Τον Δεκέμβριο του ’44, πέρα και εκτός από την μάχη του Συντάγματος Μακρυγιάννη που όπου οι ηρωικοί μαχητές της Χωροφυλακής έσωσαν την ίδια την Ελλάδα, υπήρξαν και μια σειρά από μικρότερες μάχες, εξίσου καθοριστικές, οι οποίες όμως δεν αναφέρονται καν στις εκθέσεις καταστάσεων ή στα ημερολόγια των επιτελών, αλλά περικλείονται σε γενικότερες αναφορές ευρύτερων επιχειρήσεων.
Σύγκρουση συχνά με την απουσία βαρέος οπλισμού στα δύο στρατόπεδα, όπου συχνά ο αγώνας έφτανε σε εκ του συστάδην εμπλοκή και η έκβασή του κρινόταν σε μεγάλο βαθμό από το σθένος των αντρών και την αγωνιστική τους διάθεση κατά τη διάρκειά της και όχι από την εμφανή υπεροπλία κάποιου εκ των δύο στρατοπέδων.
Αυτές οι μάχες, που ανά εκατοντάδες θα επαναληφθούν σε Αθήνα και Πειραιά στις 33 μέρες, προσδίδουν τελικά τον οριστικό χαρακτήρα αυτού που ονομάζουμε «Δεκεμβριανά».
Η επίθεση του ΕΛΑΣ στις φυλακές Βουλιαγμένης
Η επίθεση του ΕΛΑΣ στις φυλακές Βουλιαγμένης ξεκίνησε τις απογευματινές ώρες της 4ης Δεκεμβρίου. Σε αυτή, από πλευράς ΕΛΑΣ, οι δυνάμεις που πήραν μέρος δεν ξεπερνούσαν δυνάμεις διλοχίας, οπλισμένες με τυφέκια, αυτόματα όπλα και διαθέτοντας το πλεονέκτημα να μπορούν να εκτελούν βολές όλμων.
Τις φυλακές υπερασπίζονταν μόνο 8 αξιωματικοί και 51 οπλίτες της Χωροφυλακής.
Από το μεσημέρι, οι ΕΛΑΣίτες είχαν καταλάβει καίρια σημεία μάχης γύρω από τις φυλακές, εκμεταλλευόμενοι και τις ταράτσες των γύρω κτιρίων όπου είχαν τοποθετήσει τα αυτόματα όπλα.
Με την ολοκλήρωση της προπαρασκευής της μάχης, οι ΕΛΑΣίτες καλούν τους χωροφύλακες, με χρήση των γνωστών «χωνιών» του ΕΑΜ, να παραδοθούν. Στο εσωτερικό, η κατάσταση για τους άντρες της Χωροφυλακής ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από τα ατομικά τυφέκια των οπλιτών, καθώς και δύο οπλοπολυβόλα σε άσχημη κατάσταση από πλευράς συντήρησης.
Παρ’ όλες τις δυσχέρειες όμως, η απόφαση της φρουράς είναι να μην παραδοθεί, αλλά να δώσει μάχη.
Ο διοικητής της φρουράς, συνταγματάρχης Ελ. Σερέπετζης, καταφέρνει να ειδοποιήσει το Αρχηγείο της Χωροφυλακής για την επικείμενη επίθεση και αιτείται να του σταλούν άντρες και οπλισμός, ιδίως αυτόματα και χειροβομβίδες. Όμως η έκκλησή του θα αργήσει απελπιστικά να φτάσει.
Ο ΕΛΑΣ αρχίζει το πυρ εναντίον των φυλακών στις 16:00 και καταφέρνει με τους όλμους και τα αυτόματα σημαντικότατα πλήγματα πλήγματα εναντίον των αμυνομένων.
Οι εκκλήσεις τους για βοήθεια προς το Αρχηγείο της Χωροφυλακής αποκτούν δραματικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, κρατούν σθεναρή αντίσταση.
Καθώς νυχτώνει, η άμυνα της Χωροφυλακής διαπιστώνει ότι τα δύο οπλοπολυβόλα έχουν βγει εκτός λειτουργίας. Μαζί αυξάνει και η ψυχολογική πίεση καθώς έξω από τις φυλακές τα γυναικόπαιδα του ΕΛΑΣ συνεχώς τραγουδούν τραγούδια διά των «χωνιών» και καλούν τους οπλίτες να παραδοθούν, αφού πρώτα φονεύσουν τους αξιωματικούς τους.
Ο ΕΛΑΣ ξέρει να χειρίζεται, σε τέτοιες ώρες, άριστα και την προπαγάνδα. Το Αρχηγείο της Χωροφυλακής αποφασίζει να αποστείλει προς ενίσχυση ένα λόχο από το σύνταγμα στου Μακρυγιάννη. Όμως η νύχτα έχει πέσει και πλέον είναι αδύνατο να φτάσουν μέσω των δρόμων της Αθήνας ως τις φυλακές. Καθώς η ώρα περνάει, στερεύουν τα φυσίγγια των αμυνόμενων.
Ο ΕΛΑΣ αποφασίζει να δώσει τέλος στην επιχείρηση, διενεργώντας έφοδο εντός του χώρου των φυλακών, με την ελπίδα ότι η νύχτα τούς προστατεύει.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα αρχίζει η επιχείρηση του ΕΛΑΣ. Οι μαχητές τους προσεγγίζουν τη μάνδρα των φυλακών έρποντας και επιχειρούν να εισέλθουν στο εσωτερικό των φυλακών.
Συχνές βολές αυτομάτων από τις παρακείμενες ταράτσες έχουν αποσπάσει την προσοχή των αμυνόμενων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται πολύ αργά τον εχθρό να έχει εισβάλει στο εσωτερικό των φυλακών. Οι πολιορκημένοι δεν έχουν πια άλλη επιλογή.
Με τη χρήση των λίγων φυσιγγίων τους και τη λόγχη εφ’ όπλου επιχειρούν μια ηρωική έξοδο. Ο αγώνας πια θα γίνει σώμα με σώμα, μες στο σκοτάδι.
Αλλά το σκοτάδι, που βοήθησε τους ΕΛΑΣίτες να εισβάλουν στον εσωτερικό προαύλιο χώρο των φυλακών, θα βοηθήσει και ένα μέρος των υπερασπιστών να διασωθεί.
Πρόκειται για 5 αξιωματικούς και 15 οπλίτες, ανάμεσα στους οποίους και ο διοικητής της φρουράς.
