότητες και το πλήθος.
Ενώ εγκατέλειπε το αεροδρόμιο και το αυτοκίνητό του, άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που τον επευφημούσε, είπε στον Χάλιφαξ (υπ. Εξωτερικών) δίπλα του: «Σε τρεις μήνες δεν θα έχει μείνει τίποτα από αυτό!».
Από τα παράθυρα, όμως, του κτηρίου της Ντάουνινιγκ Στριτ έδειξε ακόμη μια φορά τη δήλωση και είπε: «Είναι η δεύτερη φορά στην ιστορία μας (σ.σ.: η πρώτη ήταν το 1878 με το Συνέδριο του Βερολίνου) που από τη Γερμανία ήρθε η έντιμος ειρήνη. Πιστεύω ότι θα διαρκέσει σε όλη μας τη ζωή…».
Η αποτυχία της πολιτικής Τσάμπερλεν
Ένα χρόνο μετά τη συμφωνία του Μονάχου, ο Χίτλερ κατέλαβε και το υπόλοιπο τμήμα της Τσεχοσλοβακίας, ενώ λίγες μέρες αργότερα με την κατάληψη του λιμένα Μέμελ της Λιθουανίας και την καταγγελία εκ μέρους της Γερμανίας της αγγλογερμανικής συμφωνίας του 1935 για περιορισμό του Ναυτικού της στο ένα τρίτο της δύναμης του αγγλικού στόλου, αποκαλύφθηκε η «πραγματική αξία» της υπογραφής του Χίτλερ.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, καταγγέλλει και τη Συνθήκη μη Επιθέσεως που είχε υπογράψει με την Πολωνία το 1934 και ζητεί την «επιστροφή» στη Γερμανία της «Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ» και δικαιώματα ελεύθερης διέλευσης προς την Ανατολική Πρωσία, απαιτήσεις οι οποίες ήταν εκ των ουκ άνευ δεδομένο πως η Βαρσοβία θα απέρριπτε χωρίς συζήτηση.
Σε αυτές τις κινήσεις του Γερμανού δικτάτορα, Αγγλία και η Γαλλία απάντησαν με διπλωματικό τρόπο, ενώ στον ορίζοντα κάνει τώρα την εμφάνισή της και η Σοβιετική Ένωση. Ο Τσάμπερλεν προσφέρει τον Απρίλιο εγγυήσεις σε Πολωνία, Ελλάδα, Τουρκία και Ρουμανία για το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης, αλλά οι εγγυήσεις δεν έχουν κάτι το συγκεκριμένο από στρατιωτικής πλευράς, σε σημείο ώστε ο ίδιος ο υπουργός του, ο Τσόρτσιλ, να απορεί για την αξία τους και, όπως αποκαλύπτει ο Σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι, οι εγγυήσεις «ιδιαίτερα προς την Πολωνία θα ήταν δύσκολο να έχουν κάποια σημασία. Οι ναζιστές δεν είναι τυφλοί, ούτε στρατιωτικώς αδαείς».
Η πρωτοβουλία του Τσάμπερλεν συνοδεύτηκε ωστόσο και με ένα «άνοιγμα» προς τη Μόσχα. Ενδεικτικό είναι το σύγγραμμα του καθηγητή Ντόναλντ Κάμερον Μπράουν «Ηow War came», το οποίο επισημαίνει ότι το «άνοιγμα» έγινε «μάλλον για να κατευνάσει τις σφοδρές επιθέσεις από τους κόλπους των Συντηρητικών (…) παρά από ενδιαφέρον στρατιωτικής συνεργασίας με τον Στάλιν».
Ήταν πάντως μια ενέργεια σε απάντηση της Μόσχας η οποία είχε υποβάλει πολύ νωρίτερα πρόταση στην Αγγλία για μια «από κοινού εγγύηση στρατιωτικής βοήθειας» στην Πολωνία. Ο Τσάμπερλεν όμως δεν μπορούσε να τη δεχθεί επειδή η Βαρσοβία αρνιόταν κατηγορηματικά οποιαδήποτε στρατιωτική συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση, μιας και η Πολωνία μαζί με τη Φινλανδία αποτελούσαν για τη Μόσχα «ζωτικό χώρο».
Αλλά η σοβιετική πίεση στην Αγγλία ήταν συνεχής και για πρώτη φορά οι Εργατικοί εγκατέλειψαν την αντικομμουνιστική φλυαρία τους και ζήτησαν «να ερευνηθούν οι προθέσεις και οι δυνατότητες» της Σοβιετικής Ένωσης.
