Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι που ένιωσαν δικαιωμένοι από τις εξελίξεις. Ήταν οι φανατικοί αντικομμουνιστικοί κύκλοι στις ΗΠΑ (γνωστοί και ως «κυνηγοί ερυθρών κεφαλών»), οι οποίοι από καιρό ισχυρίζονταν ότι η Μόσχα διέθετε ατομικά όπλα, τα οποία κρατούσε μυστικά.
Μπροστά στον τρόμο που προκάλεσαν στους Δυτικοευρωπαίους και στους Βορειοαμερικανούς τα νέα από τη Μόσχα, κάποιοι στο δυτικό ημισφαίριο έβρισκαν μια μοναδική ευκαιρία να απαλλαγούν οριστικά από τον «κόκκινο εφιάλτη» μέσα στο ίδιο το «σπίτι» τους…
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές υπολόγιζαν με δέος το κόστος της νίκης. Παρά τις διαφορές τους, όλοι συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: ότι δεν επρόκειτο απλά για τον πιο πολύνεκρο πόλεμο στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά και για τον πιο παράλογο…
Πεποίθηση, λοιπόν, όλων ήταν ότι τα πρόσφατα τραύματα έπρεπε να επουλωθούν μέσω της οικοδόμησης μιας διεθνούς κοινότητας που θα επέλυε στο εξής κάθε διακρατικό πρόβλημα υπό συνθήκες αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Υπήρχε η βούληση για μια καινούργια αρχή και η ελπίδα να φανεί κάποιο φως μέσα από τα συντρίμμια.
Οι παραπάνω καλές διαθέσεις δεν διήρκεσαν για πολύ. Τη φοβερή σύγκρουση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαδέχθηκε μια άλλη, πρωτόγνωρη αντιπαράθεση, που προέκυψε ύστερα από τον σχηματισμό δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών παγκοσμίου βεληνεκούς.
Η καχυποψία επανήλθε στο διεθνές προσκήνιο, όπως και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πλευρών (φανερός, αλλά και μυστικός), εφόσον κανένας από τους αντιπάλους δεν φαινόταν να έχει τη διάθεση να υποχωρήσει.
Οι άνθρωποι άρχισαν και πάλι να ανησυχούν, χάνοντας κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο…
Στο δυτικό ημισφαίριο, όπου και επικράτησε η φιλελεύθερη δημοκρατία υπό την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, έβλεπαν απέναντί τους να υψώνεται αργά αλλά σταθερά μια ανελεύθερη υπερδύναμη, εμπνεόμενη από τις θεωρίες των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού, η οποία έδειχνε να διογκώνεται, επεκτείνοντας τη δύναμή της.
Ηγέτης της τελευταίας ήταν ο σκληρός Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Στάλιν (= ο Ατσαλένιος), που ορκιζόταν να καταστρέψει τον Δυτικό κόσμο και τις αξίες του εξαπλώνοντας παντού στη Γη το σφυροδρέπανο.
Ο εξ ανατολών αυτός κίνδυνος, στον οποίο κυριαρχούσε η μητρόπολη του κομμουνισμού, η Σοβιετική Ένωση, φάνταζε στα μάτια των συντηρητικών της Δύσης σαν ένα αιμοβόρο θηρίο, που «κατάπινε» το ένα μετά το άλλο τα κράτη της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης σκλαβώνοντας τους λαούς τους.
Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι το «θηρίο» είχε την τάση να κινηθεί προς δύο κατευθύνσεις: τόσο προς τον Ατλαντικό, όσο και προς τον Ειρηνικό.
Αρχικά η κατάσταση έδειχνε να οδηγεί σε πόλεμο μεταξύ των δύο διαμορφωμένων παγκοσμίων «μπλοκ».
Η Σοβιετική Ένωση, σε συμμαχία με την ερυθρά Κίνα του Μάο, προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο της Άπω Ανατολής, με ενέργειες που οι Δυτικοί εκτιμούσαν ως επιθετικές.
Η εισβολή της κομμουνιστικής Βόρειας Κορέας στη φιλοδυτική Νότια και η κατάληψη αυτής είχαν δημιουργήσει τις συνθήκες για την έκρηξη του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Άλλωστε ο Βρετανός ηγέτης, Ουίνστον Τσώρτσιλ, είχε ήδη προειδοποιήσει για τον νέο κίνδυνο, μιλώντας για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» που χώριζε πια στα δύο τους λαούς της Ευρασίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες; χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, ευρισκόμενες στο γεωπολιτικό «διάκενο» μεταξύ των δύο συνασπισμών, απέκτησαν επιπρόσθετη γεωστρατηγική αξία για τη Δύση και τις ΗΠΑ, που έσπευσαν αμέσως να τις εντάξουν ως πλήρη μέλη στο ΝΑΤΟ. Ειδικά η Ελλάδα, γνώριζε από πρώτο χέρι τι σήμαινε μια παρόμοια σύγκρουση, αφού είχε μόλις εξέλθει από έναν εμφύλιο πόλεμο.
Με λίγα λόγια, ο πλανήτης περνούσε από μια εξαιρετικά επικίνδυνη φάση, η οποία ήταν άγνωστο πού θα κατέληγε.
Κεντρικό ρόλο στην αντιπαράθεση διαδραμάτιζε μια «καυτή» λεπτομέρεια, που όλοι αναγνώριζαν ότι θα έκρινε το τελικό αποτέλεσμα.
Επρόκειτο για το περίφημο «υπερόπλο», το οποίο δεν θα παρείχε απλά συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά και την πολυπόθητη νίκη σε πιθανή παγκόσμια σύρραξη.
Το όπλο αυτό, με την τρομερή ισχύ, κατείχαν αποδεδειγμένα οι Αμερικανοί, οι οποίοι το είχαν χρησιμοποιήσει κατά της Ιαπωνίας, θέτοντας με τραγικό τρόπο τέρμα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μεγάλο ζητούμενο ήταν αν το κατείχε και το «αντίπαλον δέος», δηλαδή οι Σοβιετικοί.