Οι υπόλοιποι καταλήγουν νεκροί ή αιχμάλωτοι στα χέρια των ανταρτών.
Οι επιζώντες θα διαφύγουν στο σύνταγμα του Μακρυγιάννη, όπου ανήκουν και διοικητικά.
Φήμες θα διαδοθούν ότι οι αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ είχαν παραδοθεί στη διαβόητη πολιτοφυλακή, την ΟΠΛΑ, η οποία τους μετέφερε στην Καισαριανή και τους εκτέλεσε εν ψυχρώ.
Αυτές οι φήμες, αληθείς ή ανακριβείς, θα παίξουν μεγάλο ρόλο στις συζητήσεις των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη, οι οποίοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι μπροστά τους υπάρχει ή η νίκη ή ο θάνατος. Καμία άλλη επιλογή.
Από την πλευρά του, ο ΕΛΑΣ θα αξιοποιήσει το ύψωμα των φυλακών της Βουλιαγμένης, μεταφέροντας εκεί μονάδες του πυροβολικού του, αποκτώντας δυνατότητα εξαπόλυσης πληγμάτων προς πολλές περιοχές της Αθήνας. Μάλιστα το κτίριο των φυλακών θα το αξιοποιήσει και σαν σταθμό διοίκησης των δυνάμεων που θα μάχονται στου Μακρυγιάννη.
Η επίθεση στις φυλακές Συγγρού
Η επίθεση στις φυλακές Συγγρού συγχρονίστηκε με την επίθεση του ΕΛΑΣ και αυτή κατά των φυλακών Βουλιαγμένης. Ο αποκλεισμός τους είχε αποφασιστεί στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών ενεργειών στη γύρω περιοχή.
Ο ΕΛΑΣ θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει δυνάμεις που αγγίζουν τη δύναμη τάγματος, οπλισμένες με αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες αλλά και στοιχεία όλμων.
Η επιχείρηση στη Συγγρού για τον ΕΛΑΣ είχε αποκτήσει πολύ σημαντικό χαρακτήρα, γιατί ήθελε να καλύψει απολύτως τα νώτα του, ενώ ετοιμαζόταν για τη μεγάλη έφοδο προς το κέντρο.
Είχε επίσης να αντιμετωπίσει ένα σύνολο 8 αξιωματικών και 62 οπλιτών της Χωροφυλακής, πολύ καλά όμως οπλισμένων.
Η μάχη ωστόσο στις φυλακές είχε και μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Εντός των φυλακών κρατούνταν, πέραν των καταδίκων του κοινού ποινικού δικαίου, και ένας μεγάλος αριθμός δωσιλόγων της Κατοχής.
Αυτοί είχαν οπλιστεί κανονικά από τους χωροφύλακες και συμμετείχαν μαζί στην άμυνα εναντίον του κοινού εχθρού.
Έτσι ο αριθμός των αμυνόμενων υπερδιπλασιάστηκε και η άμεση καταστολή τους γινόταν επιτακτική, προκειμένου να μην υπάρξει περίπτωση πλήγματος στα νώτα των κύριων δυνάμεων του Β’ Συγκροτήματος του ΕΛΑΣ που επιχειρούσε στη γραμμή Λόφος Φιλοπάππου–Μακρυγιάννη–Συγγρού στο ύψος της Πύλης του Αδριανού–λεωφόρος Βουλιαγμένης.
Η επίθεση άρχισε στις 14:00 της 4ης Δεκεμβρίου και συνεχίστηκε με μεγάλη σφοδρότητα μέχρι την επόμενη ημέρα. Μέχρι να πέσει η νύχτα της πρώτης ημέρας, η μάχη είχε το χαρακτήρα ανταλλαγής πυρός με όπλα ευθυτενούς τροχιάς –κυρίως αυτομάτων, οπλοπολυβόλων και πολυβόλων– αλλά και με όλμους, εκατέρωθεν. Η φυσιογνωμία όμως της μάχης θα αλλάξει άρδην τις νυχτερινές ώρες.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, συνηθισμένοι από τις μέρες της γερμανικής Κατοχής στο νυχτερινό αγώνα, έρποντας θα κατορθώσουν να φτάσουν ως το εξωτερικό τείχος των φυλακών.
Εκεί με τη χρήση δυναμίτιδας θα το ανατινάξουν, δημιουργώντας ρήγμα 15 μέτρων και καταστροφή της βόρειας πύλης του στρατοπέδου. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ επιχειρούν αμέσως μια ενθουσιώδη έφοδο.
Όμως οι άντρες της Χωροφυλακής, που ανέμεναν μια τέτοια εξέλιξη, είχαν ήδη δημιουργήσει μια τελική προστατευτική γραμμή, πίσω από τη μάνδρα των φυλακών, την οποία υποστήριζαν με διασταυρούμενα πυρά οπλοπολυβόλων και πολυβόλων.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, παρά το πολύ υψηλό φρόνημα και τη γενναιότητα που επιδεικνύουν, δεν θα μπορέσουν να πλησιάσουν περισσότερο μέσα.
Αντιθέτως θα πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος, αφού οι νεκροί του ΕΛΑΣ μπροστά στο ρήγμα θα φτάσουν σχεδόν τους 100 άντρες.
Μια άμορφη μάζα νεκρών ανταρτών θα καλύψει αυτή την «είσοδο», ενώ οι υπόλοιποι αντάρτες αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
Η μάχη συνεχίζεται με τα ίδια χαρακτηριστικά και μετά το μεσημέρι της 5ης Δεκέμβρη, όταν θα φτάσουν ενισχύσεις από πλευράς των Εγγλέζων: 200 άντρες του Βρετανικού Πεζικού συνοδευόμενοι από 2 άρματα μάχης. Οι αντάρτες, μπροστά στο νέο αυτό δεδομένο, αναγκάζονται να υποχωρήσουν και να διακόψουν τον αγώνα. Το βάρος των απωλειών τους ήταν ήδη πολύ μεγάλο.
Τις επόμενες ημέρες, ο υπουργός των Εσωτερικών διατάζει τη μεταφορά των ποινικών κρατουμένων στην Αίγινα και των δωσιλόγων (200 τον αριθμό) στις φυλακές Αβέρωφ, καθώς ήταν ασύμφορο, ενώ κορυφώνονται οι μάχες στην Αθήνα για να διατηρείται η φρουρά αυτή, χωρίς να χρησιμοποιείται στο πεδίο των μαχών.
Η μάχη του Αρχηγείου Χωροφυλακής
Από τις πρώτες ημέρες της μάχης, ο ΕΛΑΣ έστρεψε τις δυνάμεις του εναντίον του Αρχηγείου της Χωροφυλακής, με απώτερο σκοπό να αφήσει ακέφαλο το Σώμα της Χωροφυλακής, ίσως τον κυριότερο ελληνικό θύλακα αντίστασης που συναντούσαν οι αντάρτες στην Αθήνα.
Το νεοκλασικό κτίριο, που βρίσκεται στην οδό Ιουλιανού με αριθμό 36, είχε το πλεονέκτημα για τους υπερασπιστές του να ομοιάζει με φρούριο, έχοντας πολύ καλή «φυσική» οχύρωση.
Ο διοικητής της Χωροφυλακής, συνταγματάρχης Αργύρης Παπαργύρης, αναμένοντας την επίθεση του ΕΛΑΣ, είχε ορίσει φρούραρχο και υπεύθυνο για την άμυνα και την προπαρασκευή της τον αντισυνταγματάρχη Γ. Θεοχάρη, ενώ και ο ίδιος βρισκόταν εντός του κτιρίου, κατά τις ώρες της πολιορκίας, συντονίζοντας τους αξιωματικούς και οπλίτες του, αλλά και εμψυχώνοντάς τους.
Η συνολική δύναμη των υπερασπιστών ανερχόταν στους 32 αξιωματικούς και 92 οπλίτες. Στην άμυνα όμως του Αρχηγείου υπολογίζονταν 25 οπλίτες με ανάλογο αριθμό αξιωματικών ενώ άλλοι 35 οπλίτες, πάλι με ανάλογο αριθμό αξιωματικών, τελούσαν υπό εφεδρεία.
Ο οπλισμός αποτελούταν από τυφέκια ιταλικής και ελληνικής προέλευσης, συνοδευόμενα από 100 έως 150 φυσίγγια έκαστο, δύο αυτόματα Στεν, ένα οπλοπολυβόλο και περίπου 30 χειροβομβίδες.
Το Αρχηγείο της Χωροφυλακής θα ζητήσει από τις βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις ενισχύσεις σε όπλα και πολεμοφόδια, αλλά το αίτημά του δεν θα βρει ανταπόκριση.
Το σχέδιο άμυνας που καταρτίζει ο Γ. Θεοχάρης προβλέπει την κατάληψη τεσσάρων πολυκατοικιών περιμετρικά του Αρχηγείου, όπου τοποθετείται φρουρά από 4 ομάδες των 4 αντρών. Συγχρόνως δημιουργεί και δύο περιπόλους που καλύπτουν τις διασταυρώσεις των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου–Ιουλιανού και Αριστοτέλους–Ιουλιανού, καθώς και την κατάληψη των οικιών και απέναντι κτιρίων του Αρχηγείου.
Τα παράθυρα του κτιρίου οχυρώνονται σχετικά, ενώ δημιουργούνται και επιπλέον πολεμίστρες.
Από το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ αρχίζει να επιχειρεί εναντίον του Αρχηγείου, ενώ από τα μεσάνυχτα αρχίζει συρροή μεγάλων τμημάτων του. Η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στρέφεται τόσο κατά του Αρχηγείου όσο και κατά του κτιρίου Ειδικής Ασφαλείας, στη συμβολή των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου–Ελπίδος, όπου μάχεται το 4ο Τάγμα Μετεκπαιδεύσεως.
Αυτό θα αντέξει ως τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης του Δεκέμβρη, οπότε οι μαχητές του θα αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν, αφού πρώτα τους έχουν τελειώσει τα πυρομαχικά.
Γεγονός που θα στρέψει το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ εναντίον του Αρχηγείου. Οι αντάρτες θα χρησιμοποιήσουν όλμους στις επιχειρήσεις τους και θα κατορθώσουν να καταλάβουν το σύνολο των κτιρίων περιμετρικά του Αρχηγείου, όπου είχαν τοποθετηθεί άντρες της Χωροφυλακής.
Οι άντρες της Χωροφυλακής θα φονευθούν στο σύνολό τους στα κτίρια αυτά και τώρα ο ΕΛΑΣ είναι αυτός που θα τα χρησιμοποιήσει επιχειρησιακά.
Εκμεταλλευόμενοι την εγγύτητα που τους προσφέρουν προς το Αρχηγείο, θα εκτοξεύουν συνεχώς εναντίον του χειροβομβίδες και δέσμες αυτοσχέδιων εκρηκτικών βομβών, βομβών μολότοφ κτλ. Η κατάσταση είχε γίνει ιδιαίτερα κρίσιμη και ο αγώνας έγερνε φανερά υπέρ των ανταρτών, ενώ το φρόνημα των αντρών της Χωροφυλακής είχε αρχίσει να κάμπτεται, καθώς τα πυρομαχικά τους τελείωναν.
Η κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει όταν, τις πρώτες πρωινές ώρες, εμφανίζονται στο πεδίο της μάχης δύο αγγλικά άρματα μάχης τα οποία τρέπουν σε φυγή τους ΕΛΑΣίτες. Αυτά όμως λίγο αργότερα θα φύγουν από το σημείο εμπλοκής και οι αντάρτες ξεκινούν νέο γύρο επιθέσεων, ακόμα πιο σκληρών από τους προηγούμενους. Οι υπερασπιστές του Αρχηγείου είχαν αρχίσει πια να κάμπτονται και έψαχναν τρόπο διαφυγής.
Αποφασίστηκε από τον Παπαργύρη να επιχειρηθεί έξοδος των δυνάμεων από το Αρχηγείο, αφού ελπίδες νίκης δεν υπήρχαν. Και επιλέχτηκε να γίνει το βράδυ, όπου το σκοτάδι θα έδινε περισσότερες ελπίδες σωτηρίας στους μαχητές.
Με αυτό τον σκοπό ανοίχτηκε καταπακτή, στην πίσω πλευρά της ταράτσας, μέσω της οποίας ήταν δυνατή η κάθοδος στο γκαράζ. Η δυνατότητα εξόδου από την κεντρική πύλη είχε απορριφθεί, καθότι φαινόταν σίγουρο ότι θα οδηγούσε στην απώλεια ολονών.
