Η σύνδεση του Έλληνα με τα όπλα έχει βαθιές ρίζες, όπως έχει επισημανθεί. Από τους προεπαναστατικούς χρόνους, αρχές του 19ου αιώνα, τα όπλα της ηπειρωτικής Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από την Ανατολή.
Αντίθετα οι νησιώτες προμηθεύονταν όπλα, τρομπάνια και πιστόλες από την αγορά της Ευρώπης και συγκεκριμένα από τη Μασσαλία, Ιταλία, Αγγλία και Ισπανία. Την προεπαναστατική περίοδο υπάρχει ποικιλία οπλισμού.
Το κυρίαρχο όπλο όμως που δεσπόζει στον ελλαδικό χώρο και κράτησε στα χέρια του ο Έλληνας μέχρι την απελευθέρωσή του ήταν το «καριοφίλι». Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή από το φυτό καρυόφυλλον που σκαλιζόταν στη μια πλευρά της κάνης. Άλλη εκδοχή είναι το οπλοποιείο της Βενετίας Carlo e figli (Καρόλου και υιών), όπου κατασκευάζονταν πολλά καριοφίλια και ίσως να είναι η πιθανότερη.
Το καριοφίλι ήταν όπλο εμπροσθογεμές, λειόκανο και λειτουργούσε με μηχανισμό πυρόλιθο (τσακμακόπετρα). Το μήκος του ήταν μεταξύ 1,20 και 1,70 με ιδιόμορφο κοντάκι.
Η μακριά κάνη επέτρεπε αρκετό βεληνεκές, αλλά για ευστοχία το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Το καριοφίλι ήταν βαρύ και δύσχρηστο όπλο, ο δε μηχανισμός του πυρόλιθου πολλές φορές δεν πυροδοτούσε εξαιτίας κυρίως των καιρικών συνθηκών. Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά περίπου το 1750 και οι μηχανισμοί πυροδοτήσεώς τους προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία.
Εκτός από το καριοφίλι οι κλέφτες και αρματολοί έφεραν επιπρόσθετα οπλισμό 1 ή 2 πιστόλες και επιπλέον μαχαίρα, γιαταγάνι (χαντζάρα) και πάλα (σπάθα). Οι πιστόλες ήταν επίσης βραχύκανα, λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου και ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες.
Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή σε διαμορφωμένες θήκες. Το γιαταγάνι ήταν ελαφρά κυρτή σπάθα με λαβή χούφτας απλή. Η πάλα ήταν πολύ κυρτή σπάθα με σταυροειδή λαβή, το κυρίως επιθετικό όπλο στις μάχες σώμα με σώμα (γιουρούσια) και εφέρετο από τους αγωνιστές στη μέση τους ή στην ωμοπλάτη περασμένη με κορδόνια.
Πολλές φορές τα γιαταγάνια και οι πάλες καθώς και οι θήκες τους ήταν περίτεχνα διακοσμημένες με ασήμι ή χρυσό. Τα όπλα συμπλήρωναν οι παλάσκες, θήκες που είχαν τα πυρομαχικά (βόλια) καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα.
Τα παραπάνω όπλα, που έμοιαζαν μεταξύ τους αλλά δεν είχαν ενιαίο τύπο, χρησιμοποιήθηκαν από τα τακτικά σώματα, μέχρις όταν άρχισε η σταδιακή αντικατάστασή τους κατά τη διάρκεια του αγώνα από ευρωπαϊκά τυφέκια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από την Ιταλία αλλά και άλλες Ευρωπαικές χώρες.
Τροφοδότης των όπλων της επανάστασης με πυρομαχικά ήταν κυρίως οι μπαρουτόμυλοι των Αφών Σπηλιοτόπουυ στη Δημητσάνα, που ήταν ουσιαστικά η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο οπλισμός των ατάκτων, ημιατάκτων αλλά και των τακτικών στρατευμάτων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αποτελούνταν αρχικά από καριοφίλια και πιστόλες που προέρχονταν από Τούρκους και Βαλκάνιους οπλοπουργούς και βιοτεχνίες, ενώ κάποιοι αγωνιστές έφεραν και ευρωπαϊκά όπλα.
Σταδιακά όμως το σκηνικό αυτό άλλαξε όταν άρχισαν να φθάνουν φορτία ευρωπαϊκών όπλων από τα φιλελληνικά κομιτάτα (επιτροπές) που είχαν ιδρυθεί στις χώρες της Ευρώπης και εργάζονταν για την ενίσχυση της επανάστασης, καθώς και από τα λάφυρα που κυρίευσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε τα ίδια όπλα που έχουμε ήδη αναφέρει.
Τέλος, ο πρώτος τακτικός στρατός της επανάστασης χρησιμοποίησε το τυφέκιο με λόγχη τύπου CHARLEVILLE, γαλλικής προελεύσεως, μοντέλο 1777, εμπροσθογεμές, με μηχανισμό πυρόλιθου και διαμέτρημα 17,53 χιλιοστά.
Επίσης άρχισε να λειτουργεί από το Σεπτέμβριο του 1825 στο Ναύπλιο εργοστασιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικου που υπό τη διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.