Κάτι τέτοιο θα άλλαζε άρδην τα στρατιωτικά δεδομένα. Έτσι, άρχισε ένας αόρατος πόλεμος ανάμεσα στις κατασκοπείες των δύο πλευρών, με στόχο την απόκτηση πληροφοριών γύρω από το φοβερό όπλο που αποκαλείτο ατομική βόμβα.
Πώς έμαθαν οι Σοβιετικοί το ατομικό «μυστικό»;
Το καλοκαίρι του 1945 ήταν πλέον σαφές ότι ο φονικότερος πόλεμος της Ιστορίας βάδιζε προς το τέλος του. Ο περίφημος «Άξονας» είχε ήδη σπάσει και από τις πολεμικές μηχανές που τον αποτελούσαν παρέμενε όρθια μόνο μια, η φανατικότερη και πιο αποφασισμένη όλων: η Ιαπωνία των αυτοκρατορικών επιδιώξεων στην Ασία.
Οι σκληροί και επιδέξιοι Ιάπωνες όχι μόνο δεν παραδίδονταν, αλλά ήταν ορκισμένοι να πέσουν μέχρις ενός. Δεκάδες χιλιάδες «καμικάζι» (αυτόχειρες πολέμου, που φόνευαν τον εχθρό μέσω της αυτοκτονίας τους) ήταν πανέτοιμοι να ξεχυθούν στα νησιά της Άπω Ανατολής, χωρίς να ενδιαφέρονται για την προσωπική τους μοίρα.
Το μόνο που είχαν στο μυαλό τους ήταν να αποδεκατίσουν τις δυνάμεις του «σκότουςτων Συμμάχων», που απειλούσε το «ένδοξο ιαπωνικό φως των αιώνων».
Στα μέσα εκείνου του καλοκαιριού ο Αμερικανός πρόεδρος, Χάρι Τρούμαν, ο οποίος είχε μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του, αποφάσισε να ενημερώσει τον σύμμαχό του, τον Σοβιετικό ηγέτη Στάλιν, για ένα αμερικανικό σχέδιο που θα έθετε τέρμα στον πόλεμο.
Η αποκάλυψη του Αμερικανού ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό και φοβερό θα μπορούσε να περιμένει ο συνομιλητής του: αφορούσε την ύπαρξη ενός μοναδικού υπερόπλου, που οι ΗΠΑ κατείχαν και σκέπτονταν να χρησιμοποιήσουν κατά της ανένδοτης Ιαπωνίας για να τη λυγίσουν!
Όσο εντυπωσιακή ήταν η ανακοίνωση του Τρούμαν, άλλο τόσο εντυπωσιακή υπήρξε η αντίδραση του Στάλιν. Όπως δήλωσε μετά τον πόλεμο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο ηγέτης της ΕΣΣΔ έδειξε να μην ενδιαφέρεται για το θέμα!
Η αδιαφορία του για το «ζήτημα του αιώνα» θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο με το σκεπτικό ότι γνώριζε για το υπερόπλο πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ότι ο ίδιος ο Τρούμαν. Αυτό ήταν κάτι που οι Αμερικανοί το κατάλαβαν καλά αργότερα.
Λίγο πριν από τη σιωπηρή συγκατάθεση του Στάλιν, οι ΗΠΑ είχαν πραγματοποιήσει την τελική τους δοκιμή πριν από το μεγάλο χτύπημα. Στις 16 Ιουλίου 1945 πάνω από την αχανή έρημο του Νέου Μεξικού σχηματίστηκε ένα γιγαντιαίο «μανιτάρι».
Το σπάνιο αυτό φαινόμενο δεν μπόρεσε να το δει κανένας από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, αφού όλοι είχαν απομακρυνθεί για «λόγους που σχετίζονταν με την εθνική ασφάλεια».
Η επιτυχής διεξαγωγή του πειράματος οδήγησε τα πράγματα στην τελική ευθεία. Δέκα ημέρες μετά οι Σύμμαχοι κάλεσαν με τελεσίγραφο την Ιαπωνία να παραδοθεί άνευ όρων, διαφορετικά θα της προκαλείτο ανυπόφορος πόνος.
Παρά την τρομερή απειλή, οι Ιάπωνες δεν παραδόθηκαν.
Αντίθετα, δήλωσαν έτοιμοι να τρυπήσουν όλα τα αμερικανικά σκάφη στον Ειρηνικό με αεροπλάνα-καμικάζι» ή με «ζωντανές τορπίλες».
Αμφότερες οι πλευρές ήταν αποφασισμένες «να τα παίξουν όλα για όλα».
Το «Μάτι του Θεού»
Το διπλό ατομικό χτύπημα κατά της Ιαπωνίας στις 6 Αυγούστου στη Χιροσίμα και στις 9 Αυγούστου στο Ναγκασάκι, με 100.000 και 40.000 νεκρούς αντίστοιχα, ήταν πρωτοφανές.
Ήταν σαν την Αποκάλυψη, ο άνθρωπος να αντίκρισε το «Μάτι του Θεού».
Ο ακαριαίος θάνατος τόσων ανθρώπων και η εξάλειψη δύο ολόκληρων πόλεων οδήγησαν την Ιαπωνία σε γρήγορη και άνευ όρων παράδοση.
Η τραγωδία τσάκισε τον εγωισμό της ιαπωνικής ηγεσίας.
Οι περιγραφές των διασωθέντων (σχεδόν όλοι τυφλωμένοι και καμένοι, χωρίς δόντια και μαλλιά), που μιλούσαν για τρομακτικές «εκρήξεις ήλιων», ήταν τόσο ανατριχιαστικές, ώστε αρκετοί στον υπόλοιπο κόσμο θεώρησαν ότι ήταν φανταστικές, κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί στην πραγματικότητα.
Το τέλος του πολέμου λοιπόν βρήκε τις ΗΠΑ να κατέχουν ένα όπλο με το οποίο θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν άμεσα και για πολλές δεκάδες χρόνια στην υφήλιο.