Έμοιαζε περισσότερο με απόφαση αυτοκτονίας. Η καταπακτή αυτή χρησιμοποιήθηκε τις τελευταίες ώρες της νύχτας προς τις 7 Δεκεμβρίου. Την έξοδό τους βοήθησε ιδιαιτέρως και βρετανικό όχημα μάχης που τους μετέφερε στα Παλαιά Ανάκτορα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το άδειο πλέον Αρχηγείο έπεφτε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Πύρρεια νίκη, που για την επίτευξή της ο ΕΛΑΣ χρειάστηκε να θυσιάσει πολλούς μαχητές του, απέναντι στο υψηλό φρόνημα των χωροφυλάκων.
Ο Αρχηγός της Χωροφυλακής θα γράψει στην έκθεσή του: «Από της πρώτης στιγμής της επιθέσεως ετόνισα εις όλους ότι είναι ανάγκη, χάριν της Ιστορίας της Χωροφυλακής, το Αρχηγείον να μη παραδοθεί επ’ ουδενί λόγω εις τους κομμουνιστάς, αλλά να πολεμήσωμεν μέχρις εξαντλήσεως του τελευταίου φυσιγγίου και να πέσωμεν μέχρι ενός προς παραδειγματισμόν των επερχομένων…
Ο αγών διεξήγετο εκατέρωθεν μετά λύσσης. Οι άνδρες χωρίς ανάπαυσιν εμάχοντο από του μεσονυχτίου, αδιαφορούντες διά τους ριπτομένους όλμους, τας χειροβομβίδας, τας δυναμίτιδας και τα καταρρέοντα επ’ αυτών τμήματα της οικοδομής.
Εις τας προσκλήσεις των κομμουνιστών διά του τηλεβόα όπως παραδοθώμεν απήντων διομοβροντιών· ο κονιορτός των ασβεστωμάτων και τα καπνογόνα τους έπνιγον· τα πεπυρακτωμένα όπλα των τους κατέκαιαν τας χείρας, αλλ’ επ’ ουδενί λόγω εγκατέλειπον τον αγώνα…».
Επίθεση και άμυνα των φυλακών Αβέρωφ
Στις φυλακές Αβέρωφ, οι οποίες βρίσκονταν παρά τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, κρατούνταν γύρω στα 400 άτομα, όλα κατηγορούμενα για συνεργασία με τους Γερμανούς. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολύ σημαντικά πρόσωπα, όπως οι Κουίσκλινγκ, πρωθυπουργοί Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλης, καθώς και άλλοι διατελέσαντες επί Γερμανών σαν υπουργοί και στρατηγοί.
Τους 200 κρατούμενους φρουρούσαν 14 αξιωματικοί και 100 οπλίτες της Χωροφυλακής και μία διμοιρία Εγγλέζων πεζικάριων υπό τη διοίκηση ενός υπολοχαγού.
Η μικρή αυτή φρουρά μετά τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη είχε ενισχυθεί και από περίπου 30 δωσίλογους-κρατούμενους, παλιά στελέχη της Χωροφυλακής, στους οποίους οι Εγγλέζοι είχαν εμπιστευτεί όπλα και τους είχαν εντάξει στο σχέδιο άμυνας.
Ο οπλισμός της φρουράς ήταν ατομικά τυφέκια ιταλικού τύπου συνοδεία 50 φυσιγγίων έκαστο, 4 αυτόματα Στεν και περίπου 70 χειροβομβίδες.
Οπλισμός που συμπληρωνόταν από 5 οπλοπολυβόλα που διέθετε η διμοιρία των Άγγλων. Η παραπάνω περιοχή ήταν στην αρμοδιότητα της ΙΙης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, η οποία από τις 18 Δεκέμβρη θα ρίξει μεγάλο μέρος των δυνάμεών της στην πολιορκία των φυλακών.
Ένας από τους πολύ σημαντικούς λόγους για τον οποίο ο ΕΛΑΣ έριξε ιδιαίτερο βάρος στην επιχείρηση αυτή ήταν ψυχολογικός και απέβλεπε στην εξύψωση του ηθικού των δυνάμεών του όταν θα έπιανε και θα παρέδιδε στα λαϊκά δικαστήρια και την ΟΠΛΑ, «τους σημαντικότερους συνεργάτες των χιτλερικών», κάτι βέβαια το απόλυτα ψευδές.
Η επίθεση του ΕΛΑΣ άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 18ης Δεκεμβρίου. Μέσα σε δύο ώρες, οι ΕΛΑΣίτες κατορθώνουν να φθάσουν ως τη μάνδρα, την οποία και ανατινάζουν με δυναμίτιδα.
Μαζί, καταφέρνουν να παρασύρουν και το σύνολο της πρώτης γραμμής άμυνας των υπερασπιστών των φυλακών. Μέσω των δημιουργηθέντων ρηγμάτων, εισέρχονται εντός των φυλακών και καταλαμβάνουν ένα μέρος τους.
Μαζί καταφέρνουν να πιάσουν και περίπου 130 αιχμαλώτους, οι περισσότεροι κρατούμενοι με την κατηγορία του δωσιλογισμού.
Οι άντρες που αμύνονταν, μαζί με τους υπόλοιπους κρατουμένους, υποχωρώντας συμπτύχθηκαν στο κεντρικό κτίριο μπροστά από την κεντρική είσοδο των φυλακών απ’ όπου συνέχισαν να μάχονται.
Η κατάσταση ώρα με την ώρα χειροτέρευε ως τις 14:00, όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ άρχισαν να δέχονται σφοδρά πυρά από βρετανικά άρματα μάχης, που είχαν εμφανιστεί στην περιοχή, καθώς και καταιγισμό από βολές όλμων από τον Λυκαβηττό.
Το γεγονός αυτό εξαναγκάζει τους αντάρτες να υποχωρήσουν προσωρινά, αλλά και έδωσε στους απομείναντες υπερασπιστές των φυλακών τη δυνατότητα να διαφύγουν.
Πέραν των δικών τους βαρύτατων απωλειών, μόλις οδηγήθηκαν φρουρά και κρατούμενοι μαζί στο προγεφύρωμα των Εγγλέζων στο Φάληρο, διαπιστώθηκε ότι από τους 400 κρατούμενους είχαν επιβιώσει μόλις οι 189, οι οποίοι εστάλησαν στην Αίγυπτο με βρετανικό θωρηκτό πλοίο.
Οι υπόλοιποι κρατούμενοι είτε είχαν πεθάνει την ώρα της μάχης είτε, όσοι είχαν αιχμαλωτιστεί, οδηγούνταν στα αυτοσχέδια λαϊκά δικαστήρια και φυσικά στη δημόσια εκτέλεσή τους με την κατηγορία του δωσιλογισμού.
