Το 1943 ο Μακ Άρθουρ με τις δυνάμεις του προήλαυνε στον άξονα Νήσοι Σολομώντος–Αρχιπέλαγος Μπίσμαρκ–Νέα Γουϊνέα, με τελικό στόχο την ανακατάληψη των Φιλιππίνων.
Το αμερικανικό Ναυτικό ωστόσο είχε προτιμήσει μια πιο ευθεία και άμεση οδό, που θα το οδηγούσε στην «καρδιά» της Ιαπωνίας, τον άξονα των νήσων Γκίλμπερτς–Μάρσαλς–Καρολίνες και Μαριάνας.
Από εκεί η κατάληψη των νήσων Ίβο Ζίμα, Μπόνιν και Οκινάουα θα έθετε τα ιαπωνικά κέντρα παραγωγής, τις βάσεις και τις πόλεις της χώρας εντός της ακτίνας των αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών.
Οι Ιάπωνες, προβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο, είχαν δημιουργήσει μια εξωτερική αμυντική ζώνη στα αρχιπελάγη των νήσων Μάρσαλς, Μπίσμαρκ και Γκίλμπερτς, αποτελούμενη από ισχυρά οχυρωμένα νησιά που διέθεταν συνήθως αεροδρόμια, τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις αμερικανικές δυνάμεις.
Σύμφωνα με τη στρατηγική σχεδίαση των Ιαπώνων, οι αμερικανικές αμφίβιες δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας ισχυρή αντίσταση, θα εξαναγκάζονταν σε παραμονή γύρω από το νησί-στόχο, παρέχοντας τον χρόνο στον ιαπωνικό Στόλο (ο οποίος ναυλοχούσε στη νήσο Τρακ) να επέμβει με τη συνδρομή αεροπορικών δυνάμεων από χερσαίες νησιωτικές βάσεις και να καταστρέψει τα αμερικανικά πλοία.
Ο έλεγχος των νήσων Γκίλμπερτς ήταν το πρώτο βήμα που αποφάσισε να κάνει το αμερικανικό Ναυτικό για τη διάσπαση της αμυντικής ζώνης των Ιαπώνων στον κεντρικό Ειρηνικό.
Απέχοντας 2.500 μίλια νοτιοδυτικά του Περλ Χάρμπορ και 1.200 μίλια από τη νήσο Τρακ, η νήσος Ταράουα ήταν το κεντρικό νησί του συμπλέγματος και κύρια βάση και αρχηγείο, μαζί με το μοναδικό αεροδρόμιο των Ιαπώνων στην περιοχή.
Η επιλογή του στόχου άρμοζε στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο αμερικανικός Στόλος, ο οποίος αναγεννιόταν, αλλά δεν ήταν ακόμα τόσο ισχυρός ώστε να αναλάβει μια πιο τολμηρή επίθεση απευθείας στις νήσους Μάρσαλς, όπως επιθυμούσαν μερικοί ανώτατοι αξιωματούχοι.
Επιπλέον, η νήσος Τρακ απείχε περισσότερο από τα Γκίλμπερτς σε σχέση με τις νήσους Μάρσαλς, αν και μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1942, ο ιαπωνικός στόλος είχε μείνει χωρίς αεροπορική κάλυψη, καθώς όλα σχεδόν τα αεροσκάφη των αεροπλανοφόρων του είχαν καταστραφεί στη διάρκεια αερομαχιών στους ουρανούς της Νέας Βρετανίας, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την επίθεση των Αμερικανών στη νήσο Μπούγκαινβιλ.
Την επιχείρηση κατάληψης των Γκίλμπερτς ανέθεσε ο ναύαρχος Νίμιτζ στον αντιναύαρχο Ρέιμοντ Σπρούανς, ο οποίος θα ηγείτο της ναυτικής δύναμης και θα είχε τη γενική εποπτεία της επιχείρησης. Τις αμφίβιες δυνάμεις θα διοικούσε ο υποναύαρχος Κέλλυ Τάρνερ, ενώ τη δύναμη Πεζοναυτών θα αναλάμβανε ο στρατηγός Χόλλαντ Σμιθ.
Και οι τρεις διοικητές χαρακτηρίζονταν από καλή στρατηγική σκέψη και αντίληψη και κυρίως για το επιθετικό τους πνεύμα, θα οδηγούσαν δε τους Πεζοναύτες στην πρώτη –στα παγκόσμια χρονικά– βίαιη απόβαση εναντίον ισχυρά οχυρωμένης ακτής.
Μέχρι τότε, το αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών (USMC) είχε διεξαγάγει αποβάσεις στις νήσους του Σολομώντος, οι οποίες αντιμετώπισαν μηδενική ή ελαφριά και ανοργάνωτη αντίσταση. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για τη 2α Μεραρχία Πεζοναυτών του στρατηγού Τζούλιαν Σμιθ, στην οποία ανετέθη η κατάληψη της Ταράουα.
Ταράουα: το νησί-φρούριο
Οι πληροφορίες και οι αναγνωρίσεις περί της νήσου Ταράουα είχαν αποκαλύψει μια ισχυρότατη άμυνα η οποία επικεντρωνόταν επί της ακτογραμμής, σύμφωνα με την ιαπωνική αντίληψη της καταστροφής του εχθρού, στο σημείο που η θάλασσα συναντούσε την ξηρά.
Η νήσος ήταν στην ουσία μια ατόλη αποτελούμενη από νησίδες που συνδέονταν με κοραλλιογενείς υφάλους, σχηματίζοντας ένα σκελετοποιημένο τρίγωνο με βάση τη νησίδα Μπέτιο, μήκους 12,5 μιλίων στα νότια, της οποίας οι άκρες δυτικά και ανατολικά συνδέονταν με δύο άλλες νησίδες που, συγκλίνοντας προς βορρά, ενώνονταν, δημιουργώντας το τριγωνικό σχήμα της ατόλης.
Η νησίδα Μπέτιο ήταν και το μοναδικό σημείο στο οποίο φαινόταν να υπάρχει ιαπωνική δραστηριότητα και εγκαταστάσεις, δεδομένου ότι εκεί βρισκόταν και το αεροδρόμιο. Η αναγνώριση από αμερικανικά αεροσκάφη και υποβρύχια δεν είχε αποκαλύψει πλήρως τις εκτεταμένες οχυρώσεις κατά μήκος των ακτών.
Οι τελευταίες είχαν κατά μήκος τους σειρές από πολυβολεία, πυροβολεία και οχυρά σημεία, τα οποία δημιουργούσαν αλληλοκαλυπτόμενα πεδία βολής. Σε αυτά στεγάζονταν –σύμφωνα με τις αμερικανικές εκτιμήσεις– 8 πυροβόλα παρακτίου αμύνης των 8 ιντσών, 25 βαρέα και μεσαία αντιαεροπορικά πυροβόλα, ενώ είχαν εντοπισθεί 82 θέσεις για αντι-αποβατικά πυροβόλα και 52 θέσεις για πολυβόλα.
Μετά τη μάχη απεκαλύφθη ότι υπήρχαν 20 μεγάλα πυροβόλα των 80 χλστ. έως 8 ιντσών, 25 πυροβόλα των 37, 70 και 75 χλστ., 7 ελαφρά άρματα με πυροβόλα των 37 χλστ., καθώς και 31 βαρέα πολυβόλα των 13 χλστ.
Όλες αυτές οι οχυρώσεις ήταν απόλυτα καλυμμένες από έναν εσωτερικό πυρήνα από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο οποίος καλυπτόταν από σειρές κορμών φοινίκων και κοραλλιογενούς άμμου, που δημιουργούσαν ένα απορροφητικό στρώμα, ανθεκτικό ακόμη και σε απευθείας βολές από βόμβες και οβίδες μεγάλου διαμετρήματος.
Ο μοναδικός τρόπος για να εξουδετερωθούν οι οχυρώσεις αυτές ήταν να σκοτώσεις αυτούς που ευρίσκονταν μέσα.
Επιπροσθέτως των οχυρώσεων αυτών, υπήρχαν αμέτρητα χαρακώματα, μεμονωμένα ορύγματα και φωλεές πολυβόλων, επίσης προστατευμένα με κορμούς και άμμο, των οποίων τα διασταυρούμενα πυρά κάλυπταν πλήρως τις ακτές και τη θάλασσα έως το κοραλλιογενές φράγμα. Ακαθόριστος αριθμός πολυβόλων 7,7 χλστ. ήταν τοποθετημένος στις θέσεις αυτές.
Επιπλέον, τη νήσο περικύκλωναν σε μια απόσταση 50-100 γιαρδών από την ακτή, ένας διπλός φράκτης από αγκαθωτό σύρμα, τσιμεντένια τετράεδρα επί των κοραλλιογενών υφάλων, καθώς και άλλα εμπόδια από αγκαθωτό σύρμα, τα οποία διοχέτευαν τους επιτιθέμενους σε ζώνες θανάτου που τις κάλυπταν πυρά πολυβόλων.