Ήταν όμως έτσι; Παρά την εκπληκτική επίδειξη δύναμης που έκαναν οι Αμερικανοί με τη ρίψη των ατομικών βομβών, κάτι συγκρατούσε τον ενθουσιασμό τους. Είχαν τη βάσιμη υποψία ότι δεν ήταν μόνοι σε αυτή την «επιτυχία».
Κάτι τους έλεγε ότι η ανερχόμενη ΕΣΣΔ έκρυβε πίσω από τη σιωπή της πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να κυριαρχούνται από τον φόβο ότι οι «ερυθροί εγκέφαλοι» της Μόσχας γνώριζαν τα πάντα για το νέο υπερόπλο και είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ατομική έρευνα! Ένα μόνο ερώτημα απέμενε αναπάντητο: Είχαν κατασκευάσει οι Σοβιετικοί ατομική βόμβα;
Ακολούθησαν πέντε περίπου δραματικά χρόνια, με έντονο παρασκήνιο βγαλμένο από τον κόσμο των θρίλερ.
Η αμερικανική υψηλή πολιτική ζούσε συνεχώς με την αγωνία της επόμενης κίνησης της σοβιετικής υπερδύναμης, που είχε ήδη επεκτείνει την ισχύ της σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου χάρτη.
Ήταν η πρώτη περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, που θα κορυφωνόταν με φοβερά περιστατικά, πολλά από τα οποία θα παραμείνουν μάλλον για πάντα άγνωστα…
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η νέα υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ, η CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αντίπαλος είχε διεισδύσει στο πυρηνικό τους πρόγραμμα, που ξεκίνησε το 1941 με τη συνεργασία της Βρετανίας και του Καναδά υπό την κωδική ονομασία «Σχέδιο Μανχάταν» (Manhattan Project).
Το ζητούμενο τώρα ήταν πώς και με ποιους ειδικούς επιστήμονες είχαν κατορθώσει κάτι τέτοιο οι Σοβιετικοί.
Τα τελευταία ίχνη αμφιβολίας για το ότι η μητρόπολη του παγκόσμιου κομμουνισμού κατείχε το υπερόπλο διαλύθηκαν στις 8 Μαρτίου 1950, με τη σοβιετική λιτή ανακοίνωση που ανέφερε ότι η ΕΣΣΔ είχε στη διάθεσή της την ατομική βόμβα.
Η αναγνώριση του κοινού αυτού μυστικού δημιούργησε καινούργια δεδομένα στον κόσμο των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας.
Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ ήταν όνειρο απατηλό. Όμως αυτό ήταν το λιγότερο, μπροστά στον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει ο «τρελός δικτάτορας του Κρεμλίνου», όπως αποκαλούσαν τον Στάλιν οι αντισοβιετικοί κύκλοι στις ΗΠΑ, συγκρίνοντάς τον με τον Χίτλερ.
Για την Ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη δοκιμή ατομικής βόμβας από πλευράς Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου 1949 στην απέραντη έρημο του Καζακστάν και ήταν απολύτως επιτυχής.
Έτσι η ανθρωπότητα πέρασε σε ένα νέο στάδιο και για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό το ενδεχόμενο μετά το πέρας ενός πολέμου να μην υπάρχουν νικητές, παρά μόνο αλληλοκαταστραφέντες αντίπαλοι…
Το κατασκοπευτικό δίκτυο των Σοβιετικών
Ήδη από τη δεκαετία του 1930 απασχολούσε την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ένα σοβαρό, όσο και ελκυστικό, ζήτημα, που σχετιζόταν με τη διάσπαση του ατόμου και τις τεράστιες δυνατότητες τις οποίες προσέφεραν οι θαυμαστές ανακαλύψεις της κβαντομηχανικής.
Τα χρόνια εκείνα είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της η φήμη του Γερμανοεβραίου φυσικού Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος, διωγμένος από τη χώρα του μετά την επικράτηση του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, βρήκε άσυλο στις ανεκτικές ΗΠΑ, στις οποίες και αφιερώθηκε «ψυχή τε και σώματι».
Το έργο του Αϊνστάιν και των υπολοίπων επιστημόνων της φυσικομαθηματικής ελίτ του πλανήτη έδειξε γρήγορα και άλλες διαστάσεις, που ξέφευγαν από τους τέσσερις τοίχους των εργαστηρίων τους και κάλυπταν καθαρά στρατιωτικούς τομείς.
Τα υπουργεία άμυνας τόσο των ΗΠΑ όσο και των ατλαντικών τους συμμάχων διέκριναν γρήγορα τη δυνατότητα κατασκευής ενός υπερόπλου, που θα μπορούσε να προκύψει από τις εργασίες των πυρηνικών φυσικών.
Έτσι, αποφάσισαν να συστήσουν μια συμμαχία, η οποία θα ωφελούσε τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα του φιλελεύθερου δυτικού κόσμου κατά τη διαμάχη του με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρασίας.
Οι ΗΠΑ, λοιπόν, σε συνεργασία με τη Βρετανία και τον Καναδά, συγκρότησαν από κοινού ένα σοβαρό και άκρως απόρρητο επιστημονικό-στρατιωτικό πρόγραμμα, που έλαβε την ονομασία «Σχέδιο Μανχάταν», καθώς το κέντρο του βρισκόταν σε μια καθαρά στρατιωτική ζώνη στην ομώνυμη περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Επειδή το παραπάνω πρόγραμμα κρίθηκε ως πολύ σημαντικό και με μεγάλες προοπτικές, εκτός από την απόλυτη μυστικότητα αποφασίστηκε η προσέλκυση σε αυτό των πιο εξειδικευμένων και αξιόλογων επιστημονικών «εγκεφάλων» της εποχής, ανεξαρτήτως προέλευσης.
Προσελκύστηκαν μεγάλοι επιστήμονες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, στους οποίους δόθηκαν τεράστιοι μισθοί και μοναδικά προνόμια.
Όλοι αυτοί ελέγχονταν συνεχώς από το γραφείο πληροφοριών του αμερικανικού Στρατού, γνωστό και ως G-2.