Στις 19 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τις φυλακές και πρόκειται για μία απ’ τις τελευταίες σημαντικές του νίκες στο μέτωπο των Αθηνών. Οι φυλακές θα ανατιναχθούν από τον ΕΛΑΣ στις 23 Δεκέμβρη.
Η άμυνα των Ανακτόρων και η δράση του 141 Τάγματος Εθνοφυλακής
Από την αρχή των επιχειρήσεων του Δεκέμβρη, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μη ύπαρξης τακτικού στρατού, από την πλευρά της, αφού οι μοναδικές στρατιωτικές δυνάμεις που είχε υπό τις διαταγές της ήταν η Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι.
Στο πρόβλημα αυτό θα προσπαθήσει να δώσει λύση, δημιουργώντας νέα τμήματα στρατού ή μονάδες εθνοφυλακής.
Συνήθως η «μαγιά» για τη δημιουργία αυτών των τμημάτων προερχόταν από τις υπάρχουσες ήδη δομές (Χωροφυλακή, αντάρτικες οργανώσεις, Ιερός Λόχος, Κλάσεις της Ευελπίδων), καθώς και από εθελοντές.
Το μεγάλο στοίχημα για το στρατηγείο του Σκόμπι ήταν ακριβώς η οργάνωση της δομής και η επαύξηση της επιχειρησιακής ικανότητας των μονάδων αυτών, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τακτικού στρατού και να είναι σε θέση να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στις μάχες του Δεκέμβρη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας δημιουργίας δομών Ελληνικού Στρατού είναι η δημιουργία του 141 Τάγματος Εθνοφυλακής.
Το 141 Τ.Ε. ιδρύεται στις 8 Δεκέμβρη με απόφαση του Αρχηγείου Χωροφυλακής. Επρόκειτο στην ουσία για τη συνένωση και συγκρότηση σε τάγμα των δυνάμεων που στρατοπέδευαν στα Παλαιά Ανάκτορα.
Πιο συγκεκριμένα, το 141 Τ.Ε. είχε προέλθει από τη συνένωση τριών λόχων της Χωροφυλακής με περίπου 100 εθνοφύλακες και υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γεώργιου Καροφυλλάκη.
Μέσα σε λίγες μέρες, ικανές αριθμητικά νέες στρατολογίες οδήγησαν τους λόχους και στις διμοιρίες του 141 Τ.Ε. να εμφανίζουν πληρότητα άνω του 100% ,ώστε να μπορεί να παίξει τον δικό του ρόλον αναλαμβάνοντας αυτόνομα πλήθος αποστολών.
Κατά τις πρώτες ημέρες δημιουργίας του, το Τ.Ε. είχε την αποστολή εκτέλεσης περιπολιών στον περίγυρο του Εθνικού Κήπου και απόκρουσης τυχόν επιθέσεων των ανταρτών. Το Τ.Ε. εξοπλίστηκε άρτια από τους Εγγλέζους και στις 11 του Δεκέμβρη έλαβε εντολή και μεταστάθμευσε προς το στρατιωτικό νοσοκομείου του Γουδίου. Εκεί υπάχθηκε στην ΙΙΙη Ταξιαρχία του Ρίμινι.
Ο 1ος και ο 2ος Λόχος του συμμετείχαν επιτυχώς σε προσβολές δυνάμεων του ΕΛΑΣ γύρω από το νοσοκομείο «Η Σωτηρία». Επίσης αργότερα ανέλαβε την οργάνωση και εκτέλεση της άμυνας της περιοχής Γουδίου, όπου σημείωσε μεγάλες επιτυχίες εναντίον των επιτιθέμενων ΕΛΑΣιτών.
Ένας λόχος τους συμμετείχε και στην άμυνα της εφορίας υλικού πολέμου, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με επίλεκτες δυνάμεις του ΕΛΑΣ Καισαριανής. Η διοίκηση του τάγματος είχε οριστεί στους στρατώνες πεδινού πυροβολικού. Από τις 13 Δεκέμβρη, το τάγμα υπάχθηκε στη 13η Τεθωρακισμένη Αγγλική Ταξιαρχία και άρχισε να επιχειρεί μαζί με τις τεθωρακισμένες δυνάμεις των Βρετανών.
Μεγάλη συμβολή επιχειρησιακά είχε και στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις 18 Δεκεμβρίου στο λόφο του Λυκαβηττού, όπου θα καταφέρει σε λίγες ώρες να καταληφθεί το δασύλλιο του Λυκαβηττού μια και καλή για τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Το γεγονός αυτό είχε μεγάλη σημασία, καθώς στον Λυκαβηττό οι Εγγλέζοι θα τοποθετούσαν Μοίρες πυροβολικού κερδίζοντας πλεονέκτημα στον αγώνα γύρω από το κέντρο της Αθήνας.
Επίσης, καθοριστική θα είναι η συμβολή του και στην προσπάθεια απεγκλωβισμού των υπερασπιστών των φυλακών Αβέρωφ. Ο Τ.Ε. θα συμμετάσχει και σε πλήθος εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στο κέντρο της Αθήνας, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας αλλά και στα Τουρκοβούνια, ενώ θα αναλάβει και τη φρούρηση διαφόρων κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας, πολλά από τα οποία θα τα υπερασπιστεί με μεγάλη επιτυχία.
Από τις 10 Γενάρη του 1945 και μετά θα εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και θα μετακινηθεί προς τα Μεσόγεια αναλαμβάνοντας σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, έχοντας ήδη επιτελέσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα Δεκεμβριανά.
Επί της ουσίας, το 141 Τ.Ε., λειτουργώντας ευέλικτα επιχειρησιακά και στηριζόμενο στον ενθουσιασμό των αντρών του, κατάφερε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να αναδειχθεί σε μια από τις πιο σημαντικές ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις που είχε υπό τις διαταγές του το στρατηγείο του Σκόμπι. Γεγονός που ο ίδιος ο Σκόμπι αργότερα θα το αναφέρει, εξαίροντας το ρόλο των Ελλήνων που πολέμησαν πλάι πλάι με τις βρετανικές δυνάμεις.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η ευελιξία με την οποία λειτουργούσε το τάγμα αυτό στις δύσκολες συνθήκες της μάχης εντός κατοικημένης περιοχής, επιχειρησιακά παραπέμπει σε σύγχρονα στρατιωτικά δόγματα.
