Την πόλη εκκένωσε όλο σχεδόν το πολιτικό και στρατιωτικό αμερικάνικο προσωπικό, μαζί με δεκάδες χιλιάδες Νοτιοβιετναμέζους πολίτες. Η εκκένωση κορυφώθηκε με την επιχείρηση «Frequent Wind» (συχνός άνεμος), η οποία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη επιχείρηση εκκένωσης με ελικόπτερα στην ιστορία.
Ο Αμερικανός στρατηγός Γουίλιαμ Γουέστμορλαντ ήταν επικεφαλής όλων των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, μέχρι το 1968. Διοικούσε μονάδες, στις οποίες υπηρετούσαν νέοι, που πολεμούσαν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τον εχθρό τους. Η ζωή στη ζούγκλα ήταν μια τρομαχτική εμπειρία για τα αμερικανικά στρατεύματα.
Τα παράνομα ναρκωτικά διείσδυσαν στην καθημερινότητα πολλών στρατιωτών και πολύ σύντομα καταρράκωσαν το ηθικό τους. Όσοι επέστρεφαν στις ΗΠΑ άρχισαν να αντιδρούν στην υποχρεωτική στράτευση και οι διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Επίσης, πολλοί βετεράνοι του πολέμου συμμετείχαν στις προσπάθειες να σταματήσει ο πόλεμος, εξατομικεύοντας την υπόθεση. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνειδητοποιούσε ότι ο πόλεμος ήταν μια χαμένη υπόθεση και άρχισε να σχεδιάζει τον απεγκλωβισμό των δυνάμεών της.
Ύστερα από μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλαν οι ΗΠΑ για να αποσυρθούν, χωρίς να χάσουν τον πόλεμο, συνήφθη μια συμφωνία ειρήνης με το Βόρειο Βιετνάμ στο Παρίσι, στις 27 Ιανουαρίου του 1973. Τότε, οι Αμερικανοί στρατιώτες άρχισαν, πλέον, να αποχωρούν από το Βιετνάμ. Περισσότεροι από 3.000.000 είχαν υπηρετήσει στον πόλεμο, από τους οποίους 58.000 πέθαναν, 1.000 αγνοούνταν και 150.000 περίπου είχαν τραυματιστεί σοβαρά.
Η δέσμευση του Βόρειου Βιετνάμ να σταματήσει τις εχθροπραξίες, όπως συμφωνήθηκε στο Παρίσι, αποδείχθηκε απατηλή, αφού εκπονούσε διάφορα στρατηγικά σχέδια για να καταλάβει το Νότιο Βιετνάμ.
Καθώς η αμερικανική παρουσία μειωνόταν συνεχώς, ο Στρατός του Νοτίου Βιετνάμ έπρεπε να αντιμετωπίσει με τις δικές του δυνάμεις το βορειοβιετναμικό Στρατό και τους Βιετκόνγκ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Νότιου Βιετνάμ – NLF).
Το 1974, οι Βιετκόνγκ κατέλαβαν την περιοχή που σχηματίζεται στο Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, γεγονός που σήμαινε, πρακτικά, ότι η Σαϊγκόν θα στερούνταν τη σοδειά του ρυζιού.
Η βορειοβιετναμική προέλαση
Ο νοτιοβιετναμικός Στρατός είχε χάσει στον πόλεμο τις καλύτερες μονάδες του, περισσότερο από το 1/3 των ανδρών του και τα μισά περίπου όπλα του. Το 1975, ήταν πλέον φανερό ότι τα απομεινάρια του δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν την προέλαση των Βορείων.
Η βαθύτατα διεφθαρμένη φύση της κυβέρνησης του Νοτίου Βιετνάμ και η απόλυτη εξάρτησή της από την αμερικανική βοήθεια απέκλεισε εκ προοιμίου κάθε δυνατή προσέγγιση με τον πληθυσμό της υπαίθρου, αλλά και με τα λαϊκά στρώματα των πόλεων, που στελέχωσαν με αφοσίωση την πολεμική μηχανή των Bιετκόνγκ.
Η ταχύτητα με την οποία οι νοτιοβιετναμικές θέσεις κατέρρεαν το 1975 εξέπληξε τους περισσότερους Αμερικανούς και Νοτιοβιετναμέζους παρατηρητές, όπως πιθανότατα τους Βορειοβιετναμέζους και τους συμμάχους τους. Ένα υπόμνημα της CIA και της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού, που είχε δημοσιευτεί στις 5 Μαρτίου, εκτιμούσε ότι το Νότιο Βιετνάμ θα μπορούσε να αντισταθεί, ενόψει της επερχόμενης περιόδου ξηρασίας, τουλάχιστον μέχρι το 1976. Αυτές οι προβλέψεις, όμως, αποδείχτηκαν, ολοκληρωτικά λανθασμένες.
Ακόμη κι όταν το υπόμνημα αυτό δημοσιεύτηκε, ο στρατηγός Ντουνγκ προετοίμαζε μια μεγάλη επίθεση στα κεντρικά υψίπεδα του Βιετνάμ. Για να παραπλανήσει τους Νότιους, εξαπέλυσε παράλληλες επιθέσεις αντιπερισπασμού σε περιοχές νότια της ιστορικής αυτοκρατορικής πρωτεύουσας Xουέ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πραγματική προέλαση των Bιετκόνγκ.
Το καθεστώς της Σαϊγκόν επέλεξε να θυσιάσει τις τελευταίες επίλεκτες δυνάμεις του σε μάταιες μάχες οπισθοχώρησης για ασήμαντους στρατιωτικούς στόχους, πολύ μακριά από την πραγματική απειλή. Η αποσύνθεση ήταν τέτοια στις τάξεις του Στρατού της Σαϊγκόν, που οι λιποτάκτες προσέφεραν οικειοθελώς τον οπλισμό τους στα μέλη του αντάρτικου.
