Νομικός, δημοσιογράφος και πολιτικός, ο οποίος διατέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1865 έως το 1878. Διατηρεί ακόμη τον τίτλο του νεώτερου Έλληνα πρωθυπουργού, καθώς ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία σε ηλικία 36 ετών.
Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 10 Ιανουαρίου 1829. Ο πατέρας του Μήτρος Δεληγεώργης (1775-1860), με καταγωγή από το Μεσολόγγι, υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές του ’21 και διατέλεσε αρχηγός της Χωροφυλακής μετά την απελευθέρωση.
Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Τρίπολη και το Μεσολόγγι και το 1841 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1850 αναγορεύτηκε αριστούχος διδάκτορας της Νομικής Σχολής.
Ως δικηγόρος διακρινόταν για τον χειμαρρώδη λόγο και την ευγλωττία του, προτερήματα που τον ακολούθησαν και στον κοινοβουλευτικό του βίο. Φιλελεύθερος πολιτικά και με έντονα αντιδυναστική στάση σύντομα έγινε το ίνδαλμα της νεολαίας.
Από το 1851 έως τα μέσα του 1852 διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Εθνική. Τον Οκτώβριο του 1859 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Μεσολογγίου, παρά τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης του Αθανάσιου Μιαούλη υπέρ των βασιλικών υποψηφίων.
Οι θαρραλέες αγορεύσεις του στη Βουλή και η μαχητική αρθρογραφία του στο Μέλλον της Πατρίδας, οργάνου της Χρυσής Νεολαίας, η οποία στρεφόταν ευθέως κατά του βασιλιά Όθωνα για τις αντισυνταγματικές παρεμβάσεις του, ανέδειξαν τον Δεληγεώργη αρχηγό της. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1861 απέτυχε να επανεκλεγεί βουλευτής στην επαρχία Μεσολογγίου, λόγω των αφάνταστων βασιλικών πιέσεων.
Μετά την απόπειρα κατά της ζωής της βασίλισσας Αμαλίας από τον φοιτητή Αριστείδη Δόσιο (6 Σεπτεμβρίου 1861) συνελήφθη με τον αδελφό του Λεωνίδα και μαζί με άλλους ομοϊδεάτες τους εξορίστηκαν στην Κύθνο. Η δυσαρέσκεια κατά του Όθωνα μεγάλωνε και την 1η Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στασιαστικό στο Ναύπλιο, που έμεινε στην ιστορία ως Ναυπλιακή Επανάσταση. Οι επαναστάτες προσπάθησαν να απελευθερώσουν τον Δεληγεώργη, απέτυχαν όμως και ο τελευταίος μεταφέρθηκε στη Μύκονο.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης (8 Απριλίου 1862) ο Δεληγεώργης αμνηστεύθηκε και απελευθερώθηκε. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου συνέχισε τον αγώνα του κατά του Όθωνα. Στις 10 Οκτωβρίου 1862 ξέσπασε νέα εξέγερση κατά του Όθωνα στην Αθήνα, η οποία επικράτησε. Την επαναστατική προκήρυξη, γνωστή ως «Ψήφισμα του Έθνους», που κήρυσσε έκπτωτη τη δυναστεία, συνέταξε ο Δεληγεώργης στο στρατώνα του πυροβολικού στο Μεταξουργείο.
Στην προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έκπτωση του Όθωνα (12 Οκτωβρίου 1862) ο Δεληγεώργης ανέλαβε το Υπουργείο Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, αλλά παραιτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1863.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του θέσπισε τους διαγωνισμούς για τη λήψη υποτροφιών, καθιέρωσε την οπλασκία και τη γυμναστική στα γυμνάσια και το πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου άλλαξε τον τίτλο από «Οθώνειον» σε «Εθνικόν», και κατάρτισε επιτροπές για την οργάνωση των αρχαιοτήτων και της ανέγερσης σχολικών κτιρίων.
Στις εκλογές του 1862 (24-27 Νοεμβρίου) εκλέχθηκε και πάλι βουλευτής της επαρχίας Μεσολογγίου και κατά τη διάρκεια της Β’ Εθνοσυνέλευσης (1862-1865), που επέλεξε τον νέο βασιλιά της χώρας και ψήφισε νέο σύνταγμα, τήρησε γενικά μετριοπαθή στάση. Εξελέγη πρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης στις 13 Απριλίου 1863 και παρέμεινε στο αξίωμα έως τις 13 Αυγούστου 1863.
Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε το Εθνικόν Κομιτάτον, μια πολιτική παράταξη που υποστήριζε την ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και τον εκσυγχρονισμό της χώρας, την οικονομική ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση και το στρατό και την πολιτισμική εξάπλωση στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Στις εκλογές του 1865 (14-17 Μαΐου) επανεξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου και σχημάτισε δύο βραχύβιες κυβερνήσεις (20 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1865 και 13 Νοεμβρίου – 28 Νοεμβρίου 1865), οι οποίες δεν ευδοκίμησαν, λόγω της αποδοκιμασίας τους από τη Βουλή. Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του 1866, ως Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Δημήτριου Βούλγαρη τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης των Κρητών, παρά την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας. Δεν έμεινε, όμως, σταθερός ως το τέλος στην ανένδοτη γραμμή του. Στη συνέχεια τήρησε συμβιβαστική στάση ως προς της συνταγματικές εκτροπές της Αυλής και η νεολαία σταδιακά τον εγκατέλειψε. Στις εκλογές του 1869 (16-19 Μαΐου) το κόμμα του υπέστη πανωλεθρία.
Στις 9 Ιουλίου 1870 έτυχε ψήφου ανοχής από τη Βουλή μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη και σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία έμεινε στην εξουσία ως τις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, αφού ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ δεν έκανε δεκτή την πρότασή του για διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών.
Στις 8 Ιουλίου 1872 ανέλαβε εκ νέου την πρωθυπουργία με εντολή διάλυσης της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Στις εκλογές που έγιναν στις 27-30 Ιανουαρίου 1873 έλαβε την πλειοψηφία και παρέμεινε στην εξουσία έως τις 9 Φεβρουαρίου 1874. Στο διάστημα αυτό αναδιοργάνωσε τη διοίκηση, διευκόλυνε την εισροή ξένων κεφαλαίων και τήρησε άκαμπτη στάση έναντι των ξένων στην υπόθεση των μεταλλείων Λαυρίου. Ως προς την εξωτερική πολιτική ακολούθησε φιλειρηνική πολιτική έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σαφώς αντιρωσική και γενικότερα αντισλαβική στάση.
Ήταν θερμός υποστηρικτής της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας, γεγονός που ερχόταν σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του οι φοιτητές έθεσαν και πάλι το ζήτημα της ανασύστασης της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας, ενός ενόπλου σώματος από φοιτητές και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιφορτισμένου με αστυνομικά καθήκοντα. Ο Δεληγεώργης απέρριψε το αίτημα, με αποτέλεσμα να προκληθούν ταραχές στην Αθήνα μεταξύ φοιτητών και της Χωροφυλακής.
Οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν (23-26 Ιουνίου 1874 και 23 Σεπτεμβρίου 1875) δεν έδωσαν βιώσιμα κυβερνητικά σχήματα και μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Δεληγεώργης κλήθηκε να σχηματίσει δύο ακόμη βραχύβιες κυβερνήσεις (26 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1876 και 26 Φεβρουαρίου – 19 Μαΐου 1877).
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργικής του θητείας ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (11 Απριλίου 1877), κατά τον οποίο τήρησε ουδέτερη στάση. Η πολιτική του αυτή εξερέθισε τον λαό, που λιθοβόλησε την οικία του, καθώς και άλλων ουδετερόφιλών πολιτικών και τον ανάγκασε σε παραίτηση. Ο Δεληγεώργης ευρίσκετο σε πλήρη διάσταση με την κοινή γνώμη, η οποία απαιτούσε έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας.
Λόγω της εκρύθμου καταστάσεως σχηματίσθηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον γηραιό ναύαρχο Κωνσταντίνο Κάναρη (22 Μαΐου 1877), στην οποία ο Δεληγεώργης ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών.
Μετά τον θάνατο του Κανάρη στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 τα μέλη της κυβέρνησης ανελάμβαναν εκ περιτροπής την πρωθυπουργία, μέχρι τη διάλυσή της στις 11 Ιανουαρίου 1878.
Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης πέθανε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 1879, σε ηλικία 50 ετών. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Η καρδιά του αρχικά εναποτέθηκε στο Ηρώον του Μεσολογγίου, αλλά μετά το 1912 μεταφέρθηκε στον τάφο του στην Αθήνα. Ήταν νυμφευμένος με την Ξανθή, κόρη του Υδραίου πολιτικού Λάζαρου Γιουρδή, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά, πέντε κορίτσια και δύο αγόρια.
Ο θάνατός του θεωρήθηκε εθνικό δυστύχημα και εθρηνήθη ειλικρινά και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Υπήρξε άνδρας φιλελευθέρων αρχών, χρηστός, ενάρετος και ισχυρός πολιτικός, αλλά και σπουδαίος ρήτορας.
Στον βραχύ πολιτικό του βίο ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης ανεδείχθη επτά φορές πρωθυπουργός, επτά φορές Υπουργός Εξωτερικών, τέσσερις φορές Υπουργός Δικαιοσύνης, τρεις φορές Υπουργός Εσωτερικών και από μία φορά Υπουργός Οικονομικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Εν ολίγοις μία από τις σπουδαιότερες πολιτικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα στη χώρα μας.
Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του Λεωνίδας Δεληγεώργης (1839-1928) εξέδωσε τους λόγους του σε ένα τόμο («Λόγοι Πολιτικοί, 1863-1877», 1880) και μέρος του αρχείου του («Πολιτικά Ημερολόγια. Πολιτικαί Σημειώσεις. Πολιτικαί Επιστολαί», 1896).