Η Λάρισα ή αλλιώς Κάστρο Λάρισα είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ιστορικά κάστρα στην Ελλάδα, το οποίο βρίσκεται στην Πελοπόννησο.
Η αρχαία και μεσαιωνική ακρόπολη του Άργους βρίσκεται σε έναν ψηλό βραχώδη λόφο, εντός των ορίων της πόλης στα δυτικά. Οι πρώτοι που εποίκισαν το Άργος ήταν οι Πελασγοί και οι ονομασίες είναι πελασγικές. «Άργος» σημαίνει κάμπος και «Λάρισα» σημαίνει ακρόπολη. Το κάστρο έχει δύο περιβόλους, τον εξωτερικό, μήκους 200 μέτρων, και τον εσωτερικό, μήκους 70 περίπου μέτρων.
Η κορυφή καταλαμβάνεται από τα ερείπια ενός βυζαντινο-βενετσιάνικου κάστρου, κάτω από αυτό, ενώ περίπου στη μέση της πλαγιάς του βουνού, είναι το μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης-Πορτοκαλούσας και απέναντι από την είσοδο του κάστρου, το μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας. Ο χώρος ήταν οχυρωμένος και σε συνεχή χρήση για δεκαεννέα αιώνες.
Η ιστορία του κάστρου
Στους μυκηναϊκούς χρόνους, ο κύριος οικισμός και ο ναός βρίσκονταν στο λόφο Ασπίδας (σημερινός λόφος Προφήτη Ηλία), βόρεια της Λάρισας. Αυτή η κοινότητα που διατηρούσε το κύριο νεκροταφείο της στο διάσελο της Δειράδας, μεταξύ τους, το οποίο στην κλασική εποχή έγινε η τοποθεσία της Πύλης Δειράδας. Στην ανατολική πλαγιά της Λάρισας και στο επίπεδο έδαφος στα ανατολικά της εγκαταστάθηκαν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού από τους Δωριείς και ο οικισμός και ο ναός τους έγιναν ο πυρήνας του Κλασικού Άργους.
Τα «Μακριά τείχη» που συνδέονταν με το Ναύπλιο ξεκίνησαν να χτίζονται περίπου το 421 π.Χ. από Αθηναίους μαστόρους. Κάποια στιγμή, φοβούμενοι την απειλή της Σπαρτιατικής εισβολής, οι Αργείοι δέχτηκαν ανειδίκευτους άντρες, γυναίκες και σκλάβους να δουλέψουν στο τείχος. Παρά τις προσπάθειες αυτές, το τείχος ήταν ημιτελές όταν στο Άργος επιτέθηκε ο βασιλιάς Άγις Β΄ της Σπάρτης, οι άντρες του οποίου κατεδάφισαν όλα τα τείχη.
Η ιστορία του Άργους είναι κάπως ασαφής για μέρος του επόμενου αιώνα λόγω των ασταθών συνθηκών εκεί — σύμφωνα με μια αθηναϊκή δικαστική υπόθεση του Ψευδοδημοσθένη, ο Αργολικός Κόλπος ήταν γεμάτος πειρατές που πουλούσαν τα κλεμμένα αγαθά τους στην αγορά στο Άργος ατιμώρητα— αλλά σε κάποιο σημείο πριν από το 272 π.Χ., η πόλη απέκτησε εκ νέου οχυρώσεις, όπως είχε τείχη και πύλες, όταν δέχθηκε επίθεση από τον Πύρρο της Ηπείρου, ο οποίος σκοτώθηκε εκεί αφού και οι άντρες του εγκλωβίστηκαν όταν η πύλη μέσω της οποίας ήθελαν να υποχωρήσουν είχε κλειστεί από το πτώμα ενός δολοφονημένου πολεμικού ελέφαντα.
Τα μεταγενέστερα τείχη συνέδεαν διπλές ακρόπολες στη Λάρισα και την Ασπίδα και στη συνέχεια συνέχισαν γύρω από τις ανατολικές πλαγιές τους για να περιβάλλουν την κλασική πόλη. Υπήρχαν πύλες σε κάθε μία από τις κύριες κατευθύνσεις: τις Πύλες της Δειράδας στα δυτικά (στο δρόμο προς Μαντινέα), η πύλη της Νεμέας στα βόρεια στο δρόμο προς τη Νεμέα, η Πύλη Ειλειθύιας στο Ηραίο του Άργους και της Επιδαύρου και την Κύλαβρις Πύλη στο δρόμο προς το Ναύπλιο, αμφότερες στα ανατολικά, και μια πύλη στα νότια που οδηγούσε στην Τεγέα. Περιέβαλαν μόνο τα σημαντικά μέρη της κλασικής πόλης και δεν προσπάθησαν να φτάσουν στη θάλασσα στο Ναύπλιο όπως τα προηγούμενα μακριά τείχη, εκτείνοντας το πολύ 300 μέτρα ανατολικά από τη Λάρισα πριν στραφούν βόρεια για να κλείσουν στην Ασπίδα.
Μέχρι τον δεύτερο αιώνα π.Χ., το Άργος και η Αχαϊκή Συμπολιτεία ήταν σύμμαχοι με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας που ήταν αρχικά αντίπαλος, στη συνέχεια σύμμαχος της Ρώμης. Οι Αργείοι χωρίστηκαν ανάμεσα σε φιλορωμαϊκά και αντιρωμαϊκά κόμματα. Οι φιλορωμαίοι υπέγραψαν συνθήκη με τους Ρωμαίους εναντίον του Φιλίππου και έφεραν τον Αχαιό διοικητή Αινεσίδημο, ενώ οι αντι-Ρωμαίοι κάλεσαν Μακεδονική δύναμη υπό τον Φιλοκλή για να τους υποστηρίξει.
Οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν στην αγορά κάτω από τη Λάρισα, αλλά ο Αινεσίδημος είχε μικρότερο στράτευμα και παραδόθηκε. Ο Αινεσίδημος διαπραγματεύτηκε μια εκεχειρία σύμφωνα με την οποία οι άντρες του επέτρεψαν να φύγουν από την πόλη, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε την προσφορά και θανατώθηκε. Το 198 π.Χ. ο Φίλιππος συναντήθηκε με εκπροσώπους της Αχαϊκής Συμπολιτείας για να διαπραγματευτεί την επιστροφή του Άργους και της Κορίνθου υπό Αχαϊκό έλεγχο, αλλά αποφάσισε να παραχωρήσει την πόλη στον Νάβη, τον μεταρρυθμιστή βασιλιά-τύραννο της Σπάρτης, ο οποίος στη συνέχεια κατέλαβε τη Λάρισα και την Ασπίδα με τα στρατεύματά του και έστειλε πολλούς από την αριστοκρατία στην εξορία ή στη Σπάρτη ως ομήρους.
Τότε οι Αχαιοί πλησίασαν τον Τίτο Κουίνκτιο Φλαμινίνο, ο οποίος είχε ήδη υποσχεθεί ότι θα παραδώσει και τις δύο πόλεις στους Αχαιούς αν νικούσε τον Φίλιππο. Μετά την ήττα του Φιλίππου στη Μάχη των Κυνός Κεφαλών, ο Φλαμινίνος βάδισε τον στρατό του για να συνδεθεί με την Αχαϊκή δύναμη στις Κλεωνές, από όπου προχώρησαν στον κάμπο του Άργους για να πολιορκήσουν το Άργος. Ο Νάβις είχε οχυρώσει και τις δύο ακροπόλεις. Μετά την αρχική συμπλοκή, ο Φλαμινίνος περίμενε έξω από τα τείχη για να δει αν οι Αργείοι θα ξεσηκωθούν εναντίον του Νάβη. Όταν δεν το έκαναν, πείστηκε από τους Έλληνες συμμάχους του να βαδίσουν νότια για να επιτεθούν στη Σπάρτη, καθώς οι Σπαρτιάτες ήταν η τελική πηγή της σύγκρουσης. Τελικά αυτή η κίνηση ανάγκασε τον Νάβις να παραδώσει το Άργος στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν αρχικά τόσο τη Λάρισα όσο και την Ασπίδα, αλλά ο Φλαμινίνος κράτησε το λόγο του και απομάκρυνε τα ρωμαϊκά στρατεύματα από εκεί και από την Ακροκόρινθο το 194 π.Χ.
Η Λάρισα κατακτήθηκε στους Οστρογότθους υπό τον Αλάριχο Α΄ το 395 μ.Χ., οι οποίοι πούλησαν πολλούς από τους κατοίκους σε σκλαβοπάζαρα, και από Σλάβους το 600 μ.Χ.
Επισκευές στα θεμέλια κατά την μεσαιωνική περίοδο
Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν εκεί ένα νέο κάστρο τον 12ο αιώνα. Το 1212, καταλήφθηκε από τον Σταυροφόρο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Παραδόθηκε στον δούκα των Αθηνών, Όθωνα ντε λα Ρος, με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια, και έγινε ένα από τα κύρια φρούρια των Τιμαρίων του Άργους και της Ναυπλίας. Τον 14ο αιώνα υποβλήθηκε σε επισκευές στα θεμέλιά του και υπό τους νέους επιμελητές του, τα αδέλφια Βαλτέρ και Φρανσίς Φουσερόγ, άντεξαν παρά τις καταστροφές της Καταλανικής Εταιρείας, που είχε κατακτήσει το Δουκάτο της Αθήνας, και απειλούσε επίσης την Αργολίδα.
Το 1388, το Άργος και η Ναυπλία πωλήθηκαν από την τελευταία κληρονόμο, τη Μαρία Ανγκιάν, στη Δημοκρατία της Βενετίας. Πριν προλάβει η Βενετία να πάρει τον έλεγχο, ωστόσο, ο Δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος και ο σύμμαχός του και πεθερός του Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι το κατέλαβαν με τη βοήθεια οθωμανικού στρατού υπό τον Εβρενός. Αν και οι Βενετοί κατάφεραν γρήγορα να εκδιώξουν τον Νέριο από τη Ναύπλια, το Άργος παρέμεινε στα χέρια του Θεόδωρου για έξι χρόνια. Το 1393, ο Θεόδωρος, μαζί με άλλους Βυζαντινούς και Σέρβους υποτελείς, κλήθηκαν στις Σέρρες από τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄. Αφού οι άλλοι υποτελείς παραπονέθηκαν για τη συμπεριφορά του Θεόδωρου κατά τη χρήση Αλβανών μισθοφόρων για να προσθέσουν το Άργος και άλλα μέρη της Πελοποννήσου στις κυριαρχίες του, ο Βαγιαζήτ διέταξε τον Θεόδωρο να τον συνοδεύσει σε στρατιωτική αποστολή στη Θεσσαλία και να παραχωρήσει το Άργος και τη Μονεμβασιά στους Οθωμανούς.
Ο Θεόδωρος υπάκουσε, αλλά αργότερα διέφυγε και ανέκτησε τη Μονεμβασιά, αλλά συμφώνησε να πουλήσει το Άργος στους Βενετούς, που το κατέλαβαν στις 11 Ιουνίου 1394. Ένα χρόνο αργότερα, η πόλη του Άργους λεηλατήθηκε από στρατεύματα των Οθωμανών, από τη νίκη τους επί στρατού των Σταυροφόρων στη Μάχη της Νικόπολης. Είχαν ήδη καταλάβει προσωρινά την Αθήνα και συνέχισαν να νικούν τον Θεόδωρο πριν ρημάξουν την υπόλοιπη Πελοπόννησο και στη συνέχεια αποσυρθούν. Το Άργος και η Λάρισα παρέμειναν στα χέρια των Ενετών μέχρι να κατακτηθούν από τους Οθωμανούς με το ξέσπασμα του Πρώτου Βενετοτουρκικού Πολέμου το 1463.
Ο ρόλος του κάστρου στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης
Το κάστρο έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το 1822, μετά την άφιξη του Δράμαλη στην πόλη, το κάστρο καταλήφθηκε από μια ομάδα 700 πολεμιστών με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, που απασχόλησαν τις δυνάμεις του Δράμαλη, βοηθώντας τον Κολοκοτρώνη να μαζέψει στρατό. Οι Έλληνες κράτησαν το κάστρο μέχρι τις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους και κατόρθωσαν να διαφύγουν ύστερα από αντιπερισπασμό, που προκάλεσαν στον εχθρό οι Έλληνες του στρατοπέδου των Μύλων.
Οι αγωνιστές είχαν κατορθώσει να καθυστερήσουν τον εχθρό 15 περίπου μέρες, που ήταν πολύτιμος χρόνος για την οργάνωσή τους και το θρίαμβο στα Δερβενάκια μετά από δύο μέρες.
Τέλος, το 1992 το κάστρο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο και σήμερα στο χώρο διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται μέσω κεντρικού δρόμου, που ξεκινά από την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου.