Η Αδαμαντία Μαγδαληνή Μαυρογένους είχε εξέχουσα θέση στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που συμμετείχαν στον Αγώνα.
Ωστόσο, η προσφορά της υποτιμήθηκε και σε κάποιες περιπτώσεις αποσιωπήθηκε. Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα αλλά και την ομορφιά της.
“Οι γυναίκες σήμερα θα έπρεπε να ξέρουν ότι η Μαντώ υπήρξε φεμινίστρια έναν αιώνα πριν εφευρεθεί ο όρος ‘φεμινισμός’. Ήταν μια κούκλα ζωντανή, μορφωμένη όσο λίγες γυναίκες τότε, μιλούσε ξένες γλώσσες και βαριόταν να κεντάει και να κουτσομπολεύει στις βεγγέρες, όπως τα περισσότερα κορίτσια της παντρειάς. Σιχαινόταν τα προξενιά, τις προίκες και γενικά όλα όσα η κοινωνία τής επεφύλασσε. Αποφάσισε να κάνει το δικό της λοιπόν. Έδωσε όλη την τεράστια προίκα της για τον αγώνα, πολέμησε σαν άντρας μαζί με τα παλικάρια και έζησε στη σκηνή του πρίγκιπα Υψηλάντη, του έρωτά της, αστεφάνωτη! Ακόμα και σήμερα αυτές οι πράξεις θεωρούνται παλαβές”, είχε πει σε συνέντευξή της η Λένα Διβάνη, συγγραφέας του βιβλίου “Ζευγάρια που έγραψαν την Ιστορία της Ελλάδας”.
Με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, αποφασίσαμε να ξεδιπλώσουμε την ιστορία μιας σπουδαίας φεμινιστικής φιγούρας για να μάθουμε όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για εκείνη και την συμβολή της στον Αγώνα.
Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη. Ήταν από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες και ασχολούνταν με το εμπόριο. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, κρατούσε το αρχείο των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Ήταν πολύγλωσση και έτσι η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά.
Στην Τεργέστη, λέγεται ότι, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία και κατέβηκε στην Ελλάδα όταν πια η Ελληνική Επανάσταση ήταν στα σκαριά. Διέμενε στην Τήνο ενώ μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818 έσπευσε στη Μύκονο και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά (περίπου ένα εκατομμύριο γαλλικά φράγκα της εποχής εκείνης μαζί με ακριβά κοσμήματα και χρυσαφικά που διέθετε) για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια και την Πελοπόννησο.
Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες της Γαλλίας, έκαναν το όνομά της θρυλικό στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη.
Όταν κατέβηκε στην Πελοπόννησο γνώρισε και τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη με τον οποίο και αρραβωνιάστηκε -υπέγραψαν ένα χαρτί στο οποίο της υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί, κάτι που δεν τηρήθηκε.
Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι, με τους πόρους της να έχουν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί οικογενειακά ακίνητα που είχε στις Κυκλάδες. Ο έρωτάς της με την Υψηλάντη επίσης προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Η Μαντώ έφυγε από την πόλη δύο φόρες, την πρώτη με σωματική βία και τη δεύτερη με εκφοβισμό, δίνοντας σε αυτό τον έρωτα δραματικό τέλος.
Η αθέτηση της υπόσχεσης του Υψηλάντη για τον γάμο, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο, το 1826, με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη που είχε βαλθεί να διαλύσει το δεσμό της με τον πρίγκιπα, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την Μαντώ Μαυρογένους.
Υπέβαλε λοιπόν στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ένα υπόμνημα – κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Το υπόμνημά της δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.
Νέα σχετική αναφορά υπέβαλε λίγες μέρες μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, την 1η Φεβρουαρίου 1828. Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της και της απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, της ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για εκείνη, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν για κατασπατάληση της οικογενειακής περιουσίας και αναγκάζεται να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα για να του ξεδιπλώσει την τραγική κατάστασή της. Δεν έλαβε καμία απάντηση.
Τον Αύγουστο του 1832 πέθανε ο Υψυλάντης και εκείνη αποφάσισε να πάει στην κηδεία του παρότι τις τελευταίες μέρες της ζωής του που η υγεία του ήταν σε επιδείνωση, δεν τον επισκέφτηκε. Τότε η Μαντώ ζούσε στο ίδιο σπίτι που ζούσε όσο είχαν δεσμό -της το είχαν παραχωρήσει.
Στη συνέχεια έφυγε οριστικά από το Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε στην Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1848 η Μαντώ Μαυρογένους θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, στην Παροικία.