Μεγάλο μέρος των αρμάτων μάχης των Bιετκόνγκ την ημέρα εισόδου τους στη Σαϊγκόν, ήταν αμερικανικά και είχαν «απελευθερωθεί» λίγες ημέρες νωρίτερα.
Η επίθεση άρχισε στις 10 Μαρτίου και κατέληξε στην κατάληψη της πόλης Μπαν Με Τόουτ. Ο νοτιοβιετναμικός Στρατός (ARVN), που άρχισε μια δαπανηρή και άτακτη υποχώρηση, ήλπιζε να ανακατανείμει τις δυνάμεις του, ώστε να κρατήσει το νοτιότερο μέρος του Νότιου Βιετνάμ και πιθανόν ένα μικρό τμήμα, νότια του 13ου παραλλήλου, που πολιορκούνταν από τους Βορειοβιετναμέζους.
Οι Βορειοβιετναμέζοι, με την υποστήριξη του πυροβολικού και των τεθωρακισμένων, συνέχισαν να προελαύνουν προς τη Σαϊγκόν, καταλαμβάνοντας, στα τέλη Μαρτίου, τις σημαντικότερες πόλεις στα βόρεια του Νότιου Βιετνάμ, τη Χουέ στις 25 και την Ντα Νανγκ στις 28. Κατά μήκος του δρόμου, οι ατάκτως υποχωρούντες Νοτιοβιετναμέζοι και τα καραβάνια των προσφύγων (περισσότεροι από 300.000 στην Ντα Νανγκ) έσβησαν τις ελπίδες των Νοτιοβιετναμέζων για αναστροφή της έκβασης του πολέμου.
Μετά την απώλεια της Ντα Νανγκ, οι προοπτικές αυτές εξανεμίσθηκαν, καθώς ουδείς από τους αξιωματούχους της CIA στο Βιετνάμ δεν πίστευε ότι οι επιδρομές των B-52 εναντίον του Ανόι θα σταματούσαν τους Βορειοβιετναμέζους.
Στις 8 Απριλίου, το πολιτικό γραφείο των Βορειοβιετναμέζων κομμουνιστών τηλεγράφησε στο Ντουνγκ, απαιτώντας του να επιδείξει «αδιάλειπτο σθένος στην επίθεση με κάθε μέσο στην καρδιά της Σαϊγκόν». Στις 14 Απριλίου, μετονόμασαν την επιχείρηση σε «επιχείρηση Χο Τσι Μινχ», προς τιμή του επαναστάτη ηγέτη του Βόρειου Βιετνάμ, με την προοπτική ότι θα την ολοκλήρωναν πριν από την ημέρα των γενεθλίων του, που ήταν στις 19 Μαΐου.
Στο μεταξύ, το Νότιο Βιετνάμ απέτυχε να λάβει κάποια σημαντική αύξηση στη στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, εξανεμίζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, τις ελπίδες του προέδρου του Νγκουγιέν Βαν Τιε για ανανέωση της αμερικανικής υποστήριξης.
Οι δυνάμεις του Βορείου Βιετνάμ έφθασαν στη Ξουάν Λοκ, μια πόλη στρατηγικής σημασίας στον αυτοκινητόδρομο προς τη Σαϊγκόν, στις 9 Απριλίου. Στη μάχη της Ξουάν Λοκ, που διήρκησε μέχρι τις 20 Απριλίου, οι Νοτιοβιετναμέζοι μετέφεραν στρατεύματα από την περιοχή του Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, τα οποία πολέμησαν με απίστευτη γενναιότητα.
Ωστόσο, οι κομμουνιστές κατέλαβαν την πόλη και η βορειοβιετναμική πρώτη γραμμή απείχε μόλις 42 χιλιόμετρα από το κέντρο της πρωτεύουσας. Η νίκη στην Ξουάν Λοκ άνοιξε τον δρόμο στον βορειοβιετναμικό Στρατό για να περικυκλώσει τη Σαϊγκόν, γύρω από την οποία μετακίνησε 100.000 άνδρες, μέχρι τις 27 Απριλίου. Η τύχη της πόλης ήταν, πλέον, προδικασμένη, αφού ο νοτιοβιετναμικός Στρατός απέμεινε με ελάχιστους υπερασπιστές.
Σχεδιασμός της εκκένωσης
Η ραγδαία βορειοβιετναμική προέλαση κατά τον Μάρτιο και στις αρχές Απριλίου, μεγάλωσε την ανησυχία στη Σαϊγκόν, που είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ήρεμη κατά τη διάρκεια του πολέμου και της οποίας οι κάτοικοι ελάχιστα μόνο υπέφεραν από τα δεινά του. Πολλοί φοβούνταν ότι, μόλις οι κομμουνιστές κατελάμβαναν την πόλη, θα προέβαιναν σε πράξεις αντιποίνων.
Κι αυτό γιατί, όταν το 1968 ο PAVN και οι Βιετκόγκ κατέλαβαν για ένα μήνα περίπου τη Χουέ, σκότωσαν αξιωματικούς του ARVN, καθολικούς, διανοούμενους, επιχειρηματίες και άλλους τους οποίους είχαν στοχοποιήσει ως αντεπανανάστες. Μόλις εκδιώχθηκαν από την πόλη, οι Αμερικανοί και οι δυνάμεις του ARVN ανακάλυψαν μαζικούς τάφους. Λίγο αργότερα, 8 Αμερικανοί που συνελήφθησαν στο Μπαν Με Τόουτ εξαφανίσθηκαν και οι κυβερνητικές πηγές έκαναν λόγο για αποκεφαλισμούς και εκτελέσεις.
Οι περισσότεροι Αμερικανοί και άλλοι Δυτικοί πολίτες ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη πριν καταληφθεί, όπως επίσης και πολλοί Νοτιοβιετναμέζοι. Από τα τέλη Μαρτίου, οι πτήσεις των αεροπλάνων που αναχωρούσαν από τη Σαϊγκόν ήταν πλήρεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου η ταχύτητα της εκκένωσης αυξήθηκε, καθώς το Γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου (DAO) άρχισε να «διώχνει» το δευτερεύον προσωπικό.