Το μεγαλύτερο πάντως εμπόδιο ήταν ο κοραλλιογενής ύφαλος, ο οποίος περικύκλωνε τη νήσο σε απόσταση 700-1.000 γιαρδών από την ακτή και ο οποίος σε περίοδο άμπωτης εξείχε από την επιφάνεια της θάλασσας, απαγορεύοντας τη διέλευση σκαφών. Αυτός ο ύφαλος απεδείχθη και η αιτία των τεραστίων απωλειών των Αμερικανών, οι οποίοι δεν υπολόγισαν ορθώς και δεν αντιμετώπισαν κατάλληλα το πρόβλημα αυτό.
Η φρουρά της Ταράουα αριθμούσε 4.836 άνδρες, εκ των οποίων οι 1.122 ανήκαν στην 6η Ειδική Ναυτική Αποβατική Δύναμη Γιοκοσούκα, οι 1.497 στην 7η Ειδική Ναυτική Αποβατική Δύναμη Σασέμπο, οι 1.247 ανήκαν στην 111η Μονάδα Κατασκευών και οι 970 στο Τμήμα Κατασκευών του 4ου Στόλου.
Οι δύο πρώτες μονάδες περιείχαν φανατικούς και έμπειρους μαχητές –κατά τους Αμερικανούς δημοσιογράφους– τους Ιάπωνες Πεζοναύτες, οι οποίοι είχαν δοκιμασθεί σε προηγούμενες μάχες και διέθεταν βαρύτατο οπλισμό.
Διοικητής της Ταράουα ήταν ο αντιναύαρχος Κεΐτζι Σιμπασάκι, ο οποίος έδρευε στην Μπέτιο, στεγασμένος μέσα σε ένα τσιμεντένιο μεγαθήριο καλυμμένο από άμμο, που έμοιαζε με λόφο. Σε παρόμοια οχυρά στεγάζονταν οι επικοινωνίες και οι αποθήκες πυρομαχικών της 3ης Ειδικής Δύναμης Βάσης, της οποίας προΐστατο ο Σιμπασάκι.
Ακόμη και μετά την απόβαση στη Νορμανδία, οι ακτές της Μπέτιο –με εξαίρεση ίσως αυτές της Ίβο Ζίμα– θεωρήθηκαν από τον αμερικανικό Στρατό «οι καλύτερα προστατευμένες ακτές εναντίον αποβατικής δύναμης από όλες τις ακτές που εδέχθησαν επίθεση σε όλα τα θέατρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Προετοιμασίες για την επιχείρηση «Galvanic»
Η βάση εκκίνησης και προετοιμασίας της επιχείρησης «Galvanic» ήταν η Νέα Ζηλανδία και συγκεκριμένα το Νορθ Άιλαντ, όπου στρατοπέδευε η 2α Μεραρχία Πεζοναυτών, ανακάμπτοντας από τις μάχες στο Γκουανταλκανάλ.
Όλες οι υπομονάδες της Μεραρχίας, τα 6ο και 8ο Συντάγματα Πεζικού Πεζοναυτών, το 10ο Σύνταγμα Πυροβολικού και το 18ο Σύνταγμα Μηχανικού, είχαν λάβει μέρος στις μάχες στις νήσους του Σολομώντος και είχαν διακριθεί, λαμβάνοντας μαζί με την 1η Μεραρχία Πεζοναυτών την προεδρική εύφημο μνεία μονάδας (PUC).
Με την ανάληψη της αποστολής για επίθεση στην Ταράουα και δη στη νησίδα Μπέτιο, ο αντισυνταγματάρχης Ντέιβιντ Σουπ, αξιωματικός επιχειρήσεων της μεραρχίας, άρχισε να σχεδιάζει την απόβαση και να εφευρίσκει τρόπους επίλυσης των προβλημάτων που δημιουργούσαν η φύση και ο εχθρός γύρω από τη νησίδα Μπέτιο.
Πρώτο και κύριο εμπόδιο ήταν το φράγμα του κοραλλιογενούς υφάλου που περιέκλειε την Μπέτιο σε απόσταση 700-1.000 γιαρδών από την ακτή.
Το βασικό ερώτημα ήταν το βάθος των υδάτων επάνω από τον ύφαλο, ώστε να επιτραπεί η διέλευση των αποβατικών ακάτων προσωπικού (LCVP) και οχημάτων (LCM). Μια άκατος LCVP πλήρως φορτωμένη απαιτούσε τουλάχιστον 3,5 πόδια βάθους για να διέλθει πάνω από τον ύφαλο, ενώ μια άκατος LCM με ένα τεθωρακισμένο των 30 τόνων, απαιτούσε τουλάχιστον βάθος 5 ποδών.
Η ομάδα ιθαγενών και ντόπιων λευκών του ναυάρχου Τάρνερ, γνωστή ως «Λεγεώνα των Ξένων του Τάρνερ», υποστήριζε ότι τη νύκτα της 20ής Φεβρουαρίου (οπότε και θα εξαπολυόταν η απόβαση) το βάθος στον ύφαλο θα ήταν 5 πόδια. Ωστόσο, ο ταγματάρχης Χόλλαντ, που είχε ζήσει στην Ταράουα και είχε ως χόμπι την παρακολούθηση των παλιρροιακών φαινομένων, υποστήριζε ότι το βάθος θα ήταν ίσως και λιγότερο από 3 πόδια.
Ο αντισυνταγματάρχης Σουπ, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό αλλά και το πρόβλημα της έκθεσης των ανδρών του στα πυρά του εχθρού έως ότου φθάσουν στην ακτή, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει στα πρώτα αποβατικά κύματα τους ερπυστριοφόρους αμφίβιους τράκτορες LVT-1, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ήδη σε καθήκοντα μεταφοράς υλικών και εφοδίων από τις μονάδες Πεζοναυτών αλλά ποτέ έως τότε δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως πολεμικά μέσα εφόδου.
Η 2α Μεραρχία Πεζοναυτών διέθετε 100 LTV-1, εκ των οποίων τα 75 ήταν επιχειρησιακά, με βασικό μειονέκτημα την έλλειψη θωράκισης. Ο Σουπ διέταξε να θωρακισθούν πρόχειρα με μεταλλικές πλάκες και σιδηροτροχιές, ενώ ζήτησε και όσα LVT-2 (νεότερη έκδοση του LVT-1) είχαν τεθεί σε υπηρεσία στις ΗΠΑ.
Τα LVT-2 διέθεταν θωράκιση, ανέπτυσσαν ταχύτητα 7,5 αντί των 7 κόμβων του LVT-1 και μετέφεραν 20 Πεζοναύτες αντί των 18. Πενήντα από τα αμφίβια αυτά διατέθηκαν στη 2α Μεραρχία Πεζοναυτών.
Τα LVT-1/2 θα ήταν ικανά να υπερπηδήσουν το εμπόδιο του υφάλου, ακόμη και αν αυτός εξείχε από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα θα παρείχαν στοιχειώδη προστασία από πυρά ελαφρών όπλων. Ωστόσο, τα ακολουθούντα κύματα Πεζοναυτών, τα βαρέα όπλα καθώς και τα άρματα θα απεβιβάζοντο με τα LCVP και LCM, εφόσον το επέτρεπε ο ύφαλος.
Ταυτόχρονα με τους Πεζοναύτες, το Ναυτικό άρχισε να προετοιμάζει τη ναυτική δύναμη που θα μετέφερε και θα υποστήριζε τους Πεζοναύτες. Την αποστολή αυτή ανέλαβε ο αντιναύαρχος Χάρρυ Χιλ. Η κατάσταση που βρήκε φθάνοντας στη Νέα Ζηλανδία ήταν κάτι περισσότερο από απογοητευτική.
Ο επικεφαλής του αποβατικού στόλου, πλωτάρχης Χ. Νόουλς, είχε ανακαλύψει ότι τα πλοία αυτά υπέφεραν από παντελή έλλειψη συστημάτων επικοινωνιών, με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν ασυρματιστές του Στρατού με φορητούς ασυρμάτους, κάτι το οποίο σίγουρα δεν ικανοποιούσε πλήρως τις ανάγκες επικοινωνίας μιας απόβασης.
Ο ίδιος ο Χιλ επί της ναυαρχίδας του, το θωρηκτό «Maryland», δεν διέθετε ασυρμάτους για επικοινωνία με την ακτή και μόνον κατόπιν διαταγών του τοποθετήθηκαν ορισμένοι ασύρματοι στη γέφυρα, οι οποίοι όμως όταν τα πυροβόλα των 16 ιντσών ανυψώνονταν, ευρίσκοντο στο ίδιο ύψος με τις κάννες τους.
Τη σημασία αυτού του γεγονότος θα αντιλαμβάνονταν οι Αμερικανοί όταν η απόβαση είχε ξεκινήσει. Αν και το Ναυτικό ήδη ναυπηγούσε ειδικά πλοία αμφιβίων επιχειρήσεων, αυτά θα ήταν έτοιμα αρκετό καιρό μετά την απόβαση στην Ταράουα.
Με την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης του προσωπικού και των μέσων τους, οι Πεζοναύτες και το Ναυτικό επιδόθηκαν σε δοκιμαστικές αποβάσεις σε ακτές της Νέας Ζηλανδίας, προσπαθώντας να εξομαλυνθούν τα προβλήματα και να ρυθμίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιχείρησης.
Σχεδίαση και νέα δόγματα
Το σχέδιο για την κατάληψη της Ταράουα και συγκεκριμένα της νησίδας Μπέτιο προέβλεπε τη χρησιμοποίηση της 2ας Μεραρχίας Πεζοναυτών για πρώτη φορά, βάσει ενός νέου δόγματος διεξαγωγής αποβάσεων, του Συγκροτήματος Αποβατικού Συντάγματος και Τάγματος (ΣΑΣ και ΣΑΤ).
Οι έως τότε διεξαχθείσες αποβατικές ασκήσεις στόλου (FLEX) και η πολύτιμη εμπειρία μάχης στο σύμπλεγμα των νήσων του Σολομώντος, είχαν οδηγήσει τους Πεζοναύτες στο συμπέρασμα ότι το σύνταγμα και το τάγμα που εκτελούν την απόβαση, πρέπει να είναι αυτόνομα όσον αφορά την υποστήριξη υπηρεσιών (διοικητική μέριμνα) και μάχης. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να φέρουν οργανικά ενταγμένες μονάδες μεταφορών, υγειονομικού, βαρέων όπλων πεζικού, πυροβολικού και μηχανικού.
Τοιουτοτρόπως, τα 2ο και 8ο Συντάγματα Πεζοναυτών της 2ας Μεραρχίας μετονομάσθηκαν 2ο και 8ο ΣΑΣ, έχοντας ενισχυθεί το καθένα με μια Μοίρα πυροβολικού των 105 χλστ., ενώ τα τάγματα που θα ελάμβαναν μέρος μετονομάσθηκαν σε ΣΑΤ και ενισχύθηκαν το καθένα με μια Μοίρα οβοδοβόλων των 75 χλστ., μια ίλη αρμάτων και μια διμοιρία μηχανικού.
Τα τάγματα Πεζοναυτών ήταν ήδη ενισχυμένα με αρκετά αυτόματα όπλα, οργανικά ενταγμένα στις διμοιρίες και στις ομάδες Πεζοναυτών, αν και δύο μήνες μετά την Ταράουα η οργάνωση θα μεταβαλλόταν, δίνοντας έμφαση στη δράση τετραμελών ομάδων ως πιο ευέλικτες τακτικά για μάχη πεζικού εκ του συστάδην.
Η 2α Μεραρχία Πεζοναυτών στην Ταράουα πήγε με το σύνηθες τριαδικό σχήμα, ήτοι: σύνταγμα 3 ταγμάτων, τάγματα 3 λόχων, λόχοι 3 διμοιριών και διμοιρίες των 3 ομάδων των 9 ανδρών (με 1 οπλοπολυβόλο BAR) και μιας ομάδας οπλοπολυβόλων (με ομαδάρχη, 5 τυφεκιοφόρους και 2 BAR). Συνολικά, η διμοιρία Πεζοναυτών διέθετε 5 BAR.
Από τον Απρίλιο του 1943, ωστόσο, η ομάδα οπλοπολυβόλων καταργήθηκε, ενώ οι ομάδες έγιναν 12μελείς με 2 BAR, ώστε να δημιουργούνται 2 ημι-ομάδες των 6 ανδρών με 1 BAR εκάστη, ενώ το 1944 προστέθηκε και άλλο BAR, ώστε η ομάδα να υποδιαιρείται σε 3 υπο-ομάδες των 4 ανδρών με 1 BAR εκάστη.
Τα 2ο και 8ο ΣΑΣ θα συνεισέφεραν το 3/2 Τάγμα με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σέτελ, το 2/2 Τάγμα με επικεφαλής τον ταγματάρχη Χέρρετ και το 2/8 Τάγμα του ταγματάρχη Κρόου. Οι Πεζοναύτες θα αποβιβάζονταν σε 3 κύματα. Το πρώτο κύμα θα συνίστατο από 42 LVT-1 και 8 εφεδρικά, το δεύτερο από 42 LVT-2, ενώ το τρίτο από 21 LVT-2 και 5 εφεδρικά.
Η αποβατική δύναμη θα εισχωρούσε στο άνοιγμα της λιμνοθάλασσας της Ταράουα, βορείως της νησίδας Μπέτιο και θα έβγαινε στις βόρειες ακτές της νησίδας, οι οποίες περιείχαν τα λιγότερα ναρκοπέδια, ελπίζοντας ότι οι οχυρώσεις των Ιαπώνων θα ήταν στραμμένες κυρίως προς την πλευρά του ωκεανού. Όπως απεδείχθη, κάλυπταν πλήρως και την εσωτερική λιμνοθάλασσα της Ταράουα.
Η ακτή είχε διακριθεί σε τρεις ακτές απόβασης: την «Κόκκινη 1» όπου θα έβγαινε το 3/2 Τάγμα, την «Κόκκινη 2» όπου θα έβγαινε το 2/2 Τάγμα και την «Κόκκινη 3» όπου θα έβγαινε το 2/8 Τάγμα. Ως εφεδρεία είχαν διατηρηθεί τα 1/2, 3/8 και 1/6 Τάγματα Πεζοναυτών, ενώ ως επιπλέον εφεδρική ακτή είχε ορισθεί η «Πράσινη Ακτή» στο δυτικό άκρο της Μπέτιο. Ειδική πρόβλεψη είχε γίνει για την εξουδετέρωση του μώλου μήκους 500 και πλέον γιαρδών, ο οποίος ευρίσκετο στο διαχωριστικό όριο των ακτών «Κόκκινη 2» και «Κόκκινη 3».
O μώλος εισχωρούσε στη λιμνοθάλασσα δημιουργώντας κίνδυνο για τα αποβιβαζόμενα τμήματα, καθώς ήταν δυνατόν ελεύθεροι σκοπευτές και πολυβολητές να πλαγιοκοπήσουν τους Πεζοναύτες. Την εξουδετέρωση του μώλου είχε αναλάβει η 2α Διμοιρία Ανιχνευτών-Ελευθέρων Σκοπευτών του ανθυπολοχαγού Ουίλιαμ Χώκινς, η οποία θα συνοδευόταν από μια 6μελή ομάδα καταστροφέων με φλογοβόλα.
Μεγάλη σημασία για την επιτυχία της απόβασης θα είχε ο προκαταρκτικός ναυτικός και αεροπορικός βομβαρδισμός, σύμφωνα με τον οποίον προβλέπονταν 30 λεπτά αεροπορικές επιθέσεις, εν συνεχεία 120 λεπτά βομβαρδισμός από 3 θωρηκτά, 5 καταδρομικά και 9 αντιτορπιλικά.
Από τα 120 λεπτά, τα 75 θα αφιερώνονταν στην καταστροφή παρακτίων πυροβόλων και οχυρών, ενώ τα υπόλοιπα 45 στην καταστροφή ιαπωνικών θέσεων που ήταν στόχοι των Πεζοναυτών.
Στο τέλος και ενώ τα LVT θα προσέγγιζαν την ακτή, τα αεροσκάφη θα επέστρεφαν για μία τελευταία προσβολή διάρκειας 5 λεπτών στην ακτή.
Οι περισσότεροι Αμερικανοί πίστευαν ότι το νησί θα εξαφανιζόταν κάτω από την ποσότητα εκρηκτικών που θα δεχόταν, αλλά ο πλωτάρχης Νόουλς και αρκετοί Πεζοναύτες που είχαν λάβει μέρος στην απόβαση της Γκαβοντού, γνώριζαν ότι ο εκεί ναυτικός βομβαρδισμός που διήρκεσε από το πρωί ως το μεσημέρι είχε απογοητευτικά αποτελέσματα.
Τελευταίο μέσο υποστήριξης των Πεζοναυτών ήταν δύο αντιτορπιλικά, τα οποία θα εισχωρούσαν μαζί με τα ναρκαλιευτικά στη λιμνοθάλασσα για να τα προστατεύσουν, καθώς τα δεύτερα θα καθάριζαν τυχόν ναρκοπέδια. Εν συνεχεία, τα αντιτορπιλικά θα υποστήριζαν τους Πεζοναύτες.
Η 2α Μεραρχία Πεζοναυτών επιβιβάσθηκε στα μεταγωγικά πλοία στα τέλη Οκτωβρίου, πιστεύοντας ότι θα κατευθυνθεί στον Κόλπο Χώουκς της Νέας Ζηλανδίας για ασκήσεις. Μόνο η ανώτατη ηγεσία γνώριζε την πραγματικότητα. Ο ενδιάμεσος σταθμός της αποβατικής δύναμης ήταν η νήσος Εφάτε στις Νέες Εβρίδες, όπου συναντήθηκαν οι στόλοι του Νόουλς και του Χιλ και διεξήχθηκαν δοκιμαστικές αποβάσεις.
Μόνο στις 14 Νοεμβρίου ο ναύαρχος Χιλ επέτρεψε την ανακοίνωση της πραγματικής αποστολής των Πεζοναυτών.
