Η εισβολή της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Αίγυπτο, που έγινε στο Πορτ Σάιντ τον Νοέμβριο του 1956, είχε δύο στόχους: πρώτον, να εκθρονίσει τον Γκαμάλ-Αμπντ-Αλ-Νάσερ από την ηγεσία της Αιγύπτου και, δεύτερον, να ανακαταλάβει τη διώρυγα του Σουέζ, που είχε εθνικοποιηθεί από την Αίγυπτο.

Για να γίνει αντιληπτό το γιατί είχαν τεθεί αυτοί οι δύο στόχοι, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την άνοδο του ιδίου του Νάσερ, τις σχέσεις του με τη Δύση και τους πολιτικούς αρχηγούς της (ιδιαίτερα με τη Βρετανία) καθώς και τη στρατιωτική και οικονομική σημασία της διώρυγας. Όλα αυτά κατηύθυναν τις διπλωματικές και στρατιωτικές προσπάθειες για την επίτευξη αυτών των στόχων και την «επίλυση» της Κρίσης του Σουέζ.

Η πολιτική σκέψη του Νάσερ

Το 1954 ο Γκαμάλ-Αμπντ-Αλ-Νάσερ αναδείχτηκε πρόεδρος της Αιγύπτου το 1953 μέσα από έντονο ανταγωνισμό στο στρατιωτικό περιβάλλον, και με την κεκαλυμμένη υποστήριξη της CIA.

Ο Νάσερ δημοσίευσε τις πολιτικές του σκέψεις σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η Φιλοσοφία της Επανάστασης», στο οποίο αντιμετώπιζε την Αίγυπτο ως «ηγέτιδα» του αραβικού κόσμου, τοποθετημένη στο κέντρο τριών κύκλων – του αραβικού, του αφρικανικού και του ισλαμικού.

Αυτά τα κείμενα κατέδειξαν και τη σπουδαιότητα που έδινε ο Νάσερ στο να αποτινάξει η Αίγυπτος τον ζυγό της αποικιοκρατίας στο πλαίσιο της Κίνησης των Αδεσμεύτων και του αραβικού εθνικισμού, που ξυπνούσε το μίσος προς το Ισραήλ, τις παλαιές επικρατούσες φατρίες-οικογένειες της Αιγύπτου και τη δυτική αποικιοκρατία.

Παράλληλα, ο Άντονυ Ίντεν είχε τονίσει τη σπουδαιότητα του ρόλου του δυτικού κόσμου, ρόλος που συνίστατο σε «τρεις επάλληλους κύκλους»: την αγγλοαμερικανική συμμαχία, την Κοινοπολιτεία των Εθνών και την ένωση της Δυτικής Ευρώπης… (σημ. 3). Παράλληλα, είχε σχολιάσει ευνοϊκά τη «Φιλοσοφία» όταν αργότερα (1955) είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο και τον Νάσερ (σημ. 4).

Ο Νάσερ και η Δύση

Παρά το ότι αρχικά ήταν αρκετά στενές, οι σχέσεις του Νάσερ με τη Δύση γρήγορα χειροτέρεψαν εξαιτίας των ενεργειών του και της άρνησης της Βρετανίας να αναγνωρίσει ότι η Αίγυπτος μπορούσε δικαιωματικά να αποτελέσει μία κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, που θα επέφερε νέα μείωση της επιρροής τους στη Μέση Ανατολή. Κάποιοι, και ιδιαίτερα οι Γάλλοι, διέκριναν μεταξύ της σχετικά ανώδυνης «Φιλοσοφίας» και του «Mein Kampf» μια σχέση.

Και ήταν τότε που έγιναν οι πρώτες συγκρίσεις Νάσερ και Χίτλερ (ο Ίντεν αποκαλούσε τον Νάσερ «Μουσολίνι της Μεσογείου»), και γελοίοι συσχετισμοί του κατευνασμού και της κατοχής της Ρηνανίας με την εθνικοποίηση της Διώρυγας. Επίσης, σύμφωνα με το γαλλικό Δίκαιο, ο αραβικός εθνικισμός ήταν ταυτόσημος με τον κομμουνισμό (ακόμη και πριν ο Νάσερ στραφεί προς τη Σοβιετική Ένωση για εξοπλισμό και προμήθεια όπλων), γεγονός που οδήγησε στη στήριξη του Ισραήλ από τη Γαλλία.