Τον Αύγουστο, ύστερα από ένα καλοκαίρι διπλωματικής δραστηριότητας μεταξύ Μόσχας, Λονδίνου και Παρισιού, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούζβελτ να εκφράζει δημόσια «απογοήτευση» για τις «περιορισμένες δυνατότητες της δημοκρατίας» να αντισταθεί στον ολοκληρωτισμό και με παροτρύνσεις του στον πάπα Πίο ΙΑ΄,́αλλά και στον Μουσολίνι, να βοηθήσουν ώστε να αποφευχθεί ένας «αδικαιολόγητος πόλεμος», στη Μόσχα διεξάγονται στρατιωτικές συνομιλίες μεταξύ Σοβιετικών, Άγγλων και Γάλλων οι οποίες καταλήγουν σε αδιέξοδο επειδή η Πολωνία αρνείται να επιτρέψει την είσοδο σοβιετικών δυνάμεων στη χώρα σε περίπτωση χιτλερικής εισβολής.
Το Παρίσι και, λιγότερο, το Λονδίνο δεν δείχνουν διάθεση να παρέμβουν, γιατί, όπως εξηγεί ο Σίντνεϊ Άστερ, κατά βάθος ο Τσάμπερλεν «εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο Χίτλερ θα δίσταζε να κάνει έναν πόλεμο χάριν μιας αμφιβόλου γερμανικότητος πόλης» (του Ντάντσιχ).
Όμως, τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου του 1939, ο Τσάμπερλεν διαψεύστηκε μια διά παντός, αφού η χιτλερική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία. Σύμφωνα με τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν στην έκθεση που εγκαινιάστηκε στο Λονδίνο, αφιερωμένη στα 70 χρόνια από την έναρξη του πολέμου, οι συνεργάτες του BBC που μετέδιδαν τη δήλωση του Άγγλου πρωθυπουργού σχετικά με την κήρυξη του πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας, μετά την επίθεσή της εναντίον της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, λένε ότι ο Νέβιλ Τσάμπερλεν φαινόταν «ψυχολογικά σπασμένος, ρημαγμένος και γέρος».
Οι Βρετανοί ιστορικοί γράφουν ότι ο Τσάμπερλεν έγινε θύμα των δικών του αυταπατών και αφέλειας», υπογράφοντας το 1938 με τον Χίτλερ τη Συμφωνία του Μονάχου. Οι Ρώσοι συνάδελφοί τους υποθέτουν ότι ο πολιτικός, που αρνήθηκε την ίδρυση του αντιχιτλερικού συνασπισμού με την ΕΣΣΔ, υπολόγιζε να στρέψει τη χιτλερική επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όμως δεν υπολόγισε τις απεριόριστες ορέξεις των ναζιστών. Δύο ημέρες αργότερα και αφού ο Χίτλερ απέρριψε κοινή ανακοίνωση της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι δύο χώρες κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Αυτό ήταν και το τέλος της πολιτικής κατευνασμού του Τσάμπερλεν και η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την εισβολή της Γερμανίας στη Νορβηγία και την αποτυχία των βρετανικών στρατευμάτων να αντιμετωπίσουν τα γερμανικά, δέχτηκε πολλές επικρίσεις ακόμα και από βουλευτές του κόμματός του, που ζήτησαν την παραίτησή του. Όταν πλέον η Γερμανία εισέβαλε και στη Γαλλία, ο Τσάμπερλεν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση το 1940.
Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά ο Τσάμπερλεν παρέμεινε μέλος της κυβέρνησης και αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος μέχρι τις 3 Οκτωβρίου, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Πέθανε ακριβώς έξι μήνες μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, από κακοήθεια.
Η «πολιτική κατευνασμού» μετά τον Τσάμπερλεν
Η πολιτική του Τσάμπερλεν ακόμη και σήμερα θεωρείται από πολλούς ιστορικούς υπεύθυνη για την όλο και αυξανόμενη επεκτατικότητα της ναζιστικής Γερμανίας. Μάλιστα, ο Άγγλος πρωθυπουργός επικρίθηκε σκληρά γιατί με την υποτονική του στάση απλώς άνοιξε την όρεξη του αδηφάγου Χίτλερ, ο οποίος συνέχισε την επιθετική του συμπεριφορά προς όλες τις κατευθύνσεις.
Το δίδαγμα της Ιστορίας για τους δυτικούς ηγέτες ήταν να μην κατευνάζουν στο μέλλον ισχυρούς επιθετικούς ηγέτες, ιδίως στα πρώτα διερευνητικά τους βήματα, διότι αυτοί με βεβαιότητα θα προχωρούσαν σε επιθέσεις εναντίον ανίσχυρων χωρών που θα έπεφταν η μία μετά την άλλη όπως σ’ ένα παιχνίδι του ντόμινο.
Έτσι γεννήθηκε η «θεωρία του ντόμινο», η οποία καθόρισε τις δυτικές πολιτικές απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η λέξη «κατευνασμός» μάς στοιχειώνει μέχρι και σήμερα, σημειώνει στους «Times » του Λονδίνου ο ιστορικός Κορέλι Μπαρνέτ. Προκαλεί σύγχυση στους πολιτικούς ηγέτες μας, που πιστεύουν πως αν δεν υψώσουν το ανάστημά τους σε οποιaδήποτε απειλή στον κόσμο, μπορεί να κατηγορηθούν για «κατευνασμό».
Αυτό ήταν το επιχείρημα που προωθήθηκε το 1994 για να δικαιολογηθεί η επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. «Όχι στον κατευνασμό του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς!» ήταν η κοινά υιοθετημένη γραμμή. Ο Τόνι Μπλερ έκανε το ίδιο το 1999, για να δικαιολογήσει την επίθεση του ΝΑΤΟ στη Σερβία υπέρ της υπόθεσης των Αλβανών του Κοσόβου.
Αξίζει να σημειωθεί πως πρόσφατα δόθηκαν στη δημοσιότητα -μετά από 70 περίπου χρόνια- τα απόρρητα αρχεία της Ρωσίας που αφορούν την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου το 1938, αντικατοπτρίζοντας τις πολιτικές διεργασίες που ακολουθήθηκαν πριν και μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, και οδήγησαν στοn «θάνατο» της Τσεχοσλοβακίας ως ανεξάρτητο κράτος.
Μεταξύ των εγγράφων, περιλαμβάνονται επιστολές των πρέσβεων της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Πράγα, οι οποίες απευθύνονταν στον τότε πρωθυπουργό της Τσεχοσλοβακίας και προσπαθούσαν να τον πείσουν να δεχτεί την προσάρτηση της Σουδητίας στη Γερμανία για «τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη».
Υπάρχουν επίσης και επιστολές που αντάλλαξαν οι Ευρωπαίοι πρεσβευτές με τις κυβερνήσεις των χωρών τους. «Είναι προφανές ότι η πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ δεν λειτούργησε και το μόνο που έκανε ήταν να ενισχύσει την επιθετικότητά του», σχολίασε ο στρατηγός Λεβ Σοτσκόβ, πρώην στέλεχος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.
Ο Σοτσκόβ κάλεσε όλο τον κόσμο να «πάρει ένα μάθημα» από εκείνη την εποχή και τη συμφωνία που οδήγησε τελικά στον πόλεμο. «Δεν πρέπει ποτέ να ενθαρρύνουμε τον επιτιθέμενο, είτε είναι μεγάλος είτε μικρός», πρόσθεσε, αναφερόμενος προφανώς στον Πρόεδρο της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, ο οποίος εισέβαλε στη Νότια Οσετία στις αρχές Αυγούστου του 2008.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση των γεγονότων, στην άσκηση της πολιτικής στη δεκαετία του 1930, που πρέπει να εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο των ρεαλιστικών επιλογών που είχε την περίοδο εκείνη η βρετανική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Ίαν Κέρσο, συγγραφέα μιας δίτομης βιογραφίας του Χίτλερ («Ηitler», εκδ. Αllen Lane) και καθηγητή Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, ο Χίτλερ ήθελε να κάνει πόλεμο για να καταστρέψει τελείως την Τσεχοσλοβακία και όχι να επιτύχει μια διευθέτηση με διαπραγματεύσεις. Αλλά όταν η Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν στο Μόναχο να του δώσουν χωρίς πόλεμο αυτό που έλεγε ότι ήθελε, δεν είχε πρόσχημα για να πολεμήσει.
Η προσπάθεια του Τσάμπερλεν για κατευνασμό ήταν η λογική συνέπεια χρόνων παθητικής αναμονής, δισταγμών και ελπίδας για το καλύτερο στη βρετανική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να μην επαναληφθεί ένας δεύτερος «μεγάλος πόλεμος» όπως αυτός του 1914-1918.
Είναι πιθανόν η συνθηκολόγηση του Τσάμπερλεν στο Μόναχο να αποδείχθηκε τελικά ευεργετική για τη Βρετανία -εις βάρος των Τσέχων και με αντίτιμο τον εθνικό εξευτελισμό-, καθώς στο διάστημα που μεσολάβησε ενίσχυσε τις δυνάμεις της και ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Η γνώση λοιπόν της Ιστορίας και της μοναδικότητάς της, σε κάθε περίπτωση, μας διδάσκει πως οι ηγέτες πρέπει να αντιμετωπίζουν την εκάστοτε πολιτική πραγματικότητα, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος. Ο ίδιος ο Τσάμπερλεν δεν μπόρεσε να δει τα παρ’ ολίγον ολέθρια αποτελέσματα της πολιτικής του, αφού πέθανε πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επικράτηση της χώρας του εναντίον των Γερμανών.