Καθώς η αρμάδα κατευθυνόταν στην Ταράουα, οι Πεζοναύτες στα καταστρώματα των πλοίων άρχισαν να ακονίζουν τις ξιφολόγχες και τα μαχαίρια K-bar που διέθεταν, καθάρισαν και ξανακαθάρισαν τα όπλα τους καλύπτοντάς τα με ένα λεπτό στρώμα λαδιού και όταν μοιράστηκαν τα πυρομαχικά, οι πιο σχολαστικοί έλεγξαν το καθένα φυσίγγιο ξεχωριστά.
Προς τις ακτές της Μπέτιο
Τη νύκτα της 20ής Νοεμβρίου, το φεγγάρι ανέτειλε λίγο πριν τις 00.01 και οι δύο στόλοι έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις τους. Η καλυπτική δύναμη των θωρηκτών, των καταδρομικών και αντιτορπιλικών, έλαβε θέση δυτικά της Μπέτιο, ώστε τα πυρά τους να πλήττουν τη νήσο στον κατά μήκος άξονά της και να μην υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει κάποιο βλήμα προς τα κύματα των αποβατικών.
Στις 03.55, ο αποβατικός στόλος έλαβε θέση 6 μίλια βορείως της εισόδου της λιμνοθάλασσας και άρχισε να καθελκύει τα LCVP και LVT-1/2, ώστε να ακολουθήσουν οι Πεζοναύτες καταρριχώμενοι από τα δίκτυα των πλευρών των αποβατικών πλοίων.
Όσα LVT-1/2 και LCVP γέμιζαν Πεζοναύτες, κατευθύνονταν στους χώρους σχηματισμού και αναμονής αποβατικών κυμάτων. Στις 04.31 ο Χιλ διέταξε τον αποβατικό στόλο να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση, καθώς ένα θαλάσσιο ρεύμα ταχύτητος 2 κόμβων τον παρέσυρε νοτίως εντός της γραμμής βολής των πολεμικών. Στις 04.51 μια κόκκινη φωτοβολίδα φάνηκε στον ορίζοντα και λίγα λεπτά αργότερα τα ιαπωνικά παράκτια πυροβόλα άνοιξαν πυρ εναντίον των αποβατικών.
Ο ναυτικός βομβαρδισμός που είχε καθορισθεί να αρχίσει στις 06.30, μισή ώρα μετά τον αεροπορικό βομβαρδισμό των 06.00, αναγκαστικά άρχισε ως απάντηση στις 05.07, με τα πυρά των 16 ιντσών του «Maryland» να εγκαινιάζουν το ανηλεές σφυροκόπημα της Μπέτιο. Σύντομα το νησί καλύφθηκε από πυκνούς καπνούς, μέσα από τους οποίους ξεπηδούσαν πύρινα μανιτάρια από πλήγματα σε ιαπωνικές αποθήκες καυσίμων και πυρομαχικών.
Στις 05.42 ο Χίλ διέταξε παύση του πυρός, ώστε να εξαπολυθεί ο προσχεδιασμένος αεροπορικός βομβαρδισμός των 06.00. Ωστόσο, οι αεροπόροι είχαν αποφασίσει να εξαπολύσουν την επίθεσή τους μετά το ξημέρωμα, ώστε να διακρίνουν τους στόχους τους. Το κενό που δημιουργήθηκε έδωσε την ευκαιρία στους Ιάπωνες να ξαναρχίσουν τον βομβαρδισμό των αποβατικών, χωρίς ωστόσο επιτυχία.
Ο Χιλ προσπάθησε να επικοινωνήσει με τα αεροσκάφη, αλλά οι εκτονώσεις των εκρήξεων από τα πυροβόλα του «Maryland» είχαν προκαλέσει βλάβες στους ασυρμάτους που είχαν τοποθετηθεί πρόχειρα στη γέφυρα του πλοίου. Στις 06.05 ο Χιλ διέταξε επανάληψη του ναυτικού βομβαρδισμού, ο οποίος διεκόπη μετά από λίγα λεπτά, καθώς εμφανίστηκαν τα αεροσκάφη.
Ο ημίωρος αεροπορικός βομβαρδισμός περιορίσθηκε σε 10 μόλις λεπτά, ώστε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα της απόβασης. Οι καπνοί ωστόσο από το ναυτικό βομβαρδισμό και τις πρώτες βόμβες των αεροσκαφών, εμπόδισαν την ακριβή άφεση των βομβών, οι οποίες απλώς άνοιξαν μεγάλους λάκκους στην άμμο.
Λίγο μετά το ξημέρωμα, τα ναρκαλιευτικά «Pursuit» και «Requisite», καλυπτόμενα από προπέτασμα καπνού από μερικά LCVP, εισήλθαν στην είσοδο της λιμνοθάλασσας και άρχισαν να καθαρίζουν τις νάρκες στην περιοχή. Την προσπάθεια κάλυπταν τα αντιτορπιλικά «Ringgold» και «Dashiell», τα οποία με τα πυροβόλα τους κατόρθωσαν να σιωπήσουν τα ιαπωνικά πυροβολεία στην είσοδο της λιμνοθάλασσας.
Στις 07.15 το «Pursuit» είχε λάβει θέση στη γραμμή εκκίνησης των αποβατικών κυμάτων και είχε ανάψει τον προβολέα του, του οποίου η δέσμη κατευθυνόταν προς το πέρασμα της λιμνοθάλασσας, ώστε να καθοδηγήσει τα επερχόμενα LVT και LCVP μέσα από τους πυκνούς καπνούς που σκέπαζαν την περιοχή.
Η ώρα που θα άγγιζαν οι Πεζοναύτες την ακτή (Ώρα H) ήταν στις 08.30, ωστόσο τα LVT, αντιμετωπίζοντας ισχυρό αντίθετο ρεύμα αλλά και λόγω της σύγχυσης με τους προπαρασκευαστικούς βομβαρδισμούς, ευρίσκοντο ήδη 24 λεπτά πίσω από το χρονοδιάγραμμα της απόβασης. Ο Χιλ μετέθεσε την Ώρα H στις 09.00.
Η πεντάλεπτη διέλευση των αεροσκαφών που είχε προγραμματισθεί για τις 08.25 μεταφέρθηκε στις 08.55, αλλά όταν πραγματοποιήθηκε, αφενός τα αποτελέσματα ήταν μηδενικά, αφετέρου τα LVT ευρίσκοντο ακόμα στη θάλασσα. Όταν τα αεροσκάφη επιτέθηκαν, ο ναυτικός βομβαρδισμός μεταφέρθηκε στην ενδοχώρα της νήσου αφήνοντας ακάλυπτα τα LVT για 10 λεπτά, με μόνη υποστήριξη τα πυροβόλα των αντιτορπιλικών «Dashiell» και «Ringgold» και τα δίδυμα πολυβόλα των 0,50 ιντσών που έφεραν τα LVT.
Ματωμένες ακτές
Τα πολυβόλα των LVT άνοιξαν πυρ μόλις οι ερπύστριές τους άρχισαν να γυρνούν, ξεπερνώντας το εμπόδιο του κοραλλιογενούς υφάλου στο εσωτερικό της λιμνοθάλασσας. Ευρίσκοντο ήδη υπό το εχθρικό πυρ σε απόσταση 3.000 γιαρδών από την ακτή, δεχόμενα εγκαιροφλεγή βλήματα που προκαλούσαν σποραδικές απώλειες στους Πεζοναύτες εντός των ανοικτών αμφιβίων. Μόλις πέρασαν τον κοραλλιογενή ύφαλο, στα πυρά προστέθηκαν και τα δεκάδες πολυβόλα των πολυβολείων στις ακτές.
Εν τω μεταξύ, στις 08.55, η 2α Διμοιρία Ανιχνευτών-Ελευθέρων Σκοπευτών του ανθυπολοχαγού Χώκινς ήταν οι πρώτοι Πεζοναύτες που έβγαιναν στην Μπέτιο. Το LCVP που τους μετέφερε έπιασε στην άκρη της προκυμαίας την ώρα που τα αμερικανικά αεροσκάφη «θέριζαν» τις ακτές. Οι άνδρες του Χώκινς με φλογοβόλα διέτρεξαν τον μώλο προς την ακτή, αναζητώντας ιαπωνικές θέσεις.
Ανακάλυψαν δύο φωλεές πολυβόλων τις οποίες πυρπόλησαν με τα φλογοβόλα και η φωτιά μεταδόθηκε στην προκυμαία, δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό στην ξύλινη κατασκευή, απαγορεύοντας έτσι στον εχθρό να κινηθεί σ’ αυτήν και να πλαγιοκοπήσει τους Πεζοναύτες που θα έβγαιναν στις ακτές.
Στις 09.17, τα πρώτα LVT του 2/8 Τάγματος Πεζοναυτών έβγαιναν στην ακτή «Κόκκινη 3», έχοντας τη μοναδική τύχη να καλύπτονται από τα πυρά των «Dashiell» και «Ringgold», που από απόσταση αναπνοής εκκαθάριζαν ιαπωνικά πολυβολεία και πυροβολεία. Το 2/8 θα ήταν το τάγμα με τις λιγότερες απώλειες (τουλάχιστον το 25% των 522 ανδρών των τριών λόχων κρούσης).