Ο Ίντεν αρχικά επιδίωξε μια συμφωνία με την Αίγυπτο για τη Διώρυγα, η οποία όμως καταψηφίστηκε από τον Τσόρτσιλ, διότι ο τελευταίος ήταν σθεναρά αντίθετος με την αποχώρηση των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις βρετανικές αποικίες. Ο Νάσερ τελικά επέβαλε τη στρατιωτική του κυβέρνηση («χούντα»), προσεταιρίστηκε τους μετριοπαθείς εθνικιστές και εθνικοποίησε το Κανάλι.

Η Βρετανία, τον Δεκέμβριο του 1954, κατέληξε σε συμφωνία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αίγυπτο μέχρι το 1956, μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, διακοπτόμενες από ανταρτοπόλεμο, τρομοκρατικές ενέργειες κατά των βρετανικών στρατευμάτων στη Διώρυγα του Σουέζ και αιματηρές οχλοκρατικές εκδηλώσεις στο Κάιρο.

Η Διώρυγα του Σουέζ αναγνωριζόταν πλέον ως αναπόσπαστο τμήμα της Αιγύπτου. Αυτές οι διαπραγματεύσεις, όπως και προηγούμενες για το Σουδάν, άρχισαν να προκαλούν την αντιπάθεια του Ίντεν για τον Νάσερ. Ο τελευταίος στο μεταξύ προωθούσε επιχείρηση προπαγάνδας εναντίον του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην Αφρική, καλώντας σε εξέγερση τα αφρικανικά κράτη.

Η Βρετανία, προσπαθώντας να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή, επιχείρησε να σφυρηλατήσει μια νέα συμμαχία, την επονομαζόμενη «Συμφωνία της Βαγδάτης», μεταξύ της Τουρκίας, του Ιράκ και του Πακιστάν, εναντίον της σοβιετικής «απειλής» στη Μέση Ανατολή.

Τότε όμως η ραδιοφωνική προπαγάνδα του Νάσερ έφθασε σε νέες ακρότητες καθώς το Ιράκ, που ανταγωνιζόταν την Αίγυπτο για το ρόλο του ηγέτη των Αράβων, επιτίθετο διπλωματικά εναντίον της τελευταίας με την υποστήριξη της Βρετανίας. Παράλληλα, έγινε γνωστό ότι η Βρετανία ενθάρρυνε την Ιορδανία και άλλες χώρες να λάβουν μέρος σε αυτόν τον ανταγωνισμό.

Πάντως, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άντονυ Ίντεν δεν ήταν ο πρώτος που ανησύχησε πολύ με την αιγυπτιακή προπαγάνδα (ιδιαίτερα καθώς είχε ακυρώσει μια συμφωνία με τον Νάσερ πιέζοντας την Ιορδανία να συμμετάσχει στη συμφωνία της Βαγδάτης). Όμως, η κρίσιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του προς τον Αιγύπτιο ηγέτη έγινε όταν ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν, προσπαθώντας να συμβιβαστεί με τους Άραβες εθνικιστές της χώρας του, απέλυσε τον Τζον Γκλουμπ και τους Βρετανούς συμβούλους του Ιορδανικού Στρατού. Τότε ο Ίντεν πίστεψε ότι αυτό είχε μεθοδευτεί από τον Νάσερ.

Ο Άντονι Νάτιγκ, τότε υπουργός Εξωτερικών, πίστευε ότι «το δράμα του Σουέζ πραγματικά ξεκίνησε όταν ο Ίντεν, μαθαίνοντας την απόλυση του Γκλουμπ, κήρυξε προσωπικό πόλεμο εναντίον εκείνου που θεωρούσε υπεύθυνο… [εναντίον] του Προέδρου της Αιγύπτου, Γκαμάλ-Αμπντ-Ελ Νάσερ».

