Η Κύπρος, στη μακραίωνη ιστορική της πορεία, γνώρισε πολλούς ξένους δυνάστες. Αποκόπηκε από τον εθνικό κορμό το 1191 μ.Χ., μετά την κατάληψή της από τους Σταυροφόρους της 3ης Σταυροφορίας. Από τότε πέρασε, διαδοχικά, στην κυριαρχία του οίκου των Λουζινιάν και μετά της Βενετίας.
Το 1571 την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Το 1878 οι Τούρκοι την παραχώρησαν στους Βρετανούς, με το ετήσιο ενοίκιο των 92.800 λιρών. Οι Κύπριοι αρχικά είδαν με καλό μάτι την αλλαγή αυτή, θεωρώντας ότι οι Βρετανοί θα επέτρεπαν, εν καιρώ έστω, την ένωσή τους με την Ελλάδα, όπως είχαν πράξει και με τα Επτάνησα. Σε όλη δε τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, οι Έλληνες Κύπριοι δεν έπαψαν ποτέ να αποζητούν την ένωση με την Πατρίδα.
Το 1889 κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο και αξίωσε την ένωση με την Ελλάδα. Το 1895 πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια σε όλο το νησί απαιτώντας την ένωση. Το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, το 1897, προκάλεσε γενική κινητοποίηση στην Κύπρο και περισσότεροι από 6.000 Κύπριοι έσπευσαν να καταταγούν στον Ελληνικό Στρατό.
Κύπριοι πολέμησαν με τον Σμολένσκη, στη μάχη του Βελεστίνου, τη μόνη, νικηφόρα, για τα ελληνικά όπλα στον πόλεμο εκείνο. Νέα συλλαλητήρια έγιναν στο νησί το 1902 και το 1907, πάντα με το ίδιο αίτημα. Το 1912-13 η έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων αναζωπύρωσε τους πόθους των Κυπρίων. Και τότε νέο κύμα εθελοντών από τη μεγαλόνησο πλημμύρισε τη μητέρα Πατρίδα. Ωστόσο, οι Βρετανοί όχι μόνο δεν σεβάστηκαν τα αισθήματα των Κυπρίων, αλλά το 1914, προσάρτησαν επίσημα την Κύπρο, ως κτήση του Στέμματος.
Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο πολέμησαν 11.000 Κύπριοι, υπέρ της ΑΝΤΑΝΤ, επανέφερε το ζήτημα της ένωσης. Το 1915 η Βρετανία έθεσε το θέμα της παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα, με τον όρο της εξόδου της χώρας στον πόλεμο υπέρ της ΑΝΤΑΝΤ. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε την πρόταση, καθώς οι Βρετανοί ζητούσαν, παράλληλα, την παραχώρηση από την Ελλάδα στη Βουλγαρία της ευρύτερης περιοχής της Καβάλας. Δηλαδή, παραχωρούσαν μια ελληνική περιοχή στην Ελλάδα, στερώντας της μιαν άλλη.
Το 1921, με αφορμή τα 100 χρόνια από την επανάσταση του 1821, σε ολόκληρη την Κύπρο ξέσπασαν πάνδημα συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, πάντα με το ίδιο αίτημα, δηλαδή την ένωση με την Πατρίδα. Το 1928 νέα συλλαλητήρια συντάραξαν το νησί, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων της αγγλικής κατοχής της Κύπρου. Ένα χρόνο αργότερα, κυπριακή αντιπροσωπεία, με επικεφαλής το μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο, πήγε και πάλι στο Λονδίνο, απαιτώντας την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Κύπριοι, παράλληλα, στράφηκαν και προς την ελληνική κυβέρνηση, αναζητώντας υποστήριξη, αλλά έκρουσαν θύρες κλειστές, αυτές της τότε κυβέρνησης του εθνάρχη Βενιζέλου.
Απογοητευμένοι λοιπόν οι Κύπριοι, τόσο από τους Βρετανούς, όσο και από την ελληνική κυβέρνηση, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Με ηγέτη πάντα το μητροπολίτη Κιτίου, στις 21 Οκτωβρίου 1931, ο λαός της Λευκωσίας εξεγέρθηκε ανοικτά κατά των κατοχικών δυνάμεων. Ακολούθησαν φονικές συγκρούσεις. Οι διαδηλωτές λιθοβόλησαν το κυβερνείο, αλλά η επέμβαση του Βρετανικού Στρατού σάρωσε τους άοπλους Κύπριους, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες πίσω του. Η ελληνική κυβέρνηση και πάλι σιώπησε. Οι δε ηγέτες της εξέγερσης, με πρώτο το μητροπολίτη Κιτίου, εξορίστηκαν. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, αρνήθηκε να στηρίξει, έστω και φραστικά, την κυπριακή εξέγερση.
Ακολούθησε, μέχρι το 1940, μια περίοδος άγριας καταπίεσης των Κυπρίων, που διακόπηκε από την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, οι Βρετανοί θυμήθηκαν και πάλι τους Κυπρίους και τους απεύθυναν συνεχείς εκκλήσεις, για να καταταγούν στο Βρετανικό Στρατό και να πολεμήσουν για την «Ελλάδα και την ελευθερία». Το Μάιο του 1941, μετά και την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ζήτησαν από τον Τσόρτσιλ να επιτρέψει την εγκατάσταση τους στην Κύπρο και να προχωρήσει στην παραχώρηση του νησιού στην Ελλάδα, ως κίνηση καλής θέλησης. Και πάλι οι Βρετανοί «σύμμαχοι» αρνήθηκαν.
Όταν δε έληξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κάποιοι φρόντισαν να κρατήσουν τη ρημαγμένη Ελλάδα σε εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι δεν ήταν δυνατό να διεκδικήσει την απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών –Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος. Τελικά, οι Βρετανοί, όχι εύκολα, απέδωσαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, το 1948. Για την Κύπρο όμως τήρησαν σιγή ιχθύος. Το 1950 η εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε παγκύπριο δημοψήφισμα με το ερώτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Εδώ όμως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Οι Κύπριοι δεν ψήφισαν, ούτε αργότερα πολέμησαν, απλώς και μόνο για να διώξουν τους Βρετανούς από το νησί τους. Όλες τους ενέργειες ήταν στην κατεύθυνση της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα. Με το όραμα της ένωσης πέθαναν όλα τα παλικάρια της ΕΟΚΑ και αγωνίστηκαν επί 4 χρόνια χιλιάδες Έλληνες, από το Μακάριο και το Γρίβα, μέχρι τον πλέον ταπεινό, αγροφύλακα και ξυλοκόπο.
Στο δε δημοψήφισμα το 95,7 % των Κυπρίων –και των Τουρκοκυπρίων– τάχθηκε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Μακάριος παρέδωσε τους τόμους με τις υπογραφές των Κυπρίων, τόσο στη βρετανική, όσο και στην ελληνική, κυβέρνηση και βουλή. Η κυβέρνηση Παπάγου άρχισε να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά οι Βρετανοί απάντησαν επιδεικτικά ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν μπορούσε να ισχύσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης!
Επίσης, οι Βρετανοί προσπάθησαν να σταματήσουν τις διπλωματικές κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, μέσω ΗΠΑ –τελικά τα διάφορα σχέδια Ανάν δεν ξεπροβάλουν και τόσο τυχαία. Ο δε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό και του συνέστησε «σύνεση, για την ενότητα της Δύσης και για τη διαφύλαξη του ελληνικού γοήτρου». Μοιραία, οι Έλληνες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο η ένοπλη δράση θα έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα. Με τη σύμφωνη γνώμη του Παπάγου ιδρύθηκε η ΕΟΚΑ, στις 7 Μαρτίου 1953.
Ο όρκος των 12 ιδρυτικών στελεχών δόθηκε στην οδό Ασκληπιού 36, στην Αθήνα, στο σπίτι του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου, Γεράσιμου Κονιδάρη. «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ότι γνωρίζω και θέλω ακούσει διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου.
Θα υπακούσω δε εις τας εκάστοτε διδομένας μοι διαταγάς». Τα λόγια αυτά πρόφεραν ένας προς ένας οι 12, με το δεξί τους χέρι ακουμπισμένο στην Καινή Διαθήκη. Η νέα αυτή Φιλική Εταιρεία προετοίμασε τον αγώνα, που έμελλε να αρχίσει την 1η Απριλίου 1955. Παράλληλα όμως, στην Κύπρο, ιδρύθηκε και η οργάνωση Κ.Α.Ρ.Η. (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες). Τα μέλη της οργάνωσης ταξίδεψαν στην Κρήτη, με έξοδα του τότε αρχιεπισκόπου Αθηνών, Σπυρίδωνα. Εκεί, εκπαιδεύτηκαν σε τακτικές ανταρτοπόλεμου από τους καπετάνιους της κρητικής αντίστασης κατά των Γερμανών, από τους Μανώλη και Γιάννη Μπαντουβά.
Άλλα μέλη της ίδιας οργάνωσης εκπαιδεύτηκαν στην Αθήνα, σε αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ομάδα αυτή ενσωματώθηκε στην ΕΟΚΑ, με την έναρξη του αγώνα. Η ΕΟΚΑ αποφασίστηκε να έχει πολιτικό αρχηγό τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στρατιωτικό αρχηγό το συνταγματάρχη Γρίβα. Οι δύο άνδρες, σε όλο το διάστημα του αγώνα, συνεργάστηκαν στενά και απολύτως επιτυχημένα, όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
Μετά από την άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο, το Νοέμβριο του 1954, τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια δράσης, που είχαν ήδη καταρτισθεί από το Γρίβα και εγκριθεί από το Μακάριο και την ελλαδική κυβέρνηση. Ωστόσο, ενώ ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε να συμμετάσχει στην τριμερή σύσκεψη της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας για το Κυπριακό. Η Ελλάδα συμμετείχε κατόπιν πιέσεων, αποδεχόμενη όμως, de Facto, την εμπλοκή της Τουρκίας στην Κύπρο, όπως επιθυμούσαν οι Βρετανοί, πιστοί στην πολιτική τους, αυτή του «διαίρειν και βασίλευε». Η τριμερής άρχισε στις 29 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, με την ελληνική πλευρά να εμμένει στην αρχή της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, εγγυώμενη μάλιστα στη Βρετανία ότι στην περίπτωση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οι βρετανικές βάσεις στο νησί θα παρέμεναν ως είχαν.
Οι Βρετανοί όμως, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν συμφώνησαν, αλλά επιχείρησαν να βάλουν τους Τούρκους, επιδιαιτητές στο πρόβλημα. Μια μέρα δε πριν τη λήξη της τριμερούς συνδιάσκεψης, ο τουρκικός όχλος, «αυθόρμητα» κινούμενος, πυρπόλησε, λεηλάτησε, κακοποίησε, κατέστρεψε οτιδήποτε ελληνικό στην Πόλη και στη Σμύρνη. Ούτε οι Έλληνες αξιωματικοί του Νατοϊκού στρατηγείου της Σμύρνης δεν γλίτωσαν.
Στη μεγαλόνησο όμως ο αγώνας είχε ανάψει και θα συνεχιζόταν, με αμείωτη ένταση, μέχρι την τελική νίκη. Γιατί δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η ΕΟΚΑ νίκησε. Γονάτισε μια αυτοκρατορία. Την ταπείνωσε. Την εξευτέλισε.
Η ΕΟΚΑ πολέμησε όχι μόνο τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς και ορισμένους από τους Έλληνες.
Οι Βρετανοί ήταν οι φυσικοί αντίπαλοι. Εναντίον τους επικεντρώθηκε η δράση της ΕΟΚΑ. Αυτοί, από την πλευρά τους, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως τρομοκράτες τους μαχητές της ελευθερίας –κάθε ομοιότητα με το σήμερα δεν είναι τυχαία– και να τους αντιμετωπίσουν σαν να έχουν απέναντί τους κοινούς κατάδικους του ποινικού νόμου. Οι κρεμάλες και τα απάνθρωπα βασανιστήρια, στα οποία υπέκυψαν δεκάδες, ηρωικοί αγωνιστές, αποτέλεσαν και θα αποτελούν παντοτινό στίγμα για την «πολιτισμένη» Αγγλία. Ιδιαίτερα άσχημη ήταν η κατάσταση, όταν κυβερνήτης ανέλαβε ο στρατάρχης Χάρντιγκ. Ο απάνθρωπος αυτός άνδρας ήταν ο εμπνευστής της αγχόνης και δεν δίστασε να επιβάλει το στυγνότερο καθεστώς βίας σε όλο το νησί. Επί των ημερών του διαπράχθηκαν τα πλέον στυγνά εγκλήματα, ακόμα και απέναντι σε παιδιά. Ακόμα και τα μέτρα αυτά όμως δεν μπόρεσαν να τσακίσουν τον πόθο των Ελλήνων για την ελευθερία και για την ιερή ένωση.
Εχθρικά διακείμενοι απέναντι στον αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν επίσης και οι Τουρκοκύπριοι, ή τουλάχιστον η πολιτική τους ηγεσία, η οποία εξέφραζε την πολιτική της Άγκυρας. Οι Τουρκοκύπριοι συντάχθηκαν με τη βρετανική διοίκηση. Πολέμησαν πλάι στους Βρετανούς, δολοφόνησαν Έλληνες πλάι στους Βρετανούς, αξιοποίησαν, στο έπακρο, τα δικαιώματα που τους παραχώρησαν οι Βρετανοί, για να κερδίσουν «πόντους» έναντι της ελληνικής πλειοψηφίας, για όσο διάστημα θα διαρκούσε η βρετανική κατοχή, αλλά και εν όψει της διαγραφόμενης απελευθέρωσης του νησιού, που πληρωνόταν με ελληνικό αίμα.
Το χειρότερο όμως όλων ήταν η αντίδραση της ελληνικής αριστεράς έναντι του αγώνα της ΕΟΚΑ. Στηριγμένη στη γνωστή της ιδεοληψία δεν δίστασε να διαπράξει τρομακτικά ατοπήματα.
Από την αρχή του αγώνα οι Βρετανοί επιδίωξαν να ανακαλύψουν ποιος ήταν ο αρχηγός της ΕΟΚΑ. Αυτό που δεν μπορούσαν να μάθουν από χείλη ξένα, το έμαθαν από ελληνικά. Στις 24 Απριλίου 1955, μιλώντας από το ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», ο τότε γενικός γραμματέας του, ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, διέπραξε ένα ακόμα έγκλημα.
Κατηγόρησε ανοικτά τη δράση της ΕΟΚΑ και αποκάλυψε το όνομα του αρχηγού της, του συνταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού, Γεώργιου Γρίβα. Αλλά και για τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο δήλωνε : «ο συνθηκολόγος και διασπαστής Μακάριος δεν ντράπηκε και στο Μπαντούγκ ακόμα, όπου πήγε να διεκδικήσει τάχα λευτεριά για την Κύπρο, να προσφέρει στρατηγικές βάσεις στους Άγγλους.
Πρέπει να ξεσκεπάσουμε τους εθνοπροδότες, κάτω από όποια μάσκα και αν παρουσιάζονται και έτσι να τους απομονώσουμε. Τον ίδιο, ολισθηρό δρόμο, ακολούθησε και το κομμουνιστικό κόμμα Κύπρου, το ΑΚΕΛ, τουλάχιστον μέχρι το 1957. Τότε, υποχρεώθηκε από τα πράγματα να αναθεωρήσει, θεωρητικά, τις θέσεις περί «τραμπούκων» και «ψευτοδιγενήδων».
Άσμα ηρωικό για τον αθάνατο ανθυπολοχαγό
«Το μόνο που αγαπούσε από μωρό ήταν η Ελλάδα και η Ελευθερία». Με τα λόγια αυτά περιγράφει το γιο της, η Αντωνού Αυξεντίου, η μάνα ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες που έχει γεννήσει η ελληνική γη ανά τους αιώνες. Και είναι από τους μεγαλύτερους, γιατί αντιμετώπισε μόνος του το μαρτύριο, χωρίς εν όπλοις συντρόφους στο πλευρό του, στο τέλος.
Μόνος απέναντι στο θάνατο, στα δικά του Μαρμαρένια Αλώνια, εκεί στο Μαχαιρά. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928 στο χωριό Λύση της Αμμοχώστου. «Δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά», αναφέρει ο πατέρας του. «Τα παιδιάστικα παιγνίδια δεν τα αγαπούσε. Αντρόδειχνε από παιδί.
Με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε για τους ήρωες του ’21 και για τους αγώνες του γένους. Η λευτεριά πατέρα είναι σπουδαίο πράγμα; Ναι, γιε μου. Σπουδαιότερο και από τη ζωή; Πολύ σπουδαιότερο. Και ο Διάκος και ο Ανδρούτσος σκοτώθηκαν για αυτήν; Ναι, και αυτοί και άλλοι πολλοί. Πατέρα είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι σούβλισαν το Διάκο; Αλήθεια, γιε μου. Και χαμογελούσε πατέρα; Ναι, γιε μου, χαμογελούσε. Εμείς πατέρα είμαστε ελεύθεροι; Όχι, γιε μου, δεν είμαστε. Γιατί; Γιατί θέλουμε Διάκους και Ανδρούτσους. Πατέρα είναι δύσκολο να γίνεις σαν τον Διάκο; Δύσκολο, γιε μου. Θα γίνω σαν τον Διάκο όταν μεγαλώσω, θα γίνω σαν τον Λεωνίδα».
Από μικρό παιδί λοιπόν ο Γρηγόρης έτρεχε στους δρόμους του χωριού. Μάζευε τα άλλα παιδιά, έμπαινε αρχηγός τους και τα ετοίμαζε για τον πόλεμο, για τη λευτεριά. Τα υπόλοιπα πιτσιρίκια έμπαιναν πρόθυμα στις διαταγές του και όλοι μαζί παρήλαυναν στους δρόμους ψάλλοντας εμβατήρια. Στο σχολείο ήταν ήσυχος. Καλός με όλους, λάτρευε φυσικά το μάθημα της ιστορίας, τουλάχιστον όπως γινόταν τότε. Η καρδιά του πάλλονταν όταν διάβαζε για τις ηρωικές στιγμές του γένους. Ο γυμνασιάρχης του γράφει: «Ουδέποτε μπορούσα να φανταστώ ότι ο έφηβος αυτός με το μακρύ, σαν προσωπογραφία του Θεοτοκόπουλου, πρόσωπο, με τα ολόμαυρα, ονειροπόλα μάτια, τα πάντα βυθισμένα σε διαλογισμούς, θα διαδραμάτιζε τόσο καταλυτικό ρόλο στην απελευθέρωση της πατρίδας μας. Πως θα γινόταν ο θρυλικός υπαρχηγός της ΕΟΚΑ…».
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο αποφάσισε να φοιτήσει στη Σχολή των Ευελπίδων. Απέτυχε όμως στις εξετάσεις και έτσι περιορίστηκε να καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό. Κατατάχθηκε στο Πεζικό και έγινε δόκιμος, έφεδρος ανθυπολοχαγός. Παρουσιάστηκε στην Κόρινθο. Κατόπιν, φοίτησε σε σχολή εφέδρων αξιωματικών και μετά υπηρέτησε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο 132ο Σύνταγμα Προκαλύψεως. Απολύθηκε από το Στρατό το 1952 και επέστρεψε στην Κύπρο. Στην αρχή εργάστηκε μαζί με τον πατέρα του στα οικογενειακά κτήματα.
Το 1954 όμως άρχισε να μεταφέρει εργάτες από το χωριό του, τη Λύση, στη Δεκέλεια, όπου κατασκευάζονταν η γνωστή βρετανική βάση. Από το πρωί που άφηνε τους εργάτες, ο Γρηγόρης επέστρεφε στο σπίτι του το βράδυ, χωρίς κανείς να γνωρίζει που ήταν όλες αυτές τις ώρες. Όταν τον ρωτούσαν απαντούσε πως πήγαινε για ψάρεμα. Στην πραγματικότητα όμως, ο Γρηγόρης Αυξεντίου είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται για το μεγάλο σκοπό. Είχε συχνές επαφές με τον άλλο, μεγάλο ήρωα, τον Κυριάκο Μάτση. Κάποια μέρα ο πατέρας του τον είδε να μεταφέρει ένα μεγάλο σακί, που μέσα του διέκρινε κάτι μαύρα, στρογγυλά αντικείμενα, με σχήμα βότσαλου. Όταν τον ρώτησε τι είναι, ο Γρηγόρης περιορίστηκε να απαντήσει ότι θα δοκίμαζε να ψαρέψει με αυτά!
Στις 31 Μαρτίου 1955 ο Πιερής Αυξεντίου ζήτησε από το γιο του να μεταφέρει διάφορα λαχανικά από το περιβόλι τους, ως την πόλη, όπου θα τα πουλούσαν. Ο Γρηγόρης όμως δεν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμή, προς το σούρουπο, εμφανίστηκε, όχι όμως για να πάρει τα λαχανικά. Ζήτησε από τον πατέρα του 5 λίρες. Εκείνος όμως δεν είχε επάνω του χρήματα και ο Γρηγόρης, χωρίς να πει λέξη, έφυγε μέσα στη νύκτα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Απριλίου η Κύπρος έμελλε να ξυπνήσει διαφορετικά. Δεκάδες εκρήξεις βομβών συγκλόνισαν το νησί. Ο αγώνας άρχιζε. Σε όλη την Κύπρο, σε πόλεις και χωριά, οι κατάπληκτοι Κύπριοι διάβαζαν την προκήρυξη του Διγενή: «Με τη βοήθεια του Θεού, με πίστη εις τον έντιμο αγώνα μας, με τη συμπαράσταση ολοκλήρου του Ελληνισμού και με τη βοήθεια των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια τη αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο που μας κατέλειπαν οι πρόγονοί μας ως ιερά παρακαταθήκη. «Ή Ταν, ή επί Τας». Από τα βάθη των αιώνων μας ατενίζουν όλοι εκείνοι, οίτινες ελάμπρυναν την ελληνική ιστορία δια να διατηρήσουν την ελευθερία των, οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι 300 του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους. Μας ατενίζουν οι αγωνιστές του ’21, οι οποίοι μας δίδαξαν ότι η απελευθέρωση από το ζυγό δυνάστη αποκτάται πάντα με αίμα.
Μας ατενίζει ακόμα σύμπας ο Ελληνισμός, ο οποίος μας παρακολουθεί με αγωνία, αλλά και με εθνική υπερηφάνεια. Ας απαντήσουμε με έργα ότι θα γίνουμε «Πολλώ Κάρρονες» αυτών. Είναι καιρός να δείξουμε στον κόσμο ότι, αν η διεθνής διπλωματία είναι άδικος και εν πολλοίς άνανδρος, η κυπριακή ψυχή είναι γενναία. Αν οι δυνάστες μας δεν θέλουν να αποδώσουν τη λευτεριά μας, μπορούμε να τη διεκδικήσουμε με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας. Ας δείξουμε στον κόσμο, ακόμα μια φορά, ότι και του σημερινού Έλληνα «ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει».
Ο αγώνας θα είναι σκληρός. Ο δυνάστης διαθέτει τα μέσα και τον αριθμό. Εμείς διαθέτουμε την ψυχή. Έχουμε και το δίκαιο με το μέρος μας. Για αυτό θα νικήσουμε. Διεθνείς διπλωμάτες ατενίσαμε το έργο σας. Είναι αίσχος στον εικοστό αιώνα οι λαοί να χύνουν το αίμα τους για να αποκτήσουν τη λευτεριά, το θείον αυτό δώρο, για το οποίο και εμείς πολεμήσαμε στο πλευρό των λαών σας και για το οποίο, εσείς τουλάχιστον, διατείνεστε ότι πολεμήσατε εναντίον του ναζισμού και του φασισμού. Έλληνες, όπου και αν βρίσκεστε, ακούστε τη φωνή μας. Εμπρός, όλοι μαζί για τη λευτεριά της Κύπρου μας. ΕΟΚΑ, ο αρχηγός Διγενής».
Αναμφίβολα, οι ζυμώσεις είχαν αρχίσει από καιρό. Με την ενίσχυση της τότε ελληνικής κυβέρνησης, του στρατάρχη Παπάγου, ο Γεώργιος Γρίβας, ο Διγενής του Κυπριακού Έπους, κήρυξε την έναρξη του ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο Παπάγος, παρά τις αντιδράσεις Βρετανών και Αμερικανών , είχε θέσει ανοικτά θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Όταν δεν βρήκε ανταπόκριση διεθνοποίησε το θέμα, με επίσημη προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ.
Όταν και πάλι έκρουσε σφραγισμένες θύρες αποφάσισε πως η μόνη λύση ήταν ο ένοπλος αγώνας. Στο δε πρόσωπο του συνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα, ήρωα του 1940 και αρχηγού της αντιστασιακής οργάνωσης Χ (ακόμα και σήμερα η αριστερά, σε Ελλάδα και Κύπρο, δεν συγχώρεσε στο Γρίβα ότι πολέμησε το δεκεμβριανό κίνημα, το 1944), βρήκε τον ιδανικό αρχηγό της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών, της ΕΟΚΑ. Ο Αυξεντίου, ο οποίος ήταν μυημένος από τους πρώτους, είχε ήδη ετοιμάσει την πρώτη του επιχείρηση, την ανατίναξη των αποθηκών καυσίμων των Βρετανών στη Δεκέλεια. Η επίθεση απέτυχε και ο αγωνιστής Μόδεστος Παντελής, βρήκε το θάνατο, επιχειρώντας να διακόψει την ηλεκτροδότηση της βάσης. Αλλά και ο Αυξεντίου έχασε την ταυτότητά του κατά την επίθεση. Ήταν ο πρώτος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, το όνομα του οποίου θα μάθαιναν οι Βρετανοί. Σύντομα επίσης θα μάθαιναν να τον φοβούνται.
Ο Αυξεντίου, όπως ήταν φυσικό, καταδιώχτηκε από τους Βρετανούς, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί σε σπίτι μυημένων. Από εκεί έστειλε μήνυμα στον πατέρα του, ζητώντας του να του στείλει ένα όπλο. Του το παρέδωσε ο ίδιος, προσωπικά. Ο Γρηγόρης έφυγε κατόπιν και πήγε στην Ιερά Μονή Αχειροποιήτου. Η μονή αποτελούσε ένα από τα βασικά ορμητήρια της ΕΟΚΑ. Εκεί συγκεντρώνονταν οπλισμός, εκεί εκπαιδεύονταν και φιλοξενούνταν οι μαχητές. Το ’21, όπως ο Γρηγόρης το ονειρευόταν, ξαναζούσε. Στο καθολικό της Ιεράς Μονής Αχειροποιήτου, άλλωστε, τέλεσε στις 10 Ιουνίου 1955 τους γάμους του, με τη μνηστή του, Βασιλική.
Ο Αυξεντίου είχε χριστεί υπαρχηγός της οργάνωσης από τον ίδιο το Διγενή, με το ψευδώνυμο «Ζήδρος», όταν ο τελευταίος είχε έρθει, μυστικά, στην Κύπρο, ήδη από το Νοέμβριο του 1954. Ο Αυξεντίου είχε ενταχθεί στην οργάνωση τον Ιανουάριο του 1955, επίσης από τον ίδιο τον Διγενή. Ο Γρίβας αναφέρει στα απομνημονεύματά του την απάντηση του Αυξεντίου στο εθνικό κάλεσμα: «Ως Έλληνας αξιωματικός σας δίδω το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής ότι θα υπηρετήσω πιστώς και εντίμως υπό τας διαταγάς σας…».
Και κράτησε την υπόσχεσή του, τιμώντας τον αντρίκειο λόγο του, με το ίδιο του το αίμα. Ο Γρίβας δε για να καλύψει τη διαφυγή του υπαρχηγού του φρόντισε να «φιλτράρει» δικές του πληροφορίες στις βρετανικές αρχές, στέλνοντάς τες να τον ψάχνουν στην άλλη άκρη του νησιού! Αφού έμεινε για λίγο στο μοναστήρι, ο Αυξεντίου μετακινήθηκε και πάλι και κατέφυγε κοντά στο χωριό Καραβά, στον Πενταδάκτυλο. Εκεί διέμενε στο σπίτι του Ηρακλή Χατζηδαμιανού, το οποίο μετέτρεψε σε αίθουσα εκπαίδευσης, τόσο στα όπλα, όσο και στην ιστορία και τις ιερές γραφές. Επιθυμούσε να γνωρίζει από κοντά τους άνδρες του, τις ιδιομορφίες, το χαρακτήρα και τα τυχόν προβλήματα του καθενός.
Παράλληλα, ο Αυξεντίου με τους άνδρες του εκτελούσαν συνεχώς επιδρομές κατά των Βρετανών. Στις 10 Ιουνίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, νυμφεύθηκε τη μνηστή του, Βασιλική. Έμειναν μαζί μέχρι τα ξημερώματα της 11ης. Χωρίστηκαν και ξαναβρέθηκαν μόνο μια φορά, στις 6 Αυγούστου 1955. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ πια. Στις 20 Ιουνίου ο Γρηγόρης και οι άνδρες του επιτέθηκαν κατά των Βρετανών στην Αγύρτα. Μετά την επίθεση οι Βρετανοί επικήρυξαν τον Αυξεντίου με το ποσό των 5.000 λιρών και άρχισαν να τον καταδιώκουν παντού.
Κυνηγημένοι, ο Αυξεντίου και οι άνδρες του, κατέφυγαν στην περιοχή της Ακανθούς, στη θέση Καλογριά. Εκεί, υπήρχε μια φυσική σπηλιά, την οποία οι αγωνιστές διαμόρφωσαν κατάλληλα και την μετέτρεψαν σε ορμητήριο. Κάποια μέρα ο Αυξεντίου βρισκόταν έξω από τη σπηλιά και καθάριζε το όπλο του. Τότε τον πλησίασε ένας γέροντας βοσκός, που λειτουργούσε ως σύνδεσμος και τον ενημέρωσε ότι στην πηγή, από όπου έπαιρναν νερό, είχαν στρατοπεδεύσει Βρετανοί. Ο Αυξεντίου δεν θορυβήθηκε. Απάντησε απλώς ότι θα διψάσουν όλοι, όσο χρειαστεί. Δεν χρειάστηκε όμως. Καθώς επιχειρούσε να εισέλθει στη σπηλιά, το κεφάλι του προσέκρουσε στο τοίχωμα. Ο Γρηγόρης θύμωσε και χτύπησε το βράχο με το κοντάκι του όπλου του. Αμέσως ο βράχος υποχώρησε και άρχισε να αναβλύζει δροσερό νερό!
Σε άλλη περίπτωση ο Αυξεντίου κρυβόταν στο χωριό Αναλύοντα. Ξαφνικά, βρετανικές δυνάμεις κύκλωσαν το χωριό, αναζητώντάς τον. Ο Αυξεντίου, κρυμμένος σε ένα σπίτι, ετοιμάστηκε για τον αγώνα μέχρις εσχάτων. Οι Βρετανοί κτένισαν το χωριό. Ως εκ θαύματος όμως, όταν έφτασαν στο σπίτι που κρυβόταν ο Αυξεντίου, κοίταξαν μέσα και έφυγαν. Δεν είχε άδικο λοιπόν ο Γρηγόρης, όταν έλεγε στους άνδρες του: «βλέπετε πως ο Θεός του ελέους είναι μαζί μας, βοηθός, σκεπαστής και σωτήρας μας και για αυτό πιστεύω ενδόμυχα πως θα νικήσουμε».
Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν το φθινόπωρο. Στις 4 Οκτωβρίου ο Αυξεντίου και η ομάδα του εκτέλεσαν μια ακόμα επίθεση, κατά του αστυνομικού σταθμού Λευκονοίκου. Αιφνιδίασαν τους φρουρούς και κατέλαβαν το σταθμό, αποκομίζοντας 2 υποπολυβόλα, 8 τυφέκια και ένα κυνηγετικό όπλο. Η επιχείρηση εκτελέστηκε με υποδειγματικό τρόπο, ταχύτητα και θάρρος. Σε μια περίπτωση έστησε ενέδρα σε δύο βρετανικά τζιπ. Αφού εξουδετέρωσε τους επιβαίνοντες, επισκεύασε το ένα από αυτά, του άλλαξε τον αριθμό και το χρησιμοποίησε για να κινείται, από κρησφύγετο σε κρησφύγετο, φορώντας βρετανική στολή.
Οι άνδρες του ανησυχούσαν για την άγνοια κινδύνου που τον διακατείχε. «Αρχηγέ πρόσεχε», του είπε ένας από τους άνδρες του. «Με αυτό το τζιπ θα πέσεις καμιά φορά σε δική μας ενέδρα και θα σκοτωθείς». «Χαλάλι να πέσω από τις δικές μας σφαίρες», του απάντησε χαμογελώντας. «Εγγλέζοι μόνο να μην με σκοτώσουν».
Μια μέρα ο Αυξεντίου, κινούμενος με το τζιπ, έμεινε από βενζίνη. Με όλη την ψυχραιμία του, σταμάτησε ένα βρετανικό, στρατιωτικό όχημα που περνούσε και διέταξε, σε άπταιστα αγγλικά, τον οδηγό να του δώσει βενζίνη. Εκείνος υπάκουσε και μετά συνέχισε την πορεία του. Όταν όμως έφτασε στη βάση του τον ρώτησαν αν τυχόν είχε δει στο δρόμο ένα τζιπ με έναν παράξενο αξιωματικό. Εκείνος απάντησε καταφατικά και όταν του ανακοίνωσαν ότι ήταν ο Αυξεντίου αυτός που είχε βοηθήσει, έμεινε στήλη άλατος.
Ωστόσο, η μάχη που ανέδειξε την ηγετική φυσιογνωμία του Αυξεντίου ήταν η ονομαστή μάχη στα Σπήλια. Ήταν Δεκέμβριος. Ο Διγενής, ο Αυξεντίου, ο Ρένος Κυριακίδης και άλλοι 9 αγωνιστές είχαν καταφύγει στα Σπήλια της Κακοπετριάς, με τους Βρετανούς να έχουν αναπτύξει μεγάλες δυνάμεις για την εξόντωσή τους. Οι Έλληνες μαχητές αντιλήφθηκαν τις εχθρικές κινήσεις. Ο Διγενής έστειλε τον Αυξεντίου για αναγνώριση. Εκείνος, όταν επέστρεψε, ανέφερε ότι ισχυρή βρετανική δύναμη, με βαρύ οπλισμό και σκύλους ανιχνευτές, βάδιζε προς το μέρος τους. Ευτυχώς, ήταν χειμώνας βαρύς και η ομίχλη είχε καλύψει την κορυφογραμμή, περιορίζοντας την ορατότητα στα 10-15 μέτρα και προσφέροντας έτσι έναν ανέλπιστο σύμμαχο στους Έλληνες.
Ήταν άλλωστε ο μόνος τους σύμμαχος, καθώς οι Βρετανοί είχαν αναπτύξει εναντίον τους ένα ολόκληρο τάγμα, με 700 περίπου στρατιώτες. Ο Διγενής δεν είχε άλλη επιλογή. Διάταξε τη διολίσθηση των ανδρών, ώστε να βγουν από τον εχθρικό κλοιό. Ο Αυξεντίου ανέλαβε, μαζί με άλλους τρεις να καλύψει την αποχώρηση της ομάδας. Όταν οι Βρετανοί πλησίασαν ακούστηκε το αυτόματο του Γρηγόρη να κελαηδά. Οι Βρετανοί, οδηγούμενοι από τις πληροφορίες κάποιου προδότη, είχαν χωρίσει τις δυνάμεις τους σε δύο τμήματα, τα οποία επιτέθηκαν εκατέρωθεν του βουνού, με σκοπό να παγιδέψουν τους Έλληνες. Η ομίχλη όμως βοήθησε τη διαφυγή των γενναίων. Ο δε Αυξεντίου, όταν κατάλαβε ότι οι Βρετανοί έρχονταν από δύο μεριές, διείσδυσε ανάμεσά τους και έβαλε με το αυτόματο, ρίχνοντας παράλληλα και χειροβομβίδες.
Οι Βρετανοί, ανίκανοι να αντιληφθούν τι ακριβώς συνέβαινε άρχισαν να πυροβολούν μανιασμένα, το ένα τμήμα εναντίον του άλλου και να αλληλοσκοτώνονται. Την ίδια ώρα οι Έλληνες αποχώρησαν ασφαλώς, αφήνοντας τους Βρετανούς να καταμετρούν τις απώλειές τους –περίπου 50 άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.
Μανιασμένοι τώρα πια για τη ντροπιαστική τους αποτυχία οι Βρετανοί βάλθηκαν να καταδιώκουν ακόμα πιο άγρια τη μικρή ομάδα των Ελλήνων. Μέσα στις επόμενες 7 ημέρες οι Έλληνες μαχητές είχαν όμως διασπαστεί σε ακόμα μικρότερες ομάδες και είχαν διαφύγει. Ένας δεν τα κατάφερε, ο Ρένος Κυριακίδης, ο οποίος είχε καταφύγει στο χωριό Σπήλια. Εκεί, εντοπίστηκε από τους Βρετανούς και αφού έδωσε τη δική του μάχη, συνελήφθη, ενώ ήταν τραυματίας. Ο Ρένος Κυριακίδης δεν ήταν ένας τυχαίος μαχητής της ΕΟΚΑ. Επικεφαλής της ομάδας της Πιτσιλιάς, είχε καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των Βρετανών.
Σε τρεις, τουλάχιστον, περιπτώσεις είχε εκτελέσει επιτυχείς επιθέσεις κατά των βρετανικών στόχων, στα ορυχεία του Μιτσερού και στα βουνά του Αμιάντου. Εκεί είχε τραυματιστεί για πρώτη φορά. Οι Βρετανοί τον φυλάκισαν, τον βασάνισαν άγρια και μόνο χάρη στην επέμβαση της Θείας Πρόνοιας είναι σήμερα ζωντανός. Είναι η ζωντανή πηγή της ιστορικής μνήμης. Όσον αφορά τον προδότη που πληροφόρησε τους Βρετανούς για την παρουσία του Διγενή και των ανδρών του στα Σπήλια, σύντομα πλήρωσε όπως του άξιζε. Σκοτώθηκε και στο πτώμα του βρέθηκαν τα αργύρια της προδοσίας του.
Αναμφισβήτητα λοιπόν η μάχη στα Σπήλια είχε αναδείξει τον Αυξεντίου ως την ηγετική φυσιογνωμία του αγώνα. Ο Διγενής, του ανέθεσε, πέραν των άλλων καθηκόντων του, τη διοίκηση των μαχητών της Πιτσιλιάς, την αντικατάσταση δηλαδή του Κυριακίδη. Ο Αυξεντίου συγκέντρωσε την ομάδα σε νέο κρησφύγετο. Εκεί, 17 άνδρες κοιμούνταν ο ένας πάνω στον άλλο. Στα διαλείμματα των επιχειρήσεων συγκέντρωνε τους άνδρες του και τους διάβαζε χωρία από την Αγία Γραφή. Πίστευε πως δεν μπορεί να είναι κάποιος καλός Έλληνας, αν δεν είναι και καλός Χριστιανός. Πάντα διωκόμενος πέρασε δύσκολες μέρες στα βουνά.
Το Φεβρουάριο του 1956 έπεσε κάτω από τους πόνους. Υπέφερε από σκωληκοειδίτιδα, αλλά δεν είχε χρόνο να απαλλαγεί από αυτή. Έριξε χιόνι πάνω του για να παγώσει η περιοχή και να μαλακώσουν οι πόνοι και συνέχισε την πορεία του, επικεφαλής των ανδρών του! Κάποια φορά πάλι ήταν μαζί με 4 ακόμα αγωνιστές. Καταδιωκόμενοι από τον εχθρό, κατέφυγαν, κατάκοποι, σε μια βουνοπλαγιά. Δεν μπορούσαν ούτε να συρθούν από την κούραση. Πιο χαμηλά στην πλαγιά είχαν δει μια πηγή. Κανείς όμως δεν είχε το κουράγιο να πάει να φέρει νερό.
Οι άνδρες άρχισαν να φιλονικούν. Ο Γρηγόρης τους κοίταξε λυπημένος. Σηκώθηκε χωρίς να τον καταλάβουν και σε λίγο επέστρεψε κρατώντας μια στάμνα γεμάτη νερό. Τέτοιος άνδρας ήταν. Ικανός να εμπνεύσει με το παράδειγμά του. Γνώριζε άλλωστε καλά την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του νερού στην έρημο Γεδρωσία, όταν ο στρατηλάτης προτίμησε να διψά μαζί με τους άνδρες του, παρά να πιει αυτός νερό και να μένουν οι άλλοι διψασμένοι. Ο ηγέτης ξεχωρίζει από αυτές ακριβώς τις λεπτομέρειες και ο Αυξεντίου ήταν ηγέτης ανδρών και οδηγός ψυχών. Έγραφε στον πατέρα του: «Όταν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να πεθάνουν δεν μπορεί παρά να νικήσουμε. Αυτό το αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατακτητές και για αυτό λυσσούν περισσότερο».
Στις 16 Μαρτίου 1956 ο Αυξεντίου και οι άνδρες του έστησαν ενέδρα σε μια βρετανική αυτοκινητοπομπή, στο δρόμο Χανδριών-Αγρού. Ήθελαν έτσι να απαντήσουν στην εξορία του Μακαρίου και των, συν αυτώ, αγωνιστών κληρικών. «Η τοποθεσία στην οποία στήθηκε η ενέδρα ήταν μια απότομη στροφή, κυκλική και μεγάλη», αφηγείται ο αγωνιστής Σάββας Κουλλαπής. «Το έδαφος ήταν πετρώδες και ανοικτό.
Τα αυτοκίνητα ήταν δύο. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες και ένα ταξί με ανακριτές, όπως εξακριβώθηκε αργότερα.
Το σχέδιο ήταν να αφήσουμε και τα δύο αυτοκίνητα να μπουν στον κύκλο της στροφής και μετά ο αρχηγός να δώσει το σύνθημα της επίθεσης. Σε λίγο έφτασε το πρώτο αυτοκίνητο στη στροφή. Επειδή όμως το δεύτερο ήταν μακριά και ήταν ενδεχόμενο να μας ξεφύγει, αν δεν το κτυπούσαμε από το πιο πέρα σημείο, μόλις έκαμε τη στροφή του κύκλου, το κτυπήσαμε με τα όπλα.
Ωστόσο, παρά τις απώλειες που είχε, μας διέφυγε. Πληροφορηθήκαμε ότι τέσσερις άνθρωποι τραυματίστηκαν και ο ένας από αυτούς εξέπνευσε στο νοσοκομείο του Αγρού. Μόλις πλησίασε το δεύτερο αυτοκίνητο, το κτυπήσαμε και το ακινητοποιήσαμε, βάλλοντες συνεχώς και με χειροβομβίδες. Ένας από τους επιβαίνοντες κατόρθωσε να κατεβεί, να λάβει θέση αμύνης και να πυροβολήσει». Από τα πυρά αυτά σκοτώθηκε ο αγωνιστής Χρίστος Τσιάρτας.
Κοντά στο Πάσχα ο Αυξεντίου με τους άνδρες του είχαν καταφύγει στην Ιερά Μονή της Παναγίας στο Μαχαιρά. Εκεί έπαθε νέα κρίση και οι άνδρες του αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν, την Κυριακή των Βαΐων, στη Λεμεσό, όπου χειρουργήθηκε κρυφά. Τον μετέφεραν και πάλι στο Μαχαιρά τη Μεγάλη Πέμπτη. Τον φιλοξένησαν οι καλόγεροι στο μοναστήρι. Τον έντυσαν και αυτόν καλόγερο και του έδωσαν το όνομα Χρύσανθος. Μια βδομάδα αργότερα 2.000 Βρετανοί στρατιώτες έφτασαν στην περιοχή του Μαχαιρά και άρχισαν τις έρευνες. Προφανώς, είχαν πληροφορίες ότι εκεί κρυβόταν ο Αυξεντίου. Οι Βρετανοί μπήκαν στη μονή –πάνω από 100 από αυτούς.
Τους υποδέχτηκε ο ηγούμενος Ειρηναίος, ο οποίος με παροιμιώδη ψυχραιμία κάλεσε τους Βρετανούς αξιωματικούς στο αρχονταρίκι, για να τους κεράσει. «Ελάτε να πάρετε ένα γλυκό», τους είπε. «Πάτερ Χρύσανθε, πρόσφερε στους ξένους γλυκό και κουμανταρία», είπε, απευθυνόμενος στον Αυξεντίου. Ο Αυξεντίου-Χρύσανθος πήγε πράγματι και σε λίγο επέστρεψε με το δίσκο με τα γλυκά και το κρασί. Εκείνη τη στιγμή ήχησε το τηλέφωνο και ο ηγούμενος αποσύρθηκε. Ο Αυξεντίου έμεινε μόνος με τους Βρετανούς.
Ο επικεφαλής Βρετανός του είπε: «μπορείς εσύ να μας βοηθήσεις να βρούμε τον Αυξεντίου;». «Εγώ; Τι γυρεύει ο Αυξεντίου σε τούτη την περιοχή; Δεν μπορεί να είναι εδώ, θα τον έβλεπα», απάντησε ο Γρηγόρης. «Τότε να σου δώσω τον αριθμό του τηλεφώνου μου. Αν τύχει και μάθεις τίποτα, ή περάσει από εδώ ο Αυξεντίου, μου κάνεις ένα τηλεφώνημα», είπε ο Βρετανός και έδωσε στο μοναχό Χρύσανθο την κάρτα του! Σε λίγο επέστρεψε ο ηγούμενος και οι Βρετανοί αφού ευχαρίστησαν, έφυγαν.
Οι Βρετανοί τον αναζητούσαν πλέον μανιωδώς. Στο πατρικό του σπίτι είχαν σχεδόν εγκαταστήσει φρουρά. Έτσι, ο Γρηγόρης δύσκολα μπορούσε να επικοινωνήσει με τους δικούς του. Συνήθως περιοριζόταν σε ένα κομμάτι χαρτί με τις λέξεις: «Είμαι καλά». Ακόμα και οι Βρετανοί πάντως έφτασαν να θαυμάζουν το μεγάλο τους αντίπαλο. Ένας αξιωματικός είπε κάποτε στον Πιερή Αυξεντίου: «Ως αξιωματικός θέλω να συλλάβω το γιο σου. Ως άνδρας σε συγχαίρω για το γιο που ανέθρεψες». Η αναγνώριση από τον εχθρό είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να πετύχει ένας πολεμιστής.
Πάντα κυνηγημένος ο Αυξεντίου κατέφυγε στο χωριό Ζωοπηγή. Και εκεί όμως, κατόπιν προδοσίας, οι Βρετανοί τον αναζήτησαν. Το σπίτι που κρυβόταν περικυκλώθηκε. Οι Βρετανοί άνοιξαν πυρ. Χωρίς να χάσει καιρό ο Γρηγόρης, με τους άνδρες του, επιχείρησαν να διαφύγουν. Ένας στρατιώτης τον αναγνώρισε και φώναξε: «Αυτός είναι ο Αυξεντίου». Μια ριπή του Γρηγόρη τον ξάπλωσε στο χώμα. Ύστερα από άγρια συμπλοκή, οι Έλληνες διέφυγαν, εκτός από έναν, το Μιχαήλ Γεωργαλλά, που έπεσε από τα εχθρικά πυρά.
Στις αρχές του 1957 ο Αυξεντίου κατέφυγε πάλι στην περιοχή του Μαχαιρά, στη Μονή της Παναγιάς της Μαχαιράδος. Σύμφωνα με την παράδοση στην περιοχή που κτίστηκε η μονή είχε ανακαλυφθεί, τον 12ο αιώνα μ.Χ., η θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος, στην οποία ήταν καρφωμένο ένα μαχαίρι. Η Μονή Μαχαιρά, μαζί με τη Μονή Κύκκου, είναι οι πλέον ονομαστές, όχι μόνο για την ιστορία τους, αλλά και για την εθνική προσφορά τους σε όλους τους αγώνες, κατά όλων των κατακτητών. Από το Μαχαιρά ο Αυξεντίου έστειλε και την τελευταία του, προφητική, όπως αποδείχτηκε, επιστολή στη σύζυγό του: «Ίσως με τις τελευταίες έρευνες και συλλήψεις να ανησύχησες και να ανησυχείς ακόμη. Είναι αλήθεια ότι ύστερα από μιαν προδοσία μας σφίξανε αρκετά, αλλά ο καλός Θεός μας βοήθησε να αποφύγουμε τον κίνδυνο. Μην ανησυχείς και ο κοκοβίος σου δεν το έχει να πιαστεί, έτσι εύκολα-εύκολα. Στην έσχατη ανάγκη θα αγωνιστώ σαν Έλληνας, αλλά ζωντανό δεν θα με πιάσουν».
Με τους άνδρες του λοιπόν έσκαψαν και δημιούργησαν ένα καταφύγιο, 1.000 μέτρα περίπου μακριά από τη Μονή. Η Μονή ήταν το ορμητήριό του. Από εκεί έπαιρνε πληροφορίες και διευθετούσε την αλληλογραφία του. Έλεγε στον ηγούμενο Ειρηναίο: «Αν τυχόν και έρθουν οι Άγγλοι κάψε τα γράμματα στη σόμπα και κρύψε τα χρηματικά βοηθήματα για τις οικογένειες των αγωνιστών». Δύο μέρες πριν τη θυσία, σαν να είχε προαισθανθεί κάτι, είπε στον ηγούμενο: «Απόψε θα φύγουμε νωρίς. Όπου να’ ναι έρχονται τα βαριά όπλα. Και ο Μαχαιράς θα γίνει Κούγκι. Να μας κοινωνήσεις. Είμαστε σε κίνδυνο».
Τα ξημερώματα της Παρασκευής, της 1ης Μαρτίου 1957, ισχυρές, βρετανικές δυνάμεις κύκλωσαν τη Μονή. Οι στρατιώτες όρμησαν μέσα ουρλιάζοντας, με όπλα και σκυλιά. «Που κρύβετε τους τρομοκράτες; Που κρύβετε τον Αυξεντίου;», φώναζαν. Άρπαξαν τον ηγούμενο από τα μαλλιά. Έναν καλόγερο τον έδεσαν από τα πόδια και τον κρέμασαν ανάποδα, από ύψος 50 μέτρων. Έβαλαν τα σκυλιά στο καθολικό, βεβήλωσαν την Αγία Τράπεζα. Ένα από τα σκυλιά τους πήγε να μυρίσει την εικόνα της Παναγιάς.
Έπεσε κάτω νεκρό. Συγκλονίζει η μαρτυρία του υπεραιωνόβιου μοναχού, Δαμιανού: «Είμαι 104 ετών. Μικρός έφτασα και τον καιρό της Τουρτσιάς. Έχει 92 χρόνια που είμαι εδώ πάνω στο μοναστήρι του Μαχαιρά. Όμως δεν είδα, ούτε θα ξαναδώ, νομίζω, τέτοιο κακό και τέτοια θηριωδία. Αν ήταν Σαρακηνοί ή Καραμάνοι θα είχαν έλεος. Ακόμα και σε αυτά τα καλυμμαύχια μας ερευνούσαν, σάμπου ο Αυξεντίου είναι κανένας ποντικός και θα τρυπώσει μέσα. Ευλογημένοι άνθρωποι, ακόμα και μέσα στην Εκκλησία έβαλαν σκύλους για να ανακαλύψουν τον Αυξεντίου και έσκαψαν το πάτωμα».
Επί τρεις μέρες οι Βρετανοί ερευνούσαν άκαρπα. Στο τέλος όμως τους ήρθε η βοήθεια του Εφιάλτη. Ένας αγρότης, που προμήθευε το μοναστήρι με διάφορα είδη, γνώριζε για τον Αυξεντίου και το κρησφύγετό του. Έναντι αδράς αμοιβής ανέλαβε να οδηγήσει ο ίδιος τους Βρετανούς στον Αυξεντίου.
Με το πρώτο φως της 3ης Μαρτίου οι Βρετανοί αρχίζουν να κτενίζουν την περιοχή, με τη βοήθεια ακόμα και ελικοπτέρων. Ο προδότης γνώριζε την περιοχή που κρυβόταν ο Αυξεντίου και οι άνδρες του, αλλά όχι την ακριβή τοποθεσία. Τελικά, η τεχνητή σπηλιά βρέθηκε. Οι Βρετανοί αμέσως ζήτησαν από τους εγκλωβισμένους να παραδοθούν. Ο Αυξεντίου δεν απάντησε. Διέταξε απλώς τους 4 άνδρες του να βγουν. «Κι εσύ;», ρώτησαν αυτοί. «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω», απάντησε ψύχραιμα. «Θα πεθάνουμε όλοι», του είπαν οι άνδρες του. «Εγώ πρέπει να πεθάνω», τους απάντησε και τους υποχρέωσε να βγουν.
Οι Βρετανοί τους περίμεναν και τους συνέλαβαν. Οι Βρετανοί όμως, χάρη στον προδότη, γνώριζαν ότι στη σπηλιά κρυβόταν και ο Αυξεντίου και δεν αρκέστηκαν στη, μέχρι τότε, λεία τους. Είχαν, άλλωστε, φροντίσει να δώσουν μεγάλη έκταση στο γεγονός της επικείμενης σύλληψης του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, του Αυξεντίου, καλώντας να παρακολουθήσουν τη σκηνή και δεκάδες δημοσιογράφοι. Η εξέλιξη της «μάχης» όμως δεν δικαίωσε τους πόθους τους. «Αυξεντίου έλα έξω, αλλιώς θα σε ανατινάξουμε, μαζί με το κρησφύγετο», του φώναζαν. Η ψυχή του Έλληνα δεν δείλιασε. «Μολών Λαβέ», απάντησε. «Αν έχετε καρδιά ελάτε»! Αμέσως, οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν να επιτεθούν.
Ένας υπαξιωματικός πλησίασε πρώτος, αλλά μια ριπή του Αυξεντίου τον άφησε νεκρό. Ένας άλλος στρατιώτης πρόλαβε και έριξε μια χειροβομβίδα. Ο Αυξεντίου πληγώθηκε, στο λαιμό και στο πόδι. Οι Βρετανοί πίστεψαν τότε ότι είχαν ησυχάσει από το μεγάλο τους πονοκέφαλο. Μην τολμώντας όμως να πλησιάσουν, έστειλαν έναν από τους συλληφθέντες άνδρες του Αυξεντίου, τον Αυγουστή Ευσταθίου, μέσα στο κρησφύγετο, για να σύρει το πτώμα του έξω. Ο Αυγουστής μπήκε προσεκτικά.
Όντας βέβαιος ότι ο Αυξεντίου ζούσε φώναξε : «Μάστρε, μην πυροβολείς». «Γιατί ήρθες Αυγουστή;», απάντησε ο Αυξεντίου. «Με έστειλαν για να σε βγάλω έξω», του είπε. «Μα στα αλήθεια σε έστειλαν οι Άγγλοι για να μου πεις να παραδοθώ; Βρε τους παλαβούς», είπε ο Αυξεντίου, χαμογελώντας. Αμέσως ο Αυγουστής άρπαξε ένα όπλο, στάθηκε δίπλα στο Γρηγόρη και φώναξε: «Ελάτε. Είμαστε δύο τώρα». Οι Βρετανοί επιχείρησαν να πλησιάσουν, αλλά τα φονικά πυρά των δύο ηρώων τους απέτρεψαν. Ο Αυξεντίου αποφάσισε να κάνουν έξοδο. Το επιχείρησαν, αλλά απέτυχαν. Έτσι παρέμειναν μέσα, συνεχίζοντας τον, χωρίς καμία ελπίδα, αγώνα τους.
Ο Αυγουστής πίστευε πως θα μπορούσαν να ξεφύγουν όταν θα νύχτωνε. Ο Αυξεντίου όμως απάντησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουν οι Βρετανοί να τους ξεφύγει. Και πράγματι οι Βρετανοί συγκέντρωσαν στην περιοχή τεράστιες δυνάμεις, υπό τον ταξίαρχο Χόπγουντ. Παιζόταν η τιμή του Βρετανικού Στρατού. Ένα ολόκληρο Σύνταγμα, και μάλιστα το Σύνταγμα του Δούκα του Γουέλινγκτον, του νικητή του Βατερλό, πολεμούσε με 2 Έλληνες και δεν μπορούσε να τους νικήσει! Είχαν περάσει 9 ώρες από την έναρξη της μάχης και οι δημοσιογράφοι αδημονούσαν. Έτσι, ο Χόπγουντ αποφάσισε να κάψει ζωντανούς τους Έλληνες. Οι Βρετανοί έριξαν μέσα στο κρησφύγετο βενζίνη.
Έριχναν το ένα βαρέλι μετά το άλλο. Μέχρι και το χώμα είχε ποτίσει. Ο Αυγουστής πανικοβλήθηκε. «Παναγία μου, θα μας κάψουν», είπε. «Μη φοβάσαι», απάντησε ο Αυξεντίου, με τα ρούχα ποτισμένα από βενζίνη. Σχεδόν αμέσως οι Βρετανοί έριξαν εμπρηστική χειροβομβίδα. Άρχισε να καίγεται το χώμα, άρχισε να καίγεται το κρησφύγετο. Ο Αυγουστής βγήκε έξω και παραδόθηκε, μισοκαμμένος. Ο Αυξεντίου όμως δεν έβγαινε. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι ήταν πια νεκρός. Εκείνος όμως, σε πείσμα ακόμα και των φυσικών νόμων, πετάχτηκε έξω.
Κρατούσε στο χέρι το αυτόματο και έριχνε. Με το άλλο χέρι έριξε την τελευταία του χειροβομβίδα. Ήταν ένας φλεγόμενος πυρσός. Η φλόγα που τον έκαιγε, θεόρατη, του έδινε μια αλλόκοσμη μορφή. Το ένα πόδι του είχε κοπεί. Οι Βρετανοί, τρομοκρατημένοι από το θέαμα, άρχισαν να ρίχνουν με ό,τι μέσο είχαν.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου έπεσε νεκρός. Το κορμί του σκοτώθηκε, κατακάηκε, ακρωτηριάστηκε, θερίστηκε από σφαίρες και θραύσματα. Η ψυχή του όμως δεν πέθανε, ούτε και πρόκειται να πεθάνει, όσο υπάρχουν Έλληνες στον κόσμο τούτο. Είναι δύσκολο να γίνεις Διάκος, όχι όμως όταν είσαι ο Αυξεντίου.
Οχυρό Αχυρώνα
Τίποτα το σύνθετο και το πρωτόγνωρο δεν υπάρχει στη μάχη του Αχυρώνα, στο χωριό Λιοπέτρι της Αμμοχώστου. Εκεί, 4 Έλληνες πολέμησαν μόνοι, εναντίον δεκάδων, πάνοπλων Βρετανών. Τί το καινούργιο έχει αυτό για την Ελληνική Ιστορία; Πιστοί στα διδάγματα της φυλής, οι τέσσερις ήρωες του Αχυρώνα, ο Ανδρέας Κάρυος, ο Χρίστος Σαμάρας, ο Φώτης Πίττας και ο Ηλίας Παπακυριάκου, έγιναν παρανάλωμα του πυρός, αλλά δεν έσκυψαν το κεφάλι, δεν παραδόθηκαν στον εχθρό. Πέθαναν σαν Έλληνες, πέθαναν σαν άνδρες.
Τί άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τους ήρωες αυτούς; Ό,τι ακριβώς θα όφειλε να περιμένει από έναν Λεωνίδα, από έναν Παλαιολόγο, από έναν Διάκο, ή από έναν Αυξεντίου. Πιστοί στα παραδείγματα αυτά, οι τέσσερις Έλληνες αγωνιστές έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα, για την Ελευθερία, αφού έγιναν φάρος φωτεινός, για τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων.
Στις 30 Αυγούστου 1958, οι τέσσερις ήρωες είχαν φτάσει στο χωριό Λιόπτετρι, τόπο καταγωγής του Χρ. Σαμάρα, με σκοπό να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν τους εκεί αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Τα ξημερώματα όμως της 1ης Σεπτεμβρίου, βρετανικά καμιόνια περικύκλωσαν το χωριό. Ήταν φανερό πως κάποιος τους είχε προδώσει. Οι τέσσερις αποφάσισαν να επιχειρήσουν τη διάσπαση του βρετανικού κλοιού. Επιβιβάστηκαν σε ένα όχημα, ανέπτυξαν ιλιγγιώδη ταχύτητα και επιχείρησαν να απομακρυνθούν. Έπεσαν όμως σε βρετανικό μπλόκο.
Ωστόσο, δεν δείλιασαν. Άνοιξαν αμέσως πυρ, σκοτώνοντας μάλιστα έναν Βρετανό. Οι Βρετανοί τότε απάντησαν με μαζικά πυρά. Το όχημα των Ελλήνων έγινε κυριολεκτικά κόσκινο. Το εγκατέλειψαν πριν αναφλεγεί. Εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση των Βρετανών, οι τέσσερις κατέφυγαν σε έναν πετρόκτιστο αχυρώνα, που ανήκε στον Παναγιώτη Κάλη. Στο μεταξύ, οι Βρετανοί είχαν αρχίσει εντατικές έρευνες, αναζητώντας, από σπίτι σε σπίτι, τους τέσσερις αγωνιστές. Πήγαν και στον αχυρώνα, δύο φορές, αλλά δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν του κρυμμένους Έλληνες.
Έτσι κύλησε η 1η Σεπτεμβρίου. Το επόμενο πρωί οι Βρετανοί πήγαν κατευθείαν στον αχυρώνα. Ανέκριναν βίαια τον ιδιοκτήτη του, αλλά δεν του απέσπασαν καμία πληροφορία. Και όμως γνώριζαν ότι οι αγωνιστές κρύβονταν εκεί. Την πληροφορία τους την έδωσε ο Ηλίας Σαμάρας, αδελφός του Χρίστου. Τότε κυκλοφόρησε έντονα η φήμη ότι ο Ηλίας είχε προδώσει τον αδελφό τους στους Βρετανούς. Οι έρευνες όμως που έγιναν μετά την απελευθέρωση της Κύπρου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ηλίας είχε υποκύψει απλώς στα απάνθρωπα βασανιστήρια, στα οποία τον είχαν υποβάλει οι Βρετανοί και είχε «προδώσει», τους αγωνιστές. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ψυχικές και σωματικές δυνάμεις.
Όντας βέβαιοι οι Βρετανοί ότι οι τέσσερις κρύβονταν στον αχυρώνα, περικύκλωσαν το οίκημα με δύο λόχους. Οι εγκλωβισμένοι ήρωες κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα να γίνουν κομμάτι της ιστορίας. Όταν μια ομάδα βρετανών επιχείρησε να εισέλθει στον αχυρώνα, οι αποφασισμένοι να πέσουν με τιμή, άνοιξαν πυρ.
Οι στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας μερικούς τραυματίες τους να σφαδάζουν στο χώμα. Ένας Βρετανός αξιωματικός που μιλούσε ελληνικά, πρότεινε στον αρχηγό του να του επιτρέψει να καλέσει τους εγκλωβισμένους να παραδοθούν. Ο Βρετανός πλησίασε και ζήτησε την παράδοση των τεσσάρων ηρώων. Ακούστηκε η φωνή του Σαμάρα: «Μολών Λαβέ». Από τα παράθυρα των σπιτιών τους, κλεισμένοι υποχρεωτικά μέσα σε αυτά, οι κάτοικοι του χωριού παρακολουθούσαν και προσεύχονταν.
Ο ήχος της μάχης έφτανε μέχρι το γειτονικό χωριό, την Αυγόρου. Η μάνα του Ανδρέα Κάρυου γνώριζε ότι ο γιος της ήταν στο Λιοπέτρι. Βγήκε από το σπίτι της. Είδε τους καπνούς της μάχης, έκανε τον σταυρό της και είπε: «Δύναμη γιε μου. Να πεθάνεις λεβέντης». Πίσω στον αχυρώνα, ο επικεφαλής αξιωματικός έστειλε μια ομάδα να ρίξει χειροβομβίδες στον αχυρώνα. Επίσης, έβαλαν με οπλοβομβίδες. Κανείς δεν γνωρίζει τι αποτέλεσμα είχαν οι βολές αυτές. Η ουσία ήταν ότι από τον αχυρώνα τα πυρά εξακολουθούσαν, εξίσου σφοδρά.
Νέα απόπειρα των Βρετανών να εισβάλουν αντιμετωπίστηκε με σφοδρούς πυροβολισμούς και ένας Βρετανός αξιωματικός, αλλά και ένας στρατιώτης έπεσαν στο έδαφος. Εντός του αχυρώνα η κατάσταση πρέπει να εξελισσόταν σε τραγική. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς αναλογιζόμενος την απέλπιδα προσπάθεια των εγκλωβισμένων να διαφύγουν. Ένας από αυτούς έπεσε νεκρός από τα εχθρικά πυρά και η προσπάθεια ματαιώθηκε. Στη δε ανταλλαγή πυρών που ακολούθησε, άλλος ένας Έλληνας έπεσε.
Η μάχη διαρκούσε ήδη πέντε ώρες και οι δύο ζωντανοί αγωνιστές συνέχιζαν να μάχονται απεγνωσμένα. Οι Βρετανοί είχαν απελπιστεί. Δεν ήξεραν πλέον τι να κάνουν. Ως και ελικόπτερο επιστράτευσαν, για να τους βοηθήσει. Τότε ο επικεφαλής, λοχαγός Τέιλορ, έστειλε μερικούς άνδρες του να σκαρφαλώσουν στη στέγη του αχυρώνα, καλυπτόμενοι από τα σφοδρά πυρά των συναδέλφων τους. Όταν ανέβηκαν στη σκεπή άνοιξαν μια τρύπα σε αυτή και έριξαν βενζίνη εντός του αχυρώνα, ο οποίος ήταν γεμάτος με ξερό άχυρο.
Μετά, οι στρατιώτες έριξαν εμπρηστικές χειροβομβίδες και σε λίγα λεπτά ο αχυρώνας είχε μετατραπεί στον πύρινο ποταμό της Αποκαλύψεως. Οι εγκλωβισμένοι Έλληνες πήραν την απόφαση. Επίθεση! Δύο καπνισμένες σκιές ξεπρόβαλαν από την πόρτα του αχυρώνα. Οι φλόγες πίσω τους είχαν θεριέψει, δίνοντας στα περιγράμματα των παλικαρίσιων τους κορμιών μια απόκοσμη λάμψη. Δύο πυρσοί, δύο άνδρες με φλογισμένες, για την αγάπη της πατρίδας, ψυχές, που καίγονταν ζωντανοί, εφόρμησαν μπροστά. Τα βήματα ακολουθώντας, πιστά, του «μάστρου» Αυξεντίου. Με τα όπλα στα χέρια, φίλους στερνούς, άνοιξαν πυρ, ουρλιάζοντας μανιασμένα. Η ατιμία τους περίμενε με τα όπλα της στραμμένα προς την πύλη του αχυρώνα. Οι κάννες βρόντηξαν, και οι δύο, τελευταίοι ήρωες άφησαν πίσω τους την κόλαση και πέταξαν προς τον Παράδεισο.
Κανείς δεν ξέρει ποιος έπεσε πρώτος και ποιος τελευταίος από τους τέσσερις ήρωες. Δεν έχει άλλωστε και καμία σημασία. Η μάχη στο Λιοπέτρι δεν έγινε για τη νίκη, γιατί νικηφόρο δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να είναι το αποτέλεσμά της. Έγινε για μια ανώτερη ιδέα, για την Τιμή και για τη Δόξα, που αυτή φέρνει. Όπως οι Έλληνες του 1940 τα έβαλαν, με το χαμόγελο στα χείλη, με δυο αυτοκρατορίες, έτσι και οι Έλληνες Κύπριοι πολέμησαν αγέρωχα, άλλη μια αυτοκρατορία. Με το χαμόγελο στα χείλη, τη θύμηση της οικογένειας τους και με μια τελευταία προσευχή, είναι βέβαιο πως έφυγαν από τον κόσμο τούτο και οι τέσσερις του Λιοπετρίου. Έφυγαν από τον κόσμο τον ορατό. Κανείς ποτέ όμως δεν θα τους ξεχάσει.
Από την άλλη πλευρά οι Βρετανοί δεν αποκάλυψαν ποτέ τις, οπωσδήποτε, σημαντικές τους απώλειες. Μέχρι εκεί έφτανε η ατιμία τους. Ο Διγενής όμως αναφέρει ότι αυτόπτες μάρτυρες καταμέτρησαν τα πτώματα τουλάχιστον επτά νεκρών. Περισσότεροι ήταν οι τραυματίες. Αναφέρει επίσης ότι μετά τη «μάχη», Βρετανός αξιωματικός, λυσσομανώντας άρχισε να πυροβολεί τους νεκρούς ήρωες στο κεφάλι. Ωστόσο, ακόμα και οι λιγότερο φανατικοί Βρετανοί δεν μπορούσαν να μην υποκλιθούν απέναντι στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. Γράφει ο ανταποκριτής της Daily Telegraph που παρακολούθησε την επιχείρηση: «Έμεινα κατάπληκτος από την αντίσταση των τεσσάρων μαχητών του Λιοπετρίου».
Ο επίλογος της μάχης γράφτηκε την ίδια μέρα στην εκκλησία του χωριού. Όλοι οι κάτοικοι ήταν παρόντες. Η εκκλησία του Αγ. Ανδρόνικου έλαμπε, κατάφωτη. Ο ιερέας εκφωνούσε αργά: «Των υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και ευκλεώς πεσόντων». Όλοι ήταν δακρυσμένοι. Στο ψαλτήρι, έψελνε τη νεκρώσιμη ακολουθία του γιου του, ο Παρασκευάς Σαμάρας, ο πατέρας. Η φωνή του, σπασμένη από τον πόνο, δεν δείλιασε: «Αιωνία η μνήμη αυτών»!
Οι ήρωες του Αχυρώνα
Ο Ανδρέας Κάρυος γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου της Αμμοχώστου, στις 16 Ιουλίου 1926. Ήταν ένα από τα 7 παιδιά του Παναγιώτη και της Ανδρούλας. Η πίστη του στο Χριστό ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα του, όπως και η λατρεία του για την Ελλάδα. Ο αδελφός του, Γιώργος, έπεσε επίσης στον αγώνα, την 28η Οκτωβρίου 1958.
Ο Ανδρέας από πολύ νωρίς συμμετείχε στις αντιστασιακές οργανώσεις και το 1955 αφιέρωσε τη ζωή του στην ΕΟΚΑ και στον ενωτικό αγώνα. Τον Ιανουάριο του 1955 ήρθε σε επαφή με τον Γρ. Αυξεντίου και άρχισε να στρατολογεί άνδρες. Την 1η Απριλίου 1955 έλαβε μέρος στην πρώτη επιχείρηση, στην αποκοπή του ηλεκτρικού δικτύου της περιοχής, στην οποία σκοτώθηκε ο αγωνιστής Μόδεστος Παντελής. Ο ίδιος τραυματίστηκε. Αργότερα, επιτέθηκε με την ομάδα του κατά του βρετανικού, αστυνομικού τμήματος της Άχνας. Συνελήφθη μετά την επίθεση, αλλά απέδρασε μαζί με το Φώτη Πίττα και άλλους δύο αγωνιστές. Κατόπιν ανέλαβε δράση ως υποτομεάρχης στην περιοχή Κοκκινοχωρίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1958, μαζί τους Φώτη Πίττα, Χρίστο Σαμάρα και Ηλία Παπακυριακού, περικυκλώθηκαν στον περήφανο αχυρώνα, στο Λιοπέτρι και πολέμησαν μέχρις εσχάτων, κατά των πολλαπλάσιων από αυτούς εχθρών. Άφησε πίσω του σύζυγο και δύο ανήλικα παιδιά.
Ο Ηλίας Παπακυριακού γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1938, στο χωρίο Λυθράγκωμη Αμμοχώστου. Είχε πέντε αδέλφια. Κατατάχθηκε στην ΕΟΚΑ όταν ήταν ακόμα μαθητής του γυμνασίου. Έλαβε μέρος σε βομβιστικές επιχειρήσεις, εναντίον διαφόρων στόχων. Το Μάρτιο του 1957, παρά το νεαρό της ηλικίας του, του ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα Ασσιάς, λόγω της εθνικής φλόγας που τον κατάκαιγε. Σε μια περίπτωση κατάφερε να αρπάξει τα όπλα Γάλλων στρατιωτών που είχαν βρεθεί στην Κύπρο μετά την επιχείρηση του Σουέζ.
Το καλοκαίρι του 1958 οι Τούρκοι, με την υποστήριξη των Βρετανών, εξαπέλυσαν πογκρόμ κατά των Ελλήνων. Ο Ηλίας τότε πρωτοστάτησε στη συγκρότηση ελληνικών πολιτοφυλακών στα χωριά της περιοχής Βιτσάδας-Μαραθοβούνου. Πέρασε δε αμέσως στην αντεπίθεση, υποχρεώνοντας τους Τούρκους να σταματήσουν τις επιθέσεις. Στις 13 Ιουλίου 1958 η ομάδα του εκτέλεσε μια σειρά επιτυχημένων σαμποτάζ κατά βρετανικών στόχων. Στις 31 Ιουλίου όμως τραυματίστηκε σε μάχη με μια βρετανική περίπολο. Παρ’ όλα αυτά κατόρθωσε να διαφύγει. Πάντα διωκόμενος από τους Βρετανούς, κατέφυγε μαζί με τους άλλους τρεις ήρωες, στον αχυρώνα στο Λιοπέτρι, όπου πολέμησε, αν και τραυματίας, μέχρι την τελευταία του ανάσα, σαν πραγματικός Έλληνας που ήταν.
Ο Φώτης Πίττας ήταν ο τρίτος ήρωας του αχυρώνα στο Λιοπέτρι, ο οποίος προτίμησε να γίνει παρανάλωμα, παρά να παραδοθεί. Γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1935, στο χωρίο Φρέναρος Αμμοχώστου. Είχε πέντε αδέλφια. Ο Φώτης ήταν δάσκαλος, από εκείνους, τους παλαιούς, που μέσα τους ξεχείλιζε η πίστη στο Θεό και την Πατρίδα. Σπούδαζε ακόμα στο Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου, όταν εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ. Όταν δε διορίστηκε δάσκαλος, στο δημοτικό σχολείο της Άχνας, πρόσφερε τα μέγιστα στην οργάνωση και στην πνευματική καθοδήγηση των μαθητών του, αλλά και των γονέων τους.
Σύντομα όμως οι Βρετανοί ανακάλυψαν τη δράση του και αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά. Στις 10 Ιανουαρίου 1957 τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν απάνθρωπα. Κατάφερε να δραπετεύσει στις 12 Μαρτίου και αμέσως ανέλαβε υποτομεάρχης Λύσης. Η καταδίωξη των Βρετανών όμως συνεχίστηκε αμείλικτη. Έτσι και ο Φώτης κατέφυγε μαζί με τους άλλους τρεις συναγωνιστές στον αχυρώνα, στο Λιοπέτρι και πολέμησε μέχρι τέλους.
Ο Χρίστος Σαμάρας ήταν ο μεγαλύτερος, σε ηλικία, από τους ήρωες του Αχυρώνα. Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1925 στο Λιοπέτρι Αμμοχώστου και έμελλε να πέσει στο ίδιο το χωριό του. Ήταν νυμφευμένος με τη Μαρία Σαμάρα και είχε τέσσερα παιδιά. Ο Χρίστος προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Είχε επτά αδέλφια. Δεν τελείωσε το δημοτικό, αλλά κατάφερε να μορφωθεί μόνος του, διαβάζοντας με ζήλο την ελληνική ιστορία και τα βιβλία της Εκκλησίας. Επίσης, σπούδασε πρακτικά και τη βυζαντινή μουσική.
Ήταν ουσιαστικά απόφοιτος του Κρυφού Σχολειού του Λιοπετρίου. Βρέθηκε από την αρχή στις τάξεις της ΕΟΚΑ και τον Ιανουάριο του 1955 ήρθε σε επαφή με τον Γρ. Αυξεντίου. Ανέλαβε επικεφαλής της οργάνωσης στο χωριό του και στρατολόγησε δεκάδες αγωνιστές. Μιλούσε απλά, αλλά τα λόγια του έσφυζαν από Χριστό και Ελλάδα. Μιλούσε η φλόγα της ψυχής του. Την 1η Απριλίου 1955 έλαβε μέρος στην επίθεση κατά της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας, μαζί με τον Αυξεντίου. Μετά την επίθεση οι Βρετανοί τον επικήρυξαν για το ποσό των 5.000 λιρών.
Ο Χρίστος παρ’ όλα αυτά συνέχισε τη δράση του άφοβα, μαζί με τα αδέλφια, που είχε επίσης στρατολογήσει. Κυνηγημένος από τους Βρετανούς κατέφυγε στον αχυρώνα και έδωσε τον αγώνα του μέχρις εσχάτων.