Στην «Κόκκινη 2» το 2/2 Τάγμα αντιμετώπιζε φονικά πυρά. Αρκετά LVT είχαν δεχθεί απευθείας βολές από βλήματα πυροβολικού και όπλων ευθυτενούς τροχιάς, με αποτέλεσμα οι επιζήσαντες Πεζοναύτες να πηδήσουν στη θάλασσα, προσπαθώντας να βγουν στην ακτή, όπου οι περισσότεροι «θερίστηκαν» από τα πυρά των παράκτιων πολυβολείων.
Αλλά και εκείνοι που έφθασαν στην ακτή επάνω στα LVT δεν είχαν καλύτερη τύχη, καθώς όταν τα αμφίβια βγήκαν στην ακτή στις 09.22, οι εξερχόμενοι Πεζοναύτες άρχισαν να πέφτουν νεκροί από πυρά προερχόμενα από εμπρός αλλά και από δεξιά και αριστερά τους.
Ο Λόχος Ε καθηλώθηκε λίγα μέτρα από την ακτή, ενώ ο Λόχος F έχασε τη μισή του δύναμη, απλώς και μόνο φθάνοντας σε αυτή, ενώ ο Λόχος G, υφιστάμενος και αυτός βαριές απώλειες, στριμώχθηκε μεταξύ της θάλασσας και του φράγματος από κορμούς που είχαν υψώσει οι Ιάπωνες στην ακτή. Οι ηρωικές πράξεις δεν έλειψαν, καθώς οι απελπισμένοι Πεζοναύτες προσπαθούσαν να ανοίξουν κάποιο πέρασμα μέσα από τις εχθρικές οχυρώσεις.
Ο Λοχίας Ουίλιαμ Μπόρντελον, ένας σκαπανέας του 1/18 Τάγματος Μηχανικού των Πεζοναυτών, οδήγησε τους 4 επιζήσαντες άνδρες του στην ακτή και τοποθετώντας εκρηκτικά ανατίναξε 2 ιαπωνικά πολυβολεία. Επιτιθέμενος σε ένα τρίτο πολυβολείο τραυματίσθηκε, αλλά συνέχισε να πολεμά. Η προσπάθειά του να ανατινάξει μερικά ιαπωνικά ορύγματα τερματίσθηκε από μια ριπή που τον σκότωσε.
Ο λοχίας θα κέρδιζε ένα από τα 4 Μετάλλια της Τιμής που απονεμήθηκαν στην 2α Μεραρχία Πεζοναυτών στην Ταράουα.
Η απόβαση του 3/2 Τάγματος στην «Κόκκινη 1» αποδιοργανώθηκε από ένα σύμπλεγμα ιαπωνικών οχυρών στο όριο μεταξύ της «Κόκκινης 1» και της «Κόκκινης 2». Ο Λόχος Κ υπέστη ιδιαίτερα βαριές απώλειες, καθώς τα LVT κτυπήθηκαν από αντιαρματικά πυροβόλα, εξαναγκάζοντας τους Πεζοναύτες να κατευθυνθούν στην ακτή βουτηγμένοι στο νερό, που έφθανε μέχρι το στήθος των στρατιωτών. Τότε ανέλαβαν τα πολυβόλα, τα οποία εύκολα εξόντωναν αυτούς τους δυσκίνητους στόχους.
Οι απώλειες των Πεζοναυτών ήταν ιδιαίτερα βαριές ανάμεσα στους αξιωματικούς. Ο διοικητής του 2/3, ταγματάρχης Κρόου, έφθασε κολυμπώντας στην «Κόκκινη 3» όταν το LCM που μετέφερε την ομάδα διοικήσεώς του έπεσε στον ύφαλο, αλλά ο αντισυνταγματάρχης Χέρμπερτ Άμεϋ, διοικητής του 2/2 Τάγματος, σκοτώθηκε από μια ριπή όταν εγκατέλειψε το LVT που τον μετέφερε, αφού αυτό είχε εμπλακεί και ακινητοποιηθεί σε ένα πλέγμα αγκαθωτού σύρματος.
Ο τρίτος διοικητής, ταγματάρχης Σέτελ του 3/2, αναγκάσθηκε να αποβιβασθεί σε λάθος ακτή, στην «Κόκκινη 2» αντί της «Κόκκινης 1». Στη γενική σύγχυση από τις καθυστερημένες και λανθασμένες αφίξεις των αποβατικών κυμάτων, συνέβαλαν και οι ελαττωματικοί ασύρματοι που είχαν αχρηστευθεί από την κατάδυσή τους στο αλμυρό νερό.
Εν τω μεταξύ, στον κοραλλιογενή ύφαλο διεξαγόταν πολύ μεγαλύτερη αιματοχυσία από αυτήν στις ακτές της Μπέτιο. Τα LCVP των β’ και γ’ κυμάτων δεν βρήκαν το βάθος των 3,5 ποδών που απαιτούσε το εκτόπισμά τους για να περάσουν πάνω από τον ύφαλο, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν και να αποβιβάσουν τους Πεζοναύτες σε απόσταση 700-1.000 γιαρδών από την ακτή.
Οι εκατοντάδες βραδυκίνητες φιγούρες των Πεζοναυτών που προσπαθούσαν να βγουν στις ακτές της Μπέτιο δέχθηκαν ένα τρομακτικό φράγμα πυρός από βλήματα πυροβολικού, αντιαρματικών όπλων, πολυβόλων και ελευθέρων σκοπευτών.
Όσοι γλύτωσαν από τα θανατηφόρα πυρά προστέθηκαν στις σειρές των Πεζοναυτών που στοιβάζονταν σε λίγα μέτρα ακτής, ενώ οι λιγότερο τυχεροί χάθηκαν υπό το βάρος του οπλισμού τους σε βαθιά πηγάδια που υπήρχαν στο βυθό της λιμνοθάλασσας.
Οι φρικτές απώλειες που υπέστη το α’ κύμα έφθαναν το 70% των ανδρών που αποβιβάσθηκαν με τα πρώτα 42 LVT-1. Τα β’ και γ’ κύματα είχαν την ίδια μοίρα με το α’, με αποτέλεσμα να αποδεσμευθούν οι ενισχύσεις, το 1/2 Τάγμα του ταγματάρχη Κάιλ και το 3/8 του ταγματάρχη Ρούουντ. Ο κοραλλιογενής ύφαλος σταμάτησε και αυτές τις ενισχύσεις, οι οποίες άρχισαν να αποδεκατίζονται από τα ιαπωνικά πυρά.
Μετά από λίγο, ο ταγματάρχης Ρούουντ ανέφερε ότι το γ’ κύμα είχε ουσιαστικά πάψει να υφίσταται και ότι το δ’ κύμα είχε υποχωρήσει, με αποτέλεσμα οι περιπλανώμενες άκατοι να γίνονται στόχοι των όπλων ευθυτενούς τροχιάς των Ιαπώνων.
Όσοι Πεζοναύτες διεσώζοντο, προσπαθούσαν να πλησιάσουν στην προκυμαία που προσέφερε σχετική προστασία και κινούμενοι κατά μήκος της κατασκευής έφθαναν στις ακτές, ενισχύοντας τις γραμμές των πρώτων κυμάτων. Μαζί τους στις ακτές «Κόκκινη 1,2,3» έφθασε και ο αξιωματικός επιχειρήσεων της 2ας Μεραρχίας Πεζοναυτών, συνταγματάρχης Σουπ, με την ομάδα διοικήσεώς του, προσπαθώντας να οργανώσει το χάος στις ακτές.
Η πρώτη κρίσιμη νύκτα
Λίγες ώρες πριν την έλευση της νύκτας, η μεγαλύτερη βοήθεια στους Πεζοναύτες στην ακτή ήταν η αποβίβαση των αρμάτων Sherman του Τάγματος Αρμάτων των Πεζοναυτών. Τα LCM που τα μετέφεραν έπεσαν και αυτά στο φράγμα του υφάλου, με αποτέλεσμα να αποβιβάσουν τα άρματα στα αβαθή ύδατα. Οδηγοί προηγούντο των αρμάτων, ώστε να αποφεύγουν τα πηγάδια στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας.
Αρκετά από αυτά ωστόσο επλήγησαν από αντιαρματικά όπλα και ορισμένα βυθίσθηκαν στα αφανή πηγάδια της λιμνοθάλασσας.
Η άφιξη και των λίγων αρμάτων στην ακτή έδωσε ώθηση στην επιθετική ορμή των Πεζοναυτών, καθώς τα πυροβόλα των 75 χλστ. που διέθεταν ανατίναζαν από κοντά ιαπωνικά πολυβολεία και ορύγματα. Ταυτόχρονα, ομάδες πεζικού και μηχανικού, χρησιμοποιώντας την τακτική «καψίματος και σφραγίσματος» (blowtorch and corkscrew), άρχισαν να καταστρέφουν ιαπωνικές οχυρώσεις.
Οι σκαπανείς των Πεζοναυτών απομάκρυναν τους πολυβολητές του εχθρού από τις θυρίδες βολής με εκτόξευση εύφλεκτου υγρού από φλογοβόλα, ενώ ταυτόχρονα άλλοι τοποθετούσαν μπανγκαλοτορπίλες (bangalore torpedo) και εκρηκτικά, ώστε να σφραγίζουν τις θυρίδες ή να ανατινάζουν τα πολυβολεία. Το πεζικό των Πεζοναυτών κάλυπτε με καταιγιστικά πυρά τις προσπάθειες αυτές, ενώ έρποντας εκατοστό με εκατοστό προωθείτο πέρα από την ακτή.