Ο ηττημένος ΕΛΑΣ εγκαταλείπει την Αθήνα
Με την αρχή του νέου έτους οι μάχες του ΕΛΑΣ στην Αθήνα δεν έχουν άλλο σκοπό από την κάλυψη της εξόδου των μαχητών του και των δεκάδων χιλιάδων ομήρων που κρατά στα χέρια του. Στις 7 Γενάρη αντιπροσωπεία του ΕΛΑΣ συναντά τον Σκόμπι και του ανακοινώνει πως οι αντάρτες αποδέχονται τους όρους κατάπαυσης του πυρός.
Σύμφωνα με αυτούς, τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ υποχρεούνται να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα σε απόσταση 150 χλμ. βόρεια και δυτικά αυτής. Ταυτόχρονα αναλαμβάνουν και την υποχρέωση να εκκενώσει ο ΕΛΑΣ τη Θεσσαλονίκη και την Πελοπόννησο.
Οι εχθροπραξίες προβλέπονταν να τερματιστούν στις 15 Γενάρη, αφού είχαν εκπληρωθεί οι πιο πάνω όροι. Ταυτόχρονα, η εκεχειρία προέβλεπε και την ανταλλαγή των ομήρων σε αναλογία ένα προς ένα. Στις 7 Γενάρη σημειώνονται και οι τελευταίες εχθροπραξίες μικρής κλίμακας στον Πειραιά, ο οποίος περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια του Σκόμπι μαζί και με όλες τις κεντρικές λεωφόρους της πρωτεύουσας.
Η συντεταγμένη υποχώρηση του ΕΛΑΣ έχει ξεκινήσει από τις 5 Γενάρη. Δημιουργούνται στους δρόμους τεράστιες πομπές ανθρώπων που με τα πόδια οδεύουν προς τη Λαμία.
Η υποχώρησή τους συνοδεύεται από καταιγιστικό πυρ από πλευράς Εγγλέζων που οδηγεί σε περαιτέρω απώλειες. Μπροστά από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ πορεύονται οι όμηροί του.
Η βρετανική Αεροπορία κάνει ρίψεις μεταλλικών κιβωτίων με τροφή προς τους ομήρους, ενώ, συναντώντας τους αντάρτες, βάλλει ακατάπαυστα. Από το πρωί της 6ης Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ απουσιάζει ολοκληρωτικά από την πρωτεύουσα.
Οδεύει προς την επαρχία, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τον ίδιο. Οι δυνάμεις που διοικούν οι Άρης και Σαράφης είναι πέντε μεραρχίες.
Στις 6 Γενάρη θα σημειωθεί και η τελευταία μικρή μάχη. Ομάδα της ΕΠΟΝ χτυπάει στο πέρασμά της το παλάτι του Τατοΐου, το οποίο φρουρείται από μικρή εγγλέζικη φρουρά.
Πρόκειται για χτύπημα συμβολικό και αυθόρμητο, που δεν υπαγορεύεται από καμία διαταγή των επιτελείων ή την όποια σκοπιμότητα.
Οι Βρετανοί αιφνιδιάζονται και οι ΕΠΟΝίτες θα πιάσουν και αιχμαλώτους που θα τους παραδώσουν στη 2η Μεραρχία. Οι Βρετανοί θα προσπαθήσουν να προελάσουν με την ελπίδα ότι ίσως καταλάβουν και τη Θήβα. Θα αποκρουστούν όμως γρήγορα από έφιππα τμήματα του Μπουκουβάλα, ο οποίος έχει κατέβει με δυνάμεις του από τη Θεσσαλία για να προστατεύσει την υποχώρηση του ΕΛΑΣ.
Στις 8 του μηνός οι ΕΛΑΣίτες καταφθάνουν στο στενό των Θερμοπυλών όπου σταματούν για να ξεκουραστούν. Επικρατεί σύγχυση στις γραμμές των ανταρτών και κάποιοι νομίζουν ότι θα δώσουν εκεί μάχη.
Κατάκοποι, ακούν τη διαταγή που προβλέπει καμία στάση ή ανάπαυση ως τη Λαμία. Εξαντλημένοι φθάνουν στη Λαμία, πόλη-φρούριο του ΕΛΑΣ. Εκεί βρίσκουν ένα διαφορετικό κλίμα από αυτό που είχαν αφήσει στην πρωτεύουσα. Οι κάτοικοι τούς υποδέχονται με ένα μεγάλο πανηγύρι.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ της Αθήνας μετά από 33 ημέρες εξαντλητικών μαχών και τη μεγάλη αυτή υποχώρηση βρίσκουν τη δυνατότητα να ξεκουραστούν σε μια πόλη όπου επικρατούν ολοκληρωτικά. Στη διάρκεια του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Γενάρη οι αντάρτες της Αθήνας συγκεντρώνονται στην πόλη των Τρικάλων όπου εκεί εδρεύει και το Γενικό Επιτελείο του ΕΛΑΣ.
Το κύριο ζήτημα που πρέπει να ρυθμιστεί τώρα είναι το θέμα της ανταλλαγής των ομήρων. Ο Σιάντος στέλνει στην Αθήνα αντιπροσωπεία του ΕΛΑΣ για να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Εγγλέζους. Επικεφαλής ορίζεται ο Τζίμας.
Η αντιπροσωπεία καταφθάνει στην Αθήνα και συναντιέται με τον Σκόμπι, ο οποίος, με το πρόσχημα ότι δεν έχει καμία ενημέρωση για την αποστολή τους, τους οδηγεί σε ένα μικρό δωμάτιο του Γενικού Στρατηγείου.
Εκεί ενημερώνονται πως τελούν υπό κράτηση για παράβαση των όρων της εκεχειρίας και παράνομη είσοδο στην Αθήνα. Αντιμετωπίζονται περισσότερο σαν μαφιόζοι παρά ως αντιπρόσωποι στρατεύματος.
Ο Τζίμας αρχίζει απεργία πείνας, αλλά μετά από μία ημέρα ο στρατηγός Σκόμπι τον ελευθερώνει και αρχίζουν τις συζητήσεις για το θέμα των ομήρων. Οι συζητήσεις δεν θα κρατήσουν παραπάνω από 3 ώρες.
Μετά η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ θα αποχωρήσει συνοδεία τεθωρακισμένων. Γίνεται φανερό πως οι Εγγλέζοι δεν ελέγχουν σε τέτοιο βαθμό την πόλη ώστε να μπορούν να εγγυηθούν για την ασφάλειά τους.
Αυτή τη φορά όμως όχι από τη δράση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, αλλά από τη δράση παραστρατιωτικών ομάδων που συγκροτούνταν από πολλές φορές και από παλιούς συνεργάτες των Ναζί. Δρουν ανενόχλητες στις συνοικίες «καθαρίζοντας αυτές από τον κομμουνιστικό κίνδυνο».