Πολλοί Αμερικανοί, που συνδέονταν με το DAO, αρνήθηκαν να αναχωρήσουν χωρίς τους βιετναμέζους φίλους και έμπιστους συνεργάτες τους. Για το DAO, όμως, η μετακίνηση αυτών των ανθρώπων σε αμερικανικό έδαφος ήταν παράνομη και το θέμα που προέκυψε, προκάλεσε, κατ’ αρχήν, μια επιβράδυνση στον ρυθμό της αναχώρησης. Τελικά, το πρόβλημα λύθηκε με την «παράνομη» και ανεπίσημη μεταφορά τους στη βάση Κλαρκ της αμερικανικής πολεμικής Αεροπορίας, στις Φιλιππίνες.
Στις 3 Απριλίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ ανακοίνωσε την επιχείρηση «babylift», για τη μεταφορά 2.000 ορφανών περίπου από τη χώρα. Ένα από τα αεροπλάνα C-5A Galaxy που συμμετείχαν στην επιχείρηση συνετρίβη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 138 επιβάτες και να εξασθενήσει ακόμη περισσότερο το ηθικό του αμερικανικού προσωπικού. Επίσης, με την επιχείρηση «New Life» αναχώρησαν πάνω από 110.000 Βιετναμέζοι πρόσφυγες.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Φορντ κατήρτιζε σχέδια για την πλήρη εκκένωση της αμερικανικής παρουσίας. Ο προγραμματισμός, όμως, περιπλέχτηκε εξαιτίας πρακτικών, νομικών και στρατηγικών προβλημάτων που ανέκυπταν. Το Πεντάγωνο επιδίωκε να εκκενωθεί η χώρα το ταχύτερο δυνατόν για να αποφευχθεί ο κίνδυνος απωλειών και άλλων δυσάρεστων περιστατικών. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Νότιο Βιετνάμ Γκράχαμ Μάρτιν ήταν υπηρεσιακά υπεύθυνος για την όποια εκκένωση, αφού οι εκκενώσεις υπάγονταν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο Μάρτιν προκάλεσε την οργή πολλών παραγόντων στο Πεντάγωνο, γιατί ήθελε να κρατήσει τη διαδικασία εκκένωσης ήρεμη και τακτική. Πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγονταν το ολοκληρωτικό χάος, αλλά και ο κίνδυνος να στραφούν οι Νοτιοβιετναμέζοι εναντίον των Αμερικανών και να προκληθεί αιματοχυσία.
Ο Φορντ ενέκρινε ένα ενδιάμεσο σχέδιο που προέβλεπε την άμεση αναχώρηση των Αμερικανών, πλην 1.250, οι οποίοι θα αναχωρούσαν μόλις απειλούνταν ο αερολιμένας. Για τη μεταφορά τους, άλλωστε, αρκούσε αερογέφυρα με ελικόπτερα, η οποία θα ολοκληρωνόταν σε μια μόνο ημέρα. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο θα μπορούσαν να αναχωρήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι Βιετναμέζοι πρόσφυγες. Τότε, ο Μάρτιν άρχισε «να παίζει γρήγορα και να χαλαρώνει τις διαδικασίες για την έκδοση βίζας εξόδου», επιτρέποντας σε όσους ήθελαν να εγκαταλείψουν τη Σαϊγκόν, να αναχωρήσουν με κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους, τις πρώτες ημέρες. Χωρίς την έγκριση του Πενταγώνου, ο Μάρτιν και ο αναπληρωτής αρχηγός της αποστολής Γούλφγκανγκ Λεμάν επέτρεψαν σε χιλιάδες Νοτιοβιετναμέζους εθνικιστές να αναχωρήσουν.
Ο σχεδιασμός της αμερικανικής εκκένωσης υπερκέρασε όλες τις άλλες κυβερνητικές πολιτικές. Ο Φορντ ήλπιζε να κερδίσει επιπρόσθετη στρατιωτική βοήθεια για το Νότιο Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια του Απριλίου, προσπάθησε να αποσπάσει την έγκριση του Κογκρέσου για κονδύλιο 722.000.000 δολαρίων, τα οποία θα διετίθεντο για την ανασύσταση νοτιοβιετναμικών δυνάμεων που είχαν διαλυθεί. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ αντετίθετο στην πλήρη εκκένωση, όσο η επιλογή της βοήθειας παρέμεινε προς συζήτηση, γιατί μια μετακίνηση των αμερικανικών δυνάμεων θα προκαλούσε την απώλεια εμπιστοσύνης στον Τιε και θα τον αποδυνάμωνε περισσότερο.
Υπήρχε ακόμη ανησυχία της κυβέρνησης για το αν η χρησιμοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη και πραγματοποίηση της εκκένωσης επιτρεπόταν από τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο «για την άσκηση εξουσιών κατά τη διάρκεια του πολέμου». Οι νομικοί του Λευκού Οίκου γνωμοδότησαν ότι η χρησιμοποίηση των αμερικανικών δυνάμεων για τη διάσωση πολιτών σε επείγουσες συνθήκες δεν ήταν παράνομη, ωστόσο η νομιμότητα της χρησιμοποίησης στρατιωτικών μέσων για την αναχώρηση των προσφύγων αμφισβητούνταν. Τέλος, υπήρχε και η δυσκολία ανεύρεσης πόρων για την εκκένωση της Σαϊγκόν, καθόσον επίκειτο η εκκένωση της Πνομ Πενχ, πρωτεύουσας της Καμπότζης, η οποία κατελήφθη από τους Ερυθρούς Χμερ, στις 17 Απριλίου.