Το αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν την πρώτη νύκτα οι Πεζοναύτες να κατέχουν δύο περιορισμένους θύλακες, τον ένα στο βορειοδυτικό άκρο της νήσου και έναν στο κέντρο, ο οποίος εκτεινόταν 200 γιάρδες προς όλες τις κατευθύνσεις από τη βάση της προκυμαίας. Οι Πεζοναύτες κατείχαν πρόχειρα σκαμμένες στην άμμο θέσεις που ανοίχθηκαν με πτυοσκάπανα ή και με τα χέρια.
Τα πυρομαχικά τους και το ιατρικό υλικό των Πεζοναυτών βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα, καθώς η φόρτωση των πλοίων στη Νέα Ζηλανδία δεν είχε γίνει σωστά.
Τα κρίσιμα υλικά είχαν φορτωθεί πρώτα, με αποτέλεσμα στην εκφόρτωση να βρίσκονται τελευταία στα αμπάρια των πλοίων. Όταν στις ακτές υπήρχε άμεση ανάγκη χορήγησης πυρομαχικών και ιατρικών υλικών, αυτά ευρίσκοντο θαμμένα στα πλοία, κάτω από οχήματα και ποσότητες παγωτού, με συνέπεια να χρειασθούν ώρες μέχρι να έλθουν στην επιφάνεια και να αποσταλούν στις ακτές.
Αυτό το οποίο φοβόντουσαν περισσότερο οι Πεζοναύτες ήταν μια νυκτερινή ιαπωνική αντεπίθεση, η οποία ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έριχνε τους Αμερικανούς στη θάλασσα, καθώς ο αριθμός των Πεζοναυτών στην ακτή ήταν μικρός λόγω των μεγάλων απωλειών (το 30% της συνολικής δύναμης των ταγμάτων), ενώ η αμυντική τους τοποθεσία ασθενέστατη. Ωστόσο, η επίθεση αυτή δεν ήρθε, όπως δεν ήρθαν και τα βλήματα όλμων που περίμεναν οι Αμερικανοί, τα οποία θα επέφεραν βαρύτατες απώλειες στους πυκνά στοιβαγμένους Πεζοναύτες στη λωρίδα της ακτής.
Η μη εκτόξευση αντεπίθεσης, σύμφωνα με μια άποψη, οφείλεται στην καταστροφή των καλωδίων επικοινωνίας των Ιαπώνων από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, η οποία απαγόρευσε την εκπομπή των κατάλληλων διαταγών. Σύμφωνα με άλλη άποψη, οφείλεται στο αμυντικό δόγμα του Σιμπασάκι, ο οποίος πίστευε ότι οι Αμερικανοί θα φθαρούν επιτιθέμενοι και μόνο στις ισχυρές οχυρώσεις.
Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση, η δικαιολογία έχει περιορισμένη ισχύ, καθώς η προετοιμασία της επίθεσης μπορούσε να γίνει με αγγελιοφόρους, ενώ στη δεύτερη, ο Σιμπασάκι όντως έδειξε μεγάλη έλλειψη στρατηγικής διορατικότητος, καθώς και η πιο ισχυρή άμυνα όταν μένει παθητική, ο χρόνος δουλεύει εναντίον της, αφού ο εχθρός είναι ελεύθερος να ενισχυθεί, να ελιχθεί και γενικά να επινοήσει τρόπους διάσπασής της.
Στα πλαίσια της λογικής αυτής, ο Σιμπασάκι ίσως να μην είχε καν φροντίσει για την ύπαρξη κάποιας εφεδρικής δύναμης η οποία θα εκτελούσε αντεπιθέσεις, χρησιμοποιώντας όλους τους άνδρες του σε στατικές οχυρές θέσεις.
Και πραγματικά, όλη τη νύκτα οι Αμερικανοί ενισχύοντο σε βαρέα όπλα, καθώς τα LVT εκτελούσαν συνεχή δρομολόγια μεταφέροντας τα ελαφρά και εύχρηστα ορειβατικά πυροβόλα των 75 χλστ. Τα καταπληκτικά αυτά πυροβόλα έφθασαν στις ακτές ακόμα και επάνω σε πρόχειρες σχεδίες, από Πεζοναύτες που κολυμπούσαν στα σκοτεινά της λιμνοθάλασσας, ανάμεσα σε σποραδικά πυρά ελευθέρων σκοπευτών.
Μοναδική σοβαρή δραστηριότητα των Ιαπώνων ήταν μια αεροπορική επιδρομή από 8 βομβαρδιστικά, τα οποία, αφού έριξαν τρεις σειρές βομβών χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, εξαφανίστηκαν.
D+1: Τα πρώτα ρήγματα στο οχυρό
Η έλλειψη ιαπωνικής αντίδρασης έδωσε την απαιτούμενη ανάσα στους Πεζοναύτες για να ενισχυθούν και να αναδιοργανωθούν.
Ο Σουπ διέταξε την απόβαση του 1/8 Τάγματος στην «Κόκκινη 2», με το πρώτο φως. Οι άνδρες στην ακτή γύρισαν προς τη θάλασσα για να παρακολουθήσουν με τη σειρά τους το άγριο θέαμα της προσπάθειας των Πεζοναυτών του 1/8 να κολυμπήσουν προς την ακτή υπό τα σφοδρά ιαπωνικά πυρά.
Μοναδική υποστήριξη πρόσφεραν τα πυροβόλα των 75 χλστ. τα οποία, βάλλοντας με ελάχιστη ανύψωση βλήματα με βραδυφλεγείς πυροσωλήνες, κατόρθωναν περιστασιακά να σιγούν τα ιαπωνικά πυροβόλα.
Οι απώλειες του 1/8 ήταν βαριές, αλλά το σημαντικό ήταν ότι το Τάγμα έχασε όλα τα βαρέα του όπλα. Ωστόσο, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας τις επόμενες ώρες επέτρεψε την προσέγγιση στην ακτή των LCM με ημιερπυστριοφόρα που έφεραν πυροβόλα των 75 χλστ., πυροβόλα ρυμουλκούμενα των 37 χλστ., καθώς και τζιπ με ασυρμάτους.
Στο κέντρο της ακτής «Κόκκινη 2», τα απομεινάρια των 1/2 και 2/2 Ταγμάτων οργανώθηκαν σε ένα σώμα 200 ανδρών με επικεφαλής τους λοχαγούς των Λόχων Α, Β και Ε και στις 13.00 εξαπέλυσαν μια επίθεση προς νότον, προσπαθώντας να βγουν στην ακτή προς την πλευρά του ωκεανού. Παρά το σφοδρό ιαπωνικό πυρ, οι απώλειες υπήρξαν ελαφρές, καθώς στο εσωτερικό του νησιού δεν υπήρχαν καθόλου οχυρώσεις.
Ο Σιμπασάκι είχε φτιάξει ένα σκληρό κέλυφος στην Μπέτιο, ωστόσο όπου αυτό έσπαγε, το εσωτερικό του ήταν μαλακό. Οι 200 Πεζοναύτες κατόρθωσαν να φθάσουν στη νότια ακτή και να εγκατασταθούν σε εγκαταλελειμμένες οχυρώσεις των Ιαπώνων, δημιουργώντας έναν θύλακα μήκους 200 γιαρδών. Η θέση αυτή απέκρουσε μια μικρή αντεπίθεση και κάλεσε ενισχύσεις.
Ο Ταγματάρχης Κάιλ, διοικητής του 1/2 Τάγματος, έχοντας μαζί του μια ομάδα πολυβόλων των 0,30 και 0,50 ιντσών, καθώς και διαβιβαστές με καλώδιο επικοινωνιών, κατόρθωσε το απόγευμα να φθάσει στον θύλακα και να αναλάβει τη διοίκηση.
Το 2/8 Τάγμα, στην «Κόκκινη 3», συνέχισε και την ημέρα αυτή να επιτίθεται προς τα ανατολικά, προσπαθώντας να εξουδετερώσει το ατσάλινο πολυβολείο στην άκρη της ακτής, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, καθώς τα πυρά ήταν ιδιαίτερα φονικά. Τελικά προώθησε ένα πυροβόλο των 30 χλστ. και ένα άρμα Sherman, ώστε να ενισχυθεί η τοποθεσία σε περίπτωση εχθρικής αντεπίθεσης.
Το 3/8 Τάγμα, το οποίο είχε προωθηθεί στο τρίγωνο που σχημάτιζαν οι διάδρομοι προσγείωσης του αεροδρομίου, έμεινε στη θέση του ενισχύοντας τα ορύγματά του. Η επιτυχία την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε από το 3/2 Τάγμα του ταγματάρχη Ράιαν. Υποστηριζόμενο από δύο αντιτορπιλικά και δύο άρματα Sherman, το 2/3 επιτέθηκε προς νότον, επιτυγχάνοντας μέσα σε μια ώρα να καταλάβει ολόκληρη την «Πράσινη Ακτή» στο δυτικό άκρο της Μπέτιο. Το πλάτος της λωρίδας που κατείχαν οι Πεζοναύτες έφθανε τις 300 γιάρδες προς τα ανατολικά.
Μετά την επιτυχία αυτή, ο στρατηγός Σμιθ διέταξε να αποδεσμευθεί το 6ο Σύνταγμα Πεζοναυτών και να αποβιβαστεί στη νήσο. Το 1/6 Τάγμα αποβιβάστηκε με ελαστικές λέμβους στην «Πράσινη Ακτή», μαζί με έναν ουλαμό της 2ας Επιλαρχίας Αρμάτων. Η υπόλοιπη επιλαρχία αποβιβάστηκε στην «Κόκκινη 2». Το 2/6 Τάγμα απεβιβάσθη στη νήσο Μπαϊρίκι ανατολικά της Μπέτιο, ώστε να σφραγίσει την πιθανή διέξοδο των Ιαπώνων. Τέλος, το 3/6 Τάγμα επιβιβάσθηκε σε LCVP και παρέμεινε εν πλω ως πλωτή εφεδρεία.
Το άλλο θετικό της ημέρας ήταν η αποβίβαση όλων των πυροβολαρχιών της 1/10 Μοίρας Πυροβολικού των 75 χλστ. στην Μπέτιο, καθώς και δύο πυροβολαρχιών της 2/10 Μοίρας στο Μπαϊρίκι.
D+2: Η ιαπωνική άμυνα καταρρέει
Η συνεχής ενίσχυση του αμερικανικού προγεφυρώματος όλη τη νύκτα της 21/22 Νοεμβρίου με ελαφρά άρματα, αυτοκινούμενα πυροβόλα των 75 χλστ. και ρυμουλκούμενα πυροβόλα των 35 χλστ. έδωσε την πεποίθηση στους Πεζοναύτες ότι την επομένη ημέρα θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μια ισχυρή επίθεση. Της επίθεσης θα προηγείτο ναυτικός βομβαρδισμός ο οποίος θα διαρκούσε 20 λεπτά επί 4 φορές, ήτοι στις 07.00, μετά στις 08.30, ξανά στις 09.30 και ξανά στις 10.30, ενώ θα ακολουθούσε και αεροπορικός βομβαρδισμός.
Τα τάγματα των Πεζοναυτών θα επιτίθεντο ως εξής: Το 1/6 θα περνούσε τις γραμμές του 3/2 Τάγματος και θα επιτίθετο ανατολικά κατά μήκος της νότιας ακτής ώστε να συνδεθεί με τον θύλακα των 2/2 και 1/2 Ταγμάτων. Ταυτόχρονα, το 1/8 Τάγμα θα επιτίθετο δυτικά για να εξουδετερώσει ένα οχυρό στο κέντρο της ακτής, ενώ τα 2/8 και 3/8 Τάγματα θα επιτίθεντο ανατολικά προς τη βάση ενός μικρού μώλου.
Η επίθεση του 1/8 Τάγματος άρχισε με τη συνδρομή 3 ελαφρών αρμάτων, τα οποία κυριολεκτικά τοποθετούσαν τα πυροβόλα τους μέσα στις θυρίδες των πολυβολείων και ανατίναζαν τους ευρισκόμενους εντός των οχυρώσεων. Οι νάρκες και τα ιαπωνικά πυρά, ωστόσο, εξουδετέρωσαν δύο από τα άρματα, με αποτέλεσμα το τρίτο να οπισθοχωρήσει.
Τα πυροβόλα των 75 χλστ. επάνω στα ερπυστριοφόρα φάνηκαν πιο χρήσιμα, αλλά ήταν πολύ εκτεθειμένα για να πλησιάσουν τις ιαπωνικές οχυρώσεις. Τελικά, ο συνδυασμός ομάδων πεζικού και μηχανικού επέτρεψε την εξουδετέρωση μερικών πολυβολείων, αλλά γενικά το 1/8 Τάγμα δεν προήλασε παρά μερικές δεκάδες μέτρα. Οι άνδρες του έσκαψαν ορύγματα και έμειναν εκεί όλη την επόμενη ημέρα.
Στις 08.00, το 1/6 Τάγμα ξεκίνησε την επίθεσή του από την «Πράσινη Ακτή» προς τα ανατολικά, έχοντας μπροστά 5 ελαφρά άρματα, τα οποία ακολουθούσαν 3 λόχοι Πεζοναυτών σε φάλαγγα, εκ των οποίων ο πρώτος έφερε όλα τα φλογοβόλα και τα εκρηκτικά γεμίσματα του τάγματος. Η προέλαση του 1/6 ήταν εκπληκτικά εύκολη και ως τις 11.00 που έφθασε τον θύλακα των 1/2 και 2/2 Ταγμάτων, είχε σκοτώσει τουλάχιστον 250 Ιάπωνες.
Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαταχθεί το 1/6 να συνεχίσει την προέλαση κατά μήκος της ακτής, επιτιθέμενο σε συνδυασμό με τα 3/8 και 2/8 Τάγματα που ευρίσκοντο στην «Κόκκινη 3». Αυτή τη φορά, το 1/6 θα διέθετε ναυτική και αεροπορική υποστήριξη, καθώς και 7 ελαφρά και 1 μεσαίο άρματα μάχης.
Τα 2/8 και 3/8 Τάγματα θα επιτίθεντο προς τα ανατολικά κατά μήκος της βόρειας ακτής, προσπαθώντας να εξουδετερώσουν μια αμυντική θέση από 3 οχυρά που βρίσκονταν στη βάση του μώλου. Το ένα από αυτά ήταν ένα ατσάλινο πολυβολείο, του οποίου τα πυρά είχαν προκαλέσει τεράστιες απώλειες στους Αμερικανούς από την πρώτη ημέρα της απόβασης. Το δεύτερο οχυρό ήταν ένα τσιμεντένιο κατασκεύασμα καλυμμένο από άμμο, που βρισκόταν νότια του ατσάλινου πολυβολείου. Το τρίτο οχυρό ήταν ένα πολυβολείο από κορμούς κοκοφοίνικα, σκεπασμένο επίσης από άμμο. Και τα 3 οχυρά αλληλοκαλύπτονταν από τα πυρά τους.
Στις 09.30, λίγο πριν επιτεθούν οι λόχοι του 2/8 Τάγματος, ένα βλήμα όλμου από τα δεκάδες που έπλητταν τα ιαπωνικά οχυρά, κατόρθωσε να περάσει την οχύρωση με τους κορμούς, να φθάσει στην αποθήκη πυρομαχικών και να ανατινάξει όλη την εχθρική θέση στον αέρα. Την ίδια περίπου στιγμή, αρκετά βλήματα των 75 χλστ. ενός άρματος κατόρθωσαν να διαπεράσουν το ατσάλινο πολυβολείο και να το θέσουν εκτός μάχης. Τώρα έμενε μόνο το τρίτο λοφοειδές οχύρωμα. Μοναδικός τρόπος για να εξουδετερωθεί ήταν να ανεβούν οι Πεζοναύτες στην κορυφή του και να πετάξουν μέσα στις θυρίδες του εκρηκτικά.
Την επίθεση στην κορυφή οδήγησε μια ομάδα μηχανικού με φλογοβόλα, υπό την κάλυψη των πυρών του πεζικού. Καθώς ανέβαιναν στο οχυρό, οι Ιάπωνες εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον τους, η οποία όμως ανεκόπη απότομα, όταν εδέχθη την δέσμη του πυρός από το φλογοβόλο του ανθυπολοχαγού Μπόνυμαν, το οποίο έκαψε τους περισσότερους από τους Ιάπωνες. Τελικά και το οχύρωμα αυτό εξουδετερώθηκε με τη χρήση εκρηκτικών.
Η εξουδετέρωση των οχυρώσεων αυτών επέτρεψε στο 2/8 να προχωρήσει ανατολικότερα και να ασφαλίσει το χώρο μεταξύ της λιμνοθάλασσας και του αεροδρομίου. Δίπλα του, το 3/8 Τάγμα προέλασε και αυτό έως το νότιο άκρο του αεροδρομίου και έλαβε αμυντικές θέσεις με μέτωπο προς τα ανατολικά.
Εν τω μεταξύ, το 3/6 Τάγμα που βρισκόταν εν πλω, έλαβε διαταγή να αποβιβασθεί στην «Πράσινη Ακτή» και να ετοιμασθεί να επιτεθεί προς ανατολάς. Στις 17.00 ο διοικητής του, αντισυνταγματάρχης Μακ Λέοντ, έλαβε τη σχετική διαταγή και ακολούθησε το δρομολόγιο του 1/6 κατά μήκος της νότιας ακτής. Φθάνοντας 400 γιάρδες πίσω από το 1/6, σταμάτησαν και έλαβαν διαταγή να σκάψουν ορύγματα.
Νυκτερινές επιθέσεις
Το πρωινό της 22ας Νοεμβρίου ο διοικητής της 2ας Μεραρχίας Πεζοναυτών, στρατηγός Σμιθ, μετέφερε το αρχηγείο του από τα αποβατικά πλοία στην ακτή της Μπέτιο. Παρά την προέλαση των Πεζοναυτών, υπήρχαν ακόμα αρκετοί ισχυροί θύλακες αντίστασης των Ιαπώνων, οι οποίοι θα εκαθαρίζοντο όπως και οι προηγούμενοι. Ωστόσο, το κόστος σε ανθρώπινες ζωές των Πεζοναυτών είχε δημιουργήσει μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα στο αρχηγείο του Σμιθ, με αποτέλεσμα η αναφορά του στον ναύαρχο Χιλ να μιλάει για «αργή και άκρως δαπανηρή σε ζωές προέλαση».
Τη νύκτα 22/23 Νοεμβρίου, ο Σμιθ προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις μονάδες του. Τα 2/8 και 3/8 Τάγματα θα μετεφέρονταν στη νησίδα Μπαϊρίκι για ξεκούραση και αναδιοργάνωση. Το 3/6 Τάγμα θα διερχόταν από τις θέσεις του 1/6 και θα επιτίθετο ανατολικά για να εξαλείψει τις ιαπωνικές θέσεις στο ανατολικό άκρο της νήσου, ενώ το 2ο Σύνταγμα, συνεπικουρούμενο από το 1/8 Τάγμα, θα επιτίθετο δυτικά για να εξαλείψει τις οχυρώσεις στο όριο των ακτών «Κόκκινη 1» και «Κόκκινη 2».
Προς υποστήριξη των επιθέσεων αυτών θα διετίθεντο τα πυρά των πλοίων και των αεροσκαφών του Χιλ, καθώς και οι πυροβολαρχίες των 75 χλστ. που είχαν αποβιβασθεί, ενώ στη διάρκεια της νύκτας θα αποβιβαζόταν και η 4/10 Μοίρα Πυροβολικού των 105 χλστ.
Ενώ αυτές οι διαταγές διαβιβάζονταν, οι Ιάπωνες άρχισαν να εξαπολύουν μια σειρά σφοδρών επιθέσεων στις προωθημένες θέσεις του 1/6 Τάγματος. Στις 19.30 μια ομάδα 50 Ιαπώνων διείσδυσε μεταξύ των Λόχων Α και Β, με σκοπό να προκαλέσει τα αμερικανικά πυρά ώστε να αποκαλυφθεί η διάταξη μάχης των Πεζοναυτών. Η πειθαρχία πυρός των Πεζοναυτών υπήρξε άριστη και κανένα πολυβόλο δεν άνοιξε πυρ. Οι Ιάπωνες εξοντώθηκαν από μια εφεδρική δύναμη του Λόχου Διοικήσεως του 1/6, η οποία, σε μια εκ του συστάδην μάχη με χειρομβοβίδες και ξιφολόγχες, έτρεψε σε φυγή τους Ιάπωνες. Ταυτόχρονα, το πυροβολικό των Πεζοναυτών και δύο αντιτορπιλικά άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή μπροστά από το 1/6.
Στις 23.00, μία ακόμη μικρή ιαπωνική δύναμη εκτέλεσε έφοδο με ιαχές, εκτοξεύοντας χειρομβοβίδες στις θέσεις του Λόχου Α του 1/6. Ταυτόχρονα, 50 Ιάπωνες επιτέθηκαν στον Λόχο Β. Και οι δύο επιθέσεις αντιμετωπίσθηκαν με πυρά πολυβόλων και όλμων των 81 χλστ., αποκαλύπτοντας ωστόσο τις θέσεις των δύο λόχων. Στις 03.00 οι Ιάπωνες Πεζοναύτες εξαπέλυσαν την κύρια επίθεσή τους με φανατική μανία. Τουλάχιστον 300 Ιάπωνες σε παράταξη εκτέλεσαν μια φρενήρη έφοδο με ιαχές, εκτοξεύοντας χειρομβοβίδες και πολυβολώντας τις αμερικανικές θέσεις.
Οι Πεζοναύτες απάντησαν με σφοδρά πυρά, ενώ όπου οι Ιάπωνες έφθασαν στα αμερικανικά ορύγματα, διεξήχθη άγριος αγώνας με ξιφολόγχες και μαχαίρια. Μέσα σε μια ώρα, οι περισσότεροι Ιάπωνες ήταν νεκροί και τραυματίες. Την αυγή ανακαλύφθηκαν περισσότερα από 200 πτώματα μπροστά στις αμερικανικές θέσεις και άλλα 100 πιο μακριά, διαμελισμένα από οβίδες πυροβολικού. Ωστόσο, άλλοι 500 Ιάπωνες ευρίσκοντο ακόμα στην Μπέτιο.
D+3 έως D+8: Η Ταράουα στα χέρια των Πεζοναυτών
Το ξημέρωμα της 23ης Νοεμβρίου εξαπολύθηκαν οι αμερικανικές επιθέσεις που θα έθεταν το τέρμα της οργανωμένης αντίστασης των Ιαπώνων στην Μπέτιο. Στο ανατολικό άκρο, μετά από μια ώρα σφοδρού ναυτικού και αεροπορικού βομβαρδισμού κατά μήκος των 2.000 γιαρδών του εχθρικού εδάφους, το 3/6 Τάγμα, έχοντας ως προφυλακή 7 ελαφρά και 2 μεσαία άρματα, άρχισε να προελαύνει προς τα ανατολικά.
Ουσιαστικά οι Πεζοναύτες έκαναν παρέλαση, καθώς οι περισσότεροι Ιάπωνες ήταν νεκροί από τα αμερικανικά πυρά ή από τα ίδια τους τα χέρια, έχοντας αυτοκτονήσει. Συνολικά βρέθηκαν 475 πτώματα, μόνο 14 αιχμάλωτοι συνελήφθησαν και αυτοί ήταν Κορεάτες εργάτες.
Στο όριο των ακτών «Κόκκινη 1» και «Κόκκινη 2», τα 1/8 και 3/2 Τάγματα επιτέθηκαν για να εξαλείψουν τις οχυρώσεις που είχαν προκαλέσει τις μεγαλύτερες απώλειες στους Πεζοναύτες. Μετά από τρεις ώρες μάχης, στις 13.05, ο συνταγματάρχης Σουπ ανέφερε ότι οι ακτές ήταν πλέον ασφαλείς, οι οχυρωμένοι Ιάπωνες είχαν σκοτωθεί ή αυτοκτονήσει. Στις 13.30, ο στρατηγός Σμιθ, μετά από 76 ώρες αιματηρών μαχών, κήρυξε την Μπέτιο ασφαλή περιοχή. Ωστόσο, για αρκετές ημέρες οι ομάδες των Πεζοναυτών θα ξετρύπωναν μεμονωμένους Ιάπωνες, οι οποίοι πέθαιναν πολεμώντας.
Η μάχη ωστόσο για την καθολική κατάληψη της Ταράουα δεν έληξε παρά στις 28 Νοεμβρίου, όταν το 2/6 Τάγμα, ερευνώντας τη νησίδα Ταριτάι, εξόντωσε μια ιαπωνική δύναμη σε σφοδρή νυκτερινή μάχη, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν 175 Ιάπωνες. Το 2/6 έχασε 32 αξιωματικούς και οπλίτες, ενώ 59 Πεζοναύτες τραυματίσθηκαν. Το τέλος της επιχειρήσεως «Galvanic», όπως και η έναρξή της, ήταν εξίσου αιματηρό.
Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές υπήρξαν φρικτές. Η 2α Μεραρχία Πεζοναυτών καταμέτρησε 57 νεκρούς αξιωματικούς και 925 Πεζοναύτες, ενώ στη μακρά λίστα των τραυματιών υπήρχαν 90 αξιωματικοί και 2.072 Πεζοναύτες, ενώ 88 ακόμη Πεζοναύτες δεν βρέθηκαν ποτέ και καταχωρήθηκαν ως αγνοούμενοι. Το ποσοστό απωλειών επί της συνολικής δύναμης της 2ας Μεραρχίας Πεζοναυτών έφθασε το 18,8%, ωστόσο το ποσοστό απωλειών κατά μονάδα έφθασε σε μεγάλα ύψη.
Οι λόχοι κρούσης των α’, β’ και γ’ κυμάτων απώλεσαν το 70% της δύναμής τους, ενώ το 2ο Τάγμα Αμφιβίων Τρακτόρων, από τους 661 αξιωματικούς και οπλίτες του, απώλεσε τους 323 (συμπεριλαμβανομένου και του διοικητού του, ταγματάρχη Ντριού).
Η εξολόθρευση της ιαπωνικής φρουράς υπήρξε ολοκληρωτική. Από τους 5.000 συνολικά άνδρες του Σιμπασάκι επέζησαν ως αιχμάλωτοι μόνον 146 και αυτοί ήταν Κορεάτες εργάτες. Από τους Ιάπωνες Πεζοναύτες δεν παραδόθηκε κανείς.
Έπεσαν πολεμώντας ακόμα και όταν όλα είχαν χαθεί, ενώ εκείνοι που φοβήθηκαν ότι θα συλληφθούν, αυτοκτόνησαν βάζοντας το όπλο τους στο λαιμό τους και τραβώντας με το δάκτυλο του ποδιού τη σκανδάλη ή βάζοντας μια χειροβομβίδα στο κορμί τους.