Τα δύο στρατόπεδα βρίσκονται πια στο στάδιο της προπαρασκευής για τις μεταξύ τους συνομιλίες που πρέπει να οδηγήσουν σε μια συμφωνία που θα εμπεδώνει οριστικά την ειρήνη. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το θέλημα και η βούληση του ελληνικού λαού, που μόλις έβγαινε από μια σκληρότατη Κατοχή.
Κατοχή που είχε πληρώσει με βαρύ φόρο αίματος, αλλά και με την πλήρη οικονομική καταστροφή της χώρας. Εν ολίγοις, οδεύουμε προς τη συμφωνία της Βάρκιζας, ασχέτως του αν αυτή τελικώς το μόνο που θα καταφέρει θα είναι η εμπέδωση μιας πιο μεγάλης εκεχειρίας προετοιμασίας για τον τριετή ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Η μάχη της Αθήνας θα αποτελέσει τελικά μόνο την αφετηρία, την εισαγωγή ενός δράματος που έρχεται να προστεθεί στις κακουχίες του ελληνικού λαού.
Επίλογος
Ο επίλογος για τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44 της Αθήνας δεν μπορεί παρά να είναι μια αναφορά στον τριετή εμφύλιο πόλεμο του ’46-’49. Ενός εμφυλίου πολέμου που οι 33 ημέρες μαχών υπήρξαν, θα μπορούσαμε να πούμε, το πρώτο του κομμάτι, ο αιματηρός του πρόλογος.
Γιατί αν ο Δεκέμβρης και η συμφωνία της Βάρκιζας αναδεικνύουν και διδάσκουν κάτι, αυτό είναι η αδυναμία συνεννόησης και τελικά συμφιλίωσης των δύο στρατοπέδων.
Η πολιτική «συμφιλίωσης», λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί ακόρεστα και από τα δύο στρατόπεδα, μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών αναδεικνύεται λοιπόν απλή ρητορεία.
Η μη συμμετοχή της Αριστεράς στις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946, αλλά και η ανένδοτη στάση της κυβέρνησης, θα βαθύνουν ακόμη περισσότερο το χάσμα. Παντού στην Ελλάδα οπλισμένες ομάδες δρουν σχεδόν ανενόχλητες και από τα δύο στρατόπεδα, ενώ το επίσημο κράτος φαίνεται ανήμπορο να αντιδράσει και να ελέγξει την κατάσταση.
Πολύ περισσότερο από ένα σημείο και μετά, η ίδια η κυβέρνηση θα σπρώξει τα πράγματα προς το χειρότερο, όταν χιλιάδες κομμουνιστές αλλά και άλλοι μαχητές του ΕΛΑΣ αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας καταλήγουν σε δικαστήρια και έκτακτα στρατοδικεία, όπου τους βαραίνουν κατηγορίες του κοινού ποινικού δικαίου. Στην ουσία δικάζονται για την πολιτική δράση τους.
Τον Ιούλιο του 1945, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης συναντιέται με τον Μάρκο Βαφειάδη για να συζητήσουν τη δυνατότητα ανασύνταξης εξοπλισμού και ενσωμάτωσης σε ένα ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο των αντάρτικων ομάδων που διάσπαρτες δρουν στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Ο Ζαχαριάδης θα επιμείνει στα πιο κάτω σημεία:
1) Η στρατολόγηση πρέπει να γίνεται αποκλειστικά σε εθελοντική βάση.
2) Ο Βαφειάδης πρέπει να αποφύγει την ενσωμάτωση οργανωμένων μονάδων του Ελληνικού Στρατού που θα εξέφραζαν την πρόθεση να περάσουν με το μέρος των ανταρτών. Να δέχεται μόνο μεμονωμένους εθελοντές.
3) Η στρατιωτική δράση να περιοριστεί στις παρακρατικές βασιλικές ομάδες χωρίς να επεκταθεί στον εθνικό στρατό.
4) Η στρατιωτική δράση να έχει αποκλειστικό αμυντικό χαρακτήρα.
5) Η πολιτική της συμφιλίωσης διατηρείται και η πολιτική δραστηριότητα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση.
Εκείνο που επιδιώκουν είναι μέσω της αυτοάμυνας να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Με αυτό το πλαίσιο ως οδηγό, ο Βαφειάδης αρχίζει προσπάθεια ανασύνταξης των ανταρτών. Προς το παρόν, οι αριστεροί αντάρτες δεν ξεπερνούν τους 1.500 σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Το πρώτο που κάνει ο Βαφειάδης, είναι να συναντηθεί με παλιούς καπετάνιους του ΕΛΑΣ, να τους πείσει να ξαναβγούν στο βουνό και να αναλάβουν επικεφαλής αντάρτικων σχηματισμών. Στην αντίθετη παράταξη καταγράφονται κάτι παραπάνω από 200 μοναρχικές ομάδες όπου η καθεμία από αυτές μετράει περίπου 100 άντρες.
Μπαίνοντας στο καλοκαίρι του ’45, οι μοναρχικές ομάδες με τη στήριξη του επίσημου κράτους κλιμακώνουν τη δράση τους εναντίον των παλιών μελών και στελεχώνουν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αλλά και η κυβέρνηση Τσαλδάρη σκληραίνει τη στάση της προς τους παλιούς ΕΑΜίτες. Αυτή η μισαλλόδοξη στάση αναγκάζει πολλούς παλιούς αντάρτες να αναζητήσουν το δρόμο ξανά προς το βουνό. Με την είσοδο του φθινοπώρου, ο συνολικός αριθμός ανταρτών θα ξεπερνάει τις 5.000. Ο Βαφειάδης δεν φαίνεται όντως να έχει αποκτήσει τον έλεγχό τους.
Την 1η Σεπτέμβρη διοργανώνεται το δημοψήφισμα για τον τελικό χαρακτήρα του πολιτειακού συστήματος στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα βγάζει ένα 68% να υποστηρίζει την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη ζητάει από την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, νέα οικονομική βοήθεια.
Αυτή τη φορά και σε στρατιωτικό υλικό, όπλα και πυρομαχικά. Από εδώ και πέρα, η δράση των «ληστοσυμμοριτών» παύει να απασχολεί την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Γίνεται υπόθεση του στρατού. Στις 28 Οκτώβρη του ’46, ο Βαφειάδης αναγγέλλει την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ). Πλέον ο εμφύλιος πόλεμος έχει κηρυχθεί και από τις δύο πλευρές.