Τελικά, ένας στόλος, που αποτελούνταν από 4 αεροπλανοφόρα –τα 2 με κανονική πληρότητα αεροσκαφών και τα άλλα 2 με διαμόρφωση για ελικόπτερα– και υποστηρίζονταν από μια αρμάδα 40 πλοίων, καθώς και την 9η αμφίβια ταξιαρχία πεζοναυτών, έπλευσε εσπευσμένα και παρέμεινε σε απόσταση 15-17 μιλίων από τις ακτές του Νοτίου Βιετνάμ, στις 20 Απριλίου.
Τα θαλάσσια ελικόπτερα περιλάμβαναν 32 CH-53 HMH-462 και 463, 27 CH-46 ΗΜΗ-165, 6 UH-1E HML-367 και 8 AH-1J HMA-369, στα οποία μπορούσαν να προστεθούν και άλλα 6 CH-53 της 21ης Μοίρας Ειδικών Αποστολών και 2 ARRS HH-53 της αεροπορικής δύναμης των ΗΠΑ.
Ενώ οι Αμερικανοί διασφαλίζονταν, γενικά, για να εγκαταλείψουν τη χώρα, με έναν απλό τρόπο, εμφανιζόμενοι στο σημείο εκκένωσης, οι Νοτιοβιετναμέζοι, που ήθελαν να αφήσουν τη χώρα πριν πέσει, συχνά κατέφευγαν σε ιδιαίτερους διακανονισμούς. Για την απόκτηση διαβατηρίου και βίζας εξόδου αναγκάζονταν να πληρώσουν ως και έξι φορές περισσότερο από το ποσό που απαιτούνταν υπό κανονικές συνθήκες, ενώ για την επιβίβασή τους σε πλοία ως και τρεις φορές. Όσοι είχαν ιδιοκτησία στην πόλη εξαναγκάζονταν συχνά να την πουλήσουν σε εξευτελιστική τιμή ή να την εγκαταλείψουν οριστικά.
Η τιμή ενός ιδιαίτερα εντυπωσιακού διαμερίσματος μειώθηκε κατά 75% μέσα σε μια περίοδο δύο εβδομάδων. Οι αμερικανικές βίζες είχαν πολύ μεγάλη αξία και οι Βιετναμέζοι έψαχναν Αμερικανούς χορηγούς, καταχωρώντας αγγελίες στις εφημερίδες. Μια τέτοια έγραφε: «Ψάχνω θετούς γονείς: Φτωχοί επιμελείς μαθητές». Ακολουθούσαν ονόματα, ημερομηνίες γέννησης και αριθμοί ταυτότητας.
Κυβερνητική κρίση
Ενώ οι Βορειοβιετναμέζοι σφυροκοπούσαν όλο και περισσότερο το Νότιο Βιετνάμ, η εσωτερική αντιπολίτευση στον πρόεδρο Τιε οξύνθηκε. Στις αρχές Απριλίου, η Γερουσία υιοθέτησε ομόφωνο ψήφισμα που απαιτούσε νέα ηγεσία και κάποιοι ανώτεροι στρατιωτικοί ηγέτες πίεζαν για πραξικόπημα. Ως απάντηση σε αυτή την πίεση, ο Τιε έκανε κάποιες αλλαγές στο επιτελείο του και ο πρωθυπουργός Τραν Τιεν Κιέμ παραιτήθηκε.
Το κλίμα, όμως, δεν άλλαξε. Στις 8 Απριλίου ένας Νοτιοβιετναμέζος πιλότος βομβάρδισε το προεδρικό μέγαρο και μετά διέφυγε σε αεροδιάδρομο, που ελεγχόταν από τον PAVN. Ο Τιε διασώθηκε.
Πολλοί στην αμερικανική αποστολή και ιδιαίτερα ο Μάρτιν, όπως και κάποιοι πολιτικοί παράγοντες στην Ουάσινγκτον, πίστευαν ότι οι διαπραγματεύσεις με τους κομμουνιστές ήταν εφικτές, αν η Σαϊγκόν σταθεροποιούσε τη στρατιωτική κατάσταση. Ο Μάρτιν ήλπιζε ότι οι Βορειοβιετναμέζοι ηγέτες θα ήταν πρόθυμοι να επιτρέψουν μια «συντονισμένη αποχώρηση», ώστε να αναχωρήσουν οι Αμερικανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους (μαζί με την πλήρη στρατιωτική απόσυρση) εντός μιας περιόδου αρκετών μηνών.
Οι απόψεις διίσταντο σχετικά με το αν η κυβέρνηση Τιε θα μπορούσε να διευκολύνει μια τέτοια πολιτική λύση. Ο υπουργός Εξωτερικών της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης (PRG) είχε δηλώσει ότι θα διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση της Σαϊγκόν, αποκλείοντας, όμως, τον Τιε, τον οποίο πίεζαν να αποχωρήσει, ακόμη και πρώην υποστηρικτές του.
Ο Τιε, πράγματι, παραιτήθηκε στις 21 Απριλίου. Οι κρίσεις του ήταν ιδιαίτερα σκληρές για τους Αμερικανούς, καταρχήν γιατί πίεσαν το Νότιο Βιετνάμ να αποδεχθεί τις συμφωνίες ειρήνης του Παρισιού και, κατά δεύτερον, γιατί δεν μπόρεσαν να το υποστηρίξουν, παρ’ όλο που του ζητούσαν «να κάνει αδύνατα πράγματα, όπως να γεμίσει τους ωκεανούς με πέτρες». Πρόεδρος ανέλαβε ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος Τραν Βαν Χουόνγκ, ωστόσο ο ραδιοφωνικός σταθμός του Ανόι χαρακτήρισε το νέο καθεστώς ως μια «άλλη κυβέρνηση ανδρεικέλων».