Σε απάντηση αναφοράς του Νάτιγκ, που πρότεινε μεθόδους για την «ουδετεροποίηση» της επιρροής του Νάσερ, ο Ίντεν του είπε: «Τι είναι όλες αυτές οι ανοησίες για την απομόνωση του Νάσερ ή την ‘ουδετεροποίησή’ του, όπως την ονομάζεις; Θέλω να καταστραφεί, δεν μπορείς να το καταλάβεις;» Όταν ο Νάτιγκ αποκρίθηκε ότι η πτώση του Νάσερ μπορούσε να δημιουργήσει αναρχία στην Αίγυπτο, ο Ίντεν απάντησε: «Μα δεν θέλω άλλη εναλλακτική πρόταση και δεν μου καίγεται καρφί εάν υπάρχει αναρχία και χάος στην Αίγυπτο». Ο σχεδιασμός των ενεργειών έγινε από την ΜI6 [Military Intelligence 6: στρατιωτική (υπηρεσία) πληροφοριών], ενώ παράλληλα διεξήχθησαν ανεπιτυχείς προσπάθειες να πειστούν οι Αμερικανοί να συμμετάσχουν σε συγκεκαλυμμένες  επιχειρήσεις με απώτερο στόχο την ανατροπή του Νάσερ.

Ταυτόχρονα, η υποστήριξη της Αιγύπτου στις επαναστατημένες εναντίον της Γαλλίας δυνάμεις στον εμφύλιο πόλεμο της Αλγερίας, με προπαγάνδα, οικονομική και υλική βοήθεια, ενίσχυσε το μίσος των Γάλλων για τον Νάσερ. Οι Γάλλοι όμως κακώς πίστευαν ότι το Κάιρο διηύθυνε τον πόλεμο προπαγάνδας.

Οι ΗΠΑ εν τω μεταξύ προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάποια απόσταση από τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής, όπου δεν είχαν ακόμη σοβαρά εμπλακεί. Εκείνοι, περισσότερο από τους συμμάχους τους, είδαν την απειλή της περιοχής υπό το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου, αφού ο κομμουνισμός ήταν ο κύριος αντίπαλός τους. Την ίδια εποχή ο Νάσερ διαπραγματευόταν με τους Αμερικανούς την αγορά όπλων για να εξοπλιστεί εναντίον του Ισραήλ, ενώ προσπαθούσε να απαλλάξει την Αίγυπτο από τους Βρετανούς.

Η αμερικανική αδιαφορία για τις εξοπλιστικές του ανάγκες (παρ’ όλη την υποστήριξη του Πενταγώνου) και η υποτίμηση των απειλών του εναντίον του Ισραήλ, τον οδήγησαν σε μαζική συμφωνία αγοράς στρατιωτικού υλικού από την Τσεχοσλοβακία, δηλαδή από τους Σοβιετικούς.

Αυτό, σε συνδυασμό με την αναγνώριση της Αιγύπτου από την Κίνα ως τμήματος της τριτοκοσμικής πολιτικής της, έκανε τους Αμερικανούς να βλέπουν την Αίγυπτο του Νάσερ ως πιθανή δίοδο του κομμουνισμού στην περιοχή, ανεξάρτητα από τη σκληρή μεταχείρισή του προς το τοπικό κομμουνιστικό κόμμα και την ομολογουμένως τριτοκοσμική πολιτική του.

Σημαντική παράμετρο αποτέλεσε και το σχεδιαζόμενο μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα του Ασουάν. Το φράγμα θα έλεγχε τις πλημμύρες του Νείλου, προκειμένου να αναπτυχθεί η γεωργία, και θα παρείχε την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια για την εκβιομηχάνιση της Αιγύπτου.

Η Βρετανία υποστήριξε το έργο ως ένα μέσο διατήρησης της ευρωπαϊκής επιρροής στην Αίγυπτο ενάντια στη διεισδυτική πολιτική των Ρώσων. Όμως ο Νάσερ διαπραγματευόταν και με τη Σοβιετική Ένωση σχεδιάζοντας τη σύναψη της βέλτιστης για την Αίγυπτο συμφωνίας.

Ο συνδυασμός των παραπάνω γεγονότων, οι αμφιβολίες για την αιγυπτιακή οικονομία και η γνωστοποίηση των ρωσικών διαπραγματεύσεων προκάλεσαν την υπαναχώρηση των Αμερικανών από την απόφασή τους για οικονομική βοήθεια, με τη Βρετανία να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο . Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην εθνικοποίηση της Διώρυγας από τον Νάσερ, ως μέσο για τη χρηματοδότηση του φράγματος και την προώθηση της απαλλαγής της Αιγύπτου από αποικιακές επιρροές.

Η Διώρυγα

Η Διώρυγα του Σουέζ ήταν ζωτικής σημασίας για τη βρετανική οικονομία, και σε μικρότερη έκταση για την ευρωπαϊκή. Το πετρέλαιο από το διυλιστήριο του Αμπαντάν στο Ιράκ, το μεγαλύτερο στον κόσμο, ερχόταν στην Ευρώπη με πλοία μέσω του Σουέζ. Ετησίως, 70 εκατ. τόνοι πετρελαίου διέρχονταν τη διώρυγα και 60 εκατ. από αυτά κατευθύνονταν στην Κεντρική Ευρώπη, δηλαδή περίπου τα 2/3 της συνολικής πετρελαϊκής παραγωγής.

Η εταιρεία Canal είχε κέρδη της τάξης των 100 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ από τους χρήστες, εκ των οποίων η Αίγυπτος λάμβανε μόλις 3 εκατ. δολάρια.

Η μόνη εναλλακτική διαδρομή στα κοιτάσματα πετρελαίου του Κόλπου και της Αραβίας ήταν ο πολύ μεγαλύτερης απόστασης και χρόνου πλεύσης περίπλους του ακρωτήριου της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική. Υπήρχαν επίσης δύο πετρελαιαγωγοί, που κατέληγαν στη Μεσόγειο, μέσω του Ισραήλ και της Συρίας – από τους οποίους ο ένας συνέχιζε να μεταφέρει το ιρακινό πετρέλαιο ενώ ο άλλος ανατινάχθηκε από τους Σύριους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στρατιωτικά, η Διώρυγα πάντοτε υπήρξε η κύρια οδός σύνδεσης της Βρετανίας με τις αποικιακές της κτήσεις στην Ασία, και ιδιαίτερα με την Ινδία, και το «κλειδί» για τον έλεγχο και την άμυνα των ζωτικών της συμφερόντων στη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική.

Πάντως, η στρατιωτική της σπουδαιότητα μειώθηκε κατά την πυρηνική εποχή και με την ανακάλυψη της βόμβας υδρογόνου. Μια βρετανική αμυντική ανασκόπηση της εποχής κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «η πιθανότητα μεγάλης κλίμακας χερσαίων επιχειρήσεων, που απαιτούν μεγάλη βάση στην περιοχή της Αιγύπτου ήταν αξιοσημείωτα μειωμένη». Το αυξανόμενο βεληνεκές πτήσης των αεροσκαφών έκανε την Αίγυπτο λιγότερο σημαντική ως βάση για στρατιωτικούς σκοπούς και ως ενδιάμεσο σταθμό για τις μεταφορές και τη διοικητική μέριμνα των στρατευμάτων.

Όπως το έθεσε ο Λόιντ, ο τότε Βρετανός υπουργός Εξωτερικών: «Εκείνοι που διαφωνούν ότι το Σουέζ ήταν διαχωριστική γραμμή στην εθνική μας Ιστορία συχνά διατείνονται ότι η κυβέρνηση του Ίντεν ακόμη θεωρούσε τη Βρετανία ικανή για ανεξάρτητη δράση σε παγκόσμια κλίμακα. Χρειαζόταν το Σουέζ, λένε, για να μας πείσει ότι δεν είμαστε πια μεγάλη δύναμη. Μόνο που ξέραμε τα γεγονότα πολύ καλά… Τα αποθέματά μας σε  χρυσό και δολάρια κάλυπταν μόνο εισοδήματα τριών μηνών, γεγονός που έκανε την εξασφάλιση των προμηθειών μας σε πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή τον πλέον σημαντικό παράγοντα». Βέβαια, αυτή η μάλλον διπλή εξήγηση αγνοεί το γεγονός ότι η Διώρυγα συνέχισε να λειτουργεί κανονικά και κάτω από αιγυπτιακή ιδιοκτησία.

Όταν ο Νάσερ εθνικοποίησε τη Διώρυγα, τον Ιούλιο του 1956, εκτίμησε την πιθανότητα επιτυχών βρετανικών και γαλλικών αντιποίνων έως 80% τον Αύγουστο, μειούμενη σε 20% από το τέλος του Σεπτεμβρίου. Πίστευε ότι «εάν πετύχουμε να έχουμε δύο μήνες πολιτικές τοποθετήσεις [αντιδράσεις], θα είμαστε ασφαλείς» – καθώς η παγκόσμια κοινή γνώμη θα κινητοποιούνταν κατά της στρατιωτικής δράσης. Είχε επίσης ενημερωθεί από στρατιωτικούς του συμβούλους ότι θα έπαιρνε τουλάχιστον ένα μήνα για τη Βρετανία και τη Γαλλία να προετοιμάσουν οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση. 

Και στους δύο υπολογισμούς του ήταν σωστός, αλλά απέτυχε να προβλέψει το προσωπικό μίσος που είχαν ο Βρετανός και ο Γάλλος ηγέτης για τον ίδιο και την εξουσία του, στοιχείο που θα έριχνε έξω τους υπολογισμούς του. 

Η μεγαλύτερη στρατιωτική ανησυχία του Νάσερ ήταν το Ισραήλ, που ταυτόχρονα πραγματοποιούσε μαζικές επιδρομές στη Γάζα, την Ιορδανία και τη Συρία σε αντίποινα των επιθέσεων των Φενταγίν εναντίον Ισραηλινών πολιτών και οικονομικών στόχων, που προωθούνταν από τον ίδιο και τις άλλες αραβικές κυβερνήσεις.

«Διπλωματία»

Οι Βρετανοί και Γάλλοι ηγέτες δεν είχαν πραγματική πρόθεση να φθάσουν σε ειρηνική λύση της Κρίσης της Διώρυγας, και αμέσως άρχισαν στρατιωτικές προετοιμασίες και σχέδια για εισβολή στην Αίγυπτο. Δημοσίως, οι περισσότεροι αξιωματούχοι και πρέσβεις περιέγραφαν την επίλυση της κατάστασης ως «το τελευταίο καταφύγιο, τη στρατιωτική λύση».

Ο Ίντεν απεγνωσμένα έψαχνε τη δικαιολογία που χρειαζόταν για τη χρήση των όπλων. Στην «Επιτροπή για την Αίγυπτο» που συστάθηκε από υπουργούς της κυβέρνησής του, συμφωνήθηκε ότι «ενώ ο ύψιστος στόχος μας είναι να δοθεί η Διώρυγα σε καθεστώς διεθνούς ελέγχου, ο άμεσος στόχος μας είναι να επιτύχουμε την πτώση της παρούσας αιγυπτιακής κυβέρνησης». Μια ανακριβής πρόβλεψη ήταν ότι θα υπήρχε λαϊκός ξεσηκωμός εναντίον του Νάσερ εάν γινόταν η εισβολή. Όμως ο Νάσερ είχε ευρύ λαϊκό έρεισμα, που ήταν γνωστό στους διπλωματικούς κύκλους.

Οι Γάλλοι ωστόσο δεν ανησυχούσαν τόσο για τη δικαιολογία εισβολής αλλά ήταν πιο ανυπόμονοι για την ανάληψη της στρατιωτικής δράσης. Οι Nτάλες και Αϊζενχάουερ δεν θέλησαν να βοηθήσουν τη Μεγάλη Βρετανία, και μετά από το 1953 οι χώρες είχαν παράλληλη αλλά διαφορετική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ κατά τις τελευταίες ημέρες της εκλογικής αναμέτρησης έδιναν αντικρουόμενα μηνύματα, με τον υπουργό Εσωτερικών Ντάλες να υποστηρίζει τη βρετανική και γαλλική άποψη, συμβουλεύοντας παράλληλα και τη μη χρήση βίας αλλά χωρίς να την προωθεί ως επιλογή με σταθερότητα και διπλωματική ευκρίνεια.

Όμως ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ήταν τελείως αντίθετος στην ιδέα της στρατιωτικής εμπλοκής, ιδιαίτερα κατά την προεκλογική του εκστρατεία, και αυτό διότι θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν ζωτικά συμφέροντα αναφορικά με το Σουέζ. Οι ΗΠΑ πίστευαν ότι η χρήση βίας πιθανόν να προκαλούσε ρωσική παρέμβαση και σύγκρουση των υπερδυνάμεων. Δημόσια πάντως άρχισαν οι διαβουλεύσεις για μια ειρηνική επίλυση του προβλήματος, ενώ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες για επέμβαση ολοκληρωνόταν.

Οι κυριότερες προσπάθειες, που έγιναν για να επιλυθεί διπλωματικά η κρίση της Διώρυγας, ήταν τρεις και είχαν ως βάση τη λανθασμένη ιδέα ότι οι Αιγύπτιοι ήταν ανίκανοι να λειτουργήσουν τη Διώρυγα μόλις θα αποχωρούσαν οι διεθνείς «πιλότοι» και το προσωπικό λειτουργίας.

Μια πρώτη προσπάθεια αποτέλεσε η σύγκλιση σύσκεψης στο Λονδίνο των κυριότερων χρηστών της διώρυγας. Στη σύσκεψη έγινε επεξεργασία σχεδίου για τη διεθνοποίηση της κυριότητας και της χρήσης της διώρυγας. Το σχέδιο θα λειτουργούσε ως βάση διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο, η οποία όμως είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στη σύσκεψη.

Το συγκεκριμένο σχέδιο παρουσιάστηκε στους Αιγύπτιους, που το απέρριψαν (σημ. 18). Δεύτερον, συζητήθηκε η πρόταση των Αμερικανών για «ένωση» των χρηστών της Διώρυγας: οι πλοιοκτήτες θα συνδέονταν σε μια ένωση, θα διέθεταν τους δικούς τους «πιλότους» για τη διέλευσή της και θα εισέπρατταν τα τέλη οι ίδιοι με σκοπό να μην έχει η Αίγυπτος οικονομικό όφελος. Αυτή η επιλογή γρήγορα εγκαταλείφθηκε όταν φάνηκε ότι οι Αμερικανοί δεν θα χρησιμοποιούσαν βία για να την επιβάλλουν ακόμη και εάν έκλεινε η Διώρυγα.

Τέλος, όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν, η Βρετανία και η Γαλλία αποφάσισαν ότι πρέπει να θέσουν την υπόθεση υπόψη των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ), αλλά πάλι οι ηγέτες τους δεν είχαν την πρόθεση να δοθεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο ειρηνική λύση.

Ο Ίντεν, πράγματι, έγραψε σε ένα τηλεγράφημά του προτείνοντας ένα ρόλο για τις ΗΠΑ: «Παρακαλώ, αφήστε μας να σιωπήσουμε για τα Ηνωμένα Έθνη». Μάλλον, θα «αποκεφάλιζε» κάθε προσπάθεια της Αιγύπτου στα Ηνωμένα Έθνη που θα στιγμάτιζε τους Βρετανούς και τους Γάλλους ως επιτιθέμενους, ενώ για να ικανοποιήσει τη βρετανική κοινή γνώμη τόνιζε ότι έγιναν όλες οι προσπάθειες ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος, παράλληλα δε, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να καταδικάσουν τα ΗΕ την Αίγυπτο ή να «περάσουν» μια λύση σχετικά με τη χρήση βίας που όμως αυτή θα ψηφιζόταν και από τη Ρωσία (8 Οκτωβρίου 1956 στο Συμβούλιο Ασφαλείας).

Οι ΗΠΑ γρήγορα αντιλήφθηκαν τους κινδύνους μέσα από αυτή την ομιχλώδη κατάσταση και προειδοποίησαν τους Βρετανούς να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα τεκταινόμενα στα Ηνωμένα Έθνη και όχι ως δικαιολογία «για να νίψουν τας χείρας τους» στις διαπραγματεύσεις, δίνοντας τελικά και πάλι έμφαση στη μη χρήση βίας. Πάντως, αυτές οι προειδοποιήσεις παραγνωρίστηκαν ή εκλήφθηκαν ως μη σοβαρές.

Ο Λόιντ σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους Γάλλους, τους Αιγύπτιους και τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών πρότεινε ένα σχέδιο έξι σημείων, που πιθανόν να δέχονταν οι Αιγύπτιοι ως βάση για περαιτέρω συζητήσεις στη Γενεύη. Μέχρι τότε πάντως το στρατιωτικό χρονοδιάγραμμα και οι «εξερεθισμένοι» Γάλλοι, σε συνδυασμό με την προσωπική επιθυμία του Ίντεν να απαλλαγεί από τον Νάσερ ματαίωναν κάθε προσπάθεια για ειρηνική επίλυση της κρίσης.

Η ισραηλινή διάσταση

Το Ισραήλ εν τω μεταξύ, εξαγριωμένο από τις ενέργειες των Φενταγίν, το κλείσιμο της Διώρυγας από τον Νάσερ και τις δυσκολίες για την ισραηλινή ναυσιπλοΐα στα στενά του Τιράν, είχε την αφορμή για να επιτεθεί στο Σινά και να ανοίξει τα Στενά, γεγονός που θα επέτρεπε στα πλοία να φθάσουν στον κόλπο του Ελιάτ και της Άκαμπα και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της ερήμου Νεγκέβ.

Οι στενοί δεσμοί του με τους Γάλλους, λόγω των διμερών συμφωνιών για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού και όπλων, σε συνδυασμό με τις προμήθειες όπλων του Νάσερ από την Τσεχοσλοβακία και τις δηλώσεις του ότι θα καταστρέψει το Ισραήλ, οδήγησαν σε πιθανές συζητήσεις για συνδυασμένες στρατιωτικές ενέργειες εναντίον της Αιγύπτου.

Όπως το τοποθετεί ένας Γάλλος συγγραφέας «εκείνοι που δεν ήθελαν να λιώσουν τον Νάσερ για χατίρι της Αλγερίας… ήθελαν να τον λιώσουν για χατίρι του Ισραήλ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Οι Γάλλοι γρήγορα ανέπτυξαν ένα σχέδιο επιχειρήσεων, σύμφωνα με το οποίο μια ισραηλινή εισβολή στο Σινά θα έδινε την δικαιολογία για μια αγγλογαλλική επέμβαση και κατάληψη της Διώρυγας για να την «προστατεύσουν». Ακολουθώντας την ισραηλινή επίθεση, ένα τελεσίγραφο θα δινόταν ταυτόχρονα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, ζητώντας τους να αποσύρουν τα στρατεύματά τους δέκα μίλια από τη Ζώνη της Διώρυγας.

Οι Γάλλοι σωστά προδίκασαν ότι η Αίγυπτος δεν θα το έκανε, και έτσι θα έδιναν στον αντιδραστικό τους σύμμαχο τη δικαιολογία για εισβολή.

Η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι αυτό το σχέδιο προωθήθηκε από τους Γάλλους στους Ισραηλινούς ως «βρετανική πρόταση» και μετά από αριθμό μυστικών συσκέψεων διαφόρων αξιωματούχων και ηγετών των τριών εθνών, συντάχθηκε μυστικό πρωτόκολλο των διαφόρων υποχρεώσεων των τριών κυβερνήσεων, αμέσως μετά τη δύσκολη επίτευξη προόδου του Λόιντ στα Ηνωμένα Έθνη.

Στρατιωτικές επιχειρήσεις

Ο στρατιωτικός σχεδιασμός είχε αρχικά επικεντρωθεί στην εισβολή μέσω της Αλεξάνδρειας, με επακόλουθη επίθεση στο Κάιρο, με σκοπό την καταστροφή του Αιγυπτιακού Στρατού και την καθαίρεση του Νάσερ.

Πάντως, η πρόβλεψη μεγάλου αριθμού απωλειών μεταξύ των πολιτών, η απροθυμία των σχεδιαστών να καταλάβουν το Κάιρο και η έλλειψη πολιτικού σχεδιασμού σε ό,τι αφορά τα επακόλουθα της υποτιθέμενης πτώσης του Νάσερ, οδήγησαν σε πολλές αλλαγές, στο Σχέδιο Επιχειρήσεων «Σωματοφύλακας Ι», στην εισβολή μέσω Αλεξάνδρειας με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Διώρυγας, και μεταγενέστερα στην αναθεώρηση με εισβολή στο Πορτ Σάιντ και το Πορτ Φούαντ, ακολουθούμενη από την ολοκληρωτική κατάληψη της Ζώνης της Διώρυγας.

Η εισβολή έγινε στις 5 Νοεμβρίου, μετά την αποτυχία των αγγλογαλλικών προσπαθειών στα Ηνωμένα Έθνη και την ισραηλινή επίθεση στο Σινά, στις 29 Οκτωβρίου. Η επιχείρηση, παρά τις πολλές τροποποιήσεις του σχεδίου, την έλλειψη ευελιξίας και τη μη αποτελεσματική διοίκηση και έλεγχο, ήταν τελικά επιτυχής αν και κάπως βραδύτερη στην εκτέλεση του χρονοδιαγράμματος από ό,τι επιθυμούσαν οι Γάλλοι. 

Η παγκόσμια κοινή γνώμη, αλλά και ο «προσβεβλημένος» από την εξέλιξη Αϊζενχάουερ (επανεξελέγη στο προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ τη δεύτερη ημέρα της στρατιωτικής επιχείρησης) λειτούργησαν σε βάρος της αγγλογαλλικής Συμμαχίας. Οι ΗΠΑ και τα Ηνωμένα Έθνη παρενέβησαν αφενός οικονομικά αποσύροντας την υποστήριξη της στερλίνας, αφετέρου επέβαλαν κατάπαυση του πυρός, με τους Άγγλους και τους Γάλλους να κατέχουν μόνο το βόρειο τμήμα του Καναλιού.

Ακολούθως, οι εισβολείς αντικαταστάθηκαν από καναδικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση της Δύναμης Επείγουσας Επέμβασης των Ηνωμένων Εθνών, και οι οποίες τελικά αποσύρθηκαν.

Συμπεράσματα

Οι προσωπικές απόψεις των ηγετών του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η κύρια αιτία για την εισβολή στο Σουέζ. Η αυξανόμενη εχθρότητα του Ίντεν κατά του Νάσερ τον έκανε να επιθυμεί να απαλλαγεί από αυτόν, παρ’ όλο που δεν συζητήθηκε άλλη πολιτική εναλλακτική λύση, ενώ υποτιμήθηκε η δύναμη του αραβικού εθνικισμού. Αυτές οι απόψεις χρωματίστηκαν και από φυλετικές διακρίσεις: «…Η αρχηγία ενός αριστοκράτη της ερήμου όπως ο Ίμπν Σαούντ, θα ήταν αποδεκτή, αλλά όχι εκείνη ενός Αιγύπτιου Συνταγματάρχη, φελλαχικής καταγωγής».

Τα εθνικά οικονομικά συμφέροντα, συνδυασμένα με την ισραηλινή «απειλή» για τη Διώρυγα παρείχαν τη «δικαιολογία». Οι ομόκεντροι κύκλοι του Νάσερ και του Ίντεν επικαλύφθηκαν με κέντρο το Σουέζ, γεγονός που ο Ίντεν και άλλοι το θεώρησαν απαράδεκτο. Η στρατιωτική επιχείρηση του Σουέζ απέτυχε στον αντικειμενικό της σκοπό.

Ο Νάσερ ενισχύθηκε από την αντίστασή του και η αραβική κοινή γνώμη πίστεψε, ορθώς σε κάποια έκταση, ότι η ήττα των Αιγυπτίων από τους Ισραηλινούς στο Σινά, οφειλόταν στην αγγλογαλλική επίθεση.

Οι αραβικές θέσεις απέναντι στη Βρετανία και τη Γαλλία σκλήρυναν σε όλη τη Μέση Ανατολή με την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση να οδηγεί σε καταστροφή των αποικιακών συμφερόντων στην περιοχή.

Παράλληλα οι ΗΠΑ, σε κάποιο βαθμό παρά τη θέλησή τους, κλήθηκαν να παίξουν ένα σημαντικότερο ρόλο για να καλύψουν το κενό που άφησαν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, αρχίζοντας με τη σταδιακή εφαρμογή του «Δόγματος Αϊζενχάουερ», το 1957.