Στα σκοτεινά και ατέλειωτα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί Έλληνες υπόδουλοι έπαιρναν τα βουνά για να ζήσουν ελεύθεροι, μη αντέχοντας τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς απ’ τους Τούρκους κατακτητές.
Τους Τούρκους ή Τουρκαλβανούς μπέηδες, αγάδες και πασάδες (αξιωματούχους του Οθωμανικού κράτους), τους ντελήδες (ιππείς), τους μπουλουκμπασήδες (διοικητές στρατολογημένων μπουλουκιών) και τους Τουρκοαιγύπτιους αράπηδες, που τους έστηναν ”χωσιές” (ενέδρες) με σκοπό να τους συλλάβουν και να τους φυλακίσουν ή να τους ”καθαρίσουν” γιατί εκδήλωναν χαρακτήρα ανταπόδοσης και εθνικής αντίστασης.
Κάποιοι Έλληνες σκλάβοι γίνονταν ”βολοντάριοι” (εθελοντές) μισθοφόροι στον ρωσικό στρατό και κάποιοι άλλοι πρόσφυγες. Όπως αυτοί από τον Μοριά που κατέφυγαν στη Ζάκυνθο, αν και έμεναν άνεργοι εκεί, γιατί άλλη δουλειά απ’ τον πόλεμο δεν ήξεραν να κάνουν. Ήταν γεννημένοι για να βαστούν γιαταγάνι και καριοφίλι όλη τους τη ζωή (πηγή: Τάκης Λάππας ”Νικηταράς ο Τουρκοφάγος”).
Υπήρχαν βέβαια κι εκείνοι από τα Φραγκονήσια που κατατάσσονταν στο ελληνικό μισθοφορικό τάγμα των Άγγλων, το οποίο διαλύθηκε όμως το 1816 αναγκάζοντας τους περισσότερους να γίνουν ναύτες σε ελληνικά πυρπολικά ή τουρκικά πλοία (σαν εκείνο του Μεχμέτ Αλή [του βαλή της Αιγύπτου], για παράδειγμα, ο οποίος είχε και Έλληνες στη δούλεψή του απ’ τα Κυκλαδονήσια.
Έλληνες που, μη αντέχοντας στη φτώχεια, αναγκάζονταν να υπηρετούν τον εχθρό. Την μεγαλύτερη ωστόσο φτώχεια αντιμετώπιζαν όσοι έπαιρναν τα βουνά και γίνονταν Κλέφτες (όχι με την έννοια των ληστών, αλλά των πυρήνων αντίστασης στους κατακτητές οι οποίοι τους προκαλούσαν με την ευμάρειά τους).
Αυτή ήταν η αιτία, άλλωστε, που ανάγκαζε τους ”ορεινούς” των βουνών (οι οποίοι περιφέρονταν πειναλέοι με μαντιλοδεμένα πρόσωπα από λαβωματιές) να κατεβαίνουν στα γεμάτα από Τούρκους εποίκους χωριά του κάμπου και να αρπάζουν τα κοπάδια τους, να λεηλατούν τις περιουσίες τους και να ζητούν πλούσια λύτρα απ’ τους οικονομημένους τους οποίους έπιαναν αιχμαλώτους γι’ αυτόν τον λόγο.
Η εν λόγω κατάσταση έγινε γρήγορα μόνιμος πονοκέφαλος για τους κατά τόπους Τούρκους πασάδες και αγάδες, γιατί — όσες προσπάθειες και να έκαναν — τα λημέρια των Ελλήνων Κλεφτών ήταν απάτητα και οι ίδιοι ανίκητοι. Ανίκητοι και ψυχωμένοι.
Γι’ αυτό παρουσιάζονταν, έμπλεοι από αποφασιστικότητα, ως ”προστάτες και εκδικητές των τυραννισμένων και καταδιωγμένων ομοεθνών τους”.
Συμπεριφορά που προκαλούσε τρόμο στους Τούρκους εποίκους, καθώς ζούσαν σε πνεύμα εθνικής αυτοσυνειδησίας, με απλότητα, ομόνοια και αγάπη πάνω στα βουνά. Με στόχο μάλιστα της πολεμική τους ετοιμότητα, εξασκούνταν στη σκοποβολή και πειθαρχούσαν τυφλά στους οπλαρχηγούς των καπετανάτων τους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κατσαντώνης, ο Ζήδρος, ο Γεροδήμος, ο Διάκος, ο Μπότσαρης, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Νικοτσάρας, ο Μηλιώνης και άλλοι.
Οι Κλέφτες είχαν ”ηρωοποιήσει”, ουσιαστικά, την ελεύθερη ζωή και είχαν γίνει ίνδαλμα για τους χριστιανούς ραγιάδες. Κάτι που γινόταν ολοφάνερο κι από το γεγονός ότι οι υποψήφιοι Κλέφτες περίσσευαν στα χωριά του Βερμίου, των Πιερίων, του Ολύμπου, των Χασίων, της Πίνδου κλπ.
Όλοι τους ανεξαίρετα ήταν έμπλεοι όχι μόνο από πατριωτικό, αλλά και από φυσιολατρικό αίσθημα. Γι’ αυτό και ήταν χαρακτηριστικός ο χαιρετισμός και αντιχαιρετισμός τους με τους παλιούς Κλέφτες:
– Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες.
– Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι.
Σε κάθε περίπτωση υποψήφιοι και παλιοί έτρεφαν απύθμενο μίσος για τους κατακτητές. Γι’ αυτό και οι ”ετικεταρισμένοι” ως Κλέφτες καταδίωκαν με μανία τους Τούρκους ευχόμενοι ο ένας στον άλλον ”καλό βόλι”, αφού προτιμούσαν να σκοτωθούν, παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια τους .
Με δεδομένα αυτά, οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Γι’ αυτό και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί τους. Ανέθεσαν μάλιστα σε κάποιους Έλληνες (τους Αρματολούς που ζούσαν στα ”αρματολίκια”), να φυλάνε από τις επιδρομές των Κλεφτών ελληνικές περιφέρειες, ώστε να τηρείται η ησυχία και η τάξη στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Έτσι οι Αρματολοί, επιφορτισμένοι με αστυνομικά καθήκοντα, κατέβαιναν αναγκαστικά από τα ”απάτητα” ορεινά στα πεδινά, στα οποία έμεναν σταδιακά περισσότεροι Τούρκοι έποικοι παρά Έλληνες, γιατί οι περισσότεροι δικοί μας των πεδινών περιοχών αρνούνταν να συμβιβαστούν με τους κατακτητές και ζητούσαν την την ασφάλειά τους στα αρματολίκια.
Οι καπετάνιοι ή καπιτάνοι των αρματολικιών ήταν άνθρωποι ατίθασοι, ανυπότακτοι. Γι’ αυτό και η τουρκική εξουσία πάσχιζε με κάθε τρόπο να τους ”αφοπλίσει” εθνικά και πολιτικά με προνόμια, ένα από τα οποία ήταν το δικαίωμα να μεταβιβάζουν κληρονομικά την αρχηγία, αρκεί να δήλωναν υποταγή στον Τούρκο δερβέναγα της περιοχής τους.
Εννοείται ότι τα έξοδα συντήρησης και οπλισμού των Αρματολών δεν επιβάρυναν το Οθωμανικό κράτος, αλλά τους κατοίκους (Έλληνες και Τούρκους) των περιοχών φύλαξης μέσω ειδικού φόρου που λεγόταν ”λουφές”…
Όσο για τα κριτήρια επιλογής τους, οι Τούρκοι επέλεγαν για Αρματολούς (με σκοπό την αστυνόμευση των Κλεφτών) αυτούς που κατοικούσαν κοντά σε κλεισούρες (”δερβένια”). Τα πρώτα μέλη, σημειωτέον, των ενόπλων αρματολικών σωμάτων είχαν πρωτοσυγκροτηθεί στα Άγραφα της Θεσσαλίας επί Μουράτ Β’ (1421-1451).
Στα χρόνια του γιου του, Μεχμέτ Β’ — απ’ την εποχή ακόμα που έγινε κυρίαρχος στην Πελοπόννησο — είχαν δοθεί προνόμια στους Δερβενοχωρίτες (τα οποία διατήρησαν ως την Ελληνική Επανάσταση (με τον όρο να εξασφαλίσουν τις συγκοινωνίες στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (βλ. Απ. Βακαλόπουλου: Η ανασύνταξη του Ελληνισμού και οι αγώνες του επί Τουρκοκρατίας 1453-1669).
Κατά τους τελευταίους αιώνες μάλιστα της Τουρκοκρατίας, υπό το κράτος του φόβου πολύ πιθανόν μιας διαφαινόμενης εξέγερσης των ”ραγιάδων”, οι Τούρκοι απέδιδαν τον τίτλο του ”Αρματολού” όχι μόνο σε παλιούς Κλέφτες, αλλά και σε ”παλικαράδες” των πόλεων και κωμοπόλεων που δέχονταν να παίζουν αστυνομικό ρόλο επί πληρωμή.
Σε κάθε περίπτωση, οι Αρματολοί διατηρούσαν την αυτονομία τους έχοντας αναλάβει ρόλο… τιμωρού των Κλεφτών, αν και — στην πρώτη σύγκρουσή τους με την τουρκική εξουσία — οι Αρματολοί έπαιρναν πάλι τα βουνά και ξαναγίνονταν Κλέφτες.
Κλέφτες και Αρματολοί γίνονταν ένα, πολύ συχνά, για να φοβερίσουν τους άδικους Τούρκους, τους τοπάρχες, αγάδες και πασάδες ή τους ”τυραννικούς προεστούς”. Γι’ αυτό πέρασαν στις σελίδες της ιστορίας μας από κοινού ως θρυλικοί υπερασπιστές της ελληνικής ελευθερίας.
Όσο για τις κενές θέσεις που άφηναν πίσω τους οι Αρματολοί ξαναγυρνώντας στα παλιά τους λημέρια, αυτές καταλαμβάνονταν από τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες που βρίσκονταν σε… αστυνομική ετοιμότητα, καθώς διατηρούσαν δικά τους ένοπλα σώματα με επικεφαλής τους ”Κάπους”.
Τους Κάπους οι οποίοι — από κοινού με τους Οθωμανούς — καταδίωξαν το 1808 τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα να ζητήσει ο Γέρος του Μοριά καταφύγιο στη Ζάκυνθο σαν κυνηγημένος…
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.