Επιγραμματικά, για τον εμφύλιο πόλεμο μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής: Θα διαρκέσει τρία χρόνια και θα επεκταθεί σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα ακόμα και τη νησιωτική. Η ηγεσία του ΔΣΕ εξαρχής θα θέσει τον στόχο της μετατροπής του σε τακτικό στρατό, πράγμα που δεν θα το επιτύχει ποτέ.
Οι πιο σημαντικές του επιτυχίες εναντίον του κυβερνητικού στρατού θα είναι η ολιγοήμερη κατοχή των πόλεων της Καρδίτσας και του Καρπενησίου. Όμως σιγά σιγά η δράση του θα περιοριστεί δραστικά. Αρχικά ο ΔΣΕ θα πάψει να υφίσταται στην Πελοπόννησο. Το καλοκαίρι του ’49 οι δυνάμεις του ΔΣΕ έχουν περιοριστεί δραματικά στις βουνοκορφές της Πίνδου, στο Βίτσι και στο Γράμμο. Στις 19 Αυγούστου το Γ’ Σώμα Στρατού ξεκινά τις τελευταίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε αυτές τις βουνοκορφές.
Οι Αμερικανοί σε αυτές τις επιχειρήσεις θα δοκιμάσουν και ένα καινούργιο πολεμικό όπλο τους, τη βόμβα Ναπάλμ. Μέχρι το τέλος του Αυγούστου πέφτει και το τελευταίο οχυρό του ΔΣΕ. Οι τελευταίοι αντάρτες περνούν κατάκοποι στο έδαφος της Αλβανίας για να μοιραστούν από εκεί στο σύνολο των σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΔΣΕ «Η Ελεύθερη Ελλάδα» θα ανακοινώσει λίγο αργότερα το τέλος του Εμφυλίου.
Την Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1949 ανακοινώνεται τα εξής: «Η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση σταματάει τις εχθροπραξίες για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή της Ελλάδος.
Ο δημοκρατικός στρατός δεν κατέθεσε τα όπλα, αλλά σταμάτησε προς το παρόν τις επιχειρήσεις. Αυτό δεν σημαίνει» συνεχίζει η ανακοίνωση «ότι οι Έλληνες παραιτούνται από τον αγώνα για τα δίκαια του λαού. Οι Αγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι μοναρχοφασίστες πράκτορές τους γελιούνται αν νομίζουν ότι ο αγώνας τελείωσε και ότι ο ΔΣΕ έπαψε να υπάρχει». Στην πραγματικότητα ο ΔΣΕ έχει πάψει να υπάρχει.
Νικημένος από ένα στρατό με σαφή υπεροπλία χάρη και στην εμπλοκή τη στρατιωτική των ΗΠΑ αλλά και απέναντι σε ένα λαό πλήρως εξαθλιωμένο, το μόνο που ζητάει είναι ειρήνευση.
Τα αποτελέσματα του Εμφυλίου είναι συγκλονιστικά. Ο τριετής εμφύλιος σπαραγμός αφήνει πίσω του περίπου 150.000 νεκρούς. Αν υπολογίσουμε και τους νεκρούς από τις εκτελέσεις και την πείνα της Κατοχής (η Ελλάδα αναλογικά με τον πληθυσμό της ήταν η δεύτερη χώρα με τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), σχεδόν το 1/10 του ελληνικού πληθυσμού έχει χαθεί σε μια δεκαετία.
Ταυτόχρονα κάποιες δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων περνούν τα βόρεια σύνορα της χώρας και εγκαθίστανται στην Ανατολική Ευρώπη. Πολλοί από αυτούς για να μη γυρίσουν ποτέ.
Κάποιοι για να επαναπατριστούν δεκαετίες μετά. Συγχρόνως η Ελλάδα, εδώ και τρία χρόνια, αντί να βρίσκεται στο στάδιο της ανασυγκρότησης των υποδομών της και της οικονομίας της, συνεχίζει να καταστρέφεται απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ό,τι είχε αφήσει όρθιο η γερμανική Κατοχή το έχει σαρώσει πια ο εμφύλιος πόλεμος. Πληγές που θα χρειαστούν δεκαετίες για να γιατρευτούν.
Όσο τα κράτη της Ευρώπης κυνηγούν δείκτες ανασυγκρότησης, η Ελλάδα θα παραμένει υπανάπτυκτη υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών σε πολύ κακή τιμή.
Ταυτόχρονα, το τέλος του Εμφυλίου δεν συνοδεύεται και από το τέλος της μισαλλοδοξίας και των πολιτικών παθών. Αντιθέτως, αυτά θα διαιωνίζονται για δεκαετίες ακόμα.
Οι μισοί Έλληνες θα θεωρηθούν εχθροί του έθνους και θα διωχθούν σκληρά. Στους τόπους εξορίας όπου στέλνονται για να αναμορφωθούν με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, με τη δίωξη των πολιτικών φρονημάτων, με τα έκτακτα και τακτικά στρατοδικεία που θα λειτουργούν για χρόνια ακόμα.
Στην πολιτική ζωή της χώρας, την κοινωνική και οικονομική, θα επικρατήσει ανωμαλία και η εξομάλυνση θα περιμένει για να έρθει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης από το ’74 και μετά. Στους νικητές του Εμφυλίου πέφτει το ιστορικό βάρος ότι δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τη νίκη τους. Η μισαλλοδοξία χτίζει ερείπια επάνω στα ερείπια.
Ο Δεκέμβρης του ’44 λοιπόν, που θα μείνει στην Ιστορία με τον όρο «Δεκεμβριανά», κομίζει μια μεγάλη καταστροφή που λίγοι προφανώς μπορούσαν εξαρχής να την υποπτευθούν. Και η θύμησή του γι’ αυτό το λόγο αξίζει να υπάρχει στη συλλογική μνήμη του σημερινού Ελληνισμού.
Ως υψηλή συναίσθηση και φρόνημα σταθερό μιας σίγουρης επιλογής ενάντια σε ό,τι μπορεί να επιφέρει -έστω και στο μακρινό μέλλον- εθνικό διχασμό. Γιατί από τον πόλεμο γενικά υπάρχει διέξοδος, ενώ από τον εθνικό διχασμό η διέξοδος είναι πολύ πιο δύσκολη, πολύ πιο μακροχρόνια και πολλές φορές οι πληγές που επιφέρει μένουν για πάντα ανεπούλωτες.