Παρ’ όλα αυτά, δεν αποφεύχ3ηκε η διείσδυση επιστημόνων με κομμουνιστικές πεποιθήσεις (μάλιστα με δημόσια δράση υπέρ του κομμουνισμού!), οι οποίοι όχι μόνο ενεπλάκησαν στις εργασίες του σχεδίου αλλά απέκτησαν πρόσβαση και στα άδυτά του.
Συνεπώς ο έλεγχος που υποτίθεται ότι πραγματοποιούσε αυστηρά το G-2 δεν ήταν και τόσο άψογος.
Άραγε πώς μπορεί να εξηγηθεί η πρόσληψη, σε θέσεις-κλειδιά του σχεδίου, ανθρώπων δεδηλωμένων κομμουνιστών και φιλοσοβιετικών, όπως ο Κλάους Φουκς, ο Άλαν Ναν Μέι, ο Ντόναλντ Μακλίν και άλλοι;
Όλοι αυτοί αποδείχθηκε αργότερα πως αποτελούσαν κατασκόπους της Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας συστήσει ένα πολύπλοκο δίκτυο μέσα στα «σωθικά» του «Σχεδίου Μανχάταν».
Κλάους Φουκς: ιδεολόγος και κατάσκοπος
Ο Κλάους Φουκς (1911-1988) είχε γεννηθεί στη Γερμανία, σε οικογένεια ιερωμένων. Από μικρός θεωρείτο διάνοια στους τομείς της Φυσικής και των Μαθηματικών.
Έτσι οι σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και του Κιλ θεωρήθηκαν φυσιολογική εξέλιξη και, πιθανώς, έναρξη μιας σπουδαίας επιστημονικής σταδιοδρομίας.
Πράγματι, οι πανεπιστημιακές του επιδόσεις υπήρξαν από την αρχή έως το τέλος άριστες.
Όμως ο νεαρός Κλάους δεν ασχολείτο στο πανεπιστήμιο μόνο με τα μαθήματά του. Πολύ γρήγορα γοητεύθηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες και προσχώρησε στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που μετά το 1933 και την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία κηρύχθηκε παράνομο.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο Φουκς πέρασε στην αντιναζιστική δράση, έως τον Σεπτέμβριο του 1933, οπότε εγκατέλειψε τη χώρα και διέφυγε στην Αγγλία.
Στη Βρετανία ο νεαρός επιστήμονας συνέχισε τις σπουδές του.
Το 1936 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Εργάστηκε στον κλάδο του έως το 1940, οπότε αναγκάστηκε να μεταναστεύσει μαζί με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του στις ΗΠΑ, λόγω του πολέμου που εξερράγη ανάμεσα σε Βρετανούς και Γερμανούς και υπό την πίεση του αγγλικού φόβου για δημιουργία «πέμπτης φάλαγγας» εντός της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της επταετούς παραμονής του στη Βρετανία συνέχισε να ασχολείται ενεργά με την πολιτική, υπέρ του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις ΗΠΑ και αργότερα στον Καναδά ο Φουκς παρέμεινε λίγο περισσότερο από ένα έτος, που στάθηκε αρκετό για να διοριστεί στο κοινό πρόγραμμα των τριών χωρών πάνω στην πυρηνική ενέργεια.
Στα τέλη του 1941 επέστρεψε «δικαιωμένος» στην Αγγλία, όπου και έλαβε τη βρετανική υπηκοότητα.
Όσον αφορά τη γερμανική καταγωγή και τις φιλοκομμουνιστικές του αντιλήψεις, οι Βρετανοί αρκέστηκαν στην υπογραφή, εκ μέρους του, ενός εγγράφου περί της διαφύλαξης κρατικών μυστικών, η παραβίαση του οποίου συνεπαγόταν αυστηρότατη ποινή.
Είναι χαρακτηριστικό της εμπιστοσύνης των Βρετανών προς τον Φουκς, το ότι του έδωσαν άδεια πλήρους πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου απόρρητο υλικό και το ότι η υπηρεσία ασφαλείας της χώρας (ΜI6) τον χρησιμοποιούσε συχνά ως πληροφοριοδότη.
Ο Φουκς όμως είχε δύο πρόσωπα. Το 1942 είχε ήδη έλθει σε επαφή με ανθρώπους της σοβιετικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, που ήταν πράκτορες της υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών της ΕΣΣΔ, της πανίσχυρης GRU.
Οι Σοβιετικοί, γνωρίζοντας τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, κατόρθωσαν να τον στρατολογήσουν, πείθοντάς τον ότι δεν ήταν κακό να δίνει πληροφορίες και σε αυτούς, από τη στιγμή που η ΕΣΣΔ ήταν κατά τον Β΄ ΠΠ σύμμαχος τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας!
Έτσι, ο Γερμανός επιστήμονας, που αποτελούσε πια βασικό πρόσωπο του «Σχεδίου Μανχάταν», δέχθηκε να αφοσιωθεί στην εξυπηρέτηση των σοβιετικών συμφερόντων, δίνοντας στους Σοβιετικούς τις πολυτιμότερες πληροφορίες από όλους για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Χωρίς τη βοήθεια του Φουκς, είναι αμφίβολο αν η ΕΣΣΔ θα κατόρθωνε αργότερα να επιτύχει πυρηνική ισορροπία με τη Δύση.
Τα άκρως απόρρητα στοιχεία που αποσπούσε ο Φουκς από το πρόγραμμα, τα έδινε στη Σοβιετική αρχικατάσκοπο «Σόνια», η οποία έπειτα από χρόνια αποδείχθηκε ότι ήταν η γερμανικής καταγωγής Ρουθ Χάμπουργκερ Μπάρτον (γεννήθηκε ως Ούρσουλα Κουτσίνσκι το 1907 και πέθανε το 2000 στο Βερολίνο).
Για τη σημασία που είχε για τους Σοβιετικούς η συνεργασία του Φουκς με τη Σόνια, αρκεί να παραθέσουμε τη γνώμη του ειδικού ερευνητή σε θέματα κατασκοπείας Τσάπμαν Πίντσερ για τη θηλυκή υπερ-πράκτορα: «Η Σόνια υπήρξε η πλέον επιτυχημένη γυναίκα κατάσκοπος στην ιστορία των πληροφοριών».
Κατάσκοποι των Ρώσων
Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Φουκς μετατέθηκε στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, για να συνεχίσει την έρευνά του.
Εξακολούθησε να εργάζεται για τους Σοβιετικούς, και μάλιστα πιο εντατικά, αφού στις ΗΠΑ απέκτησε πλέον πρόσβαση στα πλέον νευραλγικά σημεία του πυρηνικού προγράμματος.
Επικεφαλής του σοβιετικού δικτύου κατασκοπείας στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο υποπρόξενος Ανατόλι Γιάκοβλεφ, ο οποίος συνέδεσε τον Φουκς με τον Χάρι Γκολντ, Αμερικανό φαρμακοποιό, ο οποίος εργαζόταν για τους Σοβιετικούς από το 1935.
Το ψευδώνυμο με το οποίο ο Φουκς γνώριζε τον Γκολντ εκείνη την περίοδο ήταν το «Ρέιμοντ».
Η μεγάλη αξία των πληροφοριών που έδινε στον Ρέιμοντ φαίνεται κι από το ότι ακόμη και μετά τη μετάθεσή του στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικού, ο Αμερικανός τον ακολούθησε, επικεντρωνόμενος μόνο σε αυτόν και αφήνοντας στην άκρη την υπόλοιπη εργασία που είχε αναλάβει για λογαριασμό των Σοβιετικών.
Στο Λος Αλαμος το 1944 οι Αμερικανοί υλοποίησαν το τελευταίο στάδιο της κατασκευής του υπερόπλου: άρχισαν να συναρμολογούν την ατομική βόμβα, με στόχο να την έχουν ολοκληρώσει το πολύ μέχρι το καλοκαίρι του 1945.
Ο Φουκς ήταν τα «μάτια και τα αυτιά» της Μόσχας στο εργαστήριο του Νέου Μεξικού.
Κατέγραφε λεπτομερέστατα τα πάντα και ύστερα, αφού κατόρθωνε να περάσει τις σημειώσεις του από κάθε είδους έλεγχο, παρέδιδε στον Ρέιμοντ τα «καυτά» έγγραφα, που έμελλε να αλλάξουν έπειτα από μερικά χρόνια την πορεία της Ιστορίας.
Το μεγαλύτερο «πακέτο πληροφοριών» για την ατομική βόμβα ο Ρέιμοντ το έλαβε από τον συνεργάτη του στο Κέμπριτζ της Βρετανίας, όταν ο Φουκς είχε μεταβεί εκεί για να δει την αδελφή του, τον Φεβρουάριο του 1945.
Επειδή δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει να περάσει επιπλέον έγγραφα, φοβούμενος τους συνοριακούς ελέγχους, οι δύο άνδρες συνεννοήθηκαν να αφήσουν τα υπόλοιπα για αργότερα.
Τελικά ο Ρέιμοντ-Γκολντ έλαβε τις υπόλοιπες σπουδαίες πληροφορίες (που περιέγραφαν λεπτομερώς την κατασκευή της βόμβας πλουτωνίου) μόλις τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, μετά τη συνάντησή του με τον Φουκς στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού.
Μάλιστα την επόμενη ημέρα ο «μεταφορέας» των Σοβιετικών έπρεπε να συναντήσει και ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο του σοβιετικού δικτύου πυρηνικής κατασκοπείας, τον Αμερικανό στρατιώτη Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, ο ρόλος του οποίου αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Μερικές ημέρες μετά τη λήξη του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1945, ο Φουκς έδωσε ένα ακόμη πακέτο με σημαντικά στοιχεία που αφορούσαν την παραγωγή ουρανίου 235.
Το σχέδιο «Βενόνα»
Όταν ο Φουκς επέστρεψε στη Βρετανία, κατέλαβε και πάλι ανώτερες θέσεις στο πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, φθάνοντας να γίνει προϊστάμενος του τμήματος Θεωρητικής Φυσικής του Βρετανικού Κέντρου Ατομικής Ενέργειας.
Ήταν πάντα χρήσιμος για τους Σοβιετικούς, έως ότου έγινε αντικείμενο μελέτης του άκρως απόρρητου αμερικανικού προγράμματος με τη συνθηματική ονομασία «Venona» (Βενόνα), το οποίο προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα σοβιετικά μηνύματα που αποστέλλονταν από τη Δύση στη Μόσχα κατά τη δεκαετία του 1940.
Το σχέδιο αυτό ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1943 από την Υπηρεσία Πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού (ASIS), πρόγονο της NSA, γνωστή και σαν Arlington Hall, επειδή εκεί γινόταν η ανάλυση των κειμένων.
Ήδη από το 1939 είχαν συσσωρευτεί χιλιάδες κρυπτογραφημένα σοβιετικά τηλεγραφήματα, με ισχυρότατο κώδικα κρυπτογράφησης, που είναι γνωστός σαν «σημειωματάριο μιας χρήσης» (one-time-pad) και ο οποίος θεωρητικά είναι αδύνατον να σπάσει.
Το FBI έφθασε κάποια στιγμή και στον Φουκς, βλέποντας ότι τα στοιχεία που συγκέντρωσε σε βάρος του το πρόγραμμα «Βενόνα» ταίριαζαν αφενός με τις υποψίες τις οποίες γεννούσε το κομμουνιστικό παρελθόν του και αφετέρου με τις κρίσιμες θέσεις που κατέλαβε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1949 άρχισε για τον Φουκς η αντίστροφη μέτρηση. Τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά αξιωματούχος της βρετανικής υπηρεσίας ΜΙ5 (η «φανερή» υπηρεσία ασφαλείας, συμπληρωματική της «σκιώδους» ΜΙ6), για να του κάνει «μερικές ερωτήσεις».
Τελικά στις 27 Ιανουαρίου 1950 ο Φουκς αναγκάστηκε να προβεί σε πλήρη ομολογία της δράσης του, ελπίζοντας στο ελαφρυντικό της συνεργασίας, αφού είδε ότι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα ισχυρά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει εναντίον του η ΜΙ5.
Όπως αποδείχθηκε από τη σημασία των πληροφοριών τις οποίες έδωσε, ο Φουκς ήταν ο μεγαλύτερος κατάσκοπος των Σοβιετικών αναφορικά με την πυρηνική ενέργεια.
Παρ’ όλα αυτά, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών, ενώ έμεινε στη φυλακή μόνο εννέα χρόνια, έως το 1959, οπότε αναχώρησε για το «φυσικό» του περιβάλλον, δηλαδή το ανατολικό μπλοκ και πιο συγκεκριμένα την Ανατολική Γερμανία.
Το καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας τίμησε δεόντως τον κατάσκοπο για τις υπηρεσίες του, τοποθετώντας τον διευθυντή του Κεντρικού Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής.
Στη θέση αυτή ο Φουκς παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1979.
Πέθανε το 1988, σε ηλικία 77 ετών.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε για το πώς κατόρθωνε επί τόσα χρόνια να προκαλεί τόσο μεγάλη ζημιά στη Δύση, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στο ατομικό πρόγραμμα της Σοβιετικής Ένωσης, απάντησε ότι τον βοηθούσε η «ασθένεια» από την οποία έπασχε και την οποία ο ίδιος χαρακτήριζε ως «ελεγχόμενη σχιζοφρένεια», 200 δολάρια και δύο μπουκάλια ουίσκι!
Το ίδιο σημαντικός για τους Σοβιετικούς υπήρξε ο Άλαν Ναν Μέι (1911-2003). Ο Μέι είχε γεννηθεί στη Βρετανία και είχε, όπως και ο Φουκς, εξαιρετική κλίση στη Φυσική.
Άλλο κοινό στοιχείο τους ήταν η πολιτική τοποθέτηση, υπέρ των μαρξιστικών αντιλήψεων (στον συνδικαλιστικό φορέα των επιστημόνων).
Ο Μέι έπαιρνε πολλές φορές «ακραίες» θέσεις υπέρ του παγκόσμιου κομμουνισμού και της ανάγκης εισαγωγής του στην πατρίδα του.
Στο πανεπιστήμιό του στο Κέμπριτζ ο Μέι μετείχε ανοικτά στην κομμουνιστική ομάδα των φοιτητών, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε η πασίγνωστη «πεντάδα του Κέμπριτζ», δηλαδή οι αρχικατάσκοποι της Σοβιετικής Ένωσης που δρούσαν στη Δύση υπό τον διαβόητο Χάρολντ (Κιμ) Φίλμπι.
Το 1942, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Μέι διορίστηκε στο βρετανικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, χωρίς (όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Φουκς) να ληφθούν υπόψη οι ιδεολογικές του καταβολές.
Η εργασία του κρίθηκε ως άριστη κι έτσι στα τέλη του 1944 μετατέθηκε στον Καναδά.
Θεωρείτο πολύ καταρτισμένος και δεν ήταν καθόλου περίεργο που έλαβε σημαντικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του «Σχεδίου Μανχάταν».
Τόπος διαμονής του ήταν η Οτάβα, όπου και «λοξοδρόμησε», στρατολογούμενος από τους Σοβιετικούς.
Στον ειδικό χειριστή του, τον συνταγματάρχη Νικολάι Ζαμπότιν, στρατιωτικό ακόλουθο της ΕΣΣΔ στον Καναδά, εκμυστηρεύθηκε πως θα έδινε τα πάντα για την εξάπλωση της κομμουνιστικής ιδέας και την τελική νίκη των Σοβιετικών στον πλανητικό τους αγώνα.
Μαζί του εργαζόταν και ένας ακόμη πράκτορας των Σοβιετικών στο πυρηνικό πρόγραμμα, που αποκαλύφθηκε αργότερα, ο Ιταλός Φυσικός Μπρούνο Ποντεκόρβο (1913-1993), ο οποίος τελικά κατόρθωσε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ.
Όπως ο Φουκς, έτσι και ο Μέι έδωσε στους Σοβιετικούς της GRU δείγματα του ουρανίου 235, που αποτελούσε το σημαντικότερο υλικό για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας η οποία ρίφθηκε στη Χιροσίμα.
Επίσης απέστειλε στους ανωτέρους του πλήρη περιγραφή του αμερικανικού πειράματος με τη ρίψη της ατομικής βόμβας στην τοποθεσία Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού στις 16 Ιουλίου 1945.
Το εκπληκτικό είναι ότι για όλα αυτά πήρε 200 δολάρια και δύο μπουκάλια ουίσκι!
Ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα ότι αρνήθηκε οποιαδήποτε αμοιβή, και μάλιστα έκαψε τα χρήματα που του έδωσαν οι Ρώσοι, όμως εκείνοι επέμεναν.
Τελικά κράτησε κάποια χρήματα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη του.
Λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, ο Μέι επέστρεψε στη Βρετανία, και συγκεκριμένα στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου για να διδάξει.
Όμως η βρετανική ΜΙ5 γνώριζε ήδη πολλά γι’ αυτόν.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1945 ένας αξιωματούχος της Σοβιετικής πρεσβείας στην Οτάβα, ο Ιγκόρ Γκουζένκο, αποσκίρτησε στη Δύση και προέβη σε σημαντικές αποκαλύψεις σχετικά με τη δράση του σοβιετικού δικτύου πυρηνικής κατασκοπείας στον Καναδά.
Έτσι ο Μέι άρχισε να παρακολουθείται στενά αμέσως μόλις επανήλθε στη Βρετανία.
Η παρακολούθησή του διήρκεσε έως τον Φεβρουάριο του 1946. Στις 4 Μαρτίου συνελήφθη και ανακρίθηκε από τους ανθρώπους της ΜΙ5.
Οι ερωτήσεις των τελευταίων ήταν τόσο λεπτομερείς και γεμάτες υπαινιγμούς, ώστε ο Μέι έχασε την ψυχραιμία του, κατελήφθη από πανικό και αναγκάστηκε να ομολογήσει τη δράση του, που είχε αρχίσει τον Φεβρουάριο του 1945 έως τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Μετά τη σύλληψή του από το Ειδικό Τμήμα της Σκότλαντ Γιαρντ, φυλακίστηκε έως τη δίκη του το Μάιο του ίδιου έτους.
Καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από έξι χρόνια, το 1952.
Ο αποστάτης Ιγκόρ Γκουζένκο
Η εξάρθρωση του σοβιετικού δικτύου πυρηνικής κατασκοπείας που είχε αναπτυχθεί στην «καρδιά» του Δυτικού κόσμου ξεκίνησε από ένα φαινομενικά αδιάφορο γεγονός, την αποστασία του κωδικογράφου της υπηρεσίας ΝKVD (προγόνου της KGB) Ιγκόρ Γκουζένκο, ο οποίος εργαζόταν στη σοβιετική πρεσβεία στην Οτάβα.
Ο τελευταίος είχε απογοητευθεί από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα του και αποφάσισε να κάνει το μεγάλο «άλμα» και να προσχωρήσει στον Δυτικό κόσμο.
Την απόφασή του την υλοποίησε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1945.
Ο Γκουζένκο, που ζούσε μαζί με την οικογένειά του στον Καναδά, προέβη αμέσως σε πλήρεις αποκαλύψεις, αναφέροντας στις καναδικές αρχές όσα γνώριζε για τη σοβιετική κατασκοπευτική δράση στη χώρα, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ασύλου.
Οι Καναδοί ικανοποίησαν το αίτημα του Σοβιετικού, διαπιστώνοντας ότι οι πληροφορίες που έλαβαν ήταν πολύτιμες.
Έπειτα ενημέρωσαν τους συμμάχους τους στο πρόγραμμα «Μανχάταν», οι οποίοι άρχισαν να συγκεντρώνουν στοιχεία.
Με την πάροδο του χρόνου όλα τα στοιχεία συνέκλιναν στην ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου σοβιετικού δικτύου «πυρηνικών» πρακτόρων, η επιτυχία του οποίου στηριζόταν στο ότι κανένας από τους στρατολογημένους Δυτικούς επιστήμονες δεν γνώριζε τίποτα για τους άλλους συνεργάτες των Σοβιετικών στον τομέα του.
Με τον τρόπο αυτό οι Σοβιετικοί συγκέντρωναν πληροφορίες από όλους τους κατασκόπους τους, ανεξάρτητα από τον καθένα, και κατόπιν συνέθεταν τα στοιχεία, οδηγούμενοι στην αντιγραφή της ατομικής βόμβας και, συνεπώς, στον επανασχεδιασμό και στην κατασκευή της και από τους ίδιους!
Η αλήθεια είναι ότι κανένας πράκτορας των Σοβιετικών δεν συνελήφθη επ’ αυτοφώρω στον «τόπο του εγκλήματος».
Όμως το δίκτυο άρχισε σιγά-σιγά να καταρρέει το 1946.
Ήταν ο χρόνος της σύλληψης και της καταδίκης του Μέι, αλλά και της κορύφωσης της αμερικανικής επιχείρησης «Βενόνα», εκείνο το καλοκαίρι.
Είχε ήδη αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος και ασφαλώς οι Αμερικανοί ήθελαν να μάθουν τα πάντα για τους συνεργάτες του αντιπάλου στο έδαφός τους.
Λίγο μετά την έναρξη του τόσο φιλόδοξου αυτού προγράμματος, ο κρυπτολόγος του Αμερικανικού Στρατού Μέρεντιθ Νοξ Γκάρντνερ της ASIS κατόρθωσε να διαβάσει δύο τηλεγραφήματα της KGB, τα οποία αποκάλυπταν ότι κάποιος από το επιτελείο του αμερικανικού Υπουργείου Πολέμου μετέδιδε απόρρητες πληροφορίες στους Σοβιετικούς.
Η συνέχεια ήταν πιο εύκολη. Η τυχαία αυτή ανακάλυψη, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την αποκάλυψη του επικίνδυνου δικτύου.
Ρόζενμπεργκ: τα εξιλαστήρια θύματα
Οι εργασίες της συνολικής αποκρυπτογράφησης απαίτησαν μερικά χρόνια ακόμα. Μόνο το 1949 η αποκωδικοποίηση των σοβιετικών μηνυμάτων οδήγησε σε σίγουρο δρόμο.
Τότε φάνηκε, όπως είπαμε, για πρώτη φορά καθαρά ο ρόλος του Κλάους Φουκς.
Οι Αμερικανοί ειδοποίησαν τους συναδέλφους τους στη Βρετανία, οι οποίοι κατόρθωσαν να αποσπάσουν την ομολογία του τον Ιανουάριο του 1950.
Από εκεί και έπειτα η υπόθεση άρχισε να μοιάζει με ντόμινο. Η ομολογία του Φουκς οδήγησε γρήγορα στον Χάρι Γκολντ (τον γνωστό «Ρέιμοντ»), που εκτελούσε χρέη «ταχυδρόμου» μεταφέροντας πολύτιμο υλικό από τον επιστήμονα στους Σοβιετικούς.
Στις 22 Μαΐου 1950 πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του Γκολντ από το FBI, με τη βαριά κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο «Ρέιμοντ» των Σοβιετικών διαπίστωσε ότι οποιαδήποτε αντίστασή του θα ήταν μάταιη και έτσι προέβη και αυτός σε ομολογία των πάντων.
«Έδωσε» τον Ντέιβιντ Γκρίνγκλας, τον Μόρτον Σόμπελ και τον Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, που φέρονταν να έχουν εμπλακεί στην όλη ιστορία.
Εκείνο το διάστημα συνελήφθη με παρόμοιες κατηγορίες και ο Αμερικανός φυσικός Θίοντορ Άλβιν Χολ, που επίσης εργαζόταν στο Λος Άλαμος.
Ο Χολ, που συμμετείχε στο Πρόγραμμα Μανχάταν, ήταν αυτός που έδωσε λεπτομερή περιγραφή της βόμβας πλουτωνίου «Fat Man», και των διεργασιών καθαρισμού του πλουτωνίου, στην σοβιετική κατασκοπεία.
Ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας (1922-2014), ο οποίος υπηρετούσε στον αμερικανικό στρατό, για να σωθεί, δεν δίστασε να καταδώσει την αδελφή του και τον γαμπρό του (το ζεύγος Ρόζενμπεργκ).
Έτσι, από όλους πιο ζημιωμένος βγήκε ο Ρόζενμπεργκ, μαζί με τη σύζυγό του, Έθελ. Η τελευταία ήταν αδελφή του Γκρίνγκλας, ο οποίος δεν δίστασε να την καταδώσει, δηλώνοντας μάλιστα ότι εκείνη και ο άνδρας της ήταν κεντρικοί πρωταγωνιστές της σοβιετικής κατασκοπείας επί του αμερικανικού πυρηνικού προγράμματος.
Πέραν αυτών αποδείχθηκε και η από ετών φιλική σχέση του Ρόζενμπεργκ με τον Σόμπελ. Ο Μόρτον Σόμπελ (1917-) ήταν μηχανικός της Τζένεραλ Ελέκτρικ και εργαζόταν σε στρατιωτικά και κυβερνητικά προγράμματα.
Καταδικάστηκε το 1951 για κατασκοπεία σε φυλάκιση 30 ετών. Στάλθηκε στο Αλκατράζ έως ότου η φυλακή έκλεισε το 1963. Απελευθερώθηκε το 1969, αφού εξέτισε 17 χρόνια και 9 μήνες.
Το 1976 επισκέφθηκε την Ανατολική Γερμανία όπου έγινε δεκτός ως ήρωας. Είναι ο μόνος από όλους τους κατασκόπους που ζει έως σήμερα, όντας σε ηλικία 98 ετών.
Παρά τις επιτυχίες που είχαν, οι αμερικανικές αρχές μέμφονταν τους εαυτούς τους, που επέτρεψαν σε «εχθρούς του έθνους και της δημοκρατίας» να καταλάβουν θέσεις τόσο νευραλγικές για την ασφάλεια της χώρας.
Αποδείχθηκε ότι ακόμα και ο προϊστάμενος του ατομικού εργαστηρίου του Λος Άλαμος, Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, στα νιάτα του ήταν μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος!
Παρ’ όλα αυτά δεν προέκυψε κάτι ενοχοποιητικό σε βάρος του. Με την αποκάλυψη του σοβιετικού δικτύου πυρηνικής κατασκοπείας, οι ακραίοι συντηρητικοί και αντισοβιετικοί κύκλοι των ΗΠΑ βρήκαν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν το έδαφος του αντικομμουνισμού στη χώρα τους, προειδοποιώντας για τον «ερυθρό κίνδυνο».
Για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους έπρεπε να επιδείξουν πυγμή, έστω και αν χυνόταν αίμα.
Οι μέρες εκείνες ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες και κάθε δισταγμός θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδυναμία.
Έτσι οι δικαστικοί των ΗΠΑ αποφάσισαν να τιμωρήσουν σκληρά τους κατηγορουμένους που δεν θα προέβαιναν σε ομολογία των πράξεών τους και δεν θα ζητούσαν μετανιωμένοι το έλεος των αμερικανικών αρχών.
Από εκείνους που κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου (συνολικά 18 σε ΗΠΑ και Βρετανία, περιλαμβανομένων αυτών της υπόθεσης Μέι το 1946), μόνον δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο: το ζεύγος Ρόζενμπεργκ.
Αυτοί είχαν διαπράξει μικρότερα εγκλήματα σε σχέση με άλλους συγκατηγορουμένους τους, όμως δεν ομολόγησαν, ούτε ζήτησαν ελεημοσύνη, γι’ αυτό αποφασίστηκε η θανάτωσή τους.
Οι Ρόζενμπεργκ εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα των φυλακών Σινγκ-Σινγκ της Νέας Υόρκης στις 19 Ιουνίου 1953.
Η Έθελ ήταν 37 ετών και ο Τζούλιους 35.
Ο Τζούλιους και η Έθελ ήταν παιδιά Εβραίων μεταναστών από τη Ρωσία.
Μέλη του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατηγορήθηκαν ότι συνεργάζονταν με τους Σοβιετικούς από τη δεκαετία του 1930.
Όμως το τελευταίο αποδείχθηκε πλήρως μόνο για τον Τζούλιους.
Παρότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν καταδικαστεί για προδοσία, ο δικαστής Ίρβινγκ Κάουφμαν ανακοινώνοντας την ποινή τους σημείωσε πως τα εγκλήματά τους ήταν «χειρότερα από δολοφονία», εξηγώντας πως «το να βάζεις στα χέρια των Ρώσων μια ατομική βόμβα έχει ήδη προκαλέσει, κατά την άποψή μου, την κομουνιστική επίθεση στην Κορέα, με αποτέλεσμα οι νεκροί να υπερβαίνουν τους 50.000 και ποιος ξέρει τι μπορεί εκατομμύρια ακόμη αθώοι άνθρωποι να πληρώσουν για την προδοσία σας».
Στις 5 Απριλίου, ο Κάουφμαν καταδίκασε τους Ρόζενμπεργκ σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα και τον Σόμπελ σε 30ετή φυλάκιση.
Η Έθελ έπειτα από δεκαετίες θεωρήθηκε μάλλον άσχετη με τις υποθέσεις κατασκοπείας, αν και γνώριζε και ενέκρινε τη δράση του συζύγου της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ρόζενμπεργκ είναι οι μοναδικοί στην αμερικανική ιστορία που εκτελέστηκαν σε καιρό ειρήνης με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, δεν παρουσιάστηκαν ισχυρά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή τους.