Κατά τη διάρκεια του Απριλίου, πύραυλοι έπληξαν τη Σαϊγκόν, για πρώτη φορά τα τελευταία 10 χρόνια. Η πρωτεύουσα ήταν, πλέον, ανοχύρωτη και ο Μάρτιν προσπαθούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην τηλεόραση της Σαϊγκόν, δεσμευόμενος ότι δεν θα εξαφανιστεί στο μέσο της νύχτας: «Εγώ, ο Αμερικανός πρέσβης, δεν πρόκειται να το βάλω στα πόδια στο μέσο της νύχτας.
Καθένας από σας μπορεί να έρθει στο σπίτι μου και να διαπιστώσει ότι δεν έχω πακετάρει τις βαλίτσες μου. Σας δίνω τον λόγο μου». Στις 28 Απριλίου, τα βορειοβιετναμικά στρατεύματα βρίσκονταν σε απόσταση μόλις 3 μιλίων από τη Σαϊγκόν, το κέντρο της οποίας είχε τεθεί υπό καθεστώς 24ωρης απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Επιχείρηση «Frequent Wind»
Πριν από τη χαραυγή της 29ης Απριλίου, η αεροπορική βάση Ταν Σον Νουτ χτυπήθηκε από πυραύλους και βαρύ πυροβολικό των Βορειοβιετναμέζων.
Στο αρχικό σφυροκόπημα, ένα C-130E, 72-1297, c/n 4519 της 314ης τακτικής πτέρυγας αερομεταφοράς, που είχε απογειωθεί από τη βάση Κλαρκ, επλήγη από πύραυλο, ενώ προσπαθούσε να τροχοδρομήσει για να περισυλλέξει άτομα που εκκένωναν την περιοχή.
Το πλήρωμα εγκατέλειψε το φλεγόμενο αεροσκάφος στον αεροδιάδρομο και αναχώρησε από το αεροδρόμιο με ένα άλλο C-130 που είχε προηγουμένως προσγειωθεί. Η συνεχιζόμενη επίθεση με πυραύλους και τα συντρίμμια στους διαδρόμους, τους κατέστησαν ακατάλληλους για χρήση και υποχρέωσαν τον στρατηγό Σμιθ, στρατιωτικό ακόλουθο των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, να προτείνει στον Μάρτιν την ολοκλήρωση της κατεπείγουσας εκκένωσης της Σαϊγκόν με ελικόπτερα.
Αρχικά, ο Μάρτιν σχεδίαζε να πραγματοποιήσει την εκκένωση με καθορισμένες πτήσεις αεροσκαφών από το Ταν Σον Νουτ. Αυτό το σχέδιο άλλαξε σε ένα κρίσιμο σημείο, όταν ένας Νοτιοβιετναμέζος πιλότος αποφάσισε να λιποτακτήσει, πυροβολώντας κατά μήκος του μόνου διαδρόμου που χρησιμοποιούνταν ακόμη και δεν είχε καταστραφεί από το σφυροκόπημα.
Υπό την πίεση του Κίσινγκερ, ο Μάρτιν ανάγκασε τις φρουρές πεζοναυτών να τον μεταφέρουν στη βάση κατά τη διάρκεια ενός συνεχιζόμενου σφυροκοπήματος, ώστε να αποκτήσει προσωπική άποψη για την κατάσταση. Αφού διαπίστωσε ότι οι αναχωρήσεις με καθορισμένες πτήσεις δεν μπορούσαν να επιλεγούν, έδωσε το πράσινο φως να αρχίσουν οι πτήσεις ελικοπτέρων στην πρεσβεία.
Οι πληροφορίες που έφθαναν από τα περίχωρα της πόλης ανέφεραν ότι οι Βορειοβιετναμέζοι πλησίαζαν. Στις 10:48 π.μ., ο Μάρτιν μετέφερε στον Κίσινγκερ την επιθυμία του να ενεργοποιήσει το σχέδιο εκκένωσης «frequent wind». Ο Κίσινγκερ, σε τρία λεπτά, έδωσε την εντολή. Ο αμερικανικός ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να μεταδίδει το τραγούδι του Ίρβιγκ Μπέρλιν «Λευκά Χριστούγεννα», που ήταν το σύνθημα για το αμερικανικό προσωπικό να μετακινηθεί αμέσως στα σημεία εκκένωσης.
Σύμφωνα με το σχέδιο, τα ελικόπτερα CH-53 και CH-46 θα χρησιμοποιούνταν για να μεταφέρουν τους Αμερικανούς και τους Βιετναμέζους συνεργάτες τους στα πλοία, συμπεριλαμβανομένου και του 7ου στόλου, στη θάλασσα της νότιας Κίνας. Το κύριο σημείο εκκένωσης ήταν ο περίβολος του DAO, δίπλα στο Ταν Σον Νουτ. Λεωφορεία που κινούνταν μέσα στην πόλη μάζευαν τους επιβάτες και τους μετέφεραν στο αεροδρόμιο.
Τα πρώτα λεωφορεία έφθασαν στο Ταν Σον Νουτ λίγο μετά το μεσημέρι. Το πρώτο CH-53 προσγειώθηκε στον περίβολο το απόγευμα και, μέχρι το βράδυ, 395 Αμερικανοί και περισσότεροι από 4.000 Βιετναμέζοι είχαν μεταφερθεί. Η εκκένωση εξελίχθηκε ομαλά, αν και κάποιοι Βιετναμέζοι, σε κατάσταση παραφροσύνης, προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα ελικόπτερα. Μέχρι τις 12:12 π.μ., οι Αμερικανοί πεζοναύτες που φρουρούσαν το γραφείο του DAO, αποσύρθηκαν, ανατινάσσοντάς το με εκρηκτικά, μαζί με τον εξοπλισμό, τα αρχεία και τα χρήματα (εκατομμύρια δολάρια σε συνάλλαγμα) που υπήρχαν σε αυτό.
Τα αρχικά σχέδια εκκένωσης δεν απαιτούσαν μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας με ελικόπτερα στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Τα ελικόπτερα και τα λεωφορεία θα μετέφεραν ανθρώπους από την πρεσβεία στον περίβολο του DAO. Όμως, κατά τη διάρκεια της εκκένωσης ο προγραμματισμός άλλαξε, γιατί μερικές χιλιάδες Βιετναμέζοι συγκεντρώθηκαν στην πρεσβεία και σκαρφάλωσαν στους τοίχους της, ελπίζοντας να διεκδικήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα.
Εκεί, υπήρχαν δύο μόνο χώροι για προσεδάφιση των ελικοπτέρων: ένας στην ταράτσα του κτιρίου και ένας μόνο μεγάλος στον υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, ο οποίος φωτιζόταν από τον προβολέα ενός προτζέκτορα. Οι καταιγίδες που ξεσπούσαν δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο την επιχείρηση των ελικοπτέρων. Παρ’ όλα αυτά, η εκκένωση στον χώρο της πρεσβείας συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας, με πιο αργούς, όμως ρυθμούς.
Στις 3:45 π.μ. της 30ής Απριλίου, η εκκένωση των προσφύγων σταμάτησε. Ο Μάρτιν έλαβε εντολή από τους Φορντ και Κίσινγκερ να φροντίσει, από εκείνο το σημείο και μετά, μόνο για τη μεταφορά των Αμερικανών. Διστακτικά, ο πρέσβης, που μέχρι τότε φρόντιζε εξίσου για τις ζωές των συμπατριωτών του και των Νοτιοβιετναμέζων, ανήγγειλε ότι μόνο οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να φυγαδευτούν, γιατί οι Βορειοβιετναμέζοι θα καταλάμβαναν σύντομα την πόλη και η κυβέρνηση Φορντ ήθελε να ανακοινώσει την ολοκλήρωση της αμερικανικής εκκένωσης.
Ο Μάρτιν, κατόπιν διαταγής του Φορντ, επιβιβάσθηκε, σχεδόν με τη βία, σε ελικόπτερο HMM-165 CH-46 που έφερε την ονομασία «Lacey Ace 09», το οποίο απογειώθηκε στις 4:58 π.μ. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι της πρεσβείας, στην αγωνία τους να διαφύγουν από τα «νύχια των κομμουνιστών», γρονθοκοπούσαν ανηλεώς και απωθούσαν τους πρώην συμμάχους τους, που προσπαθούσαν να ανεβούν στα «ελικόπτερα της σωτηρίας». Από τον περίβολο της πρεσβείας μεταφέρθηκαν συνολικά 978 Αμερικανοί και 1.100 Βιετναμέζοι.
Μόνο οι πεζοναύτες που φρουρούσαν την πρεσβεία περιμετρικά παρέμειναν. Αυτοί, αφού κλείδωσαν και αμπάρωσαν το κτίριο, ανέβηκαν στο κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στην ταράτσα και επιβιβάστηκαν στα ελικόπτερα CH-46 που επανήλθαν για να τους παραλάβουν. Το τελευταίο έφερε την ονομασία «Swift 22» και αναχώρησε στις 7:53 π.μ. Η νύχτα των ελικοπτέρων είχε τελειώσει και μαζί με αυτή τέλειωσε και ο πόλεμος των ελικοπτέρων.
Η αναχώρηση των τελευταίων πεζοναυτών έγινε δύο ώρες αφότου είχε διανεμηθεί στους δημοσιογράφους δήλωση του Φορντ ότι η εκκένωση είχε ολοκληρωθεί. Ο εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου δικαιολογήθηκε: «Νωρίτερα ανακοινώσαμε ότι η εκκένωση είχε ολοκληρωθεί. Εκείνη τη στιγμή δεν γνωρίζαμε ότι άνδρες της επίγειας δύναμης ασφαλείας δεν είχαν ακόμη μεταφερθεί. Έτσι, η ολοκλήρωση της εκκένωσης αυτού του προσωπικού έγινε μετά το τέλος της συνέντευξης Τύπου. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δυνάμεις ασφάλειας που παρέμεναν, έχουν πλέον αναχωρήσει».
Τέσσερις Αμερικανοί πεζοναύτες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων ωρών της αμερικανικής παρουσίας στο Βιετνάμ. Οι 2 σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πρωινού βομβαρδισμού του Ταν Σον Νουτ, όταν ένας πύραυλος έπληξε τον περίβολο του DAO, τον οποίον φρουρούσαν. Οι άλλοι 2, όταν το ελικόπτερο που επέβαιναν, έπεσε στη θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Εκατοντάδες Βιετναμέζοι παρέμειναν συγκεντρωμένοι στον περίβολο της πρεσβείας, καθώς και στην οροφή της, με ένα επιπλέον πλήθος να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της. Στην ταράτσα ενός γειτονικού κτιρίου, που και αυτή είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος προσεδάφισης των ελικοπτέρων, συγκεντρώθηκαν αρκετές εκατοντάδες, ελπίζοντας ότι σε αυτούς θα λάχαινε ο κλήρος για να απομακρυνθούν από τη Σαϊγκόν.
Οι Αμερικανοί και οι πρόσφυγες που εγκατέλειπαν την πόλη δεν παρενοχλήθηκαν από τους Βορειοβιετναμέζους. Οι πιλότοι των ελικοπτέρων που κινούνταν στο Ταν Σον Νουτ ανησυχούσαν ότι τα αντιαεροπορικά πυροβόλα όπλα του PAVN θα τους καταδίωκαν. Ωστόσο, ο PAVN και οι Βιετκόνγκ δεν ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις, γιατί η ηγεσία του Ανόι, υπολογίζοντας ότι η ολοκλήρωση της εκκένωσης θα μείωνε τον κίνδυνο της αμερικανικής επέμβασης, έδωσε εντολή στον Ντουνγκ να μην χτυπήσει την αερογέφυρα.
Αν και αυτό ήταν το τέλος της αμερικανικής στρατιωτικής επιχείρησης, οι Βιετναμέζοι συνέχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα με πλοία, αλλά και αεροπλάνα, όταν ήταν δυνατόν. Οι Νοτιοβιετναμέζοι πιλότοι ελικοπτέρων μετέφεραν τους πρόσφυγες στο πέλαγος, όπου έπλεε ο αμερικανικός στόλος και μπορούσαν να προσγειωθούν.
Ο πρώην αρχηγός της πολεμικής Αεροπορίας Νγκουγιέν Κάο Κάι επέλεξε αυτό τον τρόπο για να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Τα περισσότερα νοτιοβιετναμικά ελικόπτερα (αμερικανικής προέλευσης και αξίας 250.000 δολαρίων, τουλάχιστον, το καθένα) ρίχνονταν στον ωκεανό, για να εξοικονομηθεί χώρος στα καταστρώματα για προσγείωση περισσότερων αεροσκαφών. Στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα προσγειώνονταν, επίσης, νοτιοβιετναμικά μαχητικά και άλλα μικρότερα αεροπλάνα.
Ο Μάρτιν βρέθηκε στο αεροπλανοφόρο «USS Blue Ridge», από όπου εκλιπαρούσε να αποσταλούν ελικόπτερα στον περίβολο της πρεσβείας για να μαζέψουν τις λίγες εκατοντάδες, που παρέμεναν εκεί με την ελπίδα να μεταφερθούν. Αν και οι εκκλήσεις του απορρίφθηκαν από τον Φορντ, ωστόσο κατάφερε να πείσει τον 7ο στόλο να παραμείνει στη θέση του για αρκετές ημέρες και να παραλάβει τους ντόπιους που κατάφερναν να φθάσουν, με πλοία ή αεροπλάνα. Οι σκηνές που εξελίσσονταν μπροστά στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ήταν δραματικές. Την απελπισία των φτωχών Bιετναμέζων προσφύγων που προσπαθούσαν να επιβιβασθούν στο αεροπλανοφόρο «Tζον Xάνκοκ» περιγράφει αρχικελευστής του πλοίου:
«Στις 5:00 το απόγευμα ήλθε διαταγή να σταματήσουμε τη φόρτωση προσφύγων, καθώς είχαμε ξεπεράσει τους έξι χιλιάδες. Αναγκασθήκαμε να πυροβολήσουμε μπροστά από τα πλοιάριά τους και σταμάτησαν. Στις 6:00 μ.μ. μάς διέταξαν να συνεχίσουμε την επιβίβαση. Σταματήσαμε, αφού έφθασαν τους 10.000. Ήταν παντού, έως το κατάστρωμα και τους διαδρόμους. Στο τέλος αναγκασθήκαμε να κόψουμε τα σχοινιά πολλών σκαφών, ενώ οι επιβιβασμένοι σε αυτά μας ικέτευαν».
Πολλά ελικόπτερα έριχναν τους επιβάτες τους στη θάλασσα κι ύστερα εγκαταλείπονταν απ’ τα πληρώματά τους, που έπεφταν κι αυτά στη θάλασσα κοντά στα σκάφη περισυλλογής.
Πολλοί Βιετναμέζοι εθνικιστές εισήλθαν νόμιμα στις ΗΠΑ, στα πλαίσια του νόμου για τη μετανάστευση από την Ινδοκίνα και τη βοήθεια προσφύγων.
Η ολοκλήρωση της κατάληψης
Στις 6:00 π.μ. της 29ης Απριλίου, ο στρατηγός Ντουνγκ έλαβε εντολή από το πολιτικό γραφείο «να χτυπήσει με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τα τελευταία κρησφύγετα του εχθρού». Μετά από μια ημέρα βομβαρδισμών και γενικής επίθεσης, οι Βορειοβιετναμέζοι ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στην πόλη. Τις πρώτες ώρες της 30ής Απριλίου, ο Ντουνγκ έλαβε την εντολή από το πολιτικό γραφείο για επίθεση. Κατόπιν, διέταξε τους διοικητές των μονάδων του να προωθηθούν άμεσα προς τις νευραλγικές εγκαταστάσεις και τα στρατηγικά σημεία της πόλης.
Η πρώτη μονάδα του PAVN που εισήλθε στην πόλη ήταν η 324η μεραρχία. Ο Ντουόνγκ Βαν Μινχ, που διετέλεσε πρόεδρος για τρεις μόνο ημέρες, ανακοίνωσε στις 10:24 π.μ. την παράδοση και ζήτησε από τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις «να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και ήρεμα, να παραμείνουν εκεί που βρίσκονται», ενώ ταυτόχρονα κάλεσε την PRG να παραστεί σε «τελετή ομαλής μετάβασης της εξουσίας, για να αποφευχθεί μια περιττή αιματοχυσία του πληθυσμού».
Όμως, οι Βορειοβιετναμέζοι αδιαφόρησαν για την παράδοση και αφού κατέλαβαν την πόλη, συνέλαβαν το Μινχ. Οι πύλες του Μεγάρου της Ανεξαρτησίας καταστράφηκαν από τα τανκ του PAVN, καθώς εισέρχονταν και η σημαία του NLF κυμάτιζε σε αυτό στις 11:30 π.μ. Στις 3:30 μ.μ., ο Μινχ σε ραδιοφωνικό μήνυμά του ανέφερε: «Δηλώνω ότι η κυβέρνηση της Σαϊγκόν έχει διαλυθεί σε όλα τα επίπεδα».
Η διάλυση του Νότιου Βιετνάμ σήμανε οριστικά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, καθώς και του αμερικανικού πειράματος στη Nοτιοανατολική Aσία, που είχε ως στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού και την πρόληψη του «φαινομένου του ντόμινο», σύμφωνα με το οποίο «καθεστώτα ελεγχόμενα από τη Μόσχα θα εξασφάλιζαν τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, εξαπλώνοντας την επιρροή τους μέχρι τα παράλια της Αυστραλίας».
Οι κομμουνιστές μετονόμασαν την πόλη σε Χο Τσι Μινχ, αν και αυτό το όνομα ελάχιστα χρησιμοποιούνταν στις επίσημες υποθέσεις. Η τάξη αποκαταστάθηκε με αργό ρυθμό κι αφού η εγκαταλελειμμένη αμερικανική πρεσβεία, όπως και άλλα κτίρια, λεηλατήθηκαν. Οι επικοινωνίες ανάμεσα στον έξω κόσμο και τη Σαϊγκόν διακόπηκαν.
Ο μηχανισμός στο Νότιο Βιετνάμ αποδυναμώθηκε, εξαιτίας κυρίως του προγράμματος «Φοίνικας», με συνέπεια ο βορειοβιετναμικός Στρατός να αναλάβει την τήρηση της τάξης. Ο στρατηγός Τραν Βα Τρα, αναπληρωτής του Ντουνγκ, ορίστηκε υπεύθυνος για την πόλη. Οι νέες αρχές γιόρτασαν τη νίκη τους, με μεγάλη συγκέντρωση, στις 7 Μαΐου.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση του Ανόι, περισσότεροι από 200.000 Νοτιοβιετναμέζοι κυβερνητικοί επίσημοι, στρατιωτικοί διοικητές και στρατιώτες στάλθηκαν σε «στρατόπεδα επανεκπαίδευσης», στα οποία υπέφεραν από τα βασανιστήρια, τις αρρώστιες και τον υποσιτισμό.
Ένα από τα πρώτα μέτρα της κομμουνιστικής κυβέρνησης ήταν να μειώσει τον πληθυσμό της Σαϊγκόν, ο οποίος είχε διογκωθεί, εξαιτίας της εισροής προσφύγων κατά τη διάρκεια του πολέμου και τώρα αντιμετώπιζαν το φάσμα της ανεργίας. Τα «σχολεία επανεκπαίδευσης» ανάγκαζαν τους πρώην στρατιώτες των νοτιοβιετναμικών ενόπλων δυνάμεων να γίνουν αγρότες, για να ενσωματωθούν πλήρως στην κοινωνία.
Σύμφωνα με τη βιετναμέζικη κυβέρνηση, μέσα στα δύο χρόνια από την κατάληψη της πόλης, 1.000.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Σαϊγκόν και ο στόχος ήταν να την αφήσουν άλλοι 500.000.
Η 30ή Απριλίου είναι η εθνική εορτή του Βιετνάμ και είναι γνωστή ως ημέρα της επανένωσης (η οποία στην πραγματικότητα έγινε στις 2 Ιουλίου 1976) ή ημέρα της Απελευθέρωσης. Στις κοινότητες των Βιετναμέζων προσφύγων στις ΗΠΑ και στις άλλες χώρες η ημερομηνία αυτή αναφέρεται ως Μαύρος Απρίλης για να θυμίζει την πτώση της Σαϊγκόν. Ορισμένοι θεωρούν την ημερομηνία αυτή ως ορόσημο που θυμίζει την αμερικανική εγκατάλειψη, τον πόλεμο και την μαζική έξοδο, ταυτόχρονα.
Επίλογος
Η επιχείρηση «frequent wind» θεωρήθηκε γενικά εντυπωσιακό επίτευγμα, που πραγματοποιήθηκε με «αποτελεσματικότητα και γενναιότητα». Ωστόσο, η αερογέφυρα που στήθηκε, επικρίθηκε ως αργή και διστακτική, καθώς και ότι αποδείχθηκε ανεπαρκής για τη μεταφορά των Βιετναμέζων που συνεργάσθηκαν με τους Αμερικανούς.
Ο Μάρτιν δέχθηκε μεγάλο μέρος της κριτικής. Οι ενέργειές του είτε επέτρεψαν σε χιλιάδες Νοτιοβιετναμέζους να διαφύγουν, που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν παγιδευτεί, είτε καταδίκασαν άλλους, που δεν μπόρεσαν να απομακρυνθούν. Οι εκκενώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλο πανικό, με αποτέλεσμα των απώλεια της ζωής Αμερικανών.
Οι Φορντ και Κίσινγκερ, από την αρχή της εκκένωσης, ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για τη φυγάδευση του κρίσιμου αμερικανικού προσωπικού. Πολλά μέλη του Κογκρέσο στις ΗΠΑ, που δεν είχαν ίδια αντίληψη για τα πράγματα, κατηγόρησαν τον Μάρτιν για αργοπορία. Η άποψη αυτή, όμως, είναι λανθασμένη, γιατί ο πρέσβης ήταν ο μόνος που επέτρεψε σε πολλούς να αφήσουν τη χώρα, αρκετές ημέρες πριν από την τελική εκκένωση.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ υπολογίζει ότι οι Βιετναμέζοι που εργάσθηκαν στην Αμερικανική Πρεσβεία στο Βιετνάμ, μαζί με τις οικογένειές τους, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ανέρχονταν σε 90.000.
Στην κατάθεσή του στο Κογκρέσο, ο Μάρτιν βεβαίωσε ότι από αυτούς, οι 22.294 άφησαν τη χώρα μέχρι το τέλος Απριλίου.
Όμως τίποτε δεν έγινε γνωστό για τους δεκάδες χιλιάδες Νοτιοβιετναμέζους, που εργάσθηκαν για το υπουργείο Εξωτερικών, τη CIA και τον αμερικανικό στρατό, αλλά και για τους αμέτρητους αξιωματικούς του Στρατού και το διοικητικό προσωπικό, που κινδύνευαν από τα αντίποινα των κομμουνιστών και